Πολεμική αναμέτρηση, που διεξήχθη στις 22 Οκτωβρίου 1798 στα ερείπια της αρχαίας Νικόπολης, με αντιπάλους τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά από τη μία πλευρά και τις δυνάμεις Γάλλων και Ελλήνων από την άλλη. Ο Αλή με υπέρτερο στρατό νίκησε και κατέλαβε την Πρέβεζα.

Μετά τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797), με την οποία ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλυσε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, όλες οι ενετικές κτήσεις, ανάμεσά τους και η πόλη της Πρέβεζας, περιήλθαν στην κατοχή της Επαναστατικής Γαλλίας. Μία δύναμη 280 γρεναδιέρων υπό τον στρατηγό Ζαν ντε λα Σαλσέτ (1759-1834) εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα κι έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο.

Οι Γάλλοι είχαν αναπτύξει κατ’ αρχάς φιλικές σχέσεις με τον Αλή Πασά, παρότι δεν ενέδωσαν στην απαίτησή του να του δοθούν οι γαλλικές κτήσεις στην Ήπειρο (Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Άρτα). Όταν ο Ναπολέων επιτέθηκε κατά της Αιγύπτου και ιδίως μετά την ήττα του από τους Άγγλους στην Ναυμαχία του Αβουκίρ (1 Αυγούστου 1798), ο ημι-ανεξάρτητος αλβανός αυθέντης της Ηπείρου άλλαξε στρατόπεδο. Διέρρηξε τις σχέσεις του με τους Γάλλους και αποφάσισε να ταχθεί ανοιχτά με το μέρος του Σουλτάνου Σελίμ Γ'.

Ο Αλή απαίτησε επιτακτικά από τους Γάλλους να του δοθούν όλες οι κτήσεις τους στην Ήπειρο και επιπροσθέτως η Λευκάδα και η Κέρκυρα. Για να γίνει πιο πειστικός συνέλαβε αιχμαλώτους δύο γάλλους αξιωματικούς, τους οποίους φυλάκισε στα Γιάννινα. Παράλληλα, άρχισε να προετοιμάζει στρατό για να επιτεθεί στην Πρέβεζα και τις υπόλοιπες γαλλικές κτήσεις της Ηπείρου. Οι Γάλλοι από την πλευρά τους με τις ισχνές δυνάμεις που διέθεταν και με τη βοήθεια των ντόπιων άρχισαν να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα στον ισθμό κοντά στην αρχαία Νικόπολη για να προστατεύσουν την Πρέβεζα.

Στις 22 Οκτωβρίου 1798 (12 Οκτωβρίου 1798, σύμφωνα με άλλες πηγές) οι δυνάμεις του Αλή έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή του ισθμού. Με επικεφαλής τον ίδιο και τον γιο του Μουχτάρ, αριθμούσαν 4.000 πεζούς και 3.000 ιππείς, Αλβανούς και Τούρκους. Ο στρατηγός Λα Σαλσέτ έσπευσε να οργανώσει την άμυνα με τις λιγοστές δυνάμεις που διέθετε και τις αποτελούσαν 280 γάλλοι γρεναδιέροι, 200 ντόπιοι πολιτοφύλακες και 60 Σουλιώτες υπό τον καπετάν Χρηστάκη. Η πλειονότητα του ελληνικού στοιχείου που θα μπορούσε να βοηθήσει τους Γάλλους, παρέμεινε κλεισμένη στην Πρέβεζα ή είχε καταφύγει στα πέριξ, παρασυρμένη από την προπαγάνδα του Αλή Πασά.

Όταν βρόντηξαν τα όπλα, οι Γάλλοι γρεναδιέροι, που ανέλαβαν κυρίως το βάρος της μάχης, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Τουρκαλβανών, αλλά μπροστά στην ορμητικότητα και τον όγκο του εχθρού, υποχώρησαν προς τα ερείπια της Νικόπολης. Οι Γάλλοι πολέμησαν γενναία, αλλά οι περισσότεροι έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Οι μόνοι που απέμειναν ζωντανοί και πιάστηκαν αιχμάλωτοι ήταν εννέα γρεναδιέροι με τον στρατηγό Λα Σαλσέτ και τον λοχαγό Τισό.

Μετά τη νίκη του, ο Αλή κατέλαβε εύκολα την Πρέβεζα. Αποκεφάλισε όσους κατοίκους της είχαν συλληφθεί ως γαλλόφιλοι και παρέδωσε την πόλη στις φλόγες. Στη συνέχεια πραγματοποίησε θρίαμβο στα Γιάννινα με τους αιχμαλώτους, Έλληνες και Γάλλους, να κρατούν τα κομμένα κεφάλια των συμπολεμιστών τους, υπό τις επευφημίες του αλβανικού στοιχείου της πόλης, που είχε παραταχθεί κατά μήκος της διαδρομής.

Τις επόμενες ημέρες ο Αλή Πασάς έστειλε πεσκέσι στον σουλτάνο Σελίμ Γ' τέσσερα τσουβάλια με τα κεφάλια Ελλήνων και Γάλλων μαχητών, μαζί με εννέα γάλλους αξιωματικούς για ανάκριση, ανάμεσά τους και ο στρατηγός Λα Σαλσέτ. Μετά την Πρέβεζα, ο Αλή κατέλαβε όλες τις γαλλικές κτήσεις στην Ήπειρο, εκτός της Πάργας. Η Πρέβεζα παρέμεινε έως το 1822 υπό τις διαταγές του και μετά τον θάνατό του πέρασε και πάλι στην κυριαρχία του Σουλτάνου. Στις 12 Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.

Σχετικά

Λέγεται ότι για την απελευθέρωση των Γάλλων αιχμαλώτων, η μητέρα του Ναπολέοντα, Μαρία Βοναπάρτη, δώρισε στον σουλτάνο ένα μεγάλο διαμάντι που ανήκε στην αποκεφαλισθείσα βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα και φυλάσσεται στο παλάτι-μουσείο του Τοπκαπί στην Κωνσταντινούπολη. Είναι το τέταρτο μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου, που «πρωταγωνίστησε» στην ταινία του Ζιλ Ντασέν Τοπκαπί (1964) με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη.