Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Τα θαύματα μέσα στη ζωή της Εκκλησίας: ερμηνευτική προσέγγιση στον Απόστολο της Κυριακής του Θωμά -Αντίπασχα.



 Η Κυριακή που ακολουθεί την εορτή του Πάσχα ονομάζεται Κυριακή του Θωμά ή Κυριακή του Αντίπασχα.  Κυριακή του Θωμά γιατί η ευαγγελική περικοπή της ημέρας αναφέρεται στην εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου στους μαθητές του και στην ψηλάφηση του Αποστόλου Θωμά, ο οποίος αμφέβαλλε για την Ανάσταση του Κυρίου.  Κυριακή του Αντίπασχα γιατί ως η Κυριακή που ακολουθεί το Πάσχα ερμηνεύεται ως η «ογδόη ημέρα», δηλαδή η ημέρα της αιωνιότητας.
 Η άσκηση του κηρυκτικού έργου των Αποστόλων, μετά την Ανάσταση του Κυρίου και κυρίως μετά την Πεντηκοστή, συνοδεύεται από την επιτέλεση διαφόρων θαυμάτων.  Τα θαύματα των Αποστόλων γίνονταν σε δημόσιους χώρους και ήταν πολλά και συνεχόμενα.  Σκοπός της επιτέλεσης των θαυμάτων δεν ήταν βέβαια η επίδειξη δύναμης εκ μέρους των Αποστόλων αλλά η θεραπεία των αρρώστων και η επιβεβαίωση της θείας προέλευσης του κηρύγματός τους. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός κατά τη διάρκεια της επίγειας δράσης του επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα, θεραπείες ασθενειών, αναστάσεις νεκρών, ιάσεις ψυχικών παθήσεων και δαιμονικών ενεργειών.  Την εξουσία αυτή, της θαυματουργίας, τη μεταβίβασε στους μαθητές του, τους Αγίους Αποστόλους και στη συνέχεια στην Εκκλησία, μέσα στην οποία τα θαύματα κατέχουν μια πάρα πολύ σημαντική θέση. 
 Η επιτέλεση των θαυμάτων από τους Αγίους Αποστόλους εκτός από τις θεραπείες των διαφόρων ασθενειών, συνέτεινε στη στήριξη της πίστης όσων ήδη είχαν ενταχθεί στην Εκκλησία, ενώ αντίθετα οι «λοιποί», εκείνοι δηλαδή που δεν είχαν πιστέψει, άρχισαν να υπολογίζουν την παρουσία των χριστιανών.  Παράλληλα το πλήθος των επιτελουμένων θαυμάτων άρχισε να προκαλεί τον εντυπωσιασμό ή ακόμα και το φόβο των μη χριστιανών.  Ο αρχικός αυτός φόβος και ο δισταγμός άρχιζε σιγά σιγά να μετατρέπεται σε θαυμασμό.  Οι άρχοντες ζητούσαν ευκαιρία, όπως και στην περίπτωση του Ιησού Χριστού, να εξοντώσουν τους Αποστόλους, ωστόσο ο λαός «εμεγάλυνεν αυτούς». Οι απλοί δηλαδή άνθρωποι, που δεν είχαν ακόμη ασπαστεί τη νέα πίστη, με τη διαίσθησή τους μπορούσαν να διακρίνουν το αληθινό από το ψεύτικο γι΄ αυτό τιμούσαν και εκδήλωναν το θαυμασμό τους για τους Αποστόλους.  Έτσι πάρα πολλοί πίστευαν στον Ιησού Χριστό και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας.
 Η πίστη και η βεβαιότητα για τη θαυματουργική δύναμη των Αποστόλων οδήγησε τους ανθρώπους, να μεταφέρουν τους ασθενείς τους στις πλατείες, ώστε να θεραπευτούν από τους Αποστόλους.  Η πίστη και η ελπίδα τους για θεραπεία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θεωρούσαν βέβαιο ότι αν η σκιά του Αποστόλου Πέτρου έπεφτε σε κάποιον από αυτούς, ήταν αρκετό για να θεραπευτεί.
 Η φήμη των θαυματουργιών δεν περιορίστηκε μόνο στα Ιεροσόλυμα, αλλά διαδόθηκε και στις γειτονικές πόλεις.  Για το λόγο αυτό: πλήθη ανθρώπων «συνήρχοντο εις Ιερουσαλήμ, φέροντες ασθενείς και οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων».  Μετέφεραν δηλαδή τόσο ασθενείς με σωματικά νοσήματα, όσο και δαιμονισμένους, «οίτινες εθεραπεύοντο άπαντες».  Όλοι δηλαδή χωρίς καμιά διάκριση θεραπεύονταν από τις κάθε είδους ασθένειές τους.
 Ωστόσο το κήρυγμα των Αποστόλων δεν είχε μόνο θαυμαστές αλλά και εχθρούς, οι οποίοι είχαν ως κίνητρό τους το φθόνο.  Εκείνοι που αντιδρούν και τελικά κατορθώνουν να συλλάβουν και να φυλακίσουν τους Αποστόλους είναι «ο αρχιερεύς και πάντες οι συν αυτώ, η ούσα αίρεσις των Σαδδουκαίων».   Αυτοί αποτελούσαν ένα ισχυρό θρησκευτικό κίνημα και σε αντίθεση με τους Φαρισαίους δεν πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών.  Επομένως τους ήταν πολλαπλώς αδύνατο, να πιστέψουν στην Ανάσταση του Χριστού, γεγονός στο οποίο ήταν θεμελιωμένο το κήρυγμα των Αποστόλων.
 Ο φθόνος οδηγεί τελικά στη σύλληψη και φυλάκιση των Αποστόλων «και έθεντο αυτούς εν τηρήσει δημοσία».  Ο Κύριος όμως δεν εγκαταλείπει τους Αποστόλους του: «άγγελος δε Κυρίου δια νυκτός ήνοιξε τας θύρας της φυλακής...».  Αποστέλλει τον άγγελό του, ο οποίος κατά τη διάρκεια της νύχτας τους ελευθερώνει κατά θαυμαστό και παράδοξο τρόπο.   Το θαυμαστό αυτό γεγονός γίνεται αφενός μεν πηγή δύναμης και θάρρους για τους Αποστόλους και αφετέρου αιτία προβληματισμού για τους Ιουδαίους, οι οποίοι αδυνατούν να δώσουν κάποια φυσική και πειστική εξήγηση.
 Ο απεσταλμένος άγγελος του Κυρίου δεν περιορίζεται απλά στην αποφυλάκιση των Αποστόλων.  Αποδεικνύοντας ακόμα πιο καθαρά, ότι είναι απεσταλμένος του Θεού, προτρέπει τους Αποστόλους: «πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης».  Τους προτρέπει δηλαδή να πορευθούν αμέσως, να σταθούν με θάρρος στο ναό και εκεί δημόσια να κηρύττουν στο λαό τις αλήθειες της καινούργιας χριστιανικής ζωής.
 Στο παρόν αποστολικό ανάγνωσμα αναφέρονται οι θαυματουργικές θεραπείες των Αποστόλων στους διάφορους ασθενείς, είτε αυτοί έπασχαν από σωματικές ασθένειες, είτε κατέχονταν από δαιμονικά πνεύματα.  Επιπλέον αναφέρεται η θαυματουργική επέμβαση ενός Αγγέλου, ο οποίος απελευθερώνει τους φυλακισμένους Αποστόλους.  Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός κατά τη διάρκεια της επίγειας δράσης και διδασκαλίας του επιτέλεσε αναρίθμητα θαύματα και στη συνέχεια αυτή την εξουσία της θαυματουργίας τη μετέδωσε στους μαθητές του και από τότε το θαύμα υπάρχει διαρκώς μέσα στην Εκκλησία.
 Μέσα στην Καινή Διαθήκη συναντούμε πολύ συχνά τη λέξη «σημείον», η οποία χαρακτηρίζει αφενός μεν το θαύμα και αφετέρου καταδεικνύει τη θεία προέλευσή του.  Η προτίμηση της λέξης «σημείον» αντί του θαύματος, κυρίως από τον ευαγγελιστή Ιωάννη είναι σκόπιμη, γιατί τα «σημεία» αποτελούν τα σημάδια, τους δείκτες της αιωνιότητας, της βασιλείας του Θεού.  Τα «σημεία», επιπλέον, αποκαλύπτουν και τη Μεσσιανικότητα του Ιησού Χριστού.  Ο Ιησούς Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατρός, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο αναμενόμενος Μεσσίας δια του οποίου: «τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται» (Λουκ. 7,22).
 Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμα και οι Φαρισαίοι δεν αρνούνται την πραγματικότητα των θαυματουργικών ενεργειών του Ιησού Χριστού.  Μας πληροφορεί σχετικά ο ευαγγελιστής Μάρκος: «και εξήλθον οι Φαρισαίοι και ήρξαντο συζητείν αυτώ, ζητούντες παρ΄ αυτού σημείον από του ουρανού, πειράζοντες αυτόν. Και αναστενάξας τω πνεύματι αυτού λέγει• τι η γενεά αύτη σημείον επιζητεί; αμήν λέγω υμίν, ει δοθήσεται τη γενεά ταύτη σημείον» (Μαρκ. 8, 11-13).  Στην παράλληλη διήγηση του ευαγγελιστή Ματθαίου, όπου οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι «πειράζοντες επηρώτησαν αυτόν σημείον εκ του ουρανού επιδείξαι αυτοίς», ο Κύριος απαντά: «γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου» (Ματθ.16, 1-4).  Στη σκέψη των Φαρισαίων υπάρχει η αντίληψη της Παλαιάς Διαθήκης για τα σημεία του ουρανού.  Η ιστορία του Ισραηλιτικού λαού είναι γεμάτη με θαυμαστά σημεία όπως το Μάννα εξ ουρανού, ο διαχωρισμός της Ερυθράς θάλασσας κ.ά, αλλά και θαυμαστά σημεία εναντίον των δυναστών του λαού του Θεού, όπως οι δέκα πληγές του Φαραώ, η θαυμαστή επικράτηση του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμαληκιτών κ.α.  Ο Ιησούς Χριστός αρνείται να δώσει ένα τέτοιο σημείο για να μην ικανοποιήσει την περιέργειά τους και να μην δώσει συνέχεια στην παρεξηγημένη έννοια που είχαν για το σημείο του ουρανού.  Το μόνο σημείο που θα τους δοθεί είναι το «σημείον Ιωνά του προφήτου».  Εδώ ακριβώς ο Κύριος προλέγει με αλληγορικό τρόπο το Πάθος του, την Ταφή και την τριήμερη Ανάστασή του, καθώς η περιπέτεια του προφήτη Ιωνά και η τριήμερη παραμονή του στην κοιλία του κήτους, αποτελεί προεικόνιση της Ανάστασης του Κυρίου.       
 Ο Ιησούς Χριστός στις περιπτώσεις των θαυμάτων που επιτέλεσε απέφυγε συστηματικά τον πειρασμό της επίδειξης δύναμης, η οποία θα προκαλούσε την έκπληξη, το θαυμασμό, αλλά και το φόβο των ανθρώπων.  Μια τέτοια διάσταση των «σημείων» του Ιησού Χριστού θα σήμαινε τη στέρηση του πολύτιμου δώρου της ελευθερίας και θα οδηγούσε σε μια αναγκαστική πίστη, η οποία είναι ξένη προς τη διδασκαλία του.  Εξάλλου το να εκπειράζει κανείς τον ίδιο τον Θεό και να ζητεί «σημείον», για να πιστέψει αποτελεί αμάρτημα.  Στον πειρασμό αυτό προσπάθησε να υποβάλει ο διάβολος τον ίδιο τον Κύριο κατά την τεσσαρακονθήμερη νηστεία του στην έρημο: «και ήγαγεν αυτόν εις Ιεροσόλυμα, και έστησεν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού και είπεν αυτώ• ει υιός του Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω• γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου», για να αρνηθεί ο Κύριος επιτακτικά λέγοντας: «ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Λουκ. 4, 9-12).  
 
 Ο Ιησούς Χριστός καθ΄ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του αρνείται, να επιτελέσει θαύματα με σκοπό να αποκτήσει οπαδούς, ανθρώπους δηλαδή που θα τον ακολουθούσαν κινούμενοι από διάφορα κοσμικά κίνητρα και ιδιοτελείς σκοπούς.  Ακόμη και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού που όλοι τον ενέπαιζαν και ζητούσαν να τους δείξει τη θεϊκή του δύναμη, ακόμα και τότε που θα μπορούσε να κάνει «σημεία και τέρατα» και όλοι θα πίστευαν σε αυτόν, ο Χριστός απαντούσε με τη σιωπή και τη φαινομενική αδυναμία του, γιατί μια τέτοια πίστη, που θα στηριζόταν στο φόβο δε θα είχε αξία.  Γενικά σε όλες τις περιπτώσεις των θαυμάτων του Ιησού Χριστού το ζητούμενο είναι η πίστη.  Η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα και όχι το αντίστροφο.  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πονεμένου πατέρα, που έφερε το δαιμονιζόμενο γιο του για να τον θεραπεύσει ο Κύριος.  Η απάντηση του Κυρίου είναι δηλωτική: «ει δύνασαι πιστεύσαι πάντα δυνατά το πιστεύοντι» (Μάρκ. 9,23).  Το θαύμα για να συντελεστεί προϋποθέτει την πίστη, ενώ σε καμία περίπτωση το θαύμα δεν μπορεί να επιφέρει την πραγματική πίστη.  
 Και ενώ οι Φαρισαίοι διατηρούσαν αυτή τη λανθασμένη ερμηνεία των «σημείων», οι άνθρωποι του Θεού, αλλά και οι απλοί και ταπεινοί άνθρωποι αντιμετώπιζαν τα θαύματα αυτά ως σημεία του Θεού.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος του Κυρίου, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε τις θαυματουργικές ενέργειες του Χριστού απέστειλε τους μαθητές του να τον ρωτήσουν: «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;».  Η απάντηση του Κυρίου δεν είναι απλώς μια κατάφαση, αλλά μια αναφορά στα «σημεία» που θα σήμαιναν την εκπλήρωση των μεσσιανικών προφητειών: «εν αυτή δε τη ώρα εθεράπευσε πολλούς από νόσων και μαστίγων και πνευμάτων πονηρών, και τυφλοίς πολλοίς εχαρίσατο το βλέπειν.  Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς• πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε• τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται» (Λουκ. 7, 20-23).  Επομένως ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, είναι εκείνος στο πρόσωπο του οποίου εκπληρώνονται όλες οι προρρήσεις των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.
 Σε ένα άλλο σημείο της διδασκαλίας του, ο Ιησούς Χριστός δίνει και μια άλλη διάσταση των θαυμάτων του.  Τα θαύματα του Κυρίου δεν είχαν ως μοναδικό σκοπό την εκπλήρωση των μεσσιανικών χρόνων αλλά και την πρόκληση μετάνοιας στους ανθρώπους.  Άλλωστε ο Κύριος στις πλείστες περιπτώσεις των θαυμάτων του αναφερόταν στη μετάνοια, στην άφεση των αμαρτιών του πάσχοντος ανθρώπου και στην αλλαγή τρόπου ζωής.  Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις του Κυρίου «ίδε υγιής γέγονας• μηκέτι αμάρτανε» (Ιω. 5,14), «πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ιω. 8,11).  Εξάλλου ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός κατέκρινε τις πόλεις εκείνες που δεν δέχτηκαν το κήρυγμά του παρά την επιτέλεση πλήθους θαυμάτων σε αυτές και παρέμειναν αμετανόητες: «τότε ήρξατο ονειδίζειν τας πόλεις εν αις εγένοντο αι πλείσται δυνάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν» (Ματθ. 11,20).  Τα θαύματα δεν είναι μαγικές ενέργειες, που έχουν ως σκοπό να προκαλέσουν την έκπληξη και το θαυμασμό και να παρασύρουν τους ανθρώπους σε λανθασμένους δρόμους.  Τέτοιου είδους φαινόμενα δεν προέρχονται από τον Θεό, αλλά από το διάβολο που προσπαθεί με τις μαγείες, να αποπροσανατολίσει τον άνθρωπο.  Τα θαύματα είναι «σημεία» του Θεού, όταν προκαλούν μετάνοια και οδηγούν τη σκέψη και τη ζωή των ανθρώπων στην αγάπη του Θεού και στην κληρονομία των θείων επαγγελιών του, δηλαδή της αιώνιας βασιλείας του.  Αντίθετα τα μαγικά και ανεξήγητα φαινόμενα που οδηγούν τον άνθρωπο στο φόβο, στην υποδούλωση και εξάρτηση από αυτά είναι έργο του διαβόλου.  Τέτοια φαινόμενα είναι οι μαγείες, τα μέντιουμ, η επίκληση ψυχών κεκοιμημένων ανθρώπων κ.λ.π.       
 Τη διάκριση των θαυμάτων σε δυο κατηγορίες την εντοπίζουμε και μέσα στην Αγία Γραφή.  Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, αφού δεν μπορούσαν να αρνηθούν την θαυματουργική δύναμη του Ιησού Χριστού, προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τους ανθρώπους, λέγοντας ότι η δύναμή του αυτή προέρχεται από το διάβολο.  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κωφάλαλου δαιμονισμένου ανθρώπου, τον οποίο θεράπευσε ο Κύριος.  Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι μη θέλοντας να αναγνωρίσουν τη θεϊκή προέλευση των θαυμάτων του, έλεγαν: «εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. 9,34).  Ακριβώς εδώ πρέπει να διακρίνουμε τις δυο κατηγορίες θαυμάτων, τα θαύματα που προέρχονται από τον Θεό και τα θαύματα που συντελούνται με τη συνεργεία του διαβόλου.  Τα θαύματα του Θεού είναι μεν ωφέλιμα στο σώμα, αφού και τα πλείστα θαύματα του Κυρίου αναφέρονται σε θεραπείες ασθενειών, αναστάσεις νεκρών κ.λ.π., αλλά ταυτόχρονα επενεργούν και στην ψυχή του ανθρώπου.  Δεν περιορίζονται στην παροδικότητα της παρούσας ζωής αλλά καταδεικνύουν την αιωνιότητα.  Αντίθετα τα «σημεία» του διαβόλου έχουν ως στόχο την αποπλάνηση του ανθρώπου και την υποδούλωσή του στην αμαρτία.  Ενώ τα «σημεία» του Θεού είναι δείκτες της αιωνιότητας και της βασιλείας του, τα «σημεία» του διαβόλου είναι δείκτες προσκόλλησης σε καθετί το παροδικό και το εφάμαρτο.
 Αν το θαύμα δεν επιτελείται στο όνομα του Θεού και δεν προκαλεί μετάνοια στον άνθρωπο τότε είναι «εκ του πονηρού», τότε το θαύμα καταντά αυτοσκοπός.  Δυστυχώς σήμερα υπάρχει μια παρεξηγημένη θεώρηση των πραγμάτων, καθώς έχουμε ξεφύγει από την ουσία του θέματος και απλά αναζητούμε ό,τιδήποτε το εντυπωσιακό και το θαυμαστό ή ακόμα και το μαγικό.  Ψάχνουμε διαρκώς να βρούμε κατά τη δική μας κρίση «χαρισματούχους» ανθρώπους και «θαυματοποιούς», αλλά ξεχνούμε ή θέλουμε να ξεχνούμε ότι ο Θεός, είναι εκείνος που δίνει το χάρισμα της θαυματουργίας, είναι εκείνος που επιτελεί τα θαύματα.  Έτσι καταλήγουμε στην ουσία να λατρεύουμε την «κτίσιν» παρά τον «κτίσαντα», επιζητώντας συνέχεια τα θαύματα.  Στο σημείο αυτό όμως υπάρχει και ένας άλλος μεγάλος πειρασμός, για όποιον εγωιστικά επιθυμεί να επιτελεί θαύματα, ο πειρασμός της ματαιοδοξίας.  Να πιστεύει δηλαδή ότι η αρετή της ζωής του, υποχρεώνει κατά κάποιο τρόπο τον Θεό να του δώσει το χάρισμα της θαυματουργίας.  Λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Όποιος χωρίς κάποια ανάγκη αποτολμά να ζητά από τον Θεό σύμφωνα με την επιθυμία του να γίνονται μέσω αυτού θαύματα και σημεία, αυτός πειράζεται κατά τη διάνοιά του και ασθενεί κατά τη συνείδησή του.  Γιατί οι αληθινοί άγιοι όχι μόνο δεν επιθυμούν τέτοια χαρίσματα, αλλά και αν τους δοθούν τα αποστρέφονται και μπροστά στους ανθρώπους ιδιαιτέρως. Διότι τα θαύματα είναι αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού...» (Ασκητικά, λόγος 36).  Και συμπληρώνει σχετικά ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τα θαύματα δεν είναι πάντοτε αναγκαία απόδειξη της ενάρετης ζωής.  Τα θαύματα δεν υπήρξαν στη ζωή όλων των Αγίων, αλλά ούτε και όσοι θαυματούργησαν υπήρξαν εργάτες της αρετής.  Πολλοί μεγάλοι Άγιοι δεν έκαναν κανένα θαύμα... (Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, κεφ. 7).  Σε γενικές γραμμές τα θαύματα, τα «σημεία» του Θεού πρέπει να έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) να γίνονται στο όνομα του Ιησού Χριστού, β) να οδηγούν στη μετάνοια και γ) να είναι πράξεις αγάπης και όχι επίδειξης. 
 Όπως είδαμε και στο παρόν αποστολικό ανάγνωσμα τη θαυματουργική του δύναμη ο Ιησούς Χριστός τη μεταδίδει και στους μαθητές του, οι οποίοι με την επίκληση του ονόματός του επιτελούσαν όλων των ειδών τα θαύματα, θεραπείες ασθενειών, εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων, αναστάσεις νεκρών κ.α.  Από τότε τα θαύματα είναι ένα μόνιμο και αδιαμφισβήτητο γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία είναι ένα διαρκές θαύμα «παρατεινόμενον εις τους αιώνας».  Κάθε θεία λειτουργία, κάθε ιεροπραξία, κάθε μυστήριο της Εκκλησίας είναι ένα θαύμα.  Θαύμα δεν είναι μόνο η θεραπεία ενός αρρώστου, θαύμα είναι και η θεραπεία ενός πληγωμένου από την αμαρτία ανθρώπου, μέσω του μυστηρίου της εξομολόγησης.  Βέβαια κατεξοχήν θαύμα μέσα στην Εκκλησία παραμένει στο διηνεκές η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού, με το οποίο ο πιστός ενώνεται, γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος» με τον Αναστάντα Κύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: