on 26/03/2024
Ο αποκλεισμός των ανθρώπων από τα ελληνικά δάση με σκοπό τη διατήρησή τους δεν φαίνεται να προσφέρει μια βιώσιμη προοπτική. Αντίθετα, απάντηση στις περιβαλλοντικές προκλήσεις του 21ου αιώνα μπορούν να δώσουν η πολυλειτουργική χρήση των δασών, ο συνδυασμός τους με την οικονομική δραστηριότητα κυρίως των ανθρώπων της υπαίθρου, καθώς και η αναβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών.
Άρθρο του Ρήγα Τσιακίρη*
Περιλαμβάνεται στο εν εξελίξει αφιέρωμα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ «Τα ελληνικά δάση στον 21ο αιώνα – Μια διερεύνηση υπό το πρίσμα της διατήρησης, των τοπικών οικονομικών οικοσυστημάτων και των κοινών»
Μετά την πικρή περσινή πρωτιά της Ελλάδας, που κατέγραψε στον Έβρο 962.016 στρέμματα καμένης γης, τη μεγαλύτερη πυρκαγιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2000 που ξεκίνησε η καταγραφή σχετικών δεδομένων, ήταν απορίας άξιο ποια άλλη οικολογική καταστροφή θα μπορούσε να μας συνταράξει περισσότερο. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από τις πλημμύρες στον Θεσσαλικό κάμπο, που διέλυσαν την παραγωγικότερη περιοχή της χώρας – μεγάλο μέρος της οποίας συνεχίζει ως σήμερα, Μάρτιο του 2024, να παραμένει πλημμυρισμένο βόρεια της Κάρλας. Δύο απανωτές, ανείπωτες περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές, που ανέδειξαν την εγκατάλειψη του Έλληνα παραγωγού, καθώς και των ανθρώπων που επέλεξαν να ζήσουν, να επενδύσουν και να δημιουργήσουν στην επαρχία, στο έλεος της κλιματικής κρίσης. Έτσι, ένα από τα καλύτερα μελετημένα και προστατευόμενα αιωνόβια πευκοδάση της ανατολικής Μεσογείου, το Δάσος της Δαδιάς, έγινε πλέον παρελθόν – όπως έγιναν λίγο νωρίτερα και αυτά της Βόρειας Εύβοιας, αλλά και του πολύπαθου Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και των βασιλικών ανακτόρων, που από δεκαετίες αποτελούσαν τον σημαντικότερο πνεύμονα της Αθήνας.
Πυροσβεστικές υπηρεσίες με δεκάδες πανάκριβα εναέρια μέσα, καθώς και το νέο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, που συστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 για την αποτροπή τέτοιων συμβάντων, φαίνεται να κοιτάζουν ανήμπορα, συχνά καλώντας τους πυροσβέστες να μην επιχειρούν τη νύχτα εντός των δασών, καθώς προσπαθούν να περισώσουν –και σωστά– ανθρώπινες ζωές και ιδιοκτησίες. Αντίστοιχες εικόνες κρατικής ανεπάρκειας αντικρίσαμε και στις περιπτώσεις των πλημμυρών, που στην Ελλάδα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, καθώς οι χείμαρροι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ορεινού ανάγλυφου της χώρας. Πού ήταν λοιπόν οι αρμόδιες υπηρεσίες που έχουν οριστεί για την προστασία των πολιτών και για την υλοποίηση έργων προς αποφυγή τέτοιων καταστροφών;
Η Δασική Υπηρεσία και η πολυσχιδής προσφορά της
Η Δασική Υπηρεσία πάντως, που για δεκαετίες θεράπευε και προνοούσε για όλα αυτά (π.χ. αντιπλημμυρικά έργα και διευθέτηση ορεινών χειμάρρων, πρόληψη και καταστολή δασικών πυρκαγιών κ.ά.), είναι ουσιαστικά διαλυμένη και αποτελεί πλέον σκιά του παρελθόντος της, αφού οι τελευταίες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού έγιναν πριν από 28 χρόνια. Πλήρως αποδυναμωμένη, απαξιωμένη και γερασμένη ηλικιακά, σκαλωμένη στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της απάθειας –πλην φιλότιμων εξαιρέσεων–, με αρμοδιότητες σε δεκάδες αντικείμενα πέραν της διαχείρισης των δασών, συνεχίζει να είναι ο θεματοφύλακας της δημόσιας περιουσίας της υπαίθρου, όπως ιστορικά έχει οριστεί. Ασχολείται έτσι και με γνωμοδοτήσεις, αδειοδοτήσεις, καταπατήσεις, χαρτογραφήσεις, μηνύσεις και δικαστικές παραστάσεις, αλλά και με υλοποίηση έργων όπως δασικοί δρόμοι, φράγματα, οχετοί, γεφύρια, δεξαμενές, ποτίστρες κτλ. Κυρίως όμως είναι γνωστή για την επιτήρηση κάθε δραστηριότητας εντός δασών, δασικών εκτάσεων αλλά και αγροτικών περιοχών(!), έχοντας «ανακριτικές αρμοδιότητες» στο 90% και πλέον της ελληνικής επικράτειας, καθώς μάλιστα προ δεκαπενταετίας ενσωμάτωσε και την αγροφυλακή. Αριθμώντας σήμερα περίπου 3.000 υπαλλήλους «εντέλλεται» να ασκεί όλα τα παραπάνω καθήκοντα με δύο έως τρεις δασοφύλακες σε κάθε ορεινό όγκο της Ελλάδας, η οποία έχει 413 βουνά ύψους πάνω από 1000 μ.! Μπορεί λοιπόν έτσι να λειτουργήσει ένα «επιτελικό» κράτος;
Η πρώτη φάση της ιστορίας της Δασικής Υπηρεσίας ξεκινά με την ίδρυσή της το 1836 και χαρακτηρίζεται από αδιάκοπες παλινδρομήσεις μέχρι τη διάλυσή της το 1877 με απόλυση όλου του δασονομικού προσωπικού. Αρχικά αποτέλεσε βραχίονα της αστυνομίας και της αστυνομοκρατίας, καθώς η βαυαρική σχολή σκέψης που ανέλαβε να βοηθήσει στην ανόρθωση των δασών του νεότευκτου ελληνικού κράτους έβλεπε μια «κατεστραμμένη Εδέμ» αναπολώντας τα ιερά άλση των αρχαίων χρόνων[1] (παράδειγμα της ίδιας νοοτροπίας ήταν αργότερα και η δραστική απαγόρευση της αιγοβοσκής από τον δικτάτορα Μεταξά, που οδήγησε στη σφαγή 5 εκατομμύριων γιδιών και στην κατάρρευση της τοπικής οικονομίας ορεινών περιοχών – οι γίδες λίγα χρόνια αργότερα επανεισήχθησαν από την Τουρκία)[2].
Τελικά χρειάστηκε σχεδόν ένας αιώνας μετά την Επανάσταση ώστε τα δάση να ανατεθούν εξ ολοκλήρου στη Δασική Υπηρεσία[3]. Έκτοτε σχεδόν κάθε ορεινή οδός, χιλιάδες χιλιόμετρα δασικού δικτύου που αργότερα μετατράπηκε σε κοινοτικό, χαράχθηκε και κατασκευάστηκε από τις Δασικές Υπηρεσίες. Αυτό το δίκτυο, μαζί με τα υπόλοιπα τεχνικά έργα –γέφυρες, οχετοί, τοίχοι αντιστήριξης, καθώς και χιλιάδες μικρά αντιπλημμυρικά φράγματα σχεδόν σε κάθε χείμαρρο– ένωσαν αλλά και προστάτεψαν εκατοντάδες οικισμούς και τις γύρω υποδομές τους. Επίσης υλοποιήθηκαν εκτεταμένα έργα ορεινής υδρονομίας[4] και βελτίωσης βοσκοτόπων με κατασκευή υδατοδεξαμενών, υδρομαστεύσεων, καλλιέργεια πηγών και κατασκευή βρυσών, ακόμη και ορεινών καταλυμάτων για τους κτηνοτρόφους. Φυτώρια και φυτωριακές εργασίες πραγματοποιήθηκαν με αναδασώσεις σχεδόν σε κάθε γυμνή από βλάστηση περιοχή, ενώ οργανώθηκαν οι υλοτομίες με βάση δεκαετή διαχειριστικά σχέδια που συντάσσονται με επιστημονικές μεθόδους εκτίμησης της βιομάζας και ιδρύθηκαν εργοστάσια ξυλείας δίνοντας δουλειά σε εκατοντάδες κατοίκους ορεινών περιοχών. Ένα δε από τα κύρια θέματα ενασχόλησης του προσωπικού της ήταν πάντοτε η αντιπυρική προστασία και η δίωξη του περιβαλλοντικού εγκλήματος (π.χ. καταπατήσεις, εκχερσώσεις, λαθροϋλοτομία, λαθροθηρία κ.ά.). Ταυτόχρονα η Δασική Υπηρεσία ίδρυσε και λειτούργησε τους Εθνικούς Δρυμούς και υλοποιούσε δράσεις για την προστασία της άγριας πανίδας και των θηραμάτων. Έτσι για σχεδόν έναν αιώνα αποτέλεσε τον κορμό διαχείρισης της υπαίθρου, αφού οι ορεινές κοινότητες καταλαμβάνουν το 77,9% της έκτασης της Ελλάδας, καθιστώντας την έτσι μαζί με την Αυστρία την πιο ορεινή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
Η ιστορική εξέλιξη του δασικού ελληνικού τοπίου
Πέραν των παραπάνω κρατικών προσπαθειών, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και την ιστορική εξέλιξη του δασικού τοπίου της χώρας μας. Το τοπίο αυτό, προϊόν μακραίωνων πολιτισμικών διεργασιών, αντανακλά χρήσεις γης και αντιλήψεις που σε όλη την Ευρώπη άλλαξαν ριζικά μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Καθώς όμως η Ελλάδα δεν κατάφερε να αναδιαρθρώσει αντίστοιχα τον αγροδασικό της χώρο λόγω κοινωνικοοικονομικών και διαρθρωτικών θεμάτων, αλλά και λόγω έντονου αναγλύφου και νησιωτικότητας, κληρονόμησε υπέροχα προβιομηχανικά τοπία, που κατά 60% ήταν σε μορφή «ανοιχτών» αγροδασικών μωσαϊκών – δηλαδή λιβάδια, θαμνότοποι, δάση και καλλιέργειες, σε ένα μοναδικό αμάλγαμα αδιάσπαστων χρήσεων γης. Παρ’ όλα αυτά, το «παλίμψηστο» αυτό και σε γενικές γραμμές «γυμνό» ελληνικό τοπίο, όπως το γνωρίζουμε από λογοτέχνες, ζωγράφους, φωτογράφους και κινηματογραφιστές, δεν μοιάζει σχεδόν σε τίποτε με τα σημερινά απέραντα, πυκνά δασικά οικοσυστήματα της χώρας. Τα νεαρά αυτά δάση και οι θαμνώνες, με χαρακτηριστικότερα είδη το πεύκο και το πουρνάρι που βλέπουμε σήμερα σχεδόν παντού στην ελληνική ύπαιθρο, προέκυψαν από την πρόσφατη εγκατάλειψη ιδίως της εκτατικής κτηνοτροφίας και της καυσοξύλευσης – καθώς το ξύλο δεν είναι πλέον όπως ήταν για αιώνες η μοναδική πηγή ενέργειας, κυρίως για τη θέρμανση και το μαγείρεμα. Η εγκατάλειψη αυτών των δραστηριοτήτων, σε συνδυασμό με την απαγόρευση χρήσης της φωτιάς (ακόμη και της έρπουσας, ελεγχόμενης, χαμηλής έντασης φωτιάς για τον «παραδοσιακό» καθαρισμό του υπορόφου δασών και θαμνοτόπων), αποτέλεσαν την αιτία για τη ραγδαία αύξηση της καύσιμης ύλης. Έτσι, αρχαία πολιτισμικά τοπία, δουλεμένα για αιώνες από τον ανθρώπινο μόχθο, άλλαξαν μορφή συσσωρεύοντας εύφλεκτη ύλη που είναι νομοτελειακό ότι θα καεί: εάν δεν καεί τη μία χρονιά επειδή θα καταφέρουμε να σβήσουμε τη φωτιά γρήγορα, θα καεί σίγουρα και με πολύ μεγαλύτερη ένταση τον επόμενο ή τον μεθεπόμενο χρόνο – πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό των μεσογειακών οικοσυστημάτων που περιγράφεται ως το «παράδοξο της φωτιάς».
Σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις και τρόποι προστασίας
Σε μια εποχή λοιπόν που η κλιματική κρίση έχει δείξει την έκταση των καταστροφών που μπορεί να επιφέρει, και σε ένα κράτος που βρίθει από χρόνια διαθρωτικά προβλήματα και ενδογενείς ανεπάρκειες, αναρωτιέται κανείς ποιος μπορεί να είναι ο σύγχρονος ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας και των πολιτών. Καθώς τα ελληνικά δάση δεν φαίνεται «λογιστικά» να προσφέρουν πολλά στην εθνική οικονομία (πέραν των οικοσυστημικών υπηρεσιών που δεν έχουν μπει ακόμη στον «λογαριασμό»), διατυπώνονται σήμερα νέες και εκ πρώτης όψεως «ρηξικέλευθες» απόψεις από κυβερνητικά στελέχη, όπως η αξιοποίηση των δασών στο πλαίσιο του χρηματιστηρίου του άνθρακα με σύστημα δημιουργίας carbon credits, η «επιδότηση της απόληψης δασικής πιστοποιημένης βιομάζας» και η αξιοποίησή της από «νέα υβριδικά συνεργατικά σχήματα» σύμπραξης μεταξύ δασικών συνεταιρισμών και εταιρειών[5]. Αποτελεί αυτό μια μορφή συγκαλυμμένου νεο-εξορυκτισμού, όπως συμβαίνει με τα αιωνόβια δάση της Ρουμανίας, όπου δυτικοευρωπαϊκές εταιρείες αποψιλώνουν τον «Αμαζόνιο της Ευρώπης»[6]; Και γιατί τα δικαιώματα αυτά να τα λαμβάνουν και να τα εμπορεύονται ρυπογόνες βιομηχανίες (κυρίως πετρελαϊκές) και όχι άνθρωποι της υπαίθρου, όπως οι κτηνοτρόφοι που με τις εκτατικές εκτροφές διατηρούν αλώβητα τα αρχαία και πυρανθεκτικά αγροδασικά οικοσυστήματα;
Τα μεσογειακά δάση ήταν και θα είναι πυρανθεκτικά μόνο με την πολυλειτουργική τους χρήση, με την ανόρθωση δηλαδή μιας παλέτας ανθρώπινων δραστηριοτήτων με οικονομικό όφελος: από τη βόσκηση μέχρι και τη βιομηχανικής κλίμακας αξιοποίηση της εύφλεκτης βιομάζας τους, με την κινητοποίηση και ιδιωτικών κεφαλαίων σε καινοτόμες επενδύσεις «πράσινης μετάβασης». Το πλαίσιο αυτό περιγράφεται ως «Μεσογειακή Δασοπονία» και θεσμοθετήθηκε με την υπογραφή της «Εθνικής Στρατηγικής για τα Δάση 2018-2037»[7], η οποία συντάχθηκε από δεκάδες αναγνωρισμένους επιστήμονες και έτυχε εκτεταμένης δημόσιας διαβούλευσης με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών εταίρων. Δυστυχώς όμως έμεινε στο συρτάρι, καθώς αντικαταστάθηκε με το «Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης», μια κλασική περίπτωση ψευδο-πράσινης πολιτικής, που αν και στόχευε στη γρήγορη απορρόφηση χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ακόμη αγνοείται…[8]
Τα ελληνικά δάση θα έχουν να προσφέρουν πολλά περισσότερα από τα καυσόξυλα της ενεργειακής κρίσης. Καταρχάς το ξύλο, στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας χαμηλών εκπομπών και δέσμευσης άνθρακα, προβλέπεται ότι θα αποτελέσει το υλικό του μέλλοντος στη βιομηχανία των κατασκευών, αντικαθιστώντας άλλα ρυπογόνα δομικά υλικά του κτιριακού τομέα[9]. Επιπλέον τα δάση μπορούν να προσφέρουν το μέλι στο οποίο στηρίζονται χιλιάδες νέοι παραγωγοί, τα μανιτάρια που ζητούν όλο και περισσότερο τα εστιατόρια, την πιστοποιημένη ξυλεία μεγάλων διαστάσεων, τη ρητίνη που η χρήση της αναβιώνει ξανά στις μεσογειακές χώρες, τα κτηνοτροφικά προϊόντα με κορωνίδα την ταλαιπωρημένη ελληνική φέτα (που αν και εγγράφεται στα αγροτικά προϊόντα παράγεται σε δασικές εκτάσεις καθώς αποτελεί από τον ορισμό της προϊόν εκτατικής κτηνοτροφίας), αλλά και το πηγαίο νερό – το «χρυσάφι του μέλλοντος» που δεσμεύουν οι δασωμένοι ορεινοί όγκοι και παρέχουν ατελώς στις κοινότητες που τους προστατεύουν. Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο της τρέχουσας, θεσμοθετημένης από την Ευρωπαϊκή Ένωση «δεκαετίας αποκατάστασης της φύσης», η σταδιακή αναβίωση παραγωγικών αγροδασικών τοπίων[10] δεν είναι ένα πισωγύρισμα αλλά μια βιώσιμη μελλοντική προοπτική, η οποία προϋποθέτει όμως ισχυρές τοπικές κοινότητες, δικτυωμένες πλέον και τεχνολογικά, ενισχυμένη τη δημόσια Δασική Υπηρεσία και λύσεις που είναι εκεί και περιμένουν λίγο νερό για να ανθίσουν.
* Ο δρ Ρήγας Τσιακίρης είναι δασολόγος του Δασαρχείου Ιωαννίνων.
[1] Rackham, O. & Moody J. (1996). The making of the Cretan Landscape. Manchester University Press, σελ. 237.
[2] Παπαποστόλου, Σ. (2018). Τα δάση και η Δασική Υπηρεσία από την Απελευθέρωση και μετά. Ελευθερία (αναδημοσιεύθηκε στο https://dasarxeio.com/2018/03/29/54669/ πρόσβαση 19/02/2024).
[3] Γρίσπος, Π. (1973). Δασική Ιστορία της Νεότερας Ελλάδος από του ΙΕ’ Αιώνος μέχρι του 1971. Αθήνα, σελ. 367.
[4] Σταματόπουλος, Ε. (2023). Τα αντιδιαβρωτικά – αντιπλημμυρικά έργα της Δασικής Υπηρεσίας που έγιναν αλλά δεν συντηρήθηκαν (δημοσιεύθηκε στο https://dasarxeio.com/2023/09/17/129155/ πρόσβαση 19/02/2024).
[5] Ελαφρός, Γ. (2024). «Οι προτάσεις για τη διαχείριση των δασών». Η Καθημερινή (δημοσιεύθηκε στο https://www.kathimerini.gr/society/562905382/oi-protaseis-gia-ti-diacheirisi-ton-dason/ πρόσβαση 15/03/2024).
[6] Sammon, A. (2022). “Ikea’s Race for the Last of Europe’s Old-Growth Forest”. The New Republic, (αναδημοσιεύθηκε στο https://newrepublic.com/article/165245/ikea-romania-europe-old-growth-forest πρόσβαση 15/03/2024).
[7] Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (2018). Εθνική Στρατηγική για τα Δάση 2018-2038. Αθήνα [βλέπε Υ.Α. 170195/758/26-11-2018 (ΦΕΚ 5351/Β/2018) πρόσβαση 19/02/2024].
[8] Χατζηγεωργίου, Α. (2023). «Έκοψαν 644,3 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα αναδάσωσης». Data Journalist (δημοσιεύθηκε στο https://www.datajournalists.co.uk/2023/10/21/ekopsan-644-3-ekat-eyro-apo-to-programma-anadasosis/ πρόσβαση 15/03/2024).
[9] Φαναριώτης, Δ. (2021). «Το οικολογικό υλικό τού αύριο». Εφημερίδα των Συντακτών (δημοσιεύθηκε στο https://www.efsyn.gr/nisides/315934_oikologiko-yliko-toy-ayrio πρόσβαση 15/03/2024).
[10] Τσιακίρης, Ρ., Μαντζανάς, Κ., Καζόγλου, Γ., Κακούρος, Π., και Παπαναστάσης, Β. (επιμ.) (2023). Αναβίωση αγροδασικών τοπίων την εποχή της κλιματικής αλλαγής: για τον άνθρωπο, την φύση και την τοπική οικονομία. Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πολιτικών Ιδρυμάτων και Πράσινο Ινστιτούτο, σελ. 302 (η αγγλική έκδοση είναι διαθέσιμη ελεύθερα στο διαδίκτυο: https://www.enop.eu/publications/reviving-agroforestry-landscapes-in-the-era-of-climate-change/ πρόσβαση 15/03/2024).
Πηγή: https://gr.boell.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου