του Γιάννη Παναγιωτόπουλου*
O Κεμάλ ήταν ο σκύλος της αδελφής του πατέρα μου στο χωριό... χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να συνειδητοποιήσω την πραγματική σχέση του ονόματος με την ιστορία. Ίσως, η πιο σίγουρη στιγμή αυτής την σχέσης ήταν στα «ξεχώματα» του παππού μου, όταν πλένοντας τα κόκαλα με κρασί ξεχώριζαν καθαρά τα σημάδια από την Μικρά Ασία. Ο παππούς είχε τραυματιστεί τρεις φορές εκεί. Παλιές ιστορίες, ξεγραμμένες από πολλούς.
Τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1881-1938), τον ξανασυνάντησα στα βιβλία της ιστορίας, και στις άπειρες εικόνες του στους δρόμους της Πόλης, κάθε φορά που ο δρόμος με έφερνε σε αυτήν, την πόλη που πάντοτε ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντός του.
Ο Κεμάλ δημιούργησε ένα κοσμικό κράτος, διαρρηγνύοντας κάθε δεσμό με το οθωμανικό παρελθόν. Απομάκρυνε από τον θρόνο τον τελευταίο Σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ´ (1918-1922), και λίγo αργότερα κατήργησε το Χαλιφάτο, δηλαδή τη θρησκευτική ηγεσία του Ισλάμ, εξορίζοντας τον τελευταίο χαλίφη Αμπντούλ Μετζίτ Β´ (Μάρτιος 1924) και διακόπτοντας έναν ιστορικό θεσμό που ανάγεται στον Μωάμεθ και είχε περάσει στους Οθωμανούς σουλτάνους το 1517 επί Σελίμ Α´ (1512-1520), μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από αυτούς.
Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η σημερινή Τουρκία είναι το δημιούργημα του Κεμάλ; Η Τουρκία ως κράτος δεν ήταν και δεν επιθυμούσε να είναι διάδοχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και αυτό την διέσωσε. Οι μεταρρυθμίσεις και η πολιτική στάση των διαδόχων του Κεμάλ, επέτρεψαν η χώρα τους ουσιαστικά να μην εμπλακεί σε κανέναν μεγάλο πόλεμο μετά το 1922.
Πως ηττήθηκε η Ελλάδα το 1922
Είναι γνωστό ότι η ήττα των Ελλήνων στην Μικρά Ασία (1922) δεν ήταν το αποτέλεσμα μόνο της στρατιωτικής ικανότητας της τουρκικής ηγεσίας, αλλά της αμέριστης συμπαράστασης σε στρατιωτικό υλικό και όχι μόνο, της τότε Σοβιετικής Ένωσης προς τον Κεμάλ, η οποία προηγήθηκε των συνθηκών Μόσχας (16.3.1921), Καρς (16.10.1921) και Άγκυρας (2.1.1922). Με αυτές τις Συνθήκες οι Μπολσεβίκοι εξασφάλισαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα στενά, ενώ ο Κεμάλ πέτυχε την αναγνώριση της κυβέρνησής του, διασφαλίζοντας τη «λήθη» για τα εγκλήματα των Νεότουρκων στην Ανατολία (όπως η γενοκτονία των Αρμενίων).
Η αλήθεια είναι ότι την Ελληνική Εκστρατεία υπονόμευσαν εξίσου δραστήρια σε διαφορετικές συμφωνίες με την κεμαλική κυβέρνηση τόσο η Ιταλία (Συμφωνία Ρώμης, 13.3.1921), όσο και η Γαλλία (Συμφωνία Άγκυρας, 20.10.1921). Η στρατιωτική ήττα του Ελληνικού Στρατού ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Η Τουρκία πέτυχε με την Συνθήκη της Λωζάνης (24.7.1923) στο τέλος να διασφαλίσει πολλαπλάσια εδάφη από αυτά τα οποία είχε κερδίσει με τη δύναμη των όπλων. Η Συνθήκη της Λωζάνης προσδιόρισε με ακρίβεια τα σύνορα της νέας χώρας, που ονομάστηκε Τουρκία, παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη στον Κεμάλ και απέτρεψε τη δημιουργία του Κουρδικού κράτους που προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920).
Σήμερα διαπιστώνουμε ότι η πολιτική ηγεσία της γείτονος χώρας εδώ και περισσότερο από ενάμιση χρόνο, έχει αναπτύξει δραστήρια την ρητορική αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάνης. Οι όροι της Συνθήκης τηρήθηκαν με μεγαλύτερη ευλάβεια από όλους τους άλλους συμβεβλημένους, παρά από την ίδια την Τουρκία. Εντούτοις, η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης γίνεται για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο και με τόσο μεγάλη ένταση. Στην πραγματικότητα, όμως, η τουρκική ηγεσία αμφισβητεί την ιδρυτική Συνθήκη με την οποία δημιουργήθηκε το κράτος το οποίο εκπροσωπεί.
Πολλοί έχουν πλεον ενδοιασμούς για την ισχύ της Τουρκίας
Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, με εμπνευστή τον Πρόεδρό της Ερντογάν, υπονομεύει το ίδιο το Τουρκικό κράτος, καθώς διέπραξε σειρά στρατηγικών λαθών, τα οποία έχουν φέρει τη χώρα τους στο χείλος της καταστροφής, ειδικά όταν όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε τίποτε που να μπορεί να αναχαιτίσει την άνοδο της τουρκικής οικονομίας και την πολιτικοστρατιωτική της ισχύ στην περιοχή.
Η Βαλκανική πολιτική της διακυβέρνησης Ερντογάν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στόχευσαν στη δημιουργία «προγεφυρωμάτων» και παράλληλα στην καλλιέργεια πολλαπλών τριβών στις διμερείς σχέσεις των κρατών της περιοχής. Αυτή η πολιτική έχει θέσει σε σοβαρό κίνδυνο αστάθειας τους υποτιθέμενους συμμάχους της Τουρκίας, αφού υπάρχουν ακόμη πολιτικές ηγεσίες, που αφρόνως συνεχίζουν να υπηρετούν τα υποτιθέμενα συμφέροντά της. Αυτές, όμως, οι πολιτικές μόνο περιπέτειες γεννούν για τους υπηρετούντες, κάτι το οποίο η εκ δυσμάς μεγάλη δύναμη τους επεσήμανε με τον πιο εύσχημο τρόπο. Η «ανάγνωση» της Ελλάδας μονοδιάστατα και μόνο μέσα από την οικονομική κρίση την οποία διέρχεται, είναι μεγάλο λάθος. Επιπλέον, η Τουρκική ηγεσία θα έπρεπε να δει τη συμπεριφορά των «συμμάχων» της το βράδυ του πραξικοπήματος, και ίσως έτσι να συνειδητοποιήσει ότι από τότε δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν ενδοιασμούς για την ισχύ της.
Ταυτόχρονα, η πολιτική της Τουρκίας στο κουρδικό ζήτημα είναι ανερμάτιστη. Η επιθυμία της τουρκικής ηγεσίας να καρπωθεί τα πετρέλαια της Μουσούλης, ανέτρεψε τη σώφρονα πολιτική διαπραγμάτευσης και παροχής λίγων αλλά ουσιαστικών πολιτικών δικαιωμάτων στον Κουρδικό λαό. Η πρόσφατη φυλάκιση του Σελαχατίν Ντεμίρτας, ουσιαστικού πολιτικού ηγέτη των Κούρδων, δημιουργεί έναν ήρωα και τον αναδεικνύει σε φυσικό μελλοντικό ηγέτη του υπό ίδρυση Κουρδικού κράτους. Η βία γεννά βία, όπως αποδεικνύουν και τα τελευταία γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η δημιουργία ενός νέου κράτους στην περιοχή δείχνει να είναι πολύ κοντά.
Εχει στρατιωτικές δυσκολίες στην Συρία
Το μεγαλύτερο, όμως, από όλα τα λάθη της παρούσας τουρκικής ηγεσίας είναι η εμπλοκή στη Συρία. Ο Ερντογάν και το επιτελείο του, όταν ανέλαβαν τη διοίκηση της Τουρκίας, είχαν ορθώς αναγνώσει το πολλαπλά μεγάλο κόστος που είχε η διατήρηση του κατοχικού στρατού στην Κύπρο. Η εμπλοκή στη Συρία όπως ξεκίνησε, όπως συνεχίστηκε και όπως εξελίσσεται, δείχνει ότι τελικά δεν διδάχθηκαν τίποτε από το Κυπριακό πρόβλημα. Τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά προβλήματα που δημιουργεί η εμπλοκή αυτή και η επιδιωκόμενη παράτασή της, κάνει την Κύπρο να φαντάζει ως παρωνυχίδα μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων που η τουρκική κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει στο νέο μέτωπο που άνοιξε. Και το ερώτημα είναι εάν έχει η Τουρκία τα πολιτικά αποθέματα που απαιτούν οι περιστάσεις, γιατί παρά τους λεονταρισμούς η δυσκολία στην πρόοδο των επιχειρήσεων του τουρκικού στρατού άλλα δείχνει!
Εν τέλει το ερώτημα είναι απλό, τι θέλει σήμερα ο Ερντογάν; Η απάντηση είναι περισσότερο από προφανής, όπως φαίνεται και από τις τροπολογίες που εισήγαγε η τουρκική κυβέρνηση για να μεταβάλει το Πολίτευμα της χώρας. Ο σημερινός Τούρκος Πρόεδρος επιθυμεί στο νέο θεσμικό πλαίσιο που επιχειρεί σταδιακά να δημιουργήσει, να καταστεί η μόνη εξουσία της χώρας του, «ισόβιος» και να περιβάλλει το κύρος της θέσης του με το αξίωμα του Χαλίφη, ώστε να διασφαλίσει τα κληρονομικά δικαιώματα των απογόνων του. Ως εξ τούτου ο Ερντογάν επιθυμεί να γίνει «κανονικός» σουλτάνος, και όχι κατ᾽ ευφημισμό. Και για να το πετύχει δεν θα διστάσει ακόμη και μια πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα, αφού αυτό θα αποτελούσε πολιτική ήττα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, τους οποίους δεν αντιμετωπίζει ως φίλους εδώ και καιρό.
Tα κράτη που θα προκύψουν
Ο Ερντογάν επομένως για να υλοποιήσει τους στόχους του, θα πρέπει να «διαλύσει» τη σημερινή Τουρκία και είναι μονόδρομος για αυτόν να καταγγείλει τη Συνθήκη της Λωζάνης. Τότε, όμως, θα έχει ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου και θα καταλήξει για μια ιδεοληψία να κυβερνά το μικρό Σουλτανάτο της Άγκυρας, και εάν τελικά το καταφέρει και αυτό. Το νέο κράτος της Ανατολίας που θα προκύψει θα έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι μια ισλαμική δημοκρατία που θα κυβερνάτε από τους ιμάμηδες, πνευματικά τέκνα του Φεχτουλά Γκιουλέν, παρά από τον Ερντογάν και τους απογόνους του.
Τότε οι ευθύνες των πολιτικών ηγετών της Τουρκίας θα είναι τεράστιες, κυρίως προς τον λαό τους, γιατί η νέα πραγματικότητα θα γεννηθεί μέσα από μια καταστροφή και έναν αιματηρό πόλεμο στο εσωτερικό της χώρας τους. Αυτοί θα έχουν ανοίξει με την άφρονα πολιτική τους τον δρόμο για τη δημιουργία του μεγάλου Κουρδικού κράτους, αλλά και πολλών άλλων Κρατών στην περιοχή.
Το συμφέρον της Τουρκίας είναι να υπερασπιστεί ως ιερό κείμενο τη Συνθήκη της Λωζάνης, εάν πράξει το αντίθετο μπορεί να αποκαθηλώσει τις φωτογραφίες του Κεμάλ, αλλά θα χάσει όλα όσα αυτός πέτυχε, και θα ολοκληρώσει την επίλυση του ανατολικού ζητήματος, με την αναγκαία για την εξέλιξη κάθε πράγματος ιστορική καθυστέρηση, αλλά τότε η Τουρκία δεν θα υπάρχει!
*Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι Επίκ. Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διετέλεσε Γεν. Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης, πολιτεύεται με τη ΝΔ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου