Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων μετά από 480 χρόνια σκλαβιάς


της Σοφίας Ντρέκου

Η Μάχη του Μπιζανίου (4-6 Μαρτίου, παλ. ημ. 19-21 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πέθανε ο Ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας (10 Φεβρουαρίου 1913,Αθήνα). Παρόλο που είχε την δυνατότητα να πάρει αναβολή λόγω των αθλητικών του διακρίσεων, αρνήθηκε και κατατάχτηκε εθελοντικά στο στράτευμα. (1)

Την 21η του Φλεβάρη, και κάθε τέτοια μέρα, όχι μόνο η Ήπειρος, αλλά ολάκερη η Ελλάδα πανηγυρίζει μια ακόμη ιστορική επέτειο. Ύστερα από 450 χρόνια σκλαβιάς, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913, τα Γιάννενα λευτερώθηκαν. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε μετά από πολυήμερη σκληρή πολιορκία των οχυρωμένων θέσεων της ευρύτερης περιοχής, κάτω σκληρές καιρικές συνθήκες. Η γενική επίθεση κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας του Μπιζανίου, άρχισε το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου 1913.

Οι μαχητές του 1ου Συντάγματος Ευζώνων διακρίθηκαν για τις τολμηρές διεισδύσεις τους. Οι άλλες ελληνικές δυνάμεις με διάφορα στρατηγικά τεχνάσματα, κατόρθωσαν να παραπλανήσουν τους Τούρκους. Το πυροβολικό έβαλε ασταμάτητα. Στις 11 το βράδυ ο διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς αναγκάσθηκε να στείλει απεσταλμένους για παράδοση της πόλης. Η συμφωνία επιτεύχθηκε και η παράδοση της πόλης ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο ελληνικός στρατός είχε 284 νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν 2.800 νεκροί και 8.600 αιχμάλωτοι.


«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε,
γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στον «Ρωμηό» το ακόλουθο ποίημα:


Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε.

Το λεν πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τα έκαψεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.

Το λένε χτύποι και βροντές, το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες οι μαυροφόρες μάνες.

Το λένε και Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιώτισσες στις ράχες του Ζαλόγγου.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς.

Κλικ στην εικόνα για να δείτε τα Video.




Νικολάκη Εφέντης. Το άδοξο τέλος του καλύτερου Έλληνα 
κατασκόπου, που προδόθηκε μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων


«Κάθε χρόνο αυτή την εποχή ο νους μου πηγαίνει σ' αυτό τον άνθρωπο. Και στην αδικοχαμένη οικογένειά του. Τον Νικολάκη Εφέντη. Κι έτσι μου έρχεται στο νου και ο συνονόματός μου παππούς, που μου μιλούσε κάθε χρόνο για τον «Νικολάκ εφέντ». Ο παππούς μου, που ήταν δώδεκα χρόνων τότε και αγκάλιασε κλαίγοντας το πόδι ενός πολεμικού αλόγου του ελληνικού στρατού που έμπαινε νικητής στα Γιάννενα.» Kostis Bassogiannis 21 Φεβρουαρίου 2018
Ο Νικολάκη Εφέντης και η απελευθέρωση 
των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913)

αναπαράσταση της παράδοσης των Ιωαννίνων

Ο Νικολάκη Εφέντης, του οποίου το πραγματικό όνομα, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν Νικόλαος Μιζαντζιόγλου, ανήκε στους πολλούς ομογενείς μας αξιωματικούς του Τουρκικού Στρατού στα Ιωάννινα και υπηρετούσε ως Λοχαγός (κατ' άλλους ως Υπολοχαγός) του Μηχανικού, και ήταν συνεργάτης του Γκολτς Πασά κατά την κατασκευή των Οχυρών Μπιζανίου και μετά του ανετέθη η συντήρησή τους. Όταν περί τα τέλη Ιανουαρίου του 1913 ο Ελληνικός Στρατός αποφάσισε, ύστερα από πολλές δυσκολίες, πολλές αποτυχίες και πολλές θυσίες, να κάνει την οριστική γενική επίθεση για την πτώση του Μπιζανίου και την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων, είχε ένα μεγάλο πρόβλημα, σχετικά με τα μέχρι τότε απόρθητα οχυρά του Μπιζανίου και ειδικότερα του οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ», διότι δεν είχαν καθόλου πληροφορίες περί αυτών.

Θα έπρεπε, λοιπόν, οι Μυστικές Ελληνικές Υπηρεσίες στα σκλαβωμένα Ιωάννινα να πληροφορηθούν την ακριβή θέση, την κατασκευή, την επάνδρωση και τον εξοπλισμό των οχυρών αυτών, για να μπορέσουν να σχεδιάσουν και να πετύχουν την κατάληψη της πόλεως των Ιωαννίνων.

Κατά την περίοδο εκείνη άμεσα υπεύθυνος των Μυστικών μας Υπηρεσιών, έναντι του Ελληνικού Στρατού ήταν ο Έλληνας υποπρόξενος στα Ιωάννινα Νικ. Χαντέλης, του οποίου η καταγωγή ήταν από τα Κάτω Πεδινά Ζαγορίου Ιωαννίνων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, οργανώθηκε μια ιδιαίτερα μυστική σύσκεψη στη Μητρόπολη των Ιωαννίνων, υπό του τότε Μητροπολίτη Γεβράσιου, στην οποία συμμετείχαν ο Νικόλαος Χαντέλης και ο Αθανάσιος Τσεκούρας.

Κατά την σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να εντοπισθεί, κατά τον πλέον μυστικό τρόπο, ο γνωστός ομογενής αξιωματικός του Τουρκικού Στρατού στα Ιωάννινα Νικολάκη Εφέντης, που ήταν ο αρμόδιος συντηρητής των οχυρών και επομένως γνώριζε αυτά πολύ καλά και με κάθε λεπτομέρεια..


Την αποστολή αυτή ανέλαβε ο Αθ. Τσεκούρας, ο οποίος αφού, με άκρα μυστικότητα, συναντήθηκε με αυτόν, του ζήτησε να συνδεθεί με τον Μητροπολίτη, το οποίο και πέτυχε. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι από τα κορυφαία στελέχη, κατά την πολεμική εκείνη περίοδο, των Μυστικών μας Υπηρεσιών στα Ιωάννινα ήταν ο Ιωάννης Λάππας, το σπίτι του οποίου είχε μετατραπεί σε κέντρο κρυπτογραφικών εγκαταστάσεων του αγώνα.

Ο Μητροπολίτης ζήτησε από τον Νικολάκη Εφέντη, αφού του υπογράμμισε την ελληνική καταγωγή του και του επεσήμανε την σπουδαιότητα, την ιερότητα, και την κρισιμότητα του αγώνα, να του δώσει πλήρη αντίγραφα των σχεδίων των οχυρών του Μπιζανίου και ιδιαίτερα του ονομαζόμενου οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ». Πράγματι ο Νικολάκη Εφέντης, υπακούοντας στη φωνή της πατρογονικής ελληνικής καταγωγής του πείστηκε και μέσα στο σπίτι του Ιωάννη Λάππα σχεδίασε κρυφά και επί δύο συνεχείς νύχτες τα οχυρά και τα παρέδωσε σ' αυτόν, ο οποίος στη συνέχεια, μέσω ενός χωρικού αγγελιοφόρου, τα έστειλε στο Ελληνικό Στρατηγείο στο Εμίν Αγά, και ακολούθησε την 21η Φεβρουαρίου η, ύστερα από 500 χρόνια σκλαβιά, απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων. Αυτό φαίνεται από πολλά στοιχεία και αναφορές του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Με την υπ. αριθμ. 192 πολεμική έκθεση του ΓΕΣ αναφέρεται ως "ο ομογενής αξιωματικός". Η μεταβίβαση κάθε πληροφορίας γινόταν αποκλειστικά στο Ελληνικό Κομιτάτο Ιωαννίνων και διαβιβαζόταν στο Ελληνικό στρατηγείο. Η υπ. αριθμ. 877/31-12-1912 πληροφορία από τα Ιωάννινα αναφέρονται: Αριθμοί και είδη πυροβόλων ανά τοποθεσία, πληροφορεί ότι αν δεν υποχωρούσε ο στρατός το Μπιζάνι θα παρεδίδετο και μεταξύ άλλων συμβουλεύει η έφοδος δεν πρέπει να γίνει ημέρα αλλά "μετά δύο νυχθημερών βροχή οβίδων".

Η υπ. αριθμ. 1100/12-1-1913 πληροφορία από το Ιωάννινα ενημερώνει ότι 100 στρατιώτες "νύκτωρ καταγίνονται δι' επισκευήν". Με την υπ. αριθμ. 1314/4-2-1913 πληροφορία από τα Ιωάννινα παραθέτει τον αριθμό των τηλεβόλων του Μπιζανίου με λεπτομερή περιγραφή βεληνεκούς, ταχυβολίας, δ/νση βολής κ.λπ. στοιχεία. Ο Β. Λάππας αφηγείται: "Ο Ν. Μιζαντζιόγλου επεσήμανε την αστοχία του Ελληνικού πυροβολικού και παρεκλήθηκε να στείλει ακριβείς θέσεις των πυροβολείων και ιδιαίτερα του πυροβολείου "Σκύλλα". Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την Πολεμική Έκθεση Νο 879/3-1-1913.

Όσα υπέδειξε ο Νικολάκης Εφέντης ήταν και ακριβή και αν κανείς διαβάσει την εξέλιξη της μάχης του Μπιζανίου θα παρατηρήσει ότι μετά δύο νυχθημερών βροχή οβίδων κατελήφθη αυτή η οχυρά θέση και στην συνέχεια απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα συνελληφθηκαν δε αιχμάλωτοι 30.000 Τούρκοι, 1.000 Τούρκοι αξιωματικοί και πλήθος εφοδίων. Η μεγάλη σημασία της ηρωικής αυτής πράξεως του Νικολάκη Εφέντη είναι ανυπολόγιστη και είναι άγνωστο εάν κατά την περίοδο εκείνη χωρίς αυτόν θα είχε επιτευχθεί η πτώση του Μπιζανίου, και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Όμως, το τέλος του Νικολάκη Εφέντη και της οικογένειάς του ήταν τραγική, Όταν συνελήφθη, ως αιχμάλωτος, από το Ελληνικό Στρατό και τον παρουσίασαν στον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, αυτός τον ρώτησε τι θα ήθελε ως αντάλλαγμα για την μεγάλη του προσφορά. 

Εκείνος του απάντησε απολύτως τίποτε, παρά μόνο να μείνει απολύτως μυστική η ηρωική του πράξη και δια της ανταλλαγής των αιχμαλώτων να επιστρέψει στη Σμύρνη, όπου ήταν η οικογένειά του.Δυστυχώς, όμως, λόγω κάποιου επιπόλαιου και αφελούς ενθουσιώδους δημοσιογράφου, που δημοσίευσε στην εφημερίδα του το γεγονός, το πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι, και όταν αποβιβάστηκε, με τους άλλους ανταλλαγέντες αιχμαλώτους στην Σμύρνη κρατήθηκε αμέσως από τις τοπικές αρχές και, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, εκτελέστηκε. Θέματα Ελληνικής Ιστορίας







Νικολάκη ΕφέντηςΤο άδοξο τέλος του καλύτερου Έλληνα κατασκόπου, 
που προδόθηκε μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων...

Κατά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, χρειάστηκε ένας σκληρός πεντάμηνος αγώνας, κατά τον οποίο χύθηκε πολύ αίμα. Αφανείς ήρωες αυτού του αγώνα ήταν οι Έλληνες κατάσκοποι, που με κίνδυνο της ζωής τους, ξεπερνούσαν κάθε εμπόδιο. Στον αόρατο πόλεμο των κατασκόπων εντάχτηκαν άνδρες και γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις, χωρίς να υπολογίζουν τις αγχόνες των Τούρκων. Πολλές φορές, οι πληροφορίες τους αποδείχτηκαν πιο σημαντικές από τις εφόδους των στρατιωτών.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που βοήθησε τον αγώνα με τις πληροφορίες του, ήταν αυτό του Νικολάκη Εφέντη. Ο ελληνικής καταγωγής, Νικολάκη Εφέντης, ήταν υπασπιστής του Τούρκου διοικητή στο οχυρό του Μπιζανίου, και αποτέλεσε πρόσωπο- κλειδί για την καταστροφή της «Σκύλλας», ενός απόρθητου οχυρού, που είχε αποδεκατίσει τον ελληνικό στρατό. 

Ο Νικολάκη Εφέντης γνώριζε πολύ καλά τη διάταξη των τουρκικών πυροβόλων στην περιοχή του Μπιζανίου. Αυτό γιατί ο τότε υπεύθυνος για την ανακατασκευή του φρουρίου, Γερμανός στρατηγός Φον Ντε Γκολτ αποχώρησε, αφήνοντάς του την επίβλεψη. Όταν οι Έλληνες αποφάσισαν να προσεγγίσουν τον Νικολάκη Εφέντη έστειλαν σαν μεσολαβητή τον δεσπότη Γερβάσιο από την Καισαρεία. 

Ο δεσπότης τον έπεισε όχι μόνο να δώσει στους Έλληνες πολύτιμες πληροφορίες για το οχυρό, αλλά και να φτιάξει αντίγραφα της οχύρωσης. Η χαρτογράφηση έγινε με έναν ειδικό κώδικα που μετέτρεπε το κείμενο σε αριθμούς. Σύντομα, οι πληροφορίες έφτασαν στο ελληνικό επιτελείο μέσω ενός χωρικού. Το οχυρό «Σκύλλα» δεν είχε πλέον καμία τύχη. Δύο μέρες μετά, καταστράφηκε. 

Ο Νικολάκη Εφέντης, αν και βοήθησε τους Έλληνες, είχε ένα τραγικό τέλος που οφείλεται στην επιπολαιότητα ενός δημοσιογράφου της εποχής, που τον πρόδωσε κατά λάθος. Δείτε στο βίντεο τη συγκλονιστική μαρτυρία, που σώζεται στο αρχείο του κατάσκοπου Αθανάσιου Τσεκούρα, ο οποίος ήταν ο αρχικός σύνδεσμος των Ελλήνων με τον Νικολάκη Εφέντη, καθώς και άλλες ενέργειες του κατασκοπευτικού μετώπου. mixanitouxronou.gr












Γιατί η ιστορική φωτογραφία του διαδόχου Κωνσταντίνου 
στο χάνι Εμίν Αγάν δεν θα υπήρχε, εάν ο παράτολμος 
ταγματάρχης Βελισσαρίου δεν τον είχε παρακούσει. 
Η καταδρομική επιχείρηση που οδήγησε 
στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων. 


Το επιτελείο του ελληνικού στρατού ποζάρει στον φωτογραφικό φακό κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο αρχιστράτηγος και διάδοχος Κωνσταντίνος. Αριστερά του βρίσκεται ο οδηγός του Π. Καραπάνος και ανάμεσα τους, ο επιστήθιος φίλος του και μετέπειτα δικτάτορας της χώρας, λοχαγός του μηχανικού Ιωάννης Μεταξάς, που ανήκε στο επιτελείο. Στη φωτογραφία διακρίνονται επίσης ο αντισυνταγματάρχης Β. Δούσμανης, ο λοχαγός Παπακωνσταντίνος και ο υποστράτηγος Π. Δαγκλής. Η αρχική φωτογραφία τραβήχτηκε στην κεντρική είσοδο του Χάνι Εμίν Αγά στα  Γιάννενα (σημερινό μουσείο Πολέμου) τις πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωση από τους φωτογράφους, Αριστοτέλη Ρωμαϊδη και F. Zeitz και επιχρωματίστηκε από τον Χρήστο Καπλάνη.

Το επιτελείο του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Χάνι Εμίν Αγά.

Τον Φεβρουάριο 1913 η επίλεκτη ομάδα του στρατού είχε καταλύσει έξω από τα Ιωάννινα, στο Χάνι Εμίν Αγά, απ’ όπου διεύθυναν τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Ο βασικός προβληματισμός τους αφορούσε στο οχυρό Μπιζάνι, όπου 30.000 Τούρκοι με επικεφαλής τον Εσσάτ Πασά απέκρουαν με σφοδρότητα όλες τις επιθέσεις των Ελλήνων. Το Μπιζάνι ήταν ένας λόφος νότια των Ιωαννίνων, ένα φυσικό οχυρό για τους Τούρκους, το οποίο ήταν απόρθητο για τον ελληνικό στρατό.

Αριστερά Πρίγκιπας Αλέξανδρος, λοχαγός Ι. Μεταξάς, αρχιστράτηγος 
Κωνσταντίνος, πρίγκιπας Γεώργιος, πρίγκιπας Χριστόφορος

Τα ελληνικά στρατεύματα μάταια προσπαθούσαν επί τέσσερις μήνες να το κυριεύσουν. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο βρίσκονταν στο Χάνι Εμίν Αγά και πάσχιζαν να βρουν μια λύση για να καταλάβουν το Μπιζάνι. Για την επιτυχία του ήταν σημαντικός ο ρόλος των ελλήνων κατασκόπων, οι οποίοι βρίσκονταν στα τούρκικα στρατεύματα και η συμβολή του Νικολάκη Εφέντη, που υπηρετούσε στο τουρκικό επιτελείο και έδωσε κρίσιμες στρατιωτικές πληροφορίες, στην ελληνική πλευρά. Ωστόσο, τελικά, η προσβολή του οχυρού έγινε εφικτή χάρη στις πρωτοβουλίες των διοικητών Ιωάννη Βελισσαρίου και Γιώργου Ιατρίδη, οι οποίοι παράκουσαν τις εντολές του στρατηγείου και έδρασαν αυτοβούλως.

Η απελευθέρωση

Οι Έλληνες υπερίσχυαν πλέον αριθμητικά των Τούρκων, καθώς είχαν καταφθάσει ενισχύσεις από τη Μακεδονία. Το σχέδιο, όπως τα περισσότερα πετυχημένα στρατιωτικά εγχειρήματα, στήθηκε με σκοπό ο εχθρός να παραπλανηθεί. Τα ελληνικά στρατεύματα θα περικύκλωναν δυτικά από τα άκρα την οχύρωση των Τούρκων, ενώ παράλληλα θα μαίνονταν επιθέσεις κεντρικά και ανατολικά. Παράλληλα, οι Εύζωνες είχαν καταστρέψει τα τηλεφωνικά δίκτυα διακόπτοντας την επικοινωνία των οχυρών με την πόλη. Η κίνηση του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, με ταγματάρχη τον Βελισσαρίου, να πλησιάσει τα Γιάννενα παρά τις εντολές, έκρινε την έκβαση της μάχης. 


Μάχη Μπιζανίου. Η-ανάγνωση της παράδοσης. 
Διακρίνεται η λευκή σημαία.

Η απουσία επικοινωνίας με το οχυρό οδήγησε τον Εσσάτ Πασά να πιστέψει ότι το Μπιζάνι έπεσε ενώ στην πραγματικότητα στέκονταν ακόμη ανέπαφο. Τότε, έδωσε εντολή να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό άνευ όρων. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου, Τούρκοι αξιωματικοί παρέδωσαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στο Εμίν Αγά, την πόλη των Ιωαννίνων. Η πρωτοβουλία του Βελισσαρίου κατέστη σωτήρια για τα ελληνικά στρατεύματα που πάλευαν για μήνες και χιλιάδες ζωές Ελλήνων και Τούρκων σώθηκαν. Η τολμηρή του πράξη οδήγησε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να του πει τη θρυλική φράση «ή θα σε ραπίσω ή θα σε φιλήσω, προτιμώ να σε φιλήσω».

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 τα Ιωάννινα ήταν πλέον ελεύθερα ύστερα από 480 χρόνια σκλαβιάς. Τον επόμενο μήνα δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Α’ και ο διάδοχος Κωνσταντίνος ορκίστηκε Βασιλιάς της Ελλάδας.

Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ και το γερμανικό 
σχέδιο εξόντωσης του που έμεινε ανεξιχνίαστο


Το μέγιστο έγκλημα κατά του Ελληνισμού που ανέκοψε την πορεία απελευθέρωσης των αλύτρωτων πατρίδων προς όφελος των γερμανικών επιδιώξεων στα Βαλκάνια.

Πληροφορίες από το αφιέρωμα του Γιάννη Ράγκου στα γεγονότα της εποχής

Η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου του Α’, τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί κατά μία έννοια το ελληνικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζ. Κέννεντυ, που συνέβη 50 χρόνια αργότερα στο Ντάλλας των Η.Π.Α. Και στις δυο περιπτώσεις: το θύμα ήταν ο ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, οι αρχές υιοθέτησανσχεδόν από την αρχή τη θεωρία του «μοναχικού δράστη» με προσωπικά κίνητρα, ο βασικός ύποπτος βγήκε από τη μέση προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, ενώ στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα των δραστών και τη συνωμοσία που κρυβόταν πίσω τους…

Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα κήρυσσε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπαίνοντας στο πλευρό των -τότε- συμμάχων της Σέρβων και Βούλγαρων, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολεμικές εξελίξεις θα υποχρέωναν την τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης να παραδώσει την πόλη -η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο της εκστρατείας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο- στον ελληνικό στρατό. Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πεδίο σύγκρουσης των ενδοβαλκανικών επιδιώξεων, που εκφράζονταν κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Στις 28 Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, βασιλιάς Γεώργιος Α’, τον οποίο συνόδευε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού.

Ο Γεώργιος Α’ εισέρχεται στην Θεσσαλονίκη 
στις 29 Οκτωβρίου 1912. 
Δίπλα του, ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.

Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την εκεί ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.

Ο Γεώργιος Α’ και η βασίλισσα Όλγα 
σε έναν περίπατό τους στη Θεσσαλονίκη, 
λίγο πριν τη δολοφονία του πρώτου. 
Πίσω τους, ο Κωνσταντίνος.

Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως βασιλική κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου προκειμένου να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.

«[…] Η Α. Μεγαλειότης, ομιλών εις τον υπασπιστήν του, εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων (σ.σ.: στις 22 Φεβρουαρίου 1913), πλειστάκις τονίσας των νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων» σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου και συμπλήρωνε: «Η αυτή ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον. Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατ’ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας […]».

Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.

Η σκηνή της δολοφονίας του Γεωργίου Α’, 
σε λαϊκές εικόνες της εποχής.

Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε στο ιατρείο του «Παπάφειου Ιδρύματος», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια, καθώς ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός. Από το νοσοκομείο, η σορός του μεταφέρθηκε με ανοικτό αυτοκίνητο στο μέγαρο Χατζηλαζάρου, όπου το συνόδευσαν οι υπασπιστές του Πάλλης, Σκουμπουρδής και Φραγκούδης. Παράλληλα, ο Αλ. Σχινάς μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη.

Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες. Στις 8 Μαρτίου, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς, ενώ στις 12 Μαρτίου αναχώρησε με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» για την Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία πλοίων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων!

Αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, η ταριχευμένη σωρός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της οικογένειάς του και άλλοι αξιωματούχοι. Ακολούθως, και μέσα σε κλίμα μελαγχολικής μεγαλοπρέπειας, έφτασε στην Αθήνα, όπου στις 20 Μαρτίου τελέστηκε η κηδεία και κατόπιν ετάφη στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου.

Στις 22 Απριλίου, ο Αλ. Σχινάς, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου εκρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου» (από τη σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας).

Φωτογραφία του Αλ. Σχινά, την επομένη της σύλληψής του.

Η εντύπωση για Βούλγαρο δράστη

Η είδηση της δολοφονίας είχε σημαντική απήχηση την Ευρώπη και ιδιαίτερα στους βασιλικούς οίκους, ενώ προκάλεσε και ζωηρή ανησυχία στους Έλληνες πολίτες, αλλά και την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Αρχικώς, σχηματίστηκε η εντύπωση πως ο δράστης ήταν Βούλγαρος, πιθανώς στρατιώτης του βουλγαρικού συντάγματος, το οποίο από τον προηγούμενο Οκτώβριο στρατοπέδευε στην πόλη. Άλλωστε, το μακεδονικό ζήτημα ήταν, επί πολλές δεκαετίες, το κεντρικό εθνικό και πολιτικό αίτημα της Βουλγαρίας και επομένως η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελούσε κομβικό σημείο για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων, ήταν πάγια επιδίωξη της βουλγαρικής πολιτικής.

Η είδηση της δολοφονίας, στην πρώτη σελίδα 
της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» (7 Μαρτίου 1913).

Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος θα γράψει σχετικά στο ημερολόγιό του: «[…] Ο φόβος μήπως αυτό το φρικτόν έγκλημα χρησιμεύση ως σύνθημα για μια εθνική εξέγερσι εναντίον των Βουλγάρων, των οποίων η αυθάδεια, η κακοπιστία και ο ακράτητος εγωισμός είχον φθάσει τότε εις το κατακόρυφον με έκαμε και μπόρεσα να συγκρατήσω κάπως τον εαυτόν μου! Εκείνο που συνετέλεσεν επίσης εις τούτο ήτο, ότι όλοι σχεδόν όσοι ευρίσκοντο εκεί, και πρώτος ο Ρακτιβάν, ο οποίος ήτο αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως (σ.σ.: ο Κ. Ρακτιβάν ήταν τότε υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός διοικητής Μακεδονίας) τα είχαν χάσει κυριολεκτικώς! Όλοι ανεξαιρέτως, και εγώ πρώτος, είχαμε όχι μόνον την υποψίαν, αλλά σχεδόν την πεποίθησιν ότι το έγκλημα είχε εκτελεσθή από Βούλγαρον. Όταν επήγα εις το νοσοκομείον, όπου είχον μεταφέρει τον καϋμένον τον Βασιλέα, ήλθε ο Α. Μομφεράτος, ο τότε διευθυντής της αστυνομίας, να μου αναφέρη ότι εις την πόλιν επεκράτει τρομερός ερεθισμός και ότι οι πολίται και οι στρατιώται συνήρχοντο παντού με την πρόθεσιν να προβούν εις αντίποινα. Αυτή η είδησις με έκαμε να συνέλθω κομμάτι. Συλλογίσθηκα πως εάν δεν ελαμβάνετο αμέσως ένα μέτρον, μπορούσαν αν επέλθουν ανυπολόγιστοι καταστροφαί. Διέταξα, λοιπόν, αμέσως τον διευθυντήν της αστυνομίας και τον φρούραρχον συνταγματάρχην Δράκον να σπεύσουν εις την πόλιν και να διαδώσουν παντού ότι ο δολοφόνος ήτο Έλλην […] Την μεγαλυτέραν συγκίνησιν και ανησυχίαν από εμέ είχεν ο Ρακτιβάν. Όταν ήλθε κοντά μου και είδε τα χάλια μου, μου είπε: ‘Προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμίαν σας, διότι εσείς έχετε αυτήν την στιγμήν την μεγαλυτέραν εξουσίαν και από σας εξαρτάται το παν!’».

Ο πρίγκιπας Νικόλαος (1872-1936) στρατιωτικός 
διοικητής της Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας.

Πράγματι, τις αμέσως επόμενες ώρες, η αστυνομία ανακοίνωσε το όνομα του δράστη και άρχισε να διαδίδει τη θεωρία του μοναδικού δολοφόνου. Ακόμα, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία πως ο δράστης ήταν αναρχικός και σχεδόν παράφρων, ο οποίος δολοφόνησε τον Γεώργιο Α’ από εκδίκηση, επειδή στο παρελθόν ο βασιλιάς είχε αρνηθεί να του χορηγήσει οικονομική βοήθεια, κάτι που είχε υποστηρίξει, αρχικώς, και ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς. Ενδεικτική του κλίματος αυτού, είναι μια ανταπόκριση από την Θεσσαλονίκη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου), όπου, εκτός των άλλων, σκιαγραφείται και το «πορτραίτο» του δράστη.

Γερμανοαυστριακή συνομωσία

Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Άλλωστε, από τις πρώτες ημέρες μετά τη δολοφονία, είχαν αρχίσει να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους».

Εξάλλου, ο πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, όταν συνάντησε τυχαίως στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά ομολόγησε πως παρά το γεγονός ότι ο Κ. Ρακτιβάν και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Αργυρόπουλος είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο για συνωμοσία, ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια, ακριβώς, πληροφορία μετέφερε ο πρωτοδίκης και το 1938 σε μια συνομιλία που είχε με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος: «(Ο Β. Κανταρές) Είπε ότι στην αρχή, παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς (σ.σ.: από τους αστυνομικούς), δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια-δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς και μάλιστα τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα. […] Ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός κι ανισόρροπος. Ίσα-ίσα τα είχε τετρακόσια και, όπως διαπιστώθηκε, έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).

Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει για το θέμα: «[…] Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ έτρεφε πραγματικήν αντιπάθειαν προς τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και ήτο ένθερμος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. […] Διεδόθη τότε ότι επρόκειτο (σ.σ.: ο Αλ. Σχινάς) περί αναρχικού και ανισόρροπου, αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν ήτο αληθές…Ο διευθύνων τότε τας ανακρίσεις Β. Κανταρές, προσωπικός φίλος μου, μου εβεβαίωσεν επίσης την ακρίβειαν των ανωτέρω και μου εξέφρασε την πεποίθησί του ότι ο Σχινάς δεν ήτο ανισόρροπος ούτε αναρχικός, αλλ’ ότι υπήρξεν όργανον ανθρώπων οι οποίοι ενήργουν προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων ξένης δυνάμεως, η οποία είχε συμφέρον να θέση εκ ποδών τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ούτινος ήσαν γνωστά τα θερμά υπέρ της Αγγλίας αισθήματα. […] Ακολουθών το γνωστόν αστυνομικόν δόγμα ‘Ζήτησον τον ωφελούμενον του εγκλήματος’ και λαμβάνων υπόψη ότι μετά εν έτος εξ’ αφορμής μιας άλλης υπόπτου βασιλικής δολοφονίας (του Αρχιδουκός της Αυστρίας εν Βοσνία), εξερράγη ο Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει το δικαίωμα πας τις να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς έπεσε θύμα των εν τη Βαλκανική βλέψεων της Γερμανίας» (σελ. 279-280).

Αλλά και η αφήγηση του στρατηγού Λ. Παρασκευόπουλου στις «Αναμνήσεις» του, σχετικά με μια συνάντηση που είχε, μετά τη δολοφονία, με τον πρίγκιπα Νικόλαο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: «Η θλίψις μου εκ της αναμνήσεως του θανόντος πατρός του» αναφέρει ο Λ. Παρακευόπουλος «ήτο ακόμα ζωηρά, όπως επίσης ζωηρά ήσαν τα κατά της Γερμανίας αισθήματά του, τα οποία συνεμερίζετο με τον πατέρα του. Εις τας πρώτας μου λέξεις, ας τους απηύθυνα ίνα τον συλλυπηθώ και αποδοκιμάσω τον, ως ενόμιζον αναρχικόν, δολοφόνον Σχινάν, δακρύων διεμαρτυρήθη ζωηρότατα και μου ετόνισεν ότι η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον των αναρχικών, αλλ’ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων» (τόμος Α’, σελ. 161).

Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός πως ο τότε πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη Κραλ φρόντιζε με παραπλανητικές πληροφορίες στον Τύπο να απομακρύνει κάθε υποψία για συμμετοχή της χώρας του στην υπόθεση, ενώ ως κρίσιμος κρίνεται και ο ρόλος του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα φον Βάγκεν Χάιμ. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει, σχετικά, ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις»: «Εις ‘Ελευθ. Βήμα’ (19 Μαρτ. 1927) εγράφησαν εκ πληροφοριών (ως βεβαιοί ο γράφων Α. Κ.) του πρώην υπουργού των Εξωτερικών Καλλέργη, όστις εγνώριζεν από τον Βασιλέα, (τα) περί των κατ’ αυτού ενεργειών του Γερμανού, Φον Βάγκεν Χάιμ. Και εν Κωνσταντινουπόλει βραδύτερον έμαθεν ότι η εκεί γερμανική πρεσβεία είχεν εργασθεί, εν εποχή, καθ’ ήν ο ίδιος υπηρέτει εν αυτή, περί της δολοφονίας του Γεωργίου. Εκ του δημοσιεύματος τούτου, λαβών αφορμή, έμαθον ότι ο Βάγκεν Χάιμ ήτο εν Αθήναις και βραδύτερον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Γερμανίας και ότι κατά την εδώ διαμονήν του είχεν την μεγάλην εμπιστοσύνην της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου, ούτινος φίλοι τινές, πιστεύω εν αγνοία του, πολύ επόθουν να αντικατασταθεί όσον οιόν τε ταχύτερον ο Αγγλόφιλος πατήρ παρά του Γερμανόφιλου υιού του» (σελ. 619-620).

Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, ο Γερμανός πρέσβης είχε συναντηθεί, παλιότερα, με τον Αλ. Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το όπλο του φόνου (ένα μαυροβουνιώτικο περίστροφο) είχε δοθεί στον δράστη της δολοφονίας από φύλακα του αυστριακού προξενείου. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Αλ. Σχινά, που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού και να τον είχαν μετατρέψει σε πειθήνιο όργανό τους. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως ταιριάζει η άποψη πως ο Αλ. Σχινάς συνοδευόταν, την ώρα της δολοφονίας, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι.
Η κηδεία του Γεωργίου Α’, σύμφωνα με πίνακα του A. Thejll (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Το φέρετρό του καλύπτεται από την ελληνική και τη δανέζικη σημαία.


Επισημαίνεται, επίσης, πως ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση για τη δολοφονία, ενώ ο Κωνσταντίνος υποδείκνυε τον τρόπο της ανάκρισης, μια επέμβαση που, όπως τονίζει στο βιβλίο «Κωνσταντίνος» ο γραμματέας του Γ. Μελάς «εφάνη εις μερικούς κύκλους ως εντελώς ανάρμοστος» (σελ. 42). Ακόμα, ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα εστάλη στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ. Πράγματι, ο Φραγκούδης παρέμεινε στις ΗΠΑ ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την υπόθεση.

Η ιστορική συνέχεια, είναι γνωστή. Ο ανίκανος διάδοχος με τις ραδιουργίες των γερμανών πήρε την εξουσία και με την συνέργεια όλων των γερμανόδουλων δυνάμεων, οδήγησε την Ελλάδα στον όλεθρο.

ΠΗΓΕΣ:
-Αρχείο εφημερίδων «Εμπρός», «Νέα Αλήθεια» και «Πατρίς» eglima.org
-Σ. Καργάκου: «Η δολοφονία του Γεωργίου Α’», εφημερίδα «Απογευματινή» (17 Μαΐου 1992)
-Walter Christmas: «King George of Greece», Λονδίνο 1914
-Γεωργίου Φιλάρετου: «Σημειώσεις από του 75ου υψώματος», Αθήνα 1928
-Λεωνίδα Παρασκευόπουλου «Αναμνήσεις 1896-1920», Αθήνα 1933-34
-Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», Αθήνα 1957-1959
-Θεόδωρου Πάγκαλου: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1959
-Γενναδίου Δ. Χατζηαποστόλου: «Η αυτοβιογραφία μου, η εγκατάλειψις του Επισκοπικού αξιώματος και η υψηλόφρων και αδιάβλητος στάσις της Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», Αθήνα 1962
-Σπύρου Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος» (3ος τόμος), εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα 1966
-Συλλογικό: «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (τόμος ΙΔ’), «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα 1977-Γεώργιου Μελά: «Ο Κωνσταντίνος: Αναμνήσεις του πρώην γραμματέως του» (επιμ.: Π. Πετρίδης), εκδόσεις «UniversityStudioPress», Αθήνα 2000
* Μια συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 61, Απρίλιος 2007
Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ – III
Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ – II
Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α’ – I

1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΔ'. Αθήνα 1980.
Πηγή: http://www.sophia-ntrekou.gr/2019/02/apeleutherosi-ioanninon.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: