Ὁ Θεός, ὅταν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, τόν ὅρισε νά ἐξουσιάζει τόν κόσμο, ἀλλά καί νά τόν προφυλάσσει ἀπό τό κακό καί τή φθορά. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐπέλεξε νά εἶναι μέρος τῆς φθορᾶς ἁμαρτάνοντας, ἀκολουθώντας δηλαδή τόν δρόμο τῆς αὐτοθέωσης καί ἀφήνοντας κατά μέρος τή σχέση μέ τόν Θεό. Ἡ ἐξουσία ἐπί τοῦ κόσμου ἔγινε πάλη καί ἀγώνας ἐπιβίωσης, ἔγινε ἀγώνας ἐπιβολῆς τοῦ ἀνθρώπου στόν συνάνθρωπο. Ἔπρεπε νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός, γιά νά βρεῖ ἡ ζωή τό ἀληθινό της νόημα. Κι αὐτό συνεπάγεται τήν ἀγάπη στόν πλησίον μας, τό νά σηκώνουμε ὁ ἕνας τόν σταυρό τοῦ ἄλλου καί νά πορευόμαστε πρός τήν ἀνάστασή μας, δηλαδή πρός τήν ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς μας, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν ὁριστική κατάργηση τοῦ θανάτου στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Μέχρι τότε μία αὐθεντική ὁδός ὑπάρχει: αὐτή τοῦ νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας «ἐσχάτους», τελευταίους.
Ἔσχατος ὁ κάθε χριστιανός
«Δοκῶ ὅτι ὁ Θεός ἡμᾶς τούς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καί ἀγγέλοις καί ἀν - θρώποις» (Α΄ Κορ. 4, 9), γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους· μοῦ φαίνεται πώς ὁ Θεός σ’ ἐμᾶς τούς Ἀποστόλους ἔδωσε τήν ἐλεεινότερη θέση, σάν νά εἴμαστε καταδικασμένοι νά πεθάνουμε στήν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιά τόν κόσμο, γιά ἀγγέλους καί γιά ἀνθρώπους. Ὁ λόγος αὐτός ἴσχυσε καί γιά τόν σήμερα ἑορταζόμενο ἀπόστολο Φίλιππο, ἀλλά ἰσχύει γιά τόν κάθε χριστιανό, ὡς μαθητή καί συνεχιστή τῶν Ἀποστόλων. «Ἔσχατοι» κληθήκαμε νά εἴμαστε, δηλαδή πιστοί, διάκονοι καί ἐπιθανάτιοι, κατά τόν ἀποστολικό λόγο.
Ἐμπιστοσύνη καί προθυμία
Πιστός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἐμπιστεύεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀπελπίζεται. Δέν περιμένει νά ἔρθουν τά πράγματα κατά τήν κρίση καί τό θέλημά του, ἀλλά ἀφήνει τόν Θεό νά φανερώσει, στήν πρόνοιά του, τί εἶναι καλό καί τί ὄχι. Ἔτσι ἀναστέλλει τή φθορά πού ἔγκειται στήν ἐπιθυμία ἀπολύτου ἐλέγχου τῆς ζωῆς μας, στήν ἐξουσία της, στή ρύθμιση καί τῶν λεπτομερειῶν της ἤ στήν ἱκανοποίηση κάθε ἐπιθυμίας, μέ ἄγνοια ἤ παραθεώρηση τῶν νόμων καί τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός ἀξιοποιεῖ ὅλα του τά χαρίσματα, κοπιάζει, ἀφήνεται ὅμως στόν Θεό καί τήν ἀγάπη του.
Διάκονος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ζητᾶ νά τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά αὐτός πού σπεύδει νά προσφέρει, νά ἀγαπήσει, νά δώσει. Διάκονος εἶ - ναι ὁ ταπεινός. Εἶναι ὁ πρόθυμος νά μοιραστεῖ. Εἶναι αὐτός πού δέν διακρίνει καί δέν ἐπιλέγει ποιούς θά διακονήσει, ἀλλά εἶναι διαθέσιμος σέ ὅλους, κυρίως σ’ αὐτούς πού δέν ἔχει ὄφελος, κάποτε καί στούς ἐχ - θρούς του. Ἡ προθυμία γιά διακονία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσης, ὅπως ἐπίσης καί τῆς συγχωρητικότητας. Ὁ διάκονος ἀναλώνεται, στό μέτρο τοῦ ἐφικτοῦ καί τῆς ἀντοχῆς του, κάποτε καί στήν περίσσειά του, χωρίς νά περιμένει ἀναγνώριση. Γι’ αὐτό καί εἶναι πρόθυμος νά γίνει θέατρο καί στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, διότι ἡ διακονία του δέν ἀποσκοπεῖ στόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων ἀλλά στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου
«Ἐπιθανάτιος» εἶναι αὐτός πού ἔχει μέσα του ἕνα αἴσθημα ἀνάλωσης, ὅτι τίποτε δέν τοῦ ἀνήκει, οὔτε ἡ ἴδια ἡ ζωή, αὐτός πού ἀναγνωρίζει ὅτι δέν μπορεῖ νά εὐχαριστήσει τόν κόσμο, καθώς δέν ἀνήκει στόν κόσμο, ἀλλά κλήθηκε νά τόν μεταμορφώσει μέσα ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐντός του. Μεταμόρφωση σημαίνει τήν ὑπέρβαση τοῦ συστήματος ἀξιῶν τοῦ κόσμου, ὅταν αὐτό ἔρχεται σέ ρήξη μέ τίς ἀξίες τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος θέλει ἐξουσία, δόξα, ἱκανοποίηση ἐπιθυμιῶν. Θέλει τούς ἄλλους ὑπηρέτες μας. Διαλέγει ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τήν τεχνολογία. Ἀκολουθεῖ τόν μηδενισμό, ὡς ἀπουσία ζωῆς μετά τόν θάνατο. Ζεῖ τήν αὐτοθέωση καί τήν ἐξ αὐτῆς δικαιολόγηση κάθε ἁμαρτίας. Δέν ἐπιθυμεῖ τήν ἀσκητικότητα, ἀλλά νά χορτάσουμε ἀπό κάθε εἴδους ἀπόλαυση. Ἀπορρίπτει τήν παιδεία τῆς ὑπομονῆς, τοῦ κόπου, τῆς προσφορᾶς τῶν χαρισμάτων στή διακονία τοῦ πλησίον καί ἀπαιτεῖ χρῆμα, ἀνταμοιβή, εὐκολία. Κυρίως ὅμως εἶναι ἕνας κόσμος ὁ ὁποῖος μᾶς ἐντάσσει στήν προοπτική ὅτι θά ζοῦμε γιά πάντα, μέ ἀποτέλεσμα ὁ θάνατος νά θεωρεῖται ἀνύπαρκτος. Καί ὅταν ἔρχεται, νά εἶναι ἀκατανόητος.
Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡραῖο νά εἶναι κάποιος «ἔσχατος». Ἔχει μία μυστική χαρά ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, ὅτι μπορεῖ νά προσφέρει ἀγάπη, ὅτι ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐπιθανάτιος, ἡ ἀγάπη θά μείνει. «Ἔσχατος» εἶναι ὁ κάθε Ἅγιος. «Ἔσχατος» εἶναι καί ὁ τελευταῖος ἀνώνυμος κάτοικος τοῦ Παραδείσου. «Ἔσχατοι» μποροῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς ἄν ἐμπιστευτοῦμε τόν Πρῶτο «Ἔσχατο». Τόν Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στή θέωση.
π. Θ.Μ.
http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/fk/2021/46_2021(3572).pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου