Του Νίκου Χαλαζιά*
Συζητώντας για το ΄Επος του ’40, φίλος έθεσε καλόπιστα το ερώτημα: «Και γιατί άραγε να αντισταθούμε στους Ιταλούς και (αργότερα) στους Γερμανούς; Τι κέρδισε ο ελληνικός λαός; Χάθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, χώρια οι υλικές καταστροφές και η κατάρρευση της οικονομίας. Τι θα μας πείραζε αν αφήναμε τους Ιταλούς να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της χώρας, όπως μας ζήτησε με το τελεσίγραφό του ο Μουσολίνι;».
Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δόθηκε από τον Πρωθυπουργό της Χώρας, τον Ιωάννη Μεταξά, στις 30 Οκτωβρίου στη συνομιλία που είχε με τους εκδότες και διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων. Εκεί, ο δικτάτορας παραθέτει το σκεπτικό του και παρουσιάζει την πολιτική του έναντι της ιταλικής απειλής.
Αναφέρει ότι είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια για να αποφύγει τον πόλεμο, με τρόπο που δεν θα αντιστρατευόταν τα εθνικά συμφέροντα. Συνειδητοποιεί, όμως, ότι η Νέα Τάξη του Χίτλερ επιφυλάσσει δεινά στη χώρα.
«Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικότερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Αξονος μού εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την «Νέαν Τάξιν». […] Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως «ασήμαντοι» εμπρός εις τα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα» τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν».
Ποιες ήταν οι «θυσίες» που ζητούσε ο Άξονας;
«…μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη) Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… (!) με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον.».
Παρά, λοιπόν, τα όσα λέγονται για την δήθεν ηττοπάθεια του Μεταξά, ο Έλληνας πρωθυπουργός, διδαγμένος από τα δεινά του Εθνικού Διχασμού, «διαβάζει» άριστα την πραγματικότητα και παίρνει τις σωστές αποφάσεις, ακολουθώντας, όπως λέει, όχι την πολιτική του Βασιλιά Κωνσταντίνου, αλλά την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Συντάσσεται με την Αγγλία πεπεισμένος ότι «αυτός ο πόλεμος είναι για την ελευθερία και τον πολιτισμό». Είναι εκπληκτική η πρόβλεψή του για την προσάρτηση της Δωδεκανήσου: «Ξέρω με βεβαιότητα, ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα, ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το Υπουργείον Εξωτερικών. Λοιπόν επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές…».
Συνεπώς το ΟΧΙ δεν ειπώθηκε εν θερμώ. Ήταν καταστάλαγμα μιας ώριμης θεώρησης των πραγμάτων, σύμφωνο με την ιστορία και τις παραδόσεις του Έθνους μας. Ο Μεταξάς είναι σαφής προς τους δημοσιογράφους:
«Μη νομίσητε ότι η απόφασις του OXI πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μη φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. ΄H ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνη διά να τον αποφύγωμε. Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων».
Όλα όσα αναφέρθηκαν, δίνουν μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα «γιατί να αντισταθούμε;».
Πέρα όμως από τη ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας, με το ΟΧΙ που είπε ο Μεταξάς, εξέφρασε τη θέληση και την ψυχική διάθεση του Ελληνικού λαού (από τις ελάχιστες στιγμές στη νεότερη ιστορία μας που το πνεύμα της ηγεσίας ταίριαξε με το ήθος και την ψυχή αυτού του λαού). Αν σκύβαμε το κεφάλι στους Ιταλούς θα ’ταν σα να διαγράφαμε την ιστορία μας, τις θυσίες των προγόνων μας, την παράδοση των αγώνων για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Και πιστεύει κανείς πως μπορεί ένας λαός να επιβιώσει χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς συνείδηση ταυτότητας και αίσθηση χρέους; Μπορεί ένα έθνος να σταθεί ταπεινωμένο, ηθικά κατησχυμμένο και ψυχικά εξανδραποδισμένο;
Είναι ακριβώς, όπως λέει ο Νίκος Σβορώνος, «η ηθική ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και έθιμα, η συνείδηση της ταυτότητάς του που επέτρεψε σ’ αυτό τον λαό να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του». Τη διαχρονική συνέχεια αυτής της παράδοσης αποτύπωσε, λοιπόν, ο πόλεμος του 1940 και η Αντίσταση επί Κατοχής. Όπως αναφέρει ο κορυφαίος ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι, οι Έλληνες «στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους και στα πρόσφατα κινήματα Αντίστασης κατά των ξένων εισβολέων πραγματοποίησαν πράξεις ηρωισμού τόσο υψηλές, όσο τα κατορθώματα των προγόνων τους στον Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες». Οι Κατσιμήτρος, Δαβάκης, Φριζής και Αλεξ. Διάκος, οι Κασλάς, Κωστάκης και Δουράτσος, οι ανώνυμοι μαχητές της Πίνδου, του Ρούπελ και του Ελ Αλαμέιν, οι αντάρτες στα βουνά, οι θαλασσομάχοι και όσοι πάλεψαν στα αστικά κέντρα επί Κατοχής, όλοι τους δεν φάνηκαν κατώτεροι των Μαραθωνομάχων, των ηρώων του 1821, των Μακεδονομάχων και των ευζώνων του 1912-13.
Αυτός ο τόπος που μας έλαχε να ζούμε, είναι ποτισμένος με το αίμα χιλιάδων Ελλήνων πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Αυτό το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα κανενός κατακτητή, καταπώς λέει ο Ελύτης. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, οι Έλληνες του ’40 να φανούν επιλήσμονες του χρέους και να σκύψουν το κεφάλι. Γιατί, απλούστατα, δεν θα ήταν Έλληνες!
https://www.antibaro.gr/article/31484
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου