Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Η Συμβολή της Κωνσταντινούπολης στη γέννηση του Νεοελληνικού Έθνους

 December 8, 2023  Βασίλειος Μούτσογλου Πρέσβης ε.τ.

Αυτοκρατορικό Παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, 12ος αιώνας

*Γράφει ο Βασίλης Μούτσογλου

Την περασμένη δεκαετία, διάφοροι πολιτικοί και κάποιοι διανοούμενοι επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία εναντίον του πατριωτισμού των Ελλήνων. Έφθασαν μέχρι του σημείου να ισχυρίζονται ότι η αρχή του νεοελληνικού έθνους τοποθετείται το 1821. Επηρέασαν και πολλούς άλλους, επιχειρώντας να καταλογίσουν στον Παπαρρηγόπουλο ιδεολογικές εμμονές.

Το Έθνος προσδιορίζεται από κοινά γνωρίσματα το γένος, τη γλώσσα, το θρήσκευμα, την κοινή ιστορία και πολιτισμό, την αίσθηση της ενιαίας μοίρας. Στα πλαίσια αυτά, τίθεται το ερώτημα της χρονολόγησης της αρχής του νεοελληνικού

έθνους. Κάποιοι, περιορίζουν την  έρευνα τους στον Ελλαδικό χώρο και την Ευρώπη και την τοποθετούν στον 18ο ή το νωρίτερο, στον 17ο αιώνα. Αυτοί οι τελευταίοι είναι πολλοί και τα τελευταία χρόνια μπορεί και να αποτελούν την πλειονότητα.

Όμως το σύγχρονο ελληνικό έθνος είχε ήδη αρχίσει να συγκροτείται χωρίς τυπικό ή νομικό κάλυμμα, ουσιαστικά από τις αρχές του 11ου αιώνα, ίσως και νωρίτερα, με την αρχή να τίθεται παλαιότερα από ορισμένους συγγραφείς λίγους αιώνες μετά από το τέλος του αρχαίου κόσμου. Ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός εκφράζεται με το Βυζάντιο. «Υπήρξε έθνος ελληνικό καθ’ όλο το Μεσαίωνα», προβάλλει το 1853 ο Στέφανος Κουμανούδης, αλλά παραδόθηκε «εις τα δεσποτικά δόγματα (της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), ήτις παρελθόν έχουσα ξένον, ποτέ δεν εξεφράσθη ότι απηρνήθη αυτό».[1]

Το θέμα δεν αφορά την Κωνσταντινούπολη μόνο. Αλλά η Κωνσταντινούπολη από την Άλωση και μέχρι το 1821 έχει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ελληνικού πληθυσμού και  αποτελεί την πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους. Εξάλλου μόνο μικρό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης είναι οι παλιοί κάτοικοι της. Οι περισσότεροι έχουν μεταφερθεί εκεί από διάφορους τόπους του Ελλαδικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών μας. Η Κωνσταντινούπολη είναι μια Ελλαδική πόλη.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ρωμανία όπως αποκαλείτο, αρχίζει τον βίο της ως κράτος ρωμαϊκό καθόσον αφορά την ορολογία και τα διοικητικά του χαρακτηριστικά, και παρόλο που κράτησε τα χαρακτηριστικά αυτά μέχρι το τέλος της ύπαρξης του, μετατρέπεται σταδιακά σε έθνος Ρωμαίων Χριστιανών με κύρια χαρακτηριστικά την ελληνοφωνία και την Ορθοδοξία. Παρόλο που το Βυζάντιο υπήρξε πολυεθνικό, μετατράπηκε σε μονοπολιτιστικό με αφομοίωση των ρωμαϊκών καταβολών του με την ελληνιστική παράδοση ενώ και η  εκκλησιαστική γλώσσα, τόσο σημαντική την εποχή εκείνη, υπήρξε η ελληνική.[2] Τα Ελληνικά γίνονται επίσημη γλώσσα του κράτους μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου (610-641), ενώ οι βυζαντινοί πληθυσμοί κατοικούν σε ελληνικές ή από μακρού ελληνοποιημένες περιοχές και η γλώσσα τους είναι η Αλεξανδρινή Κοινή.[3] Πίστη τους είναι, σταδιακά ο Χριστιανισμός, η Ορθοδοξία. Όπως γράφει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ «Γλώσσα λοιπόν ελληνική και ορθόδοξη πίστη, τα ειδοποιά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού και βίου. Είναι ανάγκη να υπογραμμίσω ότι τα στοιχεία αυτά καθορίζουν (βασικά) τη σημερινή νεοελληνική ταυτότητα;».[4]

Η Ανατολική Εκκλησία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Ρώμη, μέχρι να καταλήξει στο Σχίσμα (1054). Η αιτία, μάλλον δεν είναι τόσο το ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος όσο η επιβεβαίωση ότι το Βυζάντιο είναι ένα διαφορετικό έθνος με διαφορετική γλώσσα από την πάλαι ποτέ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που είχε κέντρο τη Ρώμη.  Ένα έθνος – αν και είναι αδόκιμη η λέξη αυτή για την εποχή εκείνη – που ήθελε να έχει ένα ομοεθνή του Πατριάρχη ως κεφαλή της θρησκείας του και όχι τον Λατίνο Πάπα. 

Ο Βιλεαρδουίνος που έλαβε μέρος στη Δ΄ Σταυροφορία, το 1204, γράφει στο «Χρονικό κατάκτησης της Κωνσταντινουπόλεως» ότι οι αντίπαλοι τους ήταν οι Γραικοί. Τα ελληνικά κράτη που ιδρύονται μετά τη φραγκική κατάκτηση είναι νέα ελληνικά, όχι μόνο κατά την οργάνωση αλλά και κατ’ όνομα. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας χαρακτηρίζεται «Ελληνικό Βασίλειο», ενώ ο όρος Ελληνικό χρησιμοποιείται αναφορικά ακόμη και για το ίδιο το Βυζάντιο· ο «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» αρχίζει να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων».[5]

Ο αγώνας εμπορικής επικράτησης στη Μεσόγειο καθώς και εθνικά κινήματα στη Μικρά Ασία διαφοροποιούν τους Έλληνες από τους Δυτικούς αλλά και από τα άλλα έθνη στη βυζαντινή επικράτεια. Η «Αυτοκρατορία» των Παλαιολόγων δεν είναι παρά ένα εθνικό ελληνικό κράτος.[6]

Ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων) (1355-1452), που γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα εγκαταστάθηκε, φιλοξενούμενος του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μιστρά, υπήρξε υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού. Ο Πλήθων, σε μια εποχή κατά την οποία θεωρείτο ότι υπήρχε σύγκρουση μεταξύ της ιδιότητας του χριστιανού και του Έλληνα, επεσήμανε ότι: «Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». 

Οι βυζαντινοί διανοούμενοι εγκύπτουν στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Είναι τα βυζαντινά μοναστήρια που διέσωσαν την αρχαία γραμματεία μέσω των αντιγραφέων και των διανοουμένων, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται το έργο των Αράβων φιλοσόφων όπως του Αβερρόη και του Αβικέννα αλλά και των λατινικών μοναστηριών.[7]

Οι βυζαντινοί –υπό την ευρεία έννοια- της εποχής κατά την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Τούρκους, στην πλειονότητα τους θεωρούσαν ότι ήταν Ρωμαίοι, Έλληνες και χριστιανοί. Όπως επισημαίνει ο Ιωσήφ Βρυέννιος που έζησε λίγο πριν από την Άλωση, «Οι εχθροί Τούρκοι έχουν να κάνουν με ελεύθερους άνδρες, απόγονους Ελλήνων και Ρωμαίων». Παρόλο που ήταν χριστιανοί, το σχίσμα και η σταυροφορία εναντίον τους αλλά και η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της λατινικής, τους διαφοροποιούσαν από τους Δυτικούς χριστιανούς, εξάλλου οι ρωμαιοκαθολικοί τους θεωρούσαν αιρετικούς σε μια εποχή κατά την οποία η θρησκεία επικρατούσε σε όλους τους τομείς. Με τα σημερινά μέτρα οι Κωνσταντινουπολίτες της εποχής θα χαρακτηρίζονταν ως Έλληνες που ανήκαν στο ίδιο έθνος με τους σύγχρονους, ωστόσο οι ίδιοι οι Βυζαντινοί διαφοροποιούσαν τους εαυτούς τους από τους αρχαίους Έλληνες, δεν θεωρούσαν ότι αποτελούσαν τη συνέχεια τους και απέφευγαν την προσωνυμία Έλληνας που παρέπεμπε στους δωδεκαθεϊστές. 

Κατά την Άλωση, οι Οθωμανοί Μουσουλμάνοι, στο όνομα της θρησκείας τους αλλά και του «έθνους» τους, δεν συγκρούσθηκαν με τους Ρωμαίους Χριστιανούς αλλά με τους Έλληνες. Ο Πορθητής Sultan Mehmed μάλλον αναγνώριζε τη διαφορά, αφού μετά την Άλωση προέβη στην επανεγκατάσταση Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη που ήταν η εθνικότητα των βυζαντινών κατοίκων της και προσπάθησε να ενισχύσει την Ορθόδοξη πτέρυγα, η οποία είχε αντιληφθεί ότι ταυτιζόταν με ένα ιδιαίτερο έθνος σε σχέση με τους λοιπούς Δυτικούς «Ρωμαίους». Στο πλαίσιο αυτό, και δεδομένου ότι ιδιαίτερα την εποχή εκείνη θρησκεία και έθνος ταυτίζονταν, προχώρησε σε ορισμό Πατριάρχη ως αντίπαλο πόλο στους Λατίνους Καθολικούς, προς την κατεύθυνση αφαίρεσης μιας εκ των αιτιών ενδεχόμενης νέας σταυροφορίας εκ μέρους των Δυτικών εναντίον του. Το σύστημα των μιλλετίων (εθνοτήτων) αργότερα, θα συνένωνε στα όμματα των Οθωμανών τα διάφορα Ορθόδοξα έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό το κοινό τους θρησκευτικό δόγμα.[8]

Η Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση δεν ήταν η ίδια με τη βυζαντινή, η οποία απλώς είχε αλλάξει κυρίαρχο. Η Άλωση διέκοψε όχι μόνο τη συνέχεια του βυζαντινού κράτους, αλλά και της κοινωνίας. Η νέα κοινωνική δομή της Κωνσταντινούπολης, με πολλούς πλέον Ελλαδίτες εποίκους, δημιούργησε διαφορετικές συνθήκες αναφοράς στην πατρίδα και στο έθνος, ενώ εξάλλου οι έννοιες αυτές, δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως. Σύγχυση στο θέμα της εθνικότητας των Ελλήνων είχε προκαλέσει μετά την Άλωση, η δουλεία στους Οθωμανούς, και η διαφορετικότητα εμφανίζεται κυρίως στα πλαίσια της θρησκείας. 

Μια δεκαετία μετά την Άλωση, η πλειονότητα των Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών είχε καταγωγή από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενώ αρκετά λιγότεροι ήταν οι Βυζάντιοι, αυτοί που είχαν επιζήσει της Αλώσεως. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων της Πόλης είχε καταγωγή από την Ελλάδα, καταδεικνύεται με την εκλογή, σχεδόν πάντα, Πατριαρχών που προέρχονταν από τον Ελλαδικό χώρο. Ευθύς εξαρχής δεν υπήρχε εθνική διαφορά μεταξύ των νεοαφιχθέντων Ελλαδιτών και των γηγενών Κωνσταντινουπολιτών. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα και είχαν το ίδιο θρήσκευμα.

Η συμπεριφορά του Οθωμανού αφέντη προς τον Έλληνα δούλο, οι διάφορες διακρίσεις εναντίον του, η αντιμετώπιση του ως υπανθρώπου, δεν θα μπορούσαν παρά να δημιουργήσουν την αντίδραση του σκλαβωμένου λαού. Η αντίδραση αυτή διαμορφώθηκε ως συνιστώσα της συνειδητοποίησης της εθνικής ταυτότητας. Αρχικά, η θρησκεία ήταν αυτή που προσδιόριζε το Γένος. Τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζει μια ενιαία πνευματική ζωή. Στο Γένος, άναυδο από την καταστροφή που υπέστη με την απώλεια της ελευθερίας του, κυριαρχεί η Εκκλησία με την ιδεολογία της. Σταδιακά όμως, η παράμετρος θρησκεία εγκαταλείπεται ως κύριος προσδιοριστικός παράγων της εθνότητας. Η ιδέα αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως σχήμα απελευθέρωσης του έθνους, υπό την επήρεια των ευρωπαϊκών ιδεολογικών εξελίξεων, διαφοροποιείται και καθίσταται εθνική.[9]

Το ουσιαστικό πρόβλημα το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί τη στιγμή εκείνη είναι η υπεράσπιση της ορθοδοξίας ως εθνικής ιδέας, η οποία απειλείται τόσο από το Ισλάμ όσο και από τον Καθολικισμό. Ωστόσο η επάνοδος στην κλασική αρχαιότητα και ο ανθρωπισμός θεωρήθηκαν επικίνδυνα για την ενότητα της Ορθοδοξίας.[10] Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γεννάδιος Σχολάριος γράφει εναντίον των ελληνιζόντων και του αρχηγού τους, του Γεωργίου Πλήθωνος και παραδίδει στην πυρά τα συγγράμματα του. Ο Μανουήλ Γεδεών παραπέμπει στον Κωνσταντίνο Σάθα, ο οποίος αναφέρει ότι ο Σχολάριος, απειλώντας με αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας, έδωσε εντολή σε όσους κατείχαν αντίγραφα του περί Νόμων συγγράμματος του Πλήθωνα, να τα κάψουν δημοσίως.

Ωστόσο και ο Σχολάριος αντιλαμβάνεται το Γένος ως μια θρησκευτική συλλογικότητα και αναγνωρίζει την Κωνσταντινούπολη ως «πατρίδα τω νυν ελληνικώ γένει».

Το Έθνος ορίζεται μεν ως Γένος, ωστόσο αυτό δεν έχει τόσο σχέση με φυλετικά χαρακτηριστικά όσο με θρησκευτικά και πολιτισμικά. Γεωγραφική αναφορά δεν υπήρχε, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χαθεί, και η Ελλάδα ως κρατική και εδαφική οντότητα ουδέποτε είχε υπάρξει. Ο χαρακτηρισμός Έλληνας παρέπεμπε στο Γένος και τη θρησκεία ταυτόχρονα. Πατρίδα ήταν το Γένος όπως γράφει η σύγχρονη ιστορικός Τόνια Κιουσοπούλου.[11] Οι Ρωμαίοι ή Ομογενείς, είναι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που μιλούν ελληνικά, είναι οι Έλληνες. Η οθωμανική Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στον αντίποδα της Δύσης. Επιπλέον του αυτοπροσδιορισμού τους ως Ρωμαίων, και Ομογενών, η ονομασία Έλληνας χρησιμοποιείται επίσης εκ μέρους των Κωνσταντινουπολιτών -αν και όχι συχνά- για τον αυτοχαρακτηρισμό τους, όπως μεταφέρει ο σύγχρονος ιστορικός Πάρις Γουναρίδης.[12]Συλλογικά ο Ελληνισμός ονομαζόταν το «Γένος».

Αργότερα, η λέξη Έλλην που θεωρείτο συνώνυμη του ειδωλολάτρη αρχίζει να βρίσκει το αρχικό της νόημα και ενίοτε αντικαθιστά τον όρο Ρωμαίος. Οι Κωνσταντινουπολίτες αρχίζουν να συνειδητοποιούν την εθνότητα τους και ενδόμυχα να αποζητούν την επανασύσταση του Βυζαντινού κράτους, όπου οι Χριστιανοί δεν θα είναι υπήκοοι δευτέρας κατηγορίας. Διαδίδεται η ιδέα ότι η οθωμανική κατοχή ίσως βρίσκεται κοντά στο τέλος της. Λεγόταν ότι ο Σουλτάνος Mehmet IV (1648-1687) θα ήταν ο τελευταίος, όπως αναφέρει ο κατόπιν δραγουμάνος της Πύλης Νικούσιος στον ιδρυτή της πανσλαβιστικής ιδέας, Krizanic. 

Διαδίδεται ακόμη ότι στα 1649 εμφανίζονται σταυροί μέσα στην Αγία Σοφία, γεγονός που θεωρήθηκε από τους Γάλλους μισσιονάριους ότι προοιωνίζει την κατάλυση του οθωμανικού κράτους από τους χριστιανούς με τη βοήθεια των πανίσχυρων τότε Γάλλων. Ένας ξένος περιηγητής, ο Georgievitz, διαπιστώνει ότι η ιστορική μνήμη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης διατηρείται ζωντανή. Γράφει ότι οι Έλληνες της Πόλης θυμούνται την Άλωση και δεν ξεχνούν τα περασμένα μεγαλεία. Ζουν με τους θρύλους και δίνουν στα παιδιά τους ονόματα μεγάλων οικογενειών του παρελθόντος. Ψέλνουν τον Ακάθιστο Ύμνο και γνωρίζουν τη σημασία του. Ο δικέφαλος αετός της Εκκλησίας εξακολουθεί να θυμίζει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[13]Παράλληλα ο «θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση του Έθνους, αποτελώντας τη συνιστώσα προς την κατεύθυνση της εθνικής απελευθέρωσης. Η ανάσταση του Χριστού συνδέεται με την ανάσταση του έθνους.

Η έννοια του έθνους δεν υφίσταται μέχρι τον 18ο αιώνα. Ο τουρκικός όρος milletτης εποχής μετά την Άλωση, το μιλλέτ των Ρωμαίων αναφέρεται στη θρησκεία. Ο όρος Ρωμαίος – Rum αναφέρεται στον παλιό κάτοικο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι Έλληνες κατείχαν την πρώτη και σπουδαιότερη θέση στην ιστορία των μη μουσουλμανικών λαών υπό την οθωμανική δυναστεία. Η πολιτισμική κληρονομιά και το πολιτισμικό επίπεδο που κατάφεραν να ανακτήσουν μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τους έδωσαν την υπεροχή μεταξύ των άλλων εθνοτήτων και τους κατέστησαν χρήσιμους και, από κάποια άποψη, αναγκαίους στην οθωμανική διοίκηση. Δημογραφικά είναι επίσης ισχυροί. Παρά τους σποραδικούς εξισλαμισμούς, η συγχώνευση μουσουλμάνων και χριστιανών και ιδιαίτερα των Ελλήνων, αποφεύχθηκε παντού και  κυρίως στην Κωνσταντινούπολη όπου δεν ίσχυε το παιδομάζωμα. Την αφομοίωση των Ελλήνων κατέστησε ακατόρθωτη, κυρίως η διαφορά θρησκείας, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο, καθώς και ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας. Όχι μόνον επιμιξίες δεν έγιναν κατά κανόνα, αλλά και ο συγχρωτισμός σε κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν μάλλον σπάνιος.[14]

Ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης  που έζησε τον 18ο αιώνα, στο έργο του «Τα Μετά την Άλωσιν», το οποίο συνέγραψε κατά τα τέλη του αιώνα εκείνου, θεωρεί δεδομένη εξαρχής την ύπαρξη του Γένους καθ’ όλο το διάστημα που εξιστορεί, ωστόσο ονομαστικά αναφέρεται κυρίως όχι σε Έλληνες – παρόλο που η αναφορά δεν λείπει από το κείμενο του για τους Κωνσταντινουπολίτες – αλλά σε Ρωμαίους. Με τον χαρακτηρισμό αυτόν εννοεί κυρίως τους Ορθόδοξους Έλληνες και όχι το σύνολο του Ρωμαίικου (ορθοδόξου) μιλλετίου. Σημειώνεται ότι κάνει αναφορά μεταξύ άλλων «εθνών» της Βαλκανικής, καθόσον αφορά στους Έλληνες, ειδικότερα μόνο στους Μανιάτες.  Οι Μανιάτες, γράφει, «έθνος εις τον Μωρέαν κατοικούν άβατον τι όρος, είναι 12 χιλ. πολεμιστών, απόγονοι των πάλαι Λακεδαιμονίων. Οι Οθωμανοί μικρόν τι τους εδάμασαν…ολίγον χαράτζι πληρώνουσι, δια όσους θέλουν και όχι δια όσους εν τω όρει εισί κατοικούντες». Έμελλε να είναι αυτοί που θα ξεκινούσαν την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.

Γράφει ο αγγλικανός ιερέας Robert Walsh ότι η Ρωσία τελικά δεν μπόρεσε να νικήσει τους Οθωμανούς και να εκπληρώσει το όνειρο της για κάθοδο στις θερμές θάλασσες, δεν μπόρεσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και αποσύρθηκε στα εδάφη της. Άφησε όμως πίσω της, στα σπλάχνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια φοβερότερη δύναμη, ισχυρότερη από τα ρωσικά όπλα, τους Έλληνες, αυτόν τον γνωστό από την ιστορία ενθουσιώδη και ανυπόμονο λαό, τον οποίο δεν μπόρεσαν να καταβάλουν τέσσερις αιώνες δουλείας.[15]

Σε αντίθεση με τις απόψεις του νέου ρεύματος που κάνει λόγο  για αρχή του νεοελληνικού έθνους  περίπου τον 17ο αιώνα, η αρχή της ιστορίας του σύγχρονου Ελληνικού έθνους τοποθετείται στους χρόνους μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Διάφοροι ερευνητές προσαρτούν σε αυτήν και την περίοδο μεταξύ των δύο αλώσεων.[16] Ωστόσο παρατηρείται ότι, μετά τη Λατινική άλωση (1204), το Βυζαντινό κράτος διατήρησε τα βασικά του Ρωμαϊκά χαρακτηριστικά και την οργάνωση του, και επομένως η κλασική αρχή της ιστορίας του ελληνικού έθνους – μετά την Άλωση – είναι αυτή που επικρατεί ως ιστορική αλήθεια.[17]

Αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η  Άλωση της Πόλης και η ηρωική αντίσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου συγκλόνισε τον Ελληνισμό και αποτέλεσε την αρχή του Νεοελληνικού Έθνους.

Γράφει ο Ι. Καποδίστριας προς τον Ουΐλμοτ Χόρτον, υφυπουργό Πολέμου και Αποικιών της Βρετανίας, τον Οκτώβριο 1827: [18]«Το Ελληνικό Έθνος αποτελείται από άτομα, τα οποία μετά την κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως, δεν έπαυσαν να πρεσβεύουν την Ορθόδοξον θρησκείαν, να ομιλούν τη γλώσσαν των πατέρων των…Τα όρια της Ελλάδος έχουν χαραχθεί από τεσσάρων αιώνων δια των δικαίων τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε τα πάσης φύσεως δεινά, ούτε η κατάκτησις ηδυνήθησαν ποτέ να διαγράψουν…».


[1] Διον. Α. Ζακυθηνού: Η πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα 1965, σ.50.

[2] Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο, Αθήνα 2016, σ.11,14.

[3] Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ όπ.π. σ.26, 28.

[4] Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ όπ.π. σ.12.

[5] Ν. Σβορώνος: Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, 1981, σ.28.

[6] Ν. Σβορώνος: όπ.π., σ.34.

[7] Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ όπ.π. σ. 22-23.

[8] Βασίλης Μούτσογλου, Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης 1453-1821, Αθήνα, 2023 

[9] Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Εκδ. Θεμέλιο 1981, σ. 58.

[10] Νίκος Σβορώνος, όπ.π. σ. 49.

[11] Τόνια Κιουσοπούλου, Η έννοια της πατρίδας κατά τον 15ο αιώνα (Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεότερους χρόνους), ΠΕΚ (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), Ηράκλειο 2011.

[12] Πάρις Γουναρίδης,, Ιωσήφ Βρυέννιος, ο προφήτης της καταστροφής , ΠΕΚ, 2011

[13] Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1968, Τόμος Γ΄, σ. 372, 373.

[14] Βασ. Μούτσογλου, Η Ελληνική Μεταβολή του 1821, Αθήνα, 2018

[15] Rev. Robert Walsh, Constantinople and the scenery of the seven churches of Asia Minor, 1838. London, σ. xxvi

 [16] Μεταξύ άλλων ο Σπυρίδων Ζεμπέλιος (1852) και ο Γεώργιος Finlay (1854) 

 Διον. Α. Ζακυθηνός: Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα, 1965, σ. 8

 [17], Διον. Α. Ζακυθηνός, όπ.π.  σ.9.

[18] Ι. Καποδίστρια: Κείμενα, Αθήνα, 1976  σ.33.

*Ο Πρέσβης επί τιμή Βασίλης Μούτσογλου είναι Διπλωματούχος Μηχανολόγος Μηχανικός του Πολυτεχνείου Κωνσταντινουπόλεως  και Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών της Παντείου Σχολής. 

Μετά τη συμπλήρωση της διπλωματικής του σταδιοδρομίας, έχει γράψει βιβλία ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου καθώς και μυθιστορήματα και ποίηση, στα ελληνικά και αγγλικά. Η παρούσα διάλεξη βασίζεται στα βιβλία του «Η Ελληνική Μεταβολή του 1821» και «Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από την Άλωση έως την Επανάσταση», το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα.


Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ΙΗΑ εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς – μέλη του ΙΗΑ. Η ιστοσελίδα του ΙΗΑ δεν λογοκρίνει, ούτε επεμβαίνει σε άρθρα – κείμενα των μελών του ΙΗΑ


International Hellenic Association

Δεν υπάρχουν σχόλια: