1 Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα 2 λέγοντες· πού εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.
3 Ακούσας δε Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού, 4 και συναγαγών πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού επυνθάνετο παρ’ αυτών πού ο Χριστός γεννάται. 5 Οι δε είπον αυτώ· εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Ούτω γαρ γέγραπται δια του προφήτου·
6 Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα· εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ. 7 Τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ’ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος, 8 και πέμψας αυτοὺς εις Βηθλεὲμ είπε· πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περὶ του παιδίου, επὰν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, καγὼ ελθὼν προσκυνήσω αυτώ. 9 Οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν· και ιδοὺ ο αστὴρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθὼν έστη επάνω ου ην το παιδίον· 10 ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11 και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετὰ Μαρίας της μητρὸς αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυροὺς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσὸν και λίβανον και σμύρναν· 12 και χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανάκαμψαι προς Ηρώδην, δ’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. 13 Αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσὴφ λέγων· εγερθεὶς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι· μέλλει γὰρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. 14 Ο δε εγερθεὶς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτὸς και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, 15 και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. 16 Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. 17 Τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος·
18 Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτοίς, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισί. 19 Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω 20 λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ· τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου.
3 Ακούσας δε Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού, 4 και συναγαγών πάντας τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού επυνθάνετο παρ’ αυτών πού ο Χριστός γεννάται. 5 Οι δε είπον αυτώ· εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Ούτω γαρ γέγραπται δια του προφήτου·
6 Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα· εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ. 7 Τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ’ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος, 8 και πέμψας αυτοὺς εις Βηθλεὲμ είπε· πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περὶ του παιδίου, επὰν δε εύρητε, απαγγείλατέ μοι, καγὼ ελθὼν προσκυνήσω αυτώ. 9 Οι δε ακούσαντες του βασιλέως επορεύθησαν· και ιδοὺ ο αστὴρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθὼν έστη επάνω ου ην το παιδίον· 10 ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, 11 και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετὰ Μαρίας της μητρὸς αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυροὺς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσὸν και λίβανον και σμύρναν· 12 και χρηματισθέντες κατ’ όναρ μη ανάκαμψαι προς Ηρώδην, δ’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών. 13 Αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσὴφ λέγων· εγερθεὶς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι· μέλλει γὰρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. 14 Ο δε εγερθεὶς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτὸς και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, 15 και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. 16 Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. 17 Τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος·
18 Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτοίς, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισί. 19 Τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω 20 λέγων· εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ· τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου.
Απόδοση
Όταν δε ο Ιησούς εγεννήθη εις την Βηθλεὲμ της Ιουδαίας κατὰ τὰς ημέρας του βασιλέως Ἡρῴδου ἰδοὺ σοφοὶ ἀστρολόγοι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἀνατολῆς ἦλθαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
2 καὶ εἶπαν· Ποῦ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τώρα τελευταίως ἐγεννήθη; Διότι εἴδαμεν τὸν ἀστέρα του τὴν ὥραν, ποὺ μὲ τὴν ἀνατολήν του ἔδιδεν εἴδησιν διὰ τὴν γέννησιν τοῦ νέου βασιλέως καὶ ἤλθαμεν νὰ τὸν προσκυνήσωμεν. 3 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης ἤκουσε τὸν λόγον αὐτόν, ποὺ εἶπαν οἱ μάγοι, ἐταράχθη, ἐπειδὴ ἐφοβήθη, μήπως ὁ νέος βασιλεὺς γίνῃ ἀντίζηλός του. Συγχρόνως ὅμως ἐταράχθησαν μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ οἰ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπειδὴ ἐφοβήθησαν, μήπως ἡ στενοχωρία τοῦ σκληροῦ Ἡρῴδης ξεσπάσῃ εἰς αὐτούς. 4 Καὶ ἀφοὺ ἐμάζευσεν ὁ Ἡρῴδης ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐθεωροῦντο γνῶσται καὶ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, ἐζήτει νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτούς, εἰς ποῖον μέρος σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας δηλαδὴ καὶ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 5 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν• γεννᾶται εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι ἔτσι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ προφήτου Μιχαίου· 6 Καὶ σύ, Βηθλεέμ, ποὺ περιλαμβάνεσαι εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι χωρίον μικρόν, δὲν εἶσαι ὅμως καθόλου ἡ πλέον ἀσήμαντος ἀπὸ τὰς πρωτευούσας πόλεις, ποὺ ἡγεμονεύουν εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Καὶ δὲν εἶσαι ἡ πλέον,μικρά, διότι ἀπὸ σὲ θὰ βγῇ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνη τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. 7 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ἀφοῦ κρυφίως ἐκάλεσε τοὺς μάγους, ἐξηκρίβωσεν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον, ἂφ’ ὅτου ἐφαίνετο τὸ ἄστρον. 8 Καὶ άφοῦ τοὺς ὡδήγησε νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἶπε· Πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ ἐξετάσετε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν διὰ τὸ παιδίον. Ὅταν δὲ εὕρετε, φέρετέ μου εἴδησιν, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἑγὼ εἰς Βηθλεὲμ νὰ τὸ προσκυνήσω. 9 Αὐτοὶ δέ, άφοῦ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ βασιλέως, ἔφυγον διὰ τὴν Βηθλεέμ. Καὶ ἰδοὺ ἄστρον ὑπερφυσικόν, ποὺ ἔλαμπε καὶ τὴν ἡμέραν, ὅμοιον ὅμως πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ εἶδαν ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ἀνατολῆς του, ἐπήγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτούς, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἧτο τὸ παιδίον. 10 Ὅταν δὲ εἶδαν τὸν ἀστέρα οἱ μάγοι ἐχάρησαν πολὺ μεγάλην χαράν, διότι εἶχαν πλέον ἀσφαλῆ ὁδηγόν. 11 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν εἰς το σπίτι, είδαν το παιδίον με την μητέρα του Μαρίαν, και αφού έπεσαν κατά γης το προσεκύνησαν, και ανοίξαντες τα θησαυροφυλάκια τους του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και από τα πολύτιμα αρωματικά της αραβίας, λίβανον και σμύρναν. 12 Και αφού έλαβαν από τον Θεόν οδηγίαν σε ονειρόν τους να μη ξαναγυρίσουν στον Ηρώδην, ανεχώρησαν από άλλον δρόμον στην πατρίδα τους. 13 όταν δε ανεχώρησαν οι μάγοι, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνη στο όνειρόν του στον Ιωσήφ και του είπε· Σήκω και παράλαβε το παιδίον και την μητέρα του και φεύγε στην Αίγυπτον και μένε εκεί, έως ότου σου πω. Φύγε, διότι πρόκειται ο Ηρώδης να ζητήσει το παιδίον με τον σκοπό να το θανατώσει. 14 Ο Ιωσήφ σηκώθηκε και παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα του και ανεχώρησεν στην Αίγυπτο. 15 Και ήταν εκεί, μέχρις ότου πέθανε ο Ηρώδης, για να επαληθεύσει τελείως εκείνο, που ελέχθη από τον Κύριο δια μέσου του Προφήτου, ο οποίος είπεν· από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιόν μου να επιστρέψει στον τόπο της γεννήσεώς του.
16 Τότε ο Ηρώδης, όταν είδεν ότι οι μάγοι τον εξαπάτησαν και τον γέλασαν, θύμωσε πολύ και έστειλε στρατιώτες, οι οποίοι θανάτωσαν όλα τα παιδιά, που ήταν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα περίχωρα και σύνορά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνο, τον οποίον εξακρίβωσε από τους μάγους. 17 Τότε έλαβε πλήρη πραγματοποίηση εκείνο, που ελέχθη από τον προφήτη Ιερεμία, ο οποίος προφήτευσε και είπε· 18 Φωνή σπαρακτική ακούσθηκε στο χωρίο της φυλής Βενιαμίν Ραμά, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, δια των απογόνων της μητέρων, που στερήθηκαν τα μικρά τους, έκλαιε τα τέκνα της, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή. 19 Όταν δε πέθανε ο Ηρώδης, ιδού φάνηκε στο όνειρο του Ιωσήφ άγγελος Κυρίου στην Αίγυπτο 20 και του είπε· Σήκω και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον πεθάνει εκείνοι, που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού.
2 καὶ εἶπαν· Ποῦ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τώρα τελευταίως ἐγεννήθη; Διότι εἴδαμεν τὸν ἀστέρα του τὴν ὥραν, ποὺ μὲ τὴν ἀνατολήν του ἔδιδεν εἴδησιν διὰ τὴν γέννησιν τοῦ νέου βασιλέως καὶ ἤλθαμεν νὰ τὸν προσκυνήσωμεν. 3 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης ἤκουσε τὸν λόγον αὐτόν, ποὺ εἶπαν οἱ μάγοι, ἐταράχθη, ἐπειδὴ ἐφοβήθη, μήπως ὁ νέος βασιλεὺς γίνῃ ἀντίζηλός του. Συγχρόνως ὅμως ἐταράχθησαν μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ οἰ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπειδὴ ἐφοβήθησαν, μήπως ἡ στενοχωρία τοῦ σκληροῦ Ἡρῴδης ξεσπάσῃ εἰς αὐτούς. 4 Καὶ ἀφοὺ ἐμάζευσεν ὁ Ἡρῴδης ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐθεωροῦντο γνῶσται καὶ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, ἐζήτει νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτούς, εἰς ποῖον μέρος σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας δηλαδὴ καὶ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 5 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν• γεννᾶται εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι ἔτσι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ προφήτου Μιχαίου· 6 Καὶ σύ, Βηθλεέμ, ποὺ περιλαμβάνεσαι εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι χωρίον μικρόν, δὲν εἶσαι ὅμως καθόλου ἡ πλέον ἀσήμαντος ἀπὸ τὰς πρωτευούσας πόλεις, ποὺ ἡγεμονεύουν εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Καὶ δὲν εἶσαι ἡ πλέον,μικρά, διότι ἀπὸ σὲ θὰ βγῇ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνη τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. 7 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ἀφοῦ κρυφίως ἐκάλεσε τοὺς μάγους, ἐξηκρίβωσεν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον, ἂφ’ ὅτου ἐφαίνετο τὸ ἄστρον. 8 Καὶ άφοῦ τοὺς ὡδήγησε νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἶπε· Πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ ἐξετάσετε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν διὰ τὸ παιδίον. Ὅταν δὲ εὕρετε, φέρετέ μου εἴδησιν, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἑγὼ εἰς Βηθλεὲμ νὰ τὸ προσκυνήσω. 9 Αὐτοὶ δέ, άφοῦ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ βασιλέως, ἔφυγον διὰ τὴν Βηθλεέμ. Καὶ ἰδοὺ ἄστρον ὑπερφυσικόν, ποὺ ἔλαμπε καὶ τὴν ἡμέραν, ὅμοιον ὅμως πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ εἶδαν ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ἀνατολῆς του, ἐπήγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτούς, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἧτο τὸ παιδίον. 10 Ὅταν δὲ εἶδαν τὸν ἀστέρα οἱ μάγοι ἐχάρησαν πολὺ μεγάλην χαράν, διότι εἶχαν πλέον ἀσφαλῆ ὁδηγόν. 11 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν εἰς το σπίτι, είδαν το παιδίον με την μητέρα του Μαρίαν, και αφού έπεσαν κατά γης το προσεκύνησαν, και ανοίξαντες τα θησαυροφυλάκια τους του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και από τα πολύτιμα αρωματικά της αραβίας, λίβανον και σμύρναν. 12 Και αφού έλαβαν από τον Θεόν οδηγίαν σε ονειρόν τους να μη ξαναγυρίσουν στον Ηρώδην, ανεχώρησαν από άλλον δρόμον στην πατρίδα τους. 13 όταν δε ανεχώρησαν οι μάγοι, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνη στο όνειρόν του στον Ιωσήφ και του είπε· Σήκω και παράλαβε το παιδίον και την μητέρα του και φεύγε στην Αίγυπτον και μένε εκεί, έως ότου σου πω. Φύγε, διότι πρόκειται ο Ηρώδης να ζητήσει το παιδίον με τον σκοπό να το θανατώσει. 14 Ο Ιωσήφ σηκώθηκε και παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα του και ανεχώρησεν στην Αίγυπτο. 15 Και ήταν εκεί, μέχρις ότου πέθανε ο Ηρώδης, για να επαληθεύσει τελείως εκείνο, που ελέχθη από τον Κύριο δια μέσου του Προφήτου, ο οποίος είπεν· από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιόν μου να επιστρέψει στον τόπο της γεννήσεώς του.
16 Τότε ο Ηρώδης, όταν είδεν ότι οι μάγοι τον εξαπάτησαν και τον γέλασαν, θύμωσε πολύ και έστειλε στρατιώτες, οι οποίοι θανάτωσαν όλα τα παιδιά, που ήταν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα περίχωρα και σύνορά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνο, τον οποίον εξακρίβωσε από τους μάγους. 17 Τότε έλαβε πλήρη πραγματοποίηση εκείνο, που ελέχθη από τον προφήτη Ιερεμία, ο οποίος προφήτευσε και είπε· 18 Φωνή σπαρακτική ακούσθηκε στο χωρίο της φυλής Βενιαμίν Ραμά, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, δια των απογόνων της μητέρων, που στερήθηκαν τα μικρά τους, έκλαιε τα τέκνα της, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή. 19 Όταν δε πέθανε ο Ηρώδης, ιδού φάνηκε στο όνειρο του Ιωσήφ άγγελος Κυρίου στην Αίγυπτο 20 και του είπε· Σήκω και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον πεθάνει εκείνοι, που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού.
Σχολιασμός
“Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει»
Την έλευση του Λυτρωτού στον κόσμο, την ενσάρκωση του θείου Λόγου, την ένωση της ανθρώπινης και της Θείας φύσεως γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Ο Υιός του Θεού ενανθρώπησε για να χαρίσει ξανά στον άνθρωπο εκείνο για το οποίο δημιουργώντας τον, τον προόρισε. Στο ξεκίνημα της ιστορίας της ανθρωπότητας δόθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο το Δημιουργό η λαχτάρα να προσεγγίσει τον Θεό, να μοιάσει με Αυτόν, να ενωθεί μαζί Του. Τον δημιούργησε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, διανοητή και ελεύθερο με τη λαχτάρα να προσεγγίσει το Θεό, να μοιάσει με Αυτόν και να ενωθεί μαζί Του. Και όπως διηγείται από τις πρώτες σελίδες η Αγία Γραφή, αυτό τον πόθο τον εκμεταλλεύθηκε ο διάβολος για να παραπλανήσει τους πρωτοπλάστους. Παρακούσετε τον Θεό, αναζητήστε την αυτοτέλειά σας και τότε «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί» «και έσεσθε ως θεοί». Ακολουθώντας όμως οι πρωτόπλαστοι την πονηρή αυτή συμβουλή δεν έγιναν «ως θεοί» αλλά «διανοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο και έγνωσαν ότι ήσαν γυμνοί». Κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί, αδύνατοι και απροστάτευτοι. Και οι απόγονοι τους έζησαν σε μια περιπέτεια γεμάτη πόνο, συγκρούσεις, αποτυχίες και οδύνη.
«Ενανθρώπησε ίνα θεοποιηθώμεν»
Σε αυτήν την παρανοϊκή πορεία της ανθρωπότητος επεμβαίνει η αγάπη του Θεού. Ο Υπερούσιος με τη θέλησή του σαρκούται προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, για να οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στη θέωση.
Ο άνθρωπος έφερε μέσα του, βαλμένη από τον Θεό, την επιθυμία να γίνει πνευματικά ανώτερος. Αυτή η «έφεσις» θα μπορούσε να βρεί πλήρωμα στο «καθ’ ομοίωσιν», που τον προόριζε ο Θεός, να γίνει δηλαδή και αυτός θεός «κατά χάριν «. Και αυτό θα γινόταν «τη προς Θεόν νεύσει». Ο Θεός προσφέροντάς του τη Χάρη και την αγάπη Του, κατά κάποιο τρόπο του «ένευε» να πάει κοντά Του. Σ΄ αυτή τη «νεύση» ο άνθρωπος μπορούσε να ανταποκριθεί με μια ολοκληρωτική στροφή αγάπης, σχέσης και κοινωνίας με τον Θεό. Με πείνα και δίψα της ψυχής για τον Θεό, με άκρα ταπείνωση και υπακοή μόνο στο Θεό. Όλες οι ψυχικές δυνάμεις, ο νους, η θέληση, η σκέψη, οι επιθυμίες, πνευματικές και βιολογικές, και γενικά όλη η ζωή του, καθώς και ο υλικός κόσμος, που ο Θεός έδωσε για συντήρηση, έπρεπε να ενταχθούν σ΄ αυτή την πορεία, στην «προς Θεόν νεύσιν», με σκοπό να πάρει από τον Θεό το πλήρωμα της Χάριτος, τη θέωση, που θα ήταν η εκπλήρωση αυτής της «εφέσεως».
«’Εγεννήθη και εδόθη ημίν»
Μετά την αστοχία του ανθρώπου να πραγματοποιήσει μόνος τον προορισμό του, θα μείνει ανεκπλήρωτη η βαθύτατη αυτή «έφεσις» που έβαλε ο Θεός μέσα του; Τη λύση τη δίνει ο ίδιος ο Θεός. Αφού αστόχησε ο άνθρωπος, θα πάρει τη θέση του ο Θεός, θα γίνει άνθρωπος και θα προσφερθεί στον Θεό με υπακοή και ταπείνωση, για να πραγματοποιήσει την «έφεσιν». «Παιδίον εγεννήθη ημιν, υιός και εδόθη ημίν», αναγγέλλει δια Πνεύματος Αγίου ο προφήτης Ησαΐας (κεφ. 9,6). Για μας γεννήθηκε και σ’ εμάς δόθηκε. Στο πρόσωπό του γίνεται πραγματικότητα η «έφεσις του κρείττονος» η θέωση, γιατί σ’ αυτό ενώνονται σε πραγματική και τέλεια ένωση ο Θεός και ο άνθρωπος και γίνεται το τέλειο, ο Θεάνθρωπος, αυτό που πεθύμησε ο πρώτος άνθρωπος και απέτυχε να πραγματοποιήσει.
Έγινε για μας, όχι μόνο η «οδός» προς το πλήρωμα της θεώσεως, αλλά και το ίδιο το πλήρωμα. Για δυο χιλιάδες χρόνια σ’ όλους εκείνους, που τους συνέχει ο ιδεώδες του «κρείττονος», προσφέρει τον εαυτό του «υπογραμμόν» ο Θεάνθρωπος, από τον οποίο δεν υπάρχει «κρείττων», ούτε και ίσος ή και άλλος κανένας, που να τον πλησιάζει. Με τη μέθεξή μας στη θεανδρική του υπόσταση, δια της Εκκλησίας και με την «κένωσή» μας από την «κατά σάρκα» ζωή, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μέσα στην ίδια την ύπαρξή μας την «έφεσιν του κρείττονος» και να αποφύγουμε τον κίνδυνο της αστοχίας του πρώτου Αδάμ.
Η «κένωση», οδός του Κυρίου
Η «κένωση», οδός του Κυρίου
Την άρνηση του ανθρώπου να «κενωθεί» από τις επιδιώξεις της χοϊκής φύσεώς του, που ήταν αντίθετες προς το θέλημα του Θεού, τη διορθώνει ο Υιός και Λόγος του Θεού. «Εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. Β΄7). Από το ύψος της θεότητος κατέβηκε στην ανθρώπινη εσχατιά, καταδέχθηκε να γεννηθεί και να σπαργανωθεί σε μια σπηλιά και σε μια φάτνη, να απαρνηθεί και τα στοιχειωδέστερα αγαθά για τον άνθρωπο. Πείνασε, δίψασε, έμεινε άστεγος και πτωχός, χωρίς να έχει «που την κεφαλήν κλίνει», σταυρώθηκε και πέθανε υπέρ όλου του κόσμου, που είναι η «άκρα κένωσις». Γυμνώθηκε από όλα τα του κόσμου, για να ντύσει τον άνθρωπο με τη στολή της θεότητος. Και ενώ ο άνθρωπος αρνήθηκε το θέλημα του Θεού, για να μη υποστεί την ελάχιστη «θυσία», ο Κύριός μας υπέστη όλες τις θυσίες «μέχρι θανάτου σταυρού», ακολουθώντας το θέλημα του Πατρός Του.
Πορεία θεώσεως
Με όλα αυτά ήθελε να μας δείξει, την οδό για την πραγματοποίηση της θεώσεως. Είναι η ταπείνωση και η απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού. Το παράδειγμά Του ακολούθησαν τα εκατομμύρια των Αγίων για να μας επιβεβαιώσουν ότι η οδός αυτή είναι βατή. Το δικό μας χρέος είναι να ετοιμάσουμε τον εαυτό μας για να γίνει «οίκος Θεού». Ποίαν απολογία θα έχουμε στη μέλλουσα κρίση όταν Αυτός για χάρη δική μας κατεβαίνει από τους ουρανούς, ενώ εμείς ούτε από το σπίτι μας δεν βγαίνουμε να έρθουμε κοντά Του στη Θεία Λειτουργία; Αφού η Αγία τράπεζα τάξιν φάτνης πληροί. Και εδώ κείται το Σώμα το Δεσποτικό, όχι σπαργανωμένο όπως τότε, αλλά Πνεύματι Αγίου πανταχόθεν περιστελλόμενον. Οι Μάγοι μόνο προσκύνησαν. Συ όμως, αν έλθεις με καθαρή συνείδηση, όχι μόνο θα τον προσκυνήσεις, αλλά θα τον πάρεις και στο σπίτι σου. Έτσι ένιωθαν οι Άγιοι όταν κοινωνούσαν. Οι Μάγοι πρόσφεραν χρυσόν, λίβανον και σμύρναν. Συ πρόσφερε σωφροσύνη και αρετή, προσευχές καθαρές, θυμίαματα πνευματικά, ταπεινοφροσύνη και ελεημοσύνη. Με τέτοια δώρα θα πλησιάσεις την ιερή αυτή τράπεζα.
Αποφάσισε λοιπόν να αφήσεις τα βιοτικά, τα συμβόλαια και τα συναλλάγματα και πες μέσα σου: θέλω να σώσω την ψυχή μου.
Αποφάσισε λοιπόν να αφήσεις τα βιοτικά, τα συμβόλαια και τα συναλλάγματα και πες μέσα σου: θέλω να σώσω την ψυχή μου.
http://www.imconstantias.org.cy/4212-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου