Σκέψεις καί συμπεράσματα ἀπό τήν ἐκπομπή «Καταστροφές καί Θρίαμβοι» τοῦ Στ. Καλύβα
ΤΟ 1922 εἶναι ἕνας ἀριθμός πού ἔχει ἕνα μοναδικό εἰδικό βάρος στή συνείδηση τοῦ κάθε Ἕλληνα πολίτη. Ἀντιπροσωπεύει τό ἔτος τῆς Μικρασιατικῆς Τραγωδίας. Ἔχει δέ τό ξεχωριστά θλιβερό προνόμιο νά δημιουργεῖ εἰκόνες καί νά ἐγείρει μνῆμες δίχως νά χρειάζεται νά εἰπωθεῖ οὔτε μία λέξη.
Φέτος συμπληρώνεται ἕνας αἰώνας ἀπό τήν τραγική ἐκείνη χρονιά πού τό ὄνειρο τῆς Μεγάλης Ἰδέας μετατράπηκε σέ ἐφιάλτη.
Δυστυχῶς τό χρονικό διάστημα εἶναι ἐξαιρετικά σύντομο γιά νά ἐπουλωθοῦν οἱ πληγές.
«Εὐτυχῶς», γιά κάποιους, τό χρονικό διάστημα εἶναι ἐξαιρετικά σύντομο γιά νά δοθεῖ χῶρος γιά παραποίηση τῆς ἀλήθειας.
Ἕνας στούς τρεῖς σημερινούς 70άρηδες, ἡ γενιά δηλαδή πού γεννήθηκε στά τέλη τοῦ 1940 καί στίς ἀρχές τοῦ 1950, μεγάλωσε μέ παπποῦδες καί γιαγιάδες πρόσφυγες, ζωντανά λείψανα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ πού κουβαλοῦσαν σέ κάθε τους βλέμμα, σέ κάθε τους τραγούδι, σέ κάθε τους γλωσσικό ἰδίωμα, τόν καημό καί τόν ἀνείπωτο πόνο τοῦ ξερριζωμοῦ.
Ἔχουν περάσει περισσότερα ἀπό 10 χρόνια ἀπό τό πόνημα τῆς κυρίας Ρεπούση πού δίδασκε στούς μαθητές τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, μέ τήν ἔγκριση φυσικά τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ὅτι στά τέλη Αὐγούστου τοῦ 1922 παρατηρήθηκε «συνωστισμός» στήν προκυμαία τῆς Σμύρνης. Τό ντοκιμαντέρ «Καταστροφές καί Θρίαμβοι» τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Στάθη Καλύβα γιά τήν τηλεόραση τοῦ «Σκάι» ἦρθε λοιπόν νά «συμπληρώσει» αὐτή τήν τοποθέτηση ἐνημερώνοντάς μας ὅτι ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός «ἀναχώρησε» τότε ἀπό τίς πατρογονικές του ἑστίες καί ὅτι ἡ πυρπόληση τῆς ἱστορικῆς ἑλληνικῆς πόλης καί ἡ σφαγή τῆς Σμύρνης ἦταν… ἀνθρωπιστική κρίση!!
Δόξα τῷ Θεῷ ἡ ἐξαιρετικά πλούσια γλῶσσα μας ἔχει ἐπαρκέστατο ἀριθμό λέξεων προκειμένου νά μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐκφράζουμε τήν ἀλήθεια μέ τόν βέλτιστο καί ἀκριβέστερο τρόπο.
Ἀδύνατο εἰλικρινά νά ἀντιληφθεῖ κανείς πόσο κοντά μπορεῖ νά βρίσκονται ἐννοιολογικά οἱ λέξεις «βία» καί «διωγμός» πού ὑπέστησαν οἱ Ἕλληνες Μικρασιᾶτες μέ τήν ἄχρωμη λέξη «ἐγκατάλειψη» πού χρησιμοποίησε ὁ κύριος Καλύβας στό ντοκιμαντέρ του.
Ἀναρωτιέται εὔλογα κανείς μήπως οἱ Μικρασιᾶτες πού σύμφωνα μέ τό ἐν λόγῳ ντοκιμαντέρ «ἐγκατέλειψαν τίς ἑστίες τους καί κατέφθασαν στήν Ἑλλάδα» –ἀφοῦ πρῶτα «συνωστίστηκαν» στήν προκυμαία τῆς Σμύρνης ὅπως γνωρίζουν ἀπό τό σχολεῖο οἱ σημερινοί 25άρηδες– ἦταν ἐκεῖνοι πού κατάφεραν νά γλυτώσουν ἀπό τίς σφαγές, τούς βιασμούς, τούς ἀνασκολοπισμούς, τίς δολοφονίες, τούς ἀκρωτηριασμούς καί ἐν γένει ἀπό τά φονικά ἔνστικτα τῶν Τσετῶν καί τοῦ Κεμάλ, γιά τά ὁποῖα οὐδεμία ἀναφορά γίνεται σέ κανένα ἀπό τά 45 λεπτά τοῦ ντοκιμαντέρ. Ἀντίθετα, ἐνημερωθήκαμε ἤδη ἀπό τά πρῶτα λεπτά ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἑλλάδας στά Μικρασιατικά ἐδάφη δέν εἶχε οὔτε πολιτική, οὔτε στρατιωτική, οὔτε ἐθνολογική, οὔτε ἠθική (!!!!) βάση.
Ὁ καθηγητής τῆς Ὀξφόρδης καί συγγραφέας τοῦ μᾶλλον ἀνθελληνικοῦ βιβλίου «Τό Ὅραμα τῆς Ἰωνίας» (ἐκδόσεις τοῦ ΜΙΕΤ 2002) κύριος Michael Llewellyn Smith μᾶς ἐνημέρωσε οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὅτι πολιτικά ἤμασταν ἀπομονωμένοι, διότι δέν ὑπῆρχε ἡ καθολική στήριξη τῆς πατρίδας του, τῆς Μεγάλης Βρεταννίας, στήν ὁποία βασιζόταν ὁ Βενιζέλος, στρατιωτικά δέν ἦταν εὔκολο νά ὁριστοῦν σύνορα στή Δυτική Μικρά Ἀσία, ἐθνολογικά οἱ πληθυσμοί ἦταν ἀνάμικτοι καί ἠθικά θά συναντούσαμε ἀντίσταση ἀπό τούς Τούρκους, ὁπότε δέν εἴχαμε καμμία δουλειά ἐμεῖς στήν δική τους πατρίδα.
Εἶναι τόσο ἐξόφθαλμα παραποιημένα ὅσα παρατίθενται ὡς ἱστορικές ἀλήθειες πού κανείς ἀναρωτιέται ἀπό ποῦ νά ξεκινήσει καί ποῦ νά τελειώσει μέ τίς ἀνακρίβειες.
Στίς 29 Ἀπριλίου τοῦ 1919 στό Συμβούλιο τῆς Διάσκεψης τῆς Εἰρήνης τῶν Παρισίων ἀκούστηκαν τά παρακάτω λόγια:
«– Ἡ ἀρχική ὑπόδειξις, παρετήρησε διακόπτων τόν Κλεμανσώ ὁ πρόεδρος Οὐίλσων, δέν προῆλθεν ἀπό τούς ἕλληνας, ἀλλ’ ἀντιθέτως, τό Συμβούλιον ὑπέδειξεν εἰς αὐτούς νά ἀποβιβάσουν στρατεύματα εἰς τήν Σμύρνη διά νά προλάβουν τάς σφαγάς».
Τά λόγια αὐτά, λοιπόν, ἀνήκουν στόν Ἀμερικανό Πρόεδρο Οὐίλσον ἀπευθυνόμενος στούς Κλεμανσώ καί Λλόυδ Τζόρτζ τῆς Γαλλίας καί τῆς Μεγάλης Βρεταννίας, ἀντιστοίχως, (Χρῆστος Ἀγγελομάτης, Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας. Τό ἔπος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἀθήνα: Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας 2008, σ. 22) σέ συνέχεια τῆς ἀπό τήν 22α Ἀπριλίου τοῦ ἰδίου ἔτους πρότασης τοῦ Λλόυδ Τζόρτζ νά ληφθοῦν σοβαρές ἀποφάσεις πρός ἀντιμετώπιση τῶν ἰταλικῶν πραξικοπημάτων, ἤτοι τήν παροχή ἄδειας στούς Ἕλληνες νά ἀποστείλουν στρατεύματα στή Σμύρνη ὅπου σφάζονταν ὁμοεθνεῖς τους ἀπό τούς Τούρκους, καθώς ἀνησυχοῦσε ὅτι οἱ Ἰταλοί θά προχωροῦσαν σέ ἐξ ὁλοκλήρου κατάληψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τήν δέ ἑπόμενη κιόλας μέρα ὁ Βρεταννός πρωθυπουργός ζήτησε νά ἐξουσιοδοτηθεῖ ἡ Ἑλλάδα νά ἀποστείλει στή Σμύρνη 2 ἤ 3 μεραρχίες γιά τήν προστασία τῶν Ἑλλήνων καί τῶν ἄλλων πληθυσμῶν, δίχως νά λάβει ἀντίρρηση οὔτε ἀπό τόν Οὐίλσον οὔτε ἀπό τόν Κλεμανσώ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐνημερώσει ἀναλόγως τόν Βενιζέλο.
Μιά ἄρνηση τοῦ Βενιζέλου ἄραγε δέν θά παρέδιδε οὐσιαστικά τήν Μικρά Ἀσία σέ ἀλλότρια χέρια, πετῶντας στά σκουπίδια τή μοναδική εὐκαιρία νά ἀπελευθερωθοῦν ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό τά πλέον ἱστορικά ἑλληνικά ἐδάφη; Παράλληλα, δέν θά ἄφηνε στό ἔλεος τῶν Ὀθωμανῶν τούς Μικρασιᾶτες, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἤδη ἀπό τό 1914 εἶχαν ξεκινήσει διωγμοί καί σφαγές;
Στρατιωτικά, προφανῶς τό συμπέρασμα βγαίνει ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος. Παραλείπεται φυσικά ὁποιαδήποτε ἀναφορά στίς πολιτικές ἀλλαγές πού προέκυψαν στό ἐσωτερικό τῆς χώρας μετά τίς ἐκλογές τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1920, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν ἀντίστοιχα σέ ἀλλαγές στό στράτευμα –ἐν καιρῷ πολέμου– ἐνῶ ἔδωσαν τήν τέλεια δικαιολογία καί ἀφορμή στίς τότε Μεγάλες Δυνάμεις νά διαχωρίσουν τή θέση τους καί ὑπόγεια νά ἔρθουν σέ συνεννόηση μέ τόν ἀντάρτη ἀκόμη Κεμάλ.
Ἐθνολογικά ἐνημερωνόμαστε ὅτι οἱ πληθυσμοί τῆς Σμύρνης ἦταν ἀνάμικτοι. Προφανῶς ὁ χαρακτηρισμός «Γκιαούρ Ἰσμίρ»-Ἡ Ἄπιστη Σμύρνη πού εἶχε δοθεῖ ἀπό τήν ἴδια τήν παρακμάζουσα Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία στήν μητρόπολη τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν ἀποτελεῖ ἱκανή καί ἐπαρκῆ ἀπόδειξη τῆς ἐθνολογικῆς κατανομῆς τῆς πόλης στήν ὁποία ἡ γλῶσσα τοῦ ἐμπορίου ἦταν τά ἑλληνικά, οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦσαν τήν συντριπτική πληθυσμιακή πλειονότητα, κρατοῦσαν τά ἡνία τῆς οἰκονομίας, εἶχαν πολυάριθμα ἱστορικά σχολεῖα καί ἀναρίθμητες ἐκκλησίες.
Ὅσο γιά τό «ἠθικόν» τοῦ ζητήματος δέν χωροῦν σχόλια ἀπό τή στιγμή πού ἀρθρώθηκε ἀπό τόν ἀφηγητή ἡ φράση «Ἡ Ἑλλάδα ἐποφθαλμιοῦσε ἐδάφη πού ἀνῆκαν στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία» ἐννοῶντας ὄχι μόνο τή Μικρά Ἀσία μά καί τή Μακεδονία, τή Θράκη καί τήν Ἤπειρο.
Ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία –ὁ Μεγάλος Ἀσθενής– ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα βρισκόταν σέ προχωρημένο στάδιο ἀποσύνθεσης, δημιουργῶντας τή μοναδική εὐκαρία νά πραγματωθεῖ τό ὄνειρο τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ. Ἡ ἀγνόηση καί προσπέραση ἐκείνης τῆς εὐκαιρίας θά εἶχε ἀφήσει τήν Ἑλλάδα μέ τά βόρεια σύνορά της κοντά στόν Πλαταμῶνα καί ἀνατολικά ἀπό τόν ποταμό Ἄραχθο, νά συνορεύει μέ μιά Μεγάλη Σερβία καί μιά Μεγάλη Βουλγαρία οἱ ὁποῖες θά εἶχαν προσαρτίσει τόσο τήν Ἤπειρο ὅσο καί τή Μακεδονία καί τήν Δυτική Θράκη.
Ἡ προγιαγιά ἀπό τό Τσεσμέ
Στά 18 της χρόνια, μέσα σέ μιά ψαρόβαρκα, μαζί μέ τή μητέρα καί τά ἀδέρφια της ἔφτασε τήν Ἑλλάδα ἡ προγιαγιά μου. Τόν πατέρα της τόν εἶχαν σφάξει οἱ Τοῦρκοι στήν Ἁγία Παρασκευή τοῦ Τσεσμέ. Ἔζησε ὅλη της τή ζωή σ’ενα μικρό χωριό στήν καρδιά τῆς Ἑλλάδας. Παντρεύτηκε, γέννησε πέντε παιδιά, γνώρισε ὀκτώ ἐγγόνια καί ὀκτώ δισέγγονα, δούλευε σάν εἵλωτας καί ἔζησε μέχρι τά βαθειά της γεράματα σέ ἕναν τόπο ὅπου πάντα τήν ἀντιμετώπιζαν στήν καλύτερη περίπτωση σάν ξένη –στή χειρότερη σάν μίασμα. Στά στερνά της χρόνια ἡ ἄνοια τῆς στέρησε τή δυνατότητα νά ἀναγνωρίζει ἀκόμα καί τήν ἴδια της τήν οἰκογένεια. Ὅλα σβήστηκαν ἀπό τό ταλαιπωρημένο της μυαλό κι ἔμεινε νά μονολογεῖ γιά τά χρόνια τῆς νιότης της στόν Τσεσμέ, τά ὁποῖα θυμόταν μέ κάθε λεπτομέρεια, κι ἄς εἶχαν περάσει 60 καί πλέον χρόνια ἀπό τότε πού ξερριζώθηκε ἀπό τήν πατρίδα της. Κάποια τραύματα δέν μπορεῖ νά τά ἐπουλώσει οὔτε ἡ ἴδια ἡ Φύση…
Ἡ Μικρά Ἀσία πρίν ἀπό 100 χρόνια ἐκτός ἀπό τόπος μαρτυρίου ἔγινε μιά Χαμένη Πατρίδα πού σέ πεῖσμα ὅσων θέλουν νά ξεχάσουμε ὅτι μιλοῦμε γιά ἐδάφη ποτισμένα μέ χιλιάδων ἐτῶν ἑλληνικό ἱδρῶτα καί αἷμα, ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἱστορική ἀλήθεια θά βρίσκεται πάντα στά μάτια τῶν ζωντανῶν-νεκρῶν τελευταίων της παιδιῶν –τῶν προσφύγων πού μπόλιασαν τήν πατρίδα μας μέ τήν δική τους αἱματοβαμμένη ἀλήθεια τοῦ πόνου, τοῦ ξερριζωμοῦ, τῆς προσφυγιᾶς καί τοῦ ἐγκλήματος, πλάι στά ὁποῖα ὁ χαρακτηρισμός «ἀνθρωπιστική κρίση» ὁμοιάζει μέ ἐμπαιγμό.
Ελένη Ι. Λετώνη
Master of Arts (MA) in Culture, Policy & Management,
City University of London
Κεντρικό ἄρθρο στήν “ΕΣΤΙΑ”, Δ. 17 Ἱανουαρίου 2022, φ. 42.161, σελ. 1, 3 (ἀναδημ. στήν ἡλεκτρονική ἔκδοση 18/1/2022).
https://www.antibaro.gr/article/31871
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου