Ένα βοτανικό παραμύθι με τον φλόμο για παιδιά
Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στο δάσος, υπήρχε ένα νεαρό κουνελάκι με μαλακή άσπρη γούνα, μεγάλα αυτιά, πολύ-πολύ περίεργο, που το έλεγαν Φλάφι. Κάθε μέρα ο Φλάφι, μαζί με τους κουνελοφίλους του, τριγύριζε και έπαιζε σ’ ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια.
Μια μέρα, ο Φλάφι αποφάσισε να δει πού τελείωνε αυτό το λιβάδι. Είχε βαρεθεί να χοροπηδά κάθε μέρα γύρω από τις ψηλές χαμογελαστές κίτρινες μαργαρίτες, τις μουτρωμένες κόκκινες παπαρούνες και τα πράσινα χορταράκια που χασμουριούνταν, ακόμα κι αυτά, βαριεστημένα...
Ω, ναι! Ο Φλάφι το είχε αποφασίσει! Θα έφτανε ως το τέλος του λιβαδιού και μετά... μετά θα έβλεπε τι υπήρχε μετά από το λιβάδι!!!.
Σήκωσε τη μουσουδίτσα του, μύρισε τον αέρα, χτύπησε τα ποδαράκια του στο χώμα, τρομάζοντας μια μικρή μελισσούλα, που εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να διαλέξει σε ποιο λουλούδι θα καθίσει και άρχισε να τρέχει προς τη μεριά που ο ήλιος έβγαινε γελαστός.
Η αλήθεια είναι πως έτρεξε πάρα πολύ και για πολλή ώρα... αλλά δεν το έβαλε κάτω! Συνέχισε να τρέχει και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν βρέθηκε μπροστά σε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Εμπρός του βρισκόταν ένα σπίτι με κόκκινη στέγη, κόκκινη πόρτα, κόκκινα παράθυρα και κάτασπρους τοίχους. Το λιβάδι είχε τελειώσει!
Άρχισε αργά-αργά να παρατηρεί το σπιτάκι... με μικρά χοροπηδητά βήματα πέρασε τον φράχτη και όταν έφτασε στο πίσω μέρος του σπιτιού κρύφτηκε πίσω από τον κορμό ενός μεγάλου δέντρου. Εκεί, στο πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχε μια μεγάλη αυλή... αλλά το παράξενο δεν ήταν αυτό. Το παράξενο ήταν ένα κοκκινομάλλικο αγόρι, που βρισκόταν στη μέση της αυλής. Του φάνηκε τόσο παράξενο αυτό το αγόρι που τα μαλλιά του είχαν το ίδιο χρώμα με την πόρτα, τα παράθυρα και τη στέγη του σπιτιού που έμεινε εκεί παρατηρώντας το μέχρι που ο ήλιος κουρασμένος έγειρε πίσω από τα μακρινά βουνά για να πάει στο σπίτι του. Τότε μόνο ο Φλάφι αποφάσισε να γυρίσει στην κουνελοφωλιά του και να ξαπλώσει στο κρεβάτι του αποκαμωμένος.
Σύντομα έπαψε να παίζει. Το μόνο που έκανε κάθε πρωί ήταν να τρέχει όλο και πιο γρήγορα μέχρι το τέλος του λιβαδιού, να περνάει κάτω από το φράχτη του σπιτιού με την κόκκινη στέγη, την κόκκινη πόρτα, τα κόκκινα παράθυρα και τους κάτασπρους τοίχους, να πλησιάζει αργά-αργά στην αυλή που βρισκόταν το κοκκινομάλλικο αγόρι και να το κοιτάζει μέχρι που ο ήλιος έγερνε πίσω από τα βουνά.
Ήθελε πάρα πολύ να πλησιάσει το αγόρι αλλά φοβόταν.
Τελικά, μια μέρα, πήρε μερικές βαθιές ανάσες, κούνησε τη μουσούδα του και πήρε αρκετό θάρρος ώστε να το πλησιάσει και να το μυρίσει. Και τότε το γεμάτο φακίδες χέρι του αγοριού απλώθηκε και άρχισε να του χαϊδεύει το απαλό λευκό τρίχωμα. Αυτό ήταν! Ο Φλάφι, το γεμάτο περιέργεια κουνελάκι και το κοκκινομάλλικο αγοράκι έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και έπαιζαν μαζί κάθε μέρα!
Ο Φλάφι σπάνια πια πήγαινε να δει την οικογένειά του και τους φίλους του. Έσκαψε μια τρύπα δίπλα στο δέντρο και όταν νύχτωνε και ο καινούργιος του φίλος έμπαινε στο σπίτι του, τρύπωνε κι εκείνος στην τρύπα όπου είχε φτιάξει το δικό του μικρό σπιτάκι.
Μια μέρα, όμως, το αγόρι δεν βγήκε στην αυλή. Μάταια τον περίμενε ο Φλάφι ως το βράδυ. Χοροπηδούσε για τελευταία φορά γύρω από το σπίτι στεναχωρημένος και ανήσυχος όταν η κόκκινη πόρτα άνοιξε. Δυο τεράστιοι άνθρωποι βγήκαν και περπατούσαν ανήσυχοι και στεναχωρημένοι πάνω στο γρασίδι μιλώντας σιγανά. Το μόνο που κατάφερε να ακούσει το μικρό κουνελάκι ήταν : «... τόσο πολύ άρρωστος... τρομερός βήχας... κι ο πόνος στο αυτί επίσης.» Ωωω, ο Φλάφι τρεμούλιασε από τη στεναχώρια. Ο φίλος του ήταν άρρωστος! Ήθελε τόσο πολύ να είναι κοντά στο φίλο του και να τον βοηθήσει να νιώσει καλύτερα! Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι! «Θα έδινα οτιδήποτε για να βοηθήσω το φίλο μου!» σκέφτηκε ο Φλάφι.
Ξαφνικά, ένας παράξενος νάνος με ένα χαζό πράσινο καπέλο και κόκκινα παπούτσια έφτασε. περπατούσε αργά προς τον Φλάφι και τα ροζιασμένα χέρια του ακουμπούσαν σ’ ένα σκαλισμένο ξύλινη μαγκούρα. «Οτιδήποτε;» τον ρώτησε ο παράξενος ψηλός άνθρωπος.
Ξαφνιασμένο το κουνελάκι τον ρώτησε: «Ποιος είσαι;»
Ο άγνωστος άντρας κοίταξε τον Φλάφι. «Το όνομά μου είναι κύριος Πρασινόφυλλος. Είμαι ο μάγος των βοτάνων σ’ αυτά τα μέρη. Ευχήθηκες να βοηθήσεις το φίλο σου και σε ξαναρωτάω, θα έκανες οτιδήποτε για να τον βοηθήσεις;»
Ο Νέλο βιάστηκε να του απαντήσει: «Ναι, ω ναι, οτιδήποτε!».
«Ακόμη και τη ζωή σου σαν κουνέλι;» ρώτησε ο κύριος Πρασινόφυλλος.
Το κουνελάκι κόμπιασε συλλογισμένο αλλά τελικά απάντησε : «Αγαπάω το φίλο μου και θα έδινα και τη ζωή μου για να τον σώσω».
Ο κύριος Πρασινόφυλλος κοίταξε το κουνελάκι παράξενα για αρκετή ώρα. Μετά έψαξε στον καφέ σάκο που είχε κρεμασμένο στον έναν του ώμο, έβγαλε έξω μία ρίζα και την άφησε μπροστά στον Φλάφι. «Αυτή η ρίζα είναι μαγική», του είπε ψιθυριστά. «Εάν θέλεις να σώσεις το φίλο σου, πρέπει να την φας πριν το φεγγάρι φτάσει στη μέση του ουρανού. Αν ξεπεράσει τη μέση του θα χάσει τη μαγική της δύναμη. Ωστόσο, όταν τρως τη ρίζα, δε θα είσαι πια κουνέλι». Μετά ο κύριος Πρασινόφυλλος εξαφανίστηκε.
Το μικρό κουνελάκι δεν βιάστηκε. Σκεφτόταν για πολύ όσα ο παράξενος νάνος του είχε πει. Όταν το φεγγάρι άρχισε να ταξιδεύει στον νυχτερινό ουρανό, αυτός σκεφτόταν την οικογένειά του και τους φίλους του. Θυμόταν τα παιχνίδια που έκανε στους υπόγειους διάδρομους, που είχε φτιάξει με τους φίλους του, το πράσινο γρασίδι που έτρωγε, τον υπνάκο που έπαιρνε κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Θυμόταν την υπέροχη αίσθηση του στοργικού αγκαλιάσματος της φωλιάς του, την ελκυστική ζεστασιά της. Είχε πολύ καιρό να δει τους γονείς και τ’ αδέλφια του και του έλειπαν τόσο πολύ...
«Όχι, δε θέλω να φάω τη ρίζα», αποφάσισε. «Αγαπάω την οικογένειά μου και τους φίλους μου τόσο πολύ!». Έσπρωξε με δύναμη τη ρίζα ξύνοντας το χώμα με τα πόδια του.
Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά όταν το κουνελάκι κοίταξε για τελευταία φορά το σπίτι του φίλου του. Ξαφνικά το αγόρι φάνηκε στο παράθυρο. Αγαπημένες αναμνήσεις των όσων μοιράστηκε μαζί του τον κατέκλυσαν: τροφή από τον κήπο, παιχνίδια στην αυλή, το απαλό χάδι του αγοριού. Η αγάπη που ένιωθε για το κοκκινομάλλικο αγόρι ήταν πολύ πιο μεγάλη στην καρδιά του από την αγάπη για την αναπαυτική φωλιά του.
Χωρίς να καθυστερήσει ο Φλάφι άρπαξε τη ρίζα και την έφαγε. Πριν καν προλάβει κάποιος να συλλαβίσει «φλόμος», το καλό μας κουνελάκι είχε μεταμορφωθεί σε φυτό. Η άσπρη ρίζα απλώθηκε βαθιά στο χώμα και έβγαλε ένα δασύ κοτσάνι με απαλά μεγάλα φύλλα όπως τα αυτιά του Φλάφι. Η ρίζα και τα φύλλα ήταν τα μόνα που θύμιζαν ότι το φυτό ήταν ένα άσπρο χνουδωτό κουνελάκι με μεγάλα χαρωπά αυτιά.
Όταν ο ήλιος βγήκε και πάλι να φωτίσει το σπίτι με την κόκκινη στέγη, τα κόκκινα παράθυρα και την κόκκινη πόρτα και τους κάτασπρους τοίχους, ο κύριος Πρασινόφυλλος εμφανίστηκε. «Πραγματοποίησες μια από τις μεγαλύτερες ευχές, φίλε μου, είπε, «και ευλογήθηκες». Μουρμούρισε μερικές μαγικές λέξεις και ξαφνικά ψήλωσε. έγινε ένας κανονικός άνθρωπος. Μετά έκοψε απαλά αρκετά φύλλα και κίτρινα άνθη από το κουνελόφυτο. Τα πήγε στη μητέρα του κοκκινομάλλικου αγοριού και της έδειξε πώς να φτιάχνει τσάι και λάδι από το φυτό. Αυτά μπορούσαν να γιατρέψουν το βήχα και τον πόνο στα αυτιά του αγοριού.
Κάποιοι λένε ότι τα φυτά δεν έχουν αισθήματα. Αυτοί που ξέρουν τη μυστική ζωή των φυτών, ωστόσο, βλέπουν την ευτυχία και την χαρά των φυτών όταν βοηθάνε τους ανθρώπους και τα ζώα να μην πονάνε και να γίνονται καλά όταν αρρωσταίνουν (όπως το μικρό μας κουνελάκι, ο Φλάφι, που έδωσε τη ζωή του για να βοηθήσει τον φίλο του).
Ο κύριος Πρασινόφυλλος πήγε στην Κουνελόπολη και σε άλλα μαγικά λιβάδια μόνο και μόνο για να πει σε όλους τι συνέβη. «Αυτό το φυτό, που ήταν ο Φλάφι και τώρα λέγεται φλόμος φύτρωσε και πολλαπλασιάζεται και αυξάνεται σε όλο τον κόσμο. Βοηθάει τους ανθρώπους και πιο πολύ τα παιδιά, έτσι όπως ο Φλάφι ήθελε να βοηθήσει το φίλο του». Και όλα τα κουνελάκια στην Κουνελόπολη και στα μαγικά λιβάδια αισθάνθηκαν περήφανα για την απόφαση που πήρε ο Φλάφι. Και κάθονταν πάντα για ώρες κοντά σε οποιοδήποτε φυτό φλόμο έβρισκαν ψιθυρίζοντάς του τα νέα της παρέας τους αφού τα κουνελάκια ξέρουν ότι τα φυτά νιώθουν και ακούνε...
Μετάφραση: Ekath
https://www.ftiaxno.gr/2015/07/to-kouneli-to-paidi-kai-o-flomos.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου