Το ουσιώδες ερώτημα προς τους
οικουμενιστές είναι το αν πιστεύουν σ` αυτά που λένε και πεισματωδώς κατεργάζονται.
Αν είναι στα καλά τους, που προφανώς είναι, τότε δυστυχώς τους πλάνεψε ο διάβολος και τους έχει τυφλούς «τα τ` ώτα, τον τε νουν
τα τ` όμματα», την τε καρδίαν. Εν πλήρη επιγνώσει, προδοτικώς και
εσκεμμένως, εγκαταλείπουν την κιβωτό της σωτηρίας. Στρεβλώνουν την Αλήθεια και προσπαθούν να υποστηρίξουν τη
διεστραμμένη οδό της απώλειας με
επιχειρήματα τα οποία, είναι μεν «λογικοφανή», προσδίδουν συνήθως στα λεγόμενά
τους την εικόνα της επικράτησης της γνώμης, αλλά δεν πείθουν την
απλή καρδιά, τον απλό πιστό, τον
καλοπροαίρετο, τον ειλικρινή Ρωμιό, αυτόν με τη λεβέντικη στάση απέναντι στην ιστορία,
στην παράδοση και στην Αλήθεια.
Πολύ ξεκάθαρα και ενθαρρυντικά τα γράφει
ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διαχωρίζοντας τον πλανεμένο λόγο, τον
κακόβουλο, από τον απλό, τον καλοπροαίρετο: «Όταν εν σοφία λόγων γένηται απόδειξις, πολλάκις και οι φαυλότεροι
κρατούσι των επιεικεστέρων, δεινότεροι λέγειν όντες». Επικρατούν κατά τα φαινόμενα στο λόγο,
λέει, καταχρώμενοι τον πλούτο της γνώσεως και της ευγλωττίας, που τους τα χάρισε
ο Θεός, αλλά πλήττουν δια του πλεονάσματος της φαυλότητος της καρδιάς τους την
Αλήθεια, τον Ευεργέτη τους και δηλητηριάζουν τον αδελφό τους.
Τι κι αν είσαι καθηγητής, φορτωμένος με
όγκο γνώσεων, με πτυχία και διδακτορικά. Επειδή τα λες καλύτερα και με
επιδεξιότητα και με πλούσιο και εξειδικευμένο λεξιλόγιο, με συλλογισμούς
πολύπλοκους και επενδυμένους με θεολογικό μανδύα, νομίζεις πως «κέρδισες» τη
νίκη της αλήθειας; Όχι. Το ξέρεις πολύ καλά και σου το λέει η συνείδησή σου πως
δεν είναι έτσι. Διότι η πίστη μας δεν
είναι αυτή. Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς.
Δυστυχώς,
είναι «αποστομωτικοί» οι οικουμενιστές. Και συμβαίνει αυτό, διότι είναι, στο
λόγο και στη σκέψη, σαν την μετακινούμενη άμμο. Επικοινωνούν ακριβώς όπως οι
αιρετικοί. Δεν πιάνονται. Ο νους τους κατέστη μηχανή σάπιων και δηλητηριωδών
παρασκευασμάτων για την ψυχή. Κυριολεκτικά «μηχανεύονται», ως νέοι πολυμήχανοι
Οδυσσείς, για την κατασκευή της νέας
Βαβέλ. Έπρεπε να δημιουργήσουν μια άλλη πίστη. Μια πίστη που να βολεύει στους
εντολοδότες τους και η οποία προφανώς να μην έχει σχέση με αυτήν που μας
παρέδωσαν οι Άγιοι. Και πράγματι κατασκευάστηκε και προωθείται χωρίς συνείδηση,
με σκοπό να επιβληθεί.
Ο Έλληνας θεωρεί την Εκκλησία σπίτι του,
κομμάτι του εαυτού του. Τους αγίους μέρος
της οικογένειάς του. Δεν συσχετίζει την Εκκλησία μόνο με τους ιερείς και τους
αρχιεπισκόπους, με τις πολλές γνώσεις και τις «ανθρώπινες εξυπνάδες», αλλά,
κυρίως με την πίστη του, που είναι βαθιά χαραγμένη στην ψυχή του και
εξωτερικεύεται με περισσή αγνότητα και απλότητα. Γι` αυτό, εμείς οι ορθόδοξοι, όταν αναφερόμαστε στο Θεό, πρέπει να τον
αποκαλούμε: «Θεό των Πατέρων ημών». Διότι σήμερα πολλοί μιλούν για Θεό, αλλά
δεν ξέρουμε ποιον Θεό εννοούν. Εμείς έχουμε τον αποκεκαλυμμένο στους αγίους μας
ένα και αληθινό Θεό. Οι άλλοι είναι ψεύτικοι, πλασματικοί, ανύπαρκτοι.
Όμως,
η αληθινή πίστη δε στηρίζεται στον
αντίλογο αλλά στην ομολογία. Δε στηρίζεται στα επιχειρήματα και στις εξυπνάδες.
Και η ομολογία είναι απλή και σύντομη κατάθεση. Απ` όσα διαβάζουμε στα Συναξάρια,
όλοι σχεδόν οι άγιοι, και κυρίως οι μάρτυρες δεν ανέπτυξαν θεωρίες και απολογητικές
ομιλίες κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου
τους. Είχαν τη βεβαιότητα της πληροφορία
και υπήρξαν σύντομοι και σαφείς: «Είμαι
χριστιανός, πιστεύω στο Χριστό, στο μόνο αληθινό Θεό και όλοι οι άλλοι θεοί
είναι ψεύτικοι».
Αξίζει
να θυμηθούμε εδώ το περιστατικό του απλού και αγράμματου Ρωμιού με τον Φράγκο
περιηγητή, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Καταδεικνύει το μεγαλείο της
απλότητας της πίστης που κατέχει ο λαός
και το οποίο θέλουν να του το αλλοιώσουν και εντέλει να του το κλέψουν
παμπόνηρα και ύπουλα, έστω και σε βάθος χρόνου οι οικουμενιστές, με όλα τα
τερτίπια τους:
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας , κάποιος Φράγκος περιηγητής συνάντησε μια μέρα ένα Ρωμιό φουστανελά να κάθεται στο πεζούλι μιας μικρής εκκλησιάς και θέλησε να τον πειράξει:
-Πιστεύεις; τον ρωτάει.
-Και βέβαια πιστεύω! Αμ, γίνεται άνθρωπος χωρίς πίστη;
-Και τι πιστεύεις; τον ξαναρώτησε ο Ευρωπαίος .
-Ό,τι πιστεύει τούτη! είπε με απλότητα ο αγράμματος χωρικός και με την παλάμη του χτύπησε τον τοίχο της εκκλησιάς .
-Και τι πιστεύει τούτη; απόρησε ο Ευρωπαίος .
-Ό,τι πιστεύω εγώ, απάντησε με ετοιμότητα ο χωρικός κι έδειξε με το δάχτυλο το στήθος του.
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας , κάποιος Φράγκος περιηγητής συνάντησε μια μέρα ένα Ρωμιό φουστανελά να κάθεται στο πεζούλι μιας μικρής εκκλησιάς και θέλησε να τον πειράξει:
-Πιστεύεις; τον ρωτάει.
-Και βέβαια πιστεύω! Αμ, γίνεται άνθρωπος χωρίς πίστη;
-Και τι πιστεύεις; τον ξαναρώτησε ο Ευρωπαίος .
-Ό,τι πιστεύει τούτη! είπε με απλότητα ο αγράμματος χωρικός και με την παλάμη του χτύπησε τον τοίχο της εκκλησιάς .
-Και τι πιστεύει τούτη; απόρησε ο Ευρωπαίος .
-Ό,τι πιστεύω εγώ, απάντησε με ετοιμότητα ο χωρικός κι έδειξε με το δάχτυλο το στήθος του.
Ο νοών
νοείτω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω και ο έχων καρδίαν κατανυγήτω!
Αγνοούμε τις Σειρήνες και μένουμε στην
πίστη που μας δίδαξαν οι άγιοι, η οποία οδηγεί στη σωτηρία και ελπίζοντας στις πρεσβείες τους
και στο έλεος του Χριστού.
Σάββας
Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς,
6-12-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου