Τί είναι η Παλαιά Διαθήκη; (ζ)
π. Δημητρίου Μπόκου
Πολλές ενστάσεις εγείρονται σήμερα για το πρόσωπο που επιδεικνύει ο Θεός στην προ Χριστού εποχή. Πολλοί προσάπτουν στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης υπέρμετρη σκληρότητα και κακία προς τον άνθρωπο. Θεωρούν ότι δεν έχει καμμιά σχέση με το πρόσωπο του Θεού της αγάπης που αναδεικνύεται στην Καινή Διαθήκη. Φτάνουν να μιλούν για δυο διαφορετικούς, διαμετρικά αντίθετους θεούς. Μερικοί, προχωρώντας ακόμα παραπέρα, δεν διστάζουν να βλασφημήσουν, ταυτίζοντας τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης με τον σατανά.
Αγνοούν όσοι σκέπτονται έτσι, ότι ο Θεός μιλάει πάντα με τη γλώσσα που κατανοούν οι άνθρωποι της κάθε εποχής. Ότι μεταχειρίζεται τρόπους και μεθόδους που ανταποκρίνονται στις δυνατότητές τους, στη δική τους αντίληψη για τη ζωή, τον Θεό και τον κόσμο, στον δικό τους τρόπο σκέψης. Και ότι ενεργεί πάντα παιδαγωγικά, με γνώμονα το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου, δηλαδή φιλάνθρωπα. Και η παιδαγωγία του Θεού δεν είναι μονότροπη. Έχει πολλές μορφές. Μεταχειρίζεται ποικίλους τρόπους για να διδάξει, να συνετίσει και να σώσει τον άνθρωπο. Δεν ισχύει ότι το μόνο που ξέρει ο Θεός, είναι να τιμωρεί, όπως πολύ εύκολα, ρηχά, επιπόλαια και ανόητα συμπεραίνουν πολλοί «σκεπτόμενοι» σήμερα.
Αλλά είναι και ασυγχώρητο λάθος να κρίνουμε με τα κριτήρια του σήμερα τα δεδομένα άλλων εποχών. Εμείς ζούμε σε άλλες συνθήκες, έχουμε άλλες πνευματικές και ηθικές αρχές, άλλα ήθη και έθιμα, άλλο οικογενειακό, πολιτικό και διεθνικό δίκαιο, άλλη νοοτροπία και ψυχολογία, άλλη κοινωνική συγκρότηση, και, γενικά, εντελώς άλλο πολιτισμό. Η κάθε ανθρώπινη γενεά θα κριθεί με βάση τα ισχύοντα στην εποχή της. Είναι παντελώς άτοπο να κρίνονται τα πεπραγμένα άλλων εποχών έξω από το ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τους γίγνεσθαι. Με ποια λογική θα εφαρμόσουμε τα δικά μας κριτήρια για όσα έλαβαν χώρα πριν από είκοσι, τριάντα, ακόμα και σαράντα αιώνες; Πώς θα συγκρίνουμε τόσο ανόμοια μεταξύ τους πράγματα; Δεν θα αποδειχθούμε τότε παράλογοι, ανιστόρητοι, ανόητοι;
Πάνω σ’ αυτό λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Παΐσιος: «Στην Παλαιά Διαθήκη εκείνη την γλώσσα, εκείνον τον νόμο καταλάβαιναν. Ο ίδιος Θεός ήταν και τότε, αλλά εκείνος ο νόμος ήταν για εκείνους τους ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν αλλιώς. Μη σας φαίνεται εκείνος ο νόμος σκληρός και το Ευαγγέλιο διαφορετικό. Ήταν ο νόμος που θα ωφελούσε εκείνη την εποχή. Δεν ήταν ο νόμος εκείνος βάρβαρος, αλλά η γενιά εκείνη ήταν βάρβαρη. Οι σημερινοί άνθρωποι μπορεί να κάνουν μεγαλύτερες βαρβαρότητες, αλλά τουλάχιστον μπορούν να καταλάβουν. Τώρα ένα κανδήλι κουνιέται και πόσοι άνθρωποι συγκλονίζονται! Ενώ, βλέπεις, τότε πόσα έκανε ο Θεός! Έδωσε δέκα μάστιγες στον Φαραώ, για να βγάλει τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο. Κάνει ξηρά την Ερυθρά θάλασσα, για να περάσουν. Τους δίνει νεφέλη την ημέρα, για να μην τους καίει ο ήλιος, στήλη φωτεινή την νύχτα, για να τους οδηγεί. Και μετά από τόσα γεγονότα έφθασαν στο σημείο να ζητήσουν για Θεό ένα χρυσό μοσχάρι (Εξ. 32, 1-6)! Σήμερα οι άνθρωποι δεν θα έλεγαν ποτέ ότι ένα μοσχάρι θα τους οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, Α΄, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Σουρωτή Θεσ/νίκης 1998, σ. 62).
Επί πλέον πρέπει να έχουμε οπωσδήποτε υπ’ όψη μας τη συμβατικότητα της γλώσσας της Αγίας Γραφής. Είναι γλώσσα που προσπαθεί να εξηγήσει με τρόπο άμεσα καταληπτό από εμάς τις ενέργειες του Θεού και όχι γλώσσα που περιγράφει πώς ακριβώς είναι και ενεργεί ο Θεός. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί κατά κόρον τις λεγόμενες ανθρωπομορφικές εκφράσεις. Παρουσιάζει τον Θεό να σκέφτεται, να μιλά και να ενεργεί όπως θα ενεργούσε ο άνθρωπος. Έτσι ο Θεός έχει χέρια, πόδια, περπατάει, θυμάται, ξεχνάει, ζηλεύει, θυμώνει, οργίζεται, εκδικείται, τιμωρεί. Αλλά τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ο Θεός δεν έχει καμμιά ατέλεια, κανένα πάθος, καμμιά κακία μέσα του. Δεν οργίζεται ποτέ απέναντί μας, δεν διακατέχεται καθόλου από εκδικητικότητα, δεν κυριαρχείται από καμμιά τιμωρητική διάθεση, δεν προσβάλλεται από τις αμαρτίες μας και δεν επιζητεί καμμιά αποκατάσταση της τιμής του. «Όσα τοίνυν περί Θεού σωματικώτερον είρηται, συμβολικώς εστι λελεγμένα». Όταν π.χ. μιλάμε διά «οργήν και θυμόν» του Θεού, εννοούμε «την προς την κακίαν απέχθειάν τε και αποστροφήν» του (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός) και ποτέ, συνεπώς, την απόρριψη του αμαρτωλού ανθρώπου. Όλα αυτά λέγονται λόγω της δικής μας αδυναμίας. «Μη ανθρωπίνως δέχου τα λεγόμενα, αλλά την παχύτητα των λέξεων τη ασθενεία λογίζου τη ανθρωπίνη». Είναι η «συγκατάβασις της θείας Γραφής… διά την ημετέραν ασθένειαν» (Αγ. Ιω. Χρυσόστομος).
Ο Θεός στην πραγματικότητα μόνο αγαπά. Επεμβαίνει βέβαια με ποικίλους τρόπους στη ζωή των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και όλους τους τρόπους για το καλό μας. Αλλά ό,τι κάνει απέναντί μας δεν είναι παρά θεραπευτικές και παιδαγωγικές επεμβάσεις, υπαγορευόμενες από την άφατη φιλανθρωπία του, για τη διόρθωση και σωτηρία του αμαρτωλού. Κάποιες φορές οι χειρουργικές αυτές επεμβάσεις του είναι ιδιαίτερα δραστικές και επώδυνες. Αλλά δεν είναι τιμωρίες. Γίνονται μόνο, όταν όλα τα άλλα μέσα αποδειχθούν αναποτελεσματικά για τη θεραπεία του κακού. Ο Θεός ενεργεί όπως και ο γιατρός. Ξεκινάει από τα ηπιότερα φάρμακα και προχωρεί στα δραστικότερα. Και όπως ο γιατρός δεν τιμωρεί τον ασθενή, όταν τον ταλαιπωρεί με επώδυνες θεραπείες, αφού μάχεται την ασθένεια και όχι τον άνθρωπο, έτσι ακριβώς και ο Θεός. Ό,τι κι αν κάνει, όσο οδυνηρές κι αν είναι οι επεμβάσεις του, δεν είναι για την τιμωρία του αμαρτωλού, αλλά για τη διόρθωση και τη θεραπεία του από τη νόσο του κακού (βλ. και Αγ. Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία, «Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός»).
Το παράδοξο όμως είναι ότι, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα σήμερα, ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη μιλάει ακατάπαυστα για την ευσπλαχνία και την αγάπη του Θεού. Μέσα από τις (πάντα παιδαγωγικές και θεραπευτικές) «τιμωρίες» ο παλαιοδιαθηκικός άνθρωπος βιώνει ως ευσπλαχνία και όχι ως «απανθρωπία» τη δικαιοσύνη του Θεού. Και πιο συγκεκριμένα:
α. Θεωρεί κατ’ αρχήν απόλυτα σωστές και δίκαιες τις αποφάσεις του Θεού και όλες του τις ενέργειες με τις οποίες παρεμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία. «Δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου» (Ψαλ. 118, 137). «Ότι δίκαιος ει επί πάσιν, οις εποίησας ημίν, και πάντα τα έργα σου αληθινά, και ευθείαι αι οδοί σου, και πάσαι αι κρίσεις σου αλήθεια». Οι ενέργειες και οι αποφάσεις του Θεού είναι όλες ορθές και δίκαιες. «Και πάντα όσα επήγαγες ημίν, και πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή κρίσει εποίησας» (Δαν. Β, 3· 7 [3, 27· 31]). «Ουκ έστι δίκαιος ως ο Θεός ημών» (Α΄ Βασ. 2, 2).
β. Κατά δεύτερο λόγο, ο άνθρωπος κατανοεί πλήρως ότι αιτία των οδυνηρών θεϊκών παρεμβάσεων είναι η αποστασία και απείθειά του έναντι του Θεού. Οι άγιοι Τρεις Παίδες μέσα στην κάμινο του πυρός ομολογούν, ότι ό,τι επέφερε εναντίον τους ο Θεός, το έπραξε με απόλυτη δικαιοκρισία «διά τας αμαρτίας ημών. Αμαρτήσαμε και ανομήσαμε με το να απομακρυνθούμε από εσένα. Εξημάρτομεν εν πάσι και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν» (Δαν. Β, 4-5 [3, 28-29]).
γ. Ένα τρίτο σημαντικότατο στοιχείο είναι ότι δεν βλέπει ο άνθρωπος στον Θεό μια άτεγκτη δικαιοσύνη που ισοπεδώνει τα πάντα, αλλά μια δικαιοσύνη που συμπλέκεται αδιάκοπα με την ευσπλαχνία, ώστε τελικά να ταυτίζεται με τη χρηστότητα, την αγαθότητα, το έλεος του Θεού. «Ελεήμων ο Κύριος και δίκαιος, και ο Θεός ημών ελεεί» (Ψαλ. 114, 5). Παρά τις επώδυνες παρεμβάσεις του για την αποτροπή του κακού, το πρόσωπο του Θεού βιώνεται σε τελική ανάλυση ως αγάπη. Εφόσον ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, θεωρεί αυτομάτως ότι είναι δίκαιος, όταν κάνει τα πάντα (όλο το σχέδιο της Θείας Οικονομίας) για να τον σώσει, να τον αποκαταστήσει πλήρως, όπως θα έπραττε ο κάθε φυσικός γονιός για τα παιδιά του. Θα ήταν άδικο να μην το πράξει, να μην επιδείξει την αυτονόητη αυτή γονική φροντίδα και αγάπη.
Δικαιοσύνη και αγάπη δηλαδή δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα στον Θεό και μάλιστα αντιτιθέμενα μεταξύ τους, όπως διατείνονται μερικοί, αλλά δικαιοσύνη είναι η αγάπη του Θεού. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ. 33, 9). Είναι σπλαχνικός, ευεργετικός, αγαθός ο Κύριος, γι’ αυτό και ο ψαλμωδός παραγγέλλει ανεπιφύλακτα: «Κατατρύφησον του Κυρίου» (Ψαλμ. 36, 4), αφού η σχέση και κοινωνία μαζί του προξενεί απροσμέτρητη ευχαρίστηση. «Κύριος ο Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός» (Εξ. 34, 6). Η αυθεντική αίσθηση του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου είναι «φωνή αύρας λεπτής», σύμφωνα με το γνήσιο βίωμα της θεοπτίας του προφήτη Ηλία (Γ΄ Βασ. 19, 12).
δ. Αλλά και όταν ανταποδίδει, παρά το λεγόμενο στις Παροιμίες (κεφ. 24, 12), δεν ανταποδίδει ακριβώς «κατά τα έργα» του ανθρώπου. «Ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν» (Ψαλμ. 102, 8-10). Η ανταπόδοση του Κυρίου δεν είναι ανάλογη με τις αμαρτίες του ανθρώπου, αλλά κατά πολύ φιλανθρωπότερη. Ο ιερός Χρυσόστομος επιμένει ιδιαίτερα σ’ αυτό. «Κολάζει διά το φιλείν, ουχ ίνα τιμωρίαν απαιτήση». Ο σκοπός του Θεού δεν είναι να τιμωρήσει, αλλά να επαναφέρει τον άνθρωπο σε σχέση αγάπης μαζί του. «Μάλλον δε ουδέ κολάζει, αλλά διορθούται μόνον». Επισείει τον φόβο της «τιμωρίας» στον αμαρτάνοντα, μόνο «ίνα αποδύσηται το έγκλημα, ίνα καν ούτως επανέλθοι προς την εκείνου φιλοστοργίαν».
Όσο μάλιστα αυστηρότερη φαίνεται η «τιμωρία», τόσο περισσότερη είναι η αγάπη του. «Όταν σφόδρα επιτείνη την κόλασιν, τότε δείκνυσι τον έρωτα… Πάντα γαρ ο Θεός πράττει, ίνα φιληθῆ παρ’ ημών». Ο Θεός μετέρχεται τα πάντα και καταδέχεται να χρησιμοποιεί για τον εαυτό του «παχύτερα ρήματα» και όχι τις λεπτές και υψηλές θεολογικές έννοιες που του αρμόζουν, και επιπλέον αποδέχεται λέξεις και χαρακτηρισμούς που υποδηλώνουν ανθρώπινα πάθη, λέγοντας τον εαυτό του ζηλιάρη και υποδυόμενος τον ζηλότυπο σύζυγο ή εραστή («Θεός γάρ ειμι ζηλωτής» [πρβλ. Εξ. 20, 5]), «ίνα μάθης της αγάπης την επίτασιν» (Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις το· «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω», PG 60, 621-622).
ε. Δεν μιλάμε συνεπώς για τιμωρία (κόλαση), αλλά για διόρθωση, θεραπεία από ένα πατέρα-ιατρό, του οποίου είναι «το έλεος αμέτρητον και η φιλανθρωπία άφατος». Καμμιά κακία δεν εμφωλεύει στη φύση του, κανένας σαδισμός, κανένα άκαμπτο νομικό πνεύμα, καμμιά εμμονή για αποκατάσταση και ικανοποίηση κάποιας δικαιοσύνης ή διασαλευθείσας ηθικής τάξης ή προσβολής στο πρόσωπό του. Γι’ αυτό και όταν υπάρξει μετάνοια και επιστροφή του πεπτωκότος ανθρώπου, παρέλκει εκ μέρους του Θεού η τιμωρία. Ο προφήτης Ιωνάς μάλιστα «μέμφεται» τον Θεό για την ευσπλαχνία του: «Έγνων, ότι συ ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και μετανοών επί ταις κακίαις» (Ιων. 4, 2). Είναι ο Θεός που δεν κάνει πραγματικό δικαστήριο μαζί μας, δεν έρχεται «εις κρίσιν μετά των δούλων» του, επειδή είναι «ο μακροθυμών επί πάντας ημάς και μετανοών επί ταις κακίαις ημών». Ο Θεός που αλλάζει γνώμη και δεν μας «τιμωρεί» κατά τα έργα μας.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο φιλάνθρωπος Κύριος «ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί» (Ψαλμ. 102, 9). Γι’ αυτό προτιμάει πάντα να πέφτει «εν χειρί Κυρίου», διότι «πολλοί οι οικτιρμοί αυτού», και όχι στα ανηλεή χέρια των εχθρών του, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο Δαυΐδ, ευρισκόμενος ο ίδιος, λόγω σοβαρού παραπτώματός του, σε πραγματικό αδιέξοδο. Η «τιμωρία» του Θεού είναι πάντα φιλανθρωπότερη από τα δεινά που επισωρεύει η ανθρώπινη βαρβαρότητα. Είναι πάντα μικρότερη από την παράβαση. Χρησιμοποιείται μόνο ως έναυσμα επιστροφής στον Θεό. Με τη λήψη του μηνύματός της από τον άνθρωπο, δεν έχει λόγο να επιτείνεται και παύει (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 24). Δεν ισχύουν καθόλου στον Θεό τα αυτονόητα της ανθρώπινης άκαμπτης δικαιοσύνης, η οποία απαιτεί οπωσδήποτε για κάθε παράβαση την αντίστοιχη τιμωρία.
Γι’ αυτό και τίποτε δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να υμνεί ακατάπαυστα αυτόν τον Θεό. «Τα ελέη σου, Κύριε, εις τον αιώνα άσομαι» (Ψαλμ. 88, 2). «Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού». Αιώνιο και ανεξάντλητο είναι το έλεός του (Ψαλμ. 135, 1). Παρά τις «τιμωρίες» δηλαδή, ο άνθρωπος αισθάνεται φιλάνθρωπα τα χέρια του Θεού. Εμπιστεύεται χωρίς δισταγμό τον εαυτό του στην αγκαλιά του. Γιατί ο Θεός διακηρύττει, ότι αγαπάει το πλάσμα του περισσότερο από όσο η μάνα το παιδί της. «Είναι ποτέ δυνατόν μια μητέρα να μη σπλαχνισθεί τα έκγονα των σπλάχνων της, να λησμονήσει τα παιδιά της; (Στην ανθρώπινη ιστορία δυστυχώς συμβαίνουν κάποτε και αυτά). Αλλά και αυτό ακόμα το παρά φύσιν γεγονός να συμβεί, να λησμονήσει μια μητέρα τα παιδιά της, όμως εγώ ποτέ δεν θα σε λησμονήσω, είπε Κύριος» (Ησ. 49, 15).
Έναν τέτοιο Θεό, ανώτερο και από τη μάνα μας, θέλουμε.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 423, Οκτ. 2018, επηυξημένο)
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου