Posted on 27 Αυγούστου, 2023
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ [: Ματθ. 19,16-26]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-8-1990]
Είναι συγκινητικό, αγαπητοί μου, όταν βλέπεις τους νέους ανθρώπους να αναζητούν το αγαθόν, το τέλειον, για να το γνωρίσουν και για να το βιώσουν. Μια υποδειγματική περίπτωση με θετική και αρνητική πλευρά μάς παρουσιάζει σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας διηγείται ότι ένας πλούσιος νεανίσκος με καλή καρδιά και αγαθή προαίρεση, πλησίασε τον Κύριον και Τον ερωτά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαντά: «Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». «Εάν θέλεις να κερδίσεις την ζωήν την αιώνιον, να εισέλθεις εις αυτήν, να εφαρμόσεις τις εντολές».
Κι εκείνος έκπληκτος, γιατί ίσως κάτι το άλλο περίμενε, ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήντησε ότι είναι οι εντολές, οι γνωστότατες, του δεκαλόγου. Η πρώτη εντολή, η δευτέρα, η δεκάτη. Ο νεανίσκος όμως σημείωσε ότι τις εντολές αυτές, του δεκαλόγου, τις είχε εφαρμόσει από μικρό παιδί. Γι’αυτό και εξεπλάγη. Εδώ θα έλεγα, η προσφορά της «πεζότητος» -τη λέξη «πεζότητα» την βάζω εντός εισαγωγικών- των εντολών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντολές…». Δεν ξέρουμε. Οι άνθρωποι αναζητούν πάντα κάτι καινούριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπληκτικόν διδάσκαλον, τότε ζητούν ακριβώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παραπέμπει στον δεκάλογον, τον γνωστόν, τον αιώνιον, τον αναλλοίωτον δεκάλογον του νόμου του Θεού.
Ωστόσο, εφόσον είπε ότι από μικρό παιδί είχε εφαρμόσει τον νόμον, τότε ο Κύριος περνά σε μία τελειοτέρα φάση πνευματικής ζωής. Και του λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις ναείσαιτέλειος», μία υπέρβαση δηλαδή των εντολών, όχι ότι οι εντολές δεν καθιστούν τέλειον τον άνθρωπον, αλλά εδώ μίαν υπέρβασιν των εντολών -άλλοτε θα μιλήσομε γι’ αυτήν την υπέρβαση των εντολών- τι του λέγει; «Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα εις τους πτωχούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυρόν· στον ουρανόν. Και έλα να με ακολουθήσεις».
Όμως ο πλούσιος νεανίσκος, επειδή ακριβώς είχε πολλή περιουσία και ήτο και φιλοχρήματος, λυπήθηκε γι’ αυτήν την απάντηση που του έδωκε ο Κύριος και ανεχώρησε χωρίς πια να ενδιαφερθεί για κάτι περισσότερο.
Παρατηρεί κανείς στη συμπεριφορά αυτού του νεανίσκου, πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πλευρές. Και ακριβώς αυτές, αγαπητοί μου, ας προσέξομε. Καταρχάς προσεγγίζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεντία Του. Είχε αυθεντία. Η διδασκαλία του Κυρίου ήταν όντως αυθεντική. Γι’αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο 7ο κεφάλαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώνυμον εκείνη διδασκαλία Του επί του Όρους: «Καὶ ἐγένετο – σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής- ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ -είχαν μείνει έκπληκτοι οι όχλοι-· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς». Διότι εδίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων». Όχι όπως οι γραμματείς. Δηλαδή ήτο αυθεντία.
Έτσι μια βασική προϋπόθεση αναζητήσεως διδασκάλου, είναι η αυθεντία του. Προσέξτε, παρακαλώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεντία του. Αλλά η εποχή μας, αν θα έπρεπε να δούμε την εποχή μας, έχει γκρεμίσει κάθε αυθεντία. Και την αυθεντία του ανθρώπου και την αυθεντία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλήθεια θα καταφύγει, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να του δώσει μια αυθεντική απάντηση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγαπητοί μου, έπαυσαν να είναι αυθεντία. Οι εκπαιδευτικοί; Αλίμονο, απώλεσαν κάθε αυθεντία. Θα έλεγα ότι ο νέος δεν πείθεται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρίως όταν αναφερθούν σε διδασκαλία ανθρωπιστική. Δεν πείθεται πλέον ο νέος. Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί έσπευσαν να αποβάλλουν κάθε αυθεντία, γιατί την θεωρούν πια την αυθεντία μύθον. Δηλαδή οι εκπαιδευτικοί μας απομυθοποιήθηκαν. Απομυθοποιήθηκαν. Είναι φοβερόν. Η πολιτεία; Η πολιτεία με τους άρχοντές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σειρά της ήρθε να απορρίψει κάθε αυθεντία έναντι των πολιτών της. Δηλαδή η αυθεντία πλέον δεν υπάρχει. Έτσι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί πια δεν εμπνέουν καμία αυθεντία εις τον πολίτην. Βέβαια βαλθήκαμε με τα δέκα μας δάκτυλα και με τα δέκα νύχια των δακτύλων μας, να σκάψομε και να θάψομε την αυθεντία. Την κοροϊδέψαμε. Την ειρωνευτήκαμε. Είπαμε ότι «Ουφ! Αυθεντία… Τι θα πει αυθεντία του γονιού, τι θα πει αυθεντία του δασκάλου, του εκπαιδευτικού, τι θα πει αυθεντία της πολιτείας… Κολοκύθια στο πάτερο»- Με συγχωρείτε…
Το ίδιο πράγμα συνέβη και εις τον εκκλησιαστικό χώρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας πια αφήρεσαν και την αυθεντία από τον Θεό. Κατ’ επέκτασιν και από τον κλήρο που υπηρετεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεντία δεν υπάρχει. Ή ακριβέστερα, αυθεντία γίνεται ο κάθε άνθρωπος: «Γιατί είσαι εσύ αυθεντία και δεν είμαι εγώ αυθεντία; Είμαι εγώ λοιπόν αυθεντία. Και δεν έχω να αναγνωρίσω κανέναν άλλον, έξω από τον εαυτόν μου». Έτσι έχομε ένα φαινόμενον, το φαινόμενον του λεγομένου Κοινωνικού Προτεσταντισμού. Είναι γνωστό ότι ο Προτεσταντισμός θεωρεί αυθεντία όχι τον Πάπα, εξάλλου γι’αυτό έφυγε από τη δυτική Εκκλησία, την Ρωμαιοκαθολική, γιατί δεν έδιδε πλέον αυθεντία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προτεσταντισμός; «Αυθεντία, Χριστιανέ, είσαι εσύ, ο καθένας. Δεν έχεις να κοιτάξεις πουθενά αλλού παρά στον εαυτό σου. Μελέτα την Αγία Γραφή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την καταλάβεις». Εμείς λέμε: «Έχομε την αυθεντία των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής». «Όχι», λέγει ο Προτεσταντισμός, «είσαι εσύ η αυθεντία. Και θα καταλάβεις αυτό που θα καταλάβεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλαδή μια υποκειμενική κατάσταση. Γι’αυτό σας είπα, έχομε έναν κοινωνικόν Προτεσταντισμό ως προς το φαινόμενο αυτό της αυθεντίας. Έχομε δηλαδή στην εποχή μας ό,τι συνέβη τότε στην εποχή του Σωκράτους. Το φαινόμενο της διδασκαλίας των Σοφιστών, που με την διδασκαλία τους αυτή -Πρωταγόρας, Πρόδικος ο Κείος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδασκαλία τους διέφθειραν τους πολίτας των Αθηνών και γενικά την Ελλάδα. Και η Ελλάδα παρήκμασε θρησκευτικά, γιατί αυτοί εκήρυτταν ότι δεν υπάρχουν θεοί. Θρησκευτικά παρήκμασε η Ελλάς, πολιτιστικά, πολιτειακά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμίζω τον Σωκράτη, που είχε πει στον Ιπποκράτη, τον νεαρόν Ιπποκράτη, που ήθελε να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθητής του σοφιστού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιόλογα εκείνα που λέει ο Σωκράτης εις τον Ιπποκράτην τον νεαρόν. Αν θέλομε, αγαπητοί μου, ανόρθωση, επανόρθωση, πρέπει να προσδώσομε το κύρος και την αυθεντία, ό,τι πρέπει να έχει κύρος και αυθεντία.
Ο πλούσιος νεανίσκος στην συνέχεια ερωτά τον Κύριον: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω για να έχω ζωήν αιώνιον;». «Τι αγαθό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνιον ζωήν;». Εδώ βλέπομε εις τον νεανίσκον την αναζήτηση του αγαθού. «Τί ἀγαθὸν ποιήσω;». Σαν ένα μέσο απόκτησης της αιωνίου ζωής.
Αλήθεια, τι είναι αγαθόν; Θα έπρεπε η απάντησις να ήτο αυτονόητος· διότι το αγαθόν είναι αντιληπτόν από κάθε άνθρωπον. Εντούτοις, το αγαθόν δεν είναι αυτονόητον, αγαπητοί μου. Διότι η αδαμιαία πτώσις το αγαθόν το έκανε, αφού προηγουμένως το κατακερμάτισε, το έκανε υποκειμενικόν. Τι είναι αγαθόν; «Αυτό που νομίζω εγώ ότι είναι αγαθόν. Αυτό είναι αγαθόν». Και ότι δεν υπάρχει εξ αντικειμένου το αγαθόν, αλλά εξ υποκειμένου. Και έτσι η απάντησις εξαρτάται από τον κοσμοθεωριακόν προσανατολισμό που μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος. Ο καθένας δηλαδή έχει μία διαφορετική απάντηση να δώσει, τι είναι αγαθόν. Άλλη δίδει ο υλιστής, άλλη δίδει ο ιδεαλιστής, άλλη απάντηση δίδει ο Χριστιανός. Είναι όπως και η αλήθεια. Εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος: «Τί ἐστίν ἀλήθεια;». Ξέρετε, εκεί δεν ήταν ερώτημα. Ήταν εκείνο το … «Δεν βαριέσαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρτυρήσεις για την αλήθεια, τι εστίν αλήθεια». «Καί εὐθέως», λέει, «ἐξῆλθεν ἔξω, εἰς τό Πραιτώριον» κ.τ.λ. ο Πιλάτος. Δηλαδή: «Δεν βαριέσαι, πολλοί λένε την αλήθεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολλούς, να πεις για την αλήθεια. Δεν βαριέσαι, τί ἐστίν ἀλήθεια, τι είναι αλήθεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγαθόν; Δεν βαριέσαι, τι είναι αγαθόν». Όπως η αλήθεια χρήζει, αγαπητοί μου, αποκαλύψεως, έτσι και το αγαθόν χρήζει αποκαλύψεως. Πρέπει να μας αποκαλύψει ο Θεός τι είναι αγαθόν. Ο πλούσιος νεανίσκος καλώς ερώτησε τον Κύριον.
Αλλά σήμερα η γενεά μας, πώς θεωρεί το αγαθόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγαθόν; Καταρχάς είναι μια κακώς νοουμένη ελευθερία. Ή αν θέλετε, ένα κακέκτυπο της ελευθερίας. Το πρώτο αγαθόν. Μιλάμε για ελευθερία. Αλλά σήμερα η γενεά μας αυτήν την ελευθερία την έχει φοβερά κακοποιήσει. Ακόμη, αγαθόν είναι για κάποιους η αναρχία. Ή η απελευθέρωσις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαιμονισμός. Είναι η ψυχαγωγία σαν διασκέδασις· που θα πει… από το «διασκεδάννυμι»= σκορπίζω, διασκορπίζω. Κι έτσι, εκείνο που λέει στον άσωτον υιόν στην παραβολή ο Κύριος, ότι «διεσκόρπισεν τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικόνα, ο σύγχρονος άνθρωπος διασκορπίζει, σπαταλά το κατ’ εικόνα. Διασκεδάζει, σκορπίζει το κατ΄εικόνα. Σήμερα ο άνθρωπος όταν πηγαίνει να διασκεδάσει, στην πραγματικότητα στραπατσαρίζεται. Στραπατσαρίζει την ἐν αὐτῶ εικόνα του Θεού. Ο πανσεξουαλισμός θεωρείται αγαθόν ή φροϋδισμός. Ο πλούτος. Η αεργία. Όχι η ανεργία. Η αεργία. Άεργος είναι αυτός που δεν θέλει να εργαστεί. Ενώ άνεργος είναι αυτός που δεν βρίσκει δουλειά. Έτσι, βλέπετε τα παιδιά μας σήμερα, φεύγουν το πρωί απ’ το σπίτι, γυρίζουν το μεσημέρι για να φάνε, πάνε στις καφετέριες… δεν θέλουν να δουλέψουνε. Είναι ακατανόητο πράγμα! Κάποτε οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία, νέοι και μεγάλοι, αλλά πήγαιναν το βράδυ. Να πας σε καφενείο τις πρωινές ώρες, ήταν ακατανόητο. Πήγαιναν μόνο οι συνταξιούχοι. Σήμερα θα δείτε οι καφετέριες είναι γεμάτες από νέους, ώρες πρωινές… Αυτή η αεργία… Ο τυχοδιωκτισμός. Ακόμα, ο αστισμός. Δηλαδή ένα βόλεμα επαγγελματικό, μια τεχνική άνεση, ένα όμορφο σπίτι, κι ακόμη μια καλή υγεία. Διαβάζομε μύριες συνταγές, για να αποκτήσουμε και να έχουμε και να διατηρήσομε μια καλή υγεία. Ένας δηλαδή άκρατος βιταλισμός, ένας ζωισμός. Δηλαδή αυτό που λέμε και χαρακτηρίζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευματικά. Αλλά να ζήσω ζωικά». Όλα αυτά, αγαπητοί μου, θα σας απαντήσουν οι σύγχρονοι άνθρωποι ότι είναι το αγαθόν. Και τούτο γιατί ο σύγχρονος κοσμοθεωριακός προσανατολισμός είναι υλιστικός. Απλούστατα, το βλέπει κανείς. Έχομε τον λεγόμενον «πρακτικόν υλισμόν». Θα πούμε πάλι και θα το ξαναπούμε ότι η έννοια του αγαθού χρήζει αποκαλύψεως. Από πηγή αυθεντική. Κι Αυτός είναι ο Θεός.
Ο πλούσιος νεανίσκος ακόμα είπε εις τον Κύριον: «Τί ἀγαθόν ποιήσω;». «Τι αγαθό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεωρητική απάντηση, αλλά μια πρακτική απάντηση. Η εποχή μας αναζητά, αλλά δεν θέλει να κουραστεί. Το στοιχείον της ασκήσεως είναι αποκρουστικόν. Διότι ο Χριστιανισμός είναι άσκησις. Είναι μάλιστα σταυρικός, σταυρική άσκησις. Και οι αρχαίοι έλεγαν ότι «τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Τα αγαθά αποκτώνται με κόπους. Αλλά ο Χριστιανισμός σήμερα για να αρέσει στους πολλούς –προσέξτε αυτό το σημείο- έχει νοθευτεί σε βαθμόν υπερβολικόν. Κι έτσι για να προσελκύει δήθεν τους νέους, οι οποίοι δεν θέλουν να κουραστούν, απεχθάνονται αυτό που λέγεται άσκησις εν ευρεία εννοία. Μια μορφή της ασκήσεως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επειδή λοιπόν απεχθάνονται την άσκηση, έρχεται τότε να μεταβάλει, να μεταβάλει, ο Χριστιανισμός, δηλαδή εμείς, που κατά κάποιο τρόπο προσφέρομε τον Χριστιανισμόν, έρχεται, αγαπητοί μου, να προσφερθεί ως Κοινωνισμός και ως Ανθρωπισμός. Δηλαδή απώλεσε όλο το στοιχείο του μυστηρίου του Θεού. Κι έγινε ανθρώπινος ο Χριστιανισμός. Έγινε ανθρωποκεντρικός, όχι θεοκεντρικός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς καταλαβαίνομε εμείς οι άνθρωποι, για να ζήσομε δήθεν κάποια στοιχεία του Χριστιανισμού, για να λεγόμαστε Χριστιανοί. Είδατε; Θα ήθελα πολύ χρόνο να σας πω πώς μετεβλήθη δυστυχώς ο Χριστιανισμός σε Κοινωνισμό και σε Ανθρωπισμό.
Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτόνομα. Διότι εκείνος που θα δεχθεί έναν Χριστιανισμό ως Κοινωνισμό, δεν δυσκολεύεται να τοποθετήσει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκείνος να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος να ενδιαφέρεται για τον Θεό. Ουσιαστικά δηλαδή μία αυτόνομη κατάσταση. Γι’αυτό και οι νέοι μας στο τέλος καταντούν ρηχοί, αθεολόγητοι, ανερμάτιστοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Γιατί; Το βάθος είναι ο Θεός.
Ο νεανίσκος ακόμα είπε: «ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώνιο ζωή». Το αγαθό το έβλεπε σαν μέσον ενός σκοπού· της αιωνίου ζωής. Στις αναζητήσεις τους όμως οι σύγχρονοι νέοι μας, που διψούν για την αιωνία ζωή…- αλλά τελικά δεν την αναζητούν. Είναι σαν εκείνον τον άρρωστο άνθρωπο που έχει πάθει αφυδάτωση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρασε στην κατάσταση της αφυδατώσεως. Και δεν ξέρει ότι του λείπει το νερό. Δηλαδή έχει μία υπολανθάνουσα δίψα η γενεά μας, ιδίως η γενεά των νέων. Ο οπτικός των ορίζων περιορίζεται μόνον εις τον παρόντα αιώνα, εις την παρούσα ζωή. Δεν θέλει ο σύγχρονος νέος κάτι το μελλοντικό, κάτι που να είναι επέκεινα της παρούσης ζωής. Κι εδώ φαίνεται ακριβώς η ρηχότης και η πνευματική μυωπία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέπει να το πούμε.
Αλλά σε εποχές παρακμής… δεν το αντιλαμβάνεστε ότι η εποχή μας είναι εποχή παρακμής; Φοβερής παρακμής; Παρά τον πλούτο του τεχνικού πολιτισμού; Φοβερής παρακμής; Λοιπόν σε εποχής παρακμής, αποπροσανατολισμού και υποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και θαυμάσιοι νέοι, οι οποίοι εντελώς συγκεκριμένα αναζητούν, όχι αφηρημένα, εντελώς συγκεκριμένα, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, αναζητούν την αιωνία ζωή. Την αιωνία ζωή! Ως απουσία του θανάτου. Και των ανθρωπίνων δεινών. Ως αφθαρσία, και αιωνία νεότης, ως αιωνία μακαριότης. Έτσι την ζητούν. Όπως την προσφέρει ο λόγος του Θεού. Ακόμη, ως γνώσις και ως θεωρία του Χριστού. Λέγει ο Κύριος: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώνιος ζωή; ἵνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αγαπητοί μου, η αιώνιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί η αιώνιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί είναι η Βασιλεία Του. Όταν λέμε Βασιλεία, όταν λέμε αιώνιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χριστός, αυτή η παρουσία του Χριστού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χριστός.
Πολλές φορές οι νέοι αναζητούν την αιώνια ζωή μέσα εις τον Μοναχισμόν. Είναι το ίδιο φαινόμενο που παρετηρήθη μετά από την επισημοποίηση του Χριστιανισμού, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Είδαν πολλοί νέοι να επέρχεται με ακάθεκτον τρόπον μία εκκοσμίκευση μέσα στην Εκκλησία. Γι’αυτό και αφήνουν τις πόλεις και αναχωρούν εις την έρημον. Μέχρι τότε, που υπήρχε το μαρτύριο στις πόλεις, δεν υπήρχε λόγος να πάνε εις την έρημο. Τώρα που κοσμικοποιείται η Εκκλησία, εκκοσμικεύεται, αφήνουν τις πόλεις, και πηγαίνουν στην έρημο. Μια ζωντανή Εκκλησία δίδει βέβαια πάντοτε δυνατότητες αιωνίου ζωής και αν ακόμη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζωντανή Εκκλησία, η οποία προσελκύει τους νέους, είτε στην έρημο των πόλεων, είτε στην έρημο από ανθρώπους. Αλλά η ζώσα, η ζωντανή Εκκλησία. Γι’αυτό, αγαπητοί μου, θα λέγαμε, για την Εκκλησία μας σήμερα, υπάρχει εκείνο που είπε ο Χριστός και εφαρμόζονται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγελον της Εκκλησίας των Σάρδεων, είναι στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο. Λέγει: «Οἶδά σου τὰ ἔργα (:Γνωρίζω τα έργα σου) ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ (:Έχεις μόνο όνομα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθοδοξία, Ορθόδοξος Εκκλησία». Το όνομα έχομε. Είμαστε νεκροί. «Γίνου γρηγορῶν (:ξύπνα, σήκω), καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν (: τα μέλη της Εκκλησίας στήριξέ τα. –Επρόκειτο να πεθάνουν). Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας (:Θυμήσου πώς πήρες και πώς άκουσες), καὶ τήρει καὶ μετανόησον».
Η Ορθόδοξός μας Εκκλησία έχει ανάγκη να μετανοήσει. Δηλαδή εμείς να γυρίσουμε πίσω. Να δούμε την αρχέγονο Εκκλησία, όπως οι Πατέρες την είδαν, όπως την στήριξαν και ερμήνευσαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαίως, εξ ου και Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα μέλη μιας ζωντανής Εκκλησίας πρέπει πάντοτε να αναζητούν την αιώνιον ζωήν. Πάντοτε. Αν σταματήσουν μπροστά σ’ αυτήν αναζητούντες αλλότρια και εγκόσμια πράγματα, έχουν αστοχήσει. Πάντοτε την αιώνιον ζωήν. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», λέει ο Απόστολος Παύλος.
Για εποχές μιας φοβερής παρακμής ακόμα, έχουν γραφεί και οι λόγοι του Ψαλμωδού: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰς ἐστί συνιών ἤ ἐκζητών τόν Θεόν -Σκύβει ο Θεός από τον ουρανό να δει, υπάρχει κάποιος που ζητάει τον Θεό; Που καταλαβαίνει κάτι από τον Θεό;- Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν (:Όλοι εξέκλιναν, όλοι έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν, ἕως ἑνός». «Κανένας», λέγει ο Ψαλμωδός, στον 13ο Ψαλμό του.
Αγαπητοί μου, ο πλούσιος νεανίσκος απήλθε λυπούμενος. Και στην εποχή μας υπάρχει η δίψα της αιωνίου ζωής, αλλά όταν ακούσουν τους όρους για να την αποκτήσουν, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Φοβερά πράγματα. Ποιος μπορεί να τα ακούσει αυτά που λέει η Εκκλησία;». Και ο Κύριος λέγει… «Ἐμβλέψας αὐτῶ -λέει άλλος Ευαγγελιστής· δηλαδή τον κοίταξε τον νεανίσκον- ἠγάπησεν αὐτόν». «Τον συνεπάθησε». Όπως ακριβώς συμπαθεί ο Θεός κάθε νέο άνθρωπο, που του γυρίζει την πλάτη…
Αγαπητοί μου, ο Κύριος είναι ο κομιστής της αιωνίου ζωής. Καλύτερα; Σας το είπα προηγουμένως, είναι η αποκάλυψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώπου ανάμεσά μας, είναι η αποκάλυψις της αιωνίου ζωής που πλέον δια του Ιησού Χριστού και εν τω Ιησού Χριστώ μπορούμε να προσεγγίσομε και να κατακτήσομε. Κάποτε ένας νεαρός είκοσι ετών, ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε αυτήν την σημερινή ευαγγελική περικοπή, τραντάχτηκε, συγκλονίστηκε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πούλησε τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την έρημο. Εκείνο που δεν έκανε ο πλούσιος νεανίσκος στην εποχή του Χριστού, το έκανε ο Μέγας Αντώνιος. Αλήθεια, πώς τον έλεγαν εκείνον τον νεανίσκον; Μήπως θυμόσαστε; Δεν είχε όνομα. Το όνομά του δεν έμεινε στην αιωνιότητα. Αλλά ο Μέγας Αντώνιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώνιος! Έμεινε στην αιωνιότητα. Γιατί; Γιατί ζήτησε ακριβώς την αιωνιότητα.
Κορυφαία, αγαπητοί μου, αναζήτησή μας πρέπει να είναι η αιώνιος ζωή. Ιδιαιτέρως μάλιστα των νέων. Εξάλλου σε νέον έγραψε ο Απόστολος Παύλος, στον Τιμόθεο, όταν του γράφει στην πρώτη του επιστολή: «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς». «Ἐπιλαμβάνομαι» θα πει αρπάζω, πιάνω. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», της αιωνίου ζωής. Αυτήν την αιώνιον ζωήν, αγαπητοί, πρέπει κι εμείς να πιάσομε· καλά να πιάσομε, να κρατήσομε, για να μπορέσομε να ζήσομε μέσα σ’ αυτήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου