Γράφει η Σωτηρία Ορφανίδου Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τον μετανθρωπισμό, ο οποίος παρουσιάζεται πλέον στο ευρύ κοινό μέσω πολλών δημοσιευμάτων και βιβλίων. Όμως, πώς θα σας φαινόταν αν σας έλεγε κάποιος ότι η πολυβραβευμένη ταινία «Avatar» του 2009 μέσα από την παραμυθένια εικόνα και ιστορία της προσέφερε μια αρκετά καλή, παρότι έμμεση, παρουσίαση του μετανθρωπισμού, των τεχνικών μέσων και των στόχων του; Ίσως κατά την πρώτη προβολή της ταινίας η ιδέα του μετανθρωπισμού δεν ήταν ευρέως γνωστή, όμως σήμερα πια που διανύουμε την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, τα μέσα ενημέρωσης, φορείς και τεχνοουτοπιστές μάς ενημερώνουν επισταμένως για τα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα και το όραμα του διανθρωπισμού (transhumanism) και του μετανθρωπισμού (posthumanism). Έτσι, όσο είμαστε σε αναμονή για το σίκουελ «Avatar 2» τον Δεκέμβριο 2022, αξίζει να παρακολουθήσουμε προσεκτικά ξανά την πρώτη ταινία με τα μάτια και τις γνώσεις του σήμερα, προκειμένου να ανακαλύψουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά της. Η ταινία, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζέιμς Κάμερον, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για το σενάριό της, αλλά κυρίως για τα εντυπωσιακά και πρωτοεμφανιζόμενα τότε οπτικά εφέ και ψηφιακά γραφικά της. Χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά ψηφιακές τεχνικές καταγραφής κίνησης των ηθοποιών με χρήση ειδικών αισθητήρων, ώστε οι κινήσεις και οι εκφράσεις τους να ενσωματωθούν στο εικονικό περιβάλλον, ενώ υπολογίζεται ότι η ταινία αποτελείται κατά 60% από γραφικά υπολογιστών και κατά 40% από γυρίσματα με ηθοποιούς. Η υπόθεση εξελίσσεται γύρω από τον χαρακτήρα του Τζέικ Σκάλι, ενός νεαρού, πρώην πεζοναύτη που έχει μείνει παραπληγικός και βρίσκεται καθηλωμένος σε αναπηρικό καρότσι. Απογοητευμένος και με πολλή οργή μέσα του, ζει μια ζωή χωρίς νόημα, ώς την ημέρα που καλείται από τον αμερικανικό στρατό να αντικαταστήσει τον δίδυμο αδελφό του έπειτα από τον αιφνίδιο θάνατό του σε μια ιδιαίτερη αποστολή στο διάστημα, καθώς έχει όμοια γονίδια με εκείνον. Ο αμερικανικός στρατός έχει εισβάλει στον μακρινό και αφιλόξενο πλανήτη «Πανδώρα» το έτος 2154 και στόχος του είναι να εκδιώξει τους ιθαγενείς του πλανήτη, ώστε οι Αμερικανοί να προχωρήσουν σε έργα εξόρυξης ενός εξαιρετικά πολύτιμου κοιτάσματος που βρίσκεται στον χώρο που ζουν οι ιθαγενείς. Έτσι, η ιστορία εξόντωσης των Ινδιάνων της Αμερικής από τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους επαναλαμβάνεται μέσα σε ένα σύγχρονο σκηνικό επιστημονικής φαντασίας. Οι ιθαγενείς κάτοικοι του πλανήτη «Πανδώρα» ανήκουν στη φυλή των Νάβι· είναι μπλε ανθρωποειδή πλάσματα ύψους τριών μέτρων με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ουρά, δική τους γλώσσα, ιδιαίτερες ικανότητες και πρωτόγονο πολιτισμό. Καθώς ο στρατός δυσκολεύεται στις μάχες με τους ιθαγενείς, επιλέγει μια λύση «Δούρειου Ίππου» για να φτάσει στον σκοπό του, εξαπατώντας τους Νάβι. Έτσι, έχει χρηματοδοτήσει ένα επιστημονικό πρόγραμμα προκειμένου να δημιουργηθούν σώματα Άβαταρ, δηλ. υβρίδια ανθρώπου και Νάβι συγχωνεύοντας ανθρώπινο DNA με DNA των Νάβι μέσω μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογίας. Κάθε σώμα Άβαταρ αντιστοιχεί στον άνθρωπο από τον οποίο λήφθηκε το DNA και αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να «καθοδηγήσει» το Άβατάρ του από απόσταση μέσω του αμοιβαίου συντονισμού των νευρικών συστημάτων τους, ενώ το ανθρώπινο σώμα του παραμένει σε ένα κουβούκλιο σε κατάσταση ύπνωσης με καλώδια στην περιοχή του εγκεφάλου του. Μέσω της τεχνολογίας, η συνείδηση ή αλλιώς το πνεύμα του ανθρώπου μεταφέρεται για ένα χρονικό διάστημα στο σώμα του Άβαταρ και ο άνθρωπος ζει, αισθάνεται, κινείται και ενεργεί μέσα από αυτό. Παρουσιαζόμενοι ως δήθεν Νάβι μια ομάδα Αμερικανών, μεταξύ των οποίων ο Τζέικ, μπαίνουν στην κοινότητα των Νάβι, με σκοπό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους και να προωθήσουν τα συμφέροντα των εισβολέων. Όμως, όταν ο Τζέικ γνωρίζει τους ιθαγενείς από κοντά, εντυπωσιάζεται από τον τρόπο ζωής και τις αξίες τους, γίνεται πραγματικός φίλος τους και αναπτύσσει ρομαντική σχέση με τη Νεϊτίρι, την κόρη του αρχηγού και της μάγισσας της φυλής. Γοητεύεται από το μαγευτικό περιβάλλον τους, την πρωτόγονη αγνότητά τους, τους ισχυρούς δεσμούς που έχουν μεταξύ τους και με τη φύση, από τις μυστικιστικές δυνάμεις τους και, φυσικά, από το γεγονός ότι μαζί με τις άλλες ικανότητες των Νάβι έχει αποκτήσει ένα ζευγάρι λειτουργικά πόδια που του επιτρέπουν να τρέχει ξανά. Σταδιακά ο Τζέικ βλέπει τη ζωή του να αποκτά νόημα, ζει τον έρωτα και αποφασίζει να υποστηρίξει τους αμυνόμενους Νάβι από την κατακτητικότητα και την απληστία των Αμερικανών εισβολέων αλλάζοντας στρατόπεδο. Στο φινάλε της ταινίας, επιλέγει να μεταφέρει για πάντα τη συνείδησή του στο Άβαταρ και να ζήσει μέσα από αυτό την υπόλοιπη ζωή του μαζί με τους Νάβι, ενώ το ανθρώπινο σώμα του πεθαίνει. Το εντυπωσιακό είναι ότι η μόνιμη μεταφορά της συνείδησής του δεν γίνεται αυτή τη φορά μέσα από την τεχνολογία και το κουβούκλιο του εργαστηρίου, αλλά από μια ομαδική πνευματιστική τελετή στην οποία παίρνουν μέρος όλοι οι Νάβι, που προσεύχονται εκστατικοί στη θεότητα Έιγουα με την παρότρυνση της μάγισσας της φυλής, αφού έχουν διασυνδεθεί και αλληλεπιδρούν ενεργειακά με υπερφυσικό τρόπο μέσω της πλεξούδας των μαλλιών τους, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις ρίζες του «Δέντρου των Ψυχών», ενός τεράστιου δέντρου με μαγικές ιδιότητες. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς βλέποντας τους σπινθήρες και τα φωτεινά σήματα που μεταδίδονται κατά την τελετή, ότι η πλεξούδα των Νάβι ομοιάζει με δέσμη καλωδίων και η διασύνδεση όλων των Νάβι μεταξύ τους και με το «Δέντρο των Ψυχών» θυμίζει τη διασύνδεση υπολογιστών, συσκευών και ανθρώπων μέσα από το «Διαδίκτυο των Ανθρώπων» και το «Διαδίκτυο των Πάντων» που ευαγγελίζεται η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, με το σύνθημα που συχνά συνοψίζεται στη φράση «μένουμε συνδεδεμένοι». Μέσα από την καλλιτεχνική αυτή παρουσίαση, η διασύνδεση των πάντων −συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων− λανσάρεται ως ισχυρό μέσο δύναμης και ισχύος, ικανής να κάνει θαύματα. Ωστόσο, το κομβικό στοιχείο της ταινίας είναι η προαγωγή της «μεταφόρτωσης του νου» μέσα από την βιοτεχνολογία και την βιοεπιστήμη, όπως έχει διατυπωθεί από τον μετανθρωπισμό. Οι μετανθρωπιστές, μεταξύ άλλων, έχουν διατυπώσει την πρόταση για τη μεταφόρτωση του νου –ή αλλιώς της συνείδησης– με τη μορφή δεδομένων σε έναν υπολογιστή, ρομπότ, σε ένα τεχνητό σώμα ή σε έναν οργανισμό που αποτελεί υβρίδιο ανθρώπου και μηχανής, δηλαδή σε έναν κυβερνοοργανισμό (cyborg), ως μέσο μιας ψηφιακής αθανασίας. Πράγματι, η εταιρεία Neuralink, που ιδρύθηκε το 2016, αναπτύσσει τεχνολογίες διεπαφής ανθρώπινου εγκεφάλου και υπολογιστή και, σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη της Elon Musk, στο μέλλον θα δώσει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αποθηκεύουν και να ανακτούν τις αναμνήσεις τους. Έτσι, θα δημιουργείται ένα «αντίγραφο» του εγκεφάλου τους, το οποίο θα μπορεί είτε να ανακτηθεί είτε να μεταφορτωθεί σε έναν νέο οργανισμό. Ο ίδιος ο Mask φέρεται να δήλωσε στις 19 Ιουλίου 2022 μέσω του λογαριασμού του στο twitter ότι έχει ήδη μεταφορτώσει τον εγκέφαλό του σε ένα υπολογιστικό νέφος (cloud). Ο παραλληλισμός του Άβαταρ με τον ψηφιακό δίδυμο (digital twin), τον ψηφιακό πολίτη ή τον ψηφιακό εαυτό του ανθρώπου είναι αναπόφευκτος, άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι απεικονίσεις άβαταρ χρησιμοποιούνται ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε πλατφόρμες ψυχαγωγίας. Οι εναλλαγές κατά τη μεταφορά συνείδησης του Τζέικ από το ανθρώπινο σώμα του στο Άβαταρ και ξανά πίσω στο σώμα του, έως ότου τελικά επιλέξει να μην ξαναγυρίσει σε αυτό, θυμίζουν τη ζωή που ζούμε στον ψηφιακό κόσμο όταν βυθιζόμαστε στο smartphone, στον υπολογιστή μας, όταν επικοινωνούμε ηλεκτρονικά με τους άλλους, διασκεδάζουμε με διαδικτυακά παιχνίδια, παίζουμε ή συνομιλούμε με άλλους ψηφιακούς χρήστες ή υπολογιστές (bots). Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι, σαν τον Τζέικ, ο άνθρωπος με αφετηρία τη φυσική ζωή του αρχικά (θα) μπαινοβγαίνει στον ψηφιακό κόσμο εναλλάσσοντας μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού εαυτού του, έπειτα θα ζει κυρίως σε μια επαυξημένη και μικτή πραγματικότητα, και τελικά θα καταλήξει −ή θα επιλέξει− να έχει υπόσταση μόνο στην ψηφιακή διάσταση στο πλαίσιο της ψηφιακής ευζωίας και της ψηφιακής διαιώνισής του. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή μιας «άλλης ζωής» παρουσιάζεται στην ταινία ως εξαιρετικά ιδανική και δελεαστική, πόσω μάλλον για έναν παραπληγικό ήρωα με αδιάφορη ζωή, καθώς του προσφέρει όλα όσα δεν έχει στην κανονική ζωή του. Η «άλλη ζωή» ξεχειλίζει από ομορφιά, αξίες και ιδανικά που στην κανονική ζωή έχουν εκλείψει, αποκαθιστά κάθε πρόβλημα υγείας, προσφέρει δύναμη, αυθεντικές σχέσεις, αλληλεγγύη και δυνατό έρωτα. Όμως, η ψηφιακή ζωή του ανθρώπου του 21ου αιώνα δεν σημαίνει πως είναι το ίδιο υπέροχη και πλήρης για τον άνθρωπο· αντίθετα αποτελεί περισσότερο μια ψευδαίσθηση που τελικά οδηγεί στην αποκοπή του ανθρώπου από τους άλλους, τη φύση και κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα μετανθρωπιστικά μηνύματα της ταινίας γίνονται αποδεκτά με αβίαστο τρόπο από τον θεατή −ή έστω το υποσυνείδητό του− γοητεύοντάς τον με το τρισδιάστατο μπλε εξωτικό περιβάλλον του πλανήτη «Πανδώρα», ενώ διόλου τυχαία οι δημιουργοί έχουν φροντίσει ώστε ο θεατής να νιώσει έντονη νοσταλγική οικειότητα, καθώς το «Avatar» θυμίζει αγαπημένες ταινίες του παρελθόντος, όπως «Χορεύοντας με τους Λύκους», «Ο Τελευταίος Σαμουράι», «Ποκαχόντας», κ.ά. Το χολιγουντιανό happy end, η νίκη των γενναίων αμυνόμενων έναντι των άπληστων κατακτητών, η επικράτηση ιδεαλιστικών αξιών, η αποκατάσταση της υγείας του ήρωα, η νοηματοδότηση της ζωής του και η ιστορία αγάπης εγγυώνται την ηδονικά ευχάριστη επίγευση της ταινίας. Το εξελιγμένο μέσω της τεχνολογίας υβριδικό βιολογικό είδος παρουσιάζεται εντελώς παραπλανητικά ως το ιδανικό μέσο για την ανθρώπινη δύναμη και ευτυχία και ως εγγύηση για την επιστροφή στις θεμελιώδεις αξίες και στην αγάπη για τη φύση. Τα λόγια που ψιθυρίζει ο Τζέικ αφού ξυπνήσει στο κουβούκλιό του έπειτα από μία ακόμη μεταφορά συνείδησης, αναπολώντας τον Άβαταρ εαυτό του και τη ζωή με τους Νάβι –πριν ακόμη η συνείδησή του μεταφερθεί στο Άβατάρ του για πάντα– αποτυπώνουν τον σύγχρονο προβληματισμό σχετικά με τη διάκριση πραγματικότητας και εικονικότητας, όπως και το μελλοντικό ενδεχόμενο η ψηφιακή ζωή να γίνει κυρίαρχο υπαρξιακό ζητούμενο και ο χώρος που θα θελήσει ο άνθρωπος να ζει: «Όλα πλέον είναι ανάποδα. Εκεί έξω είναι η πραγματική ζωή. Εδώ πέρα είναι το όνειρο». ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στις Σελίδες Πολιτισμού της εφημερίδας ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 20.22.2022, σελ. 07β/23. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου