Ύστερα από την εξόντωση του Αλή Πασά, ο Σουλτάνος διέταξε τον Χουρσίτ Πασά να καταπνίξει την Ελληνική «ανταρσία». Είχε μεσολαβήσει έπειτα η καταστροφή των φιλελλήνων στου Πέτα και η φυγή όσων διασώθηκαν με τον Μαυροκορδάτο επικεφαλής, που φιλοδόξησε να παίξει τον ανάρμοστο γι’ αυτόν ρόλο στρατάρχη της Ρούμελης και πού είχε την ατυχία να ειδή το «άστρον» του να σβήσει, χωρίς να προφτάσει καλά-καλά να ανατείλει. Ο Χουρσίτ απολαμβάνοντας τις δάφνες του, ετοίμαζε την εκστρατεία του στο Μοριά, όταν με σουλτανικό φιρμάνι έπαιρνε την παύση του (!) και διοριζόταν Αρχιστράτηγος ο Μαχμούτ πασάς της Δράμας, που παράλληλα διοριζόταν και Βεζύρης του Μοριά.
Ο Μαχμούτ, που έμεινε από τότε γνωστός με τον τίτλο του Δράμαλη κατήρτισε ένα μεγάλο επιτελείο. Από τους πιο σπουδαίους Αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Τον Τοπάλ Πασά, άλλοτε Μεγάλο Βεζύρη, τον Χασάν Πασά Κατσίμπαση, τον Τσαρκατζή Αλή Πασά, τον Αλή Πασά του Αναπλιού που είχε διορισθεί τότε Μουχαβούζης στ’ Ανάπλι, δυο άλλους Πασάδες, πολλούς Δερεμπέηδες της Μακεδονίας και της Θράκης, όπως ο Εμίν Αγάς Κιουπρουλής, ο Μεχμέτ μπέης από την Καστοριά, ο Εμίν Μπέης από την Ξάνθη, ο Γιουσούφ μπέης από το Νευροκόπι κι’ ο Γιακούμπ Αγάς Καραοσμάνογλους από τη Μαγνησία.
Αφού συγκρότησε μια επιβλητική στρατιά, από 32.000 Αρειμάνιους Γκέκιδες και Τουρκαλβανούς, 21.000 άλογα της σέλας, 30.000 αλογομούλαρα φορτηγά και 500 κατάφορτες καμήλες, πέρασε τον Σπερχειό στις 29 του Ιούνη και χωρίς να συναντήσει καμιάν αντίσταση, έφτασε στα Δερβένια των Γερανείων στις 5 του Ιούλη.
Ο φανατισμένος Τούρκος Σερασκέρης πίστεψε πώς το πολυάριθμο της πολυθόρυβης Στρατιάς του είχε τρομοκρατήσει τους Έλληνες, που έσπευδαν να κρυφτούν από τον πανικό τους. Κι’ ωστόσο, ήταν ένα καλά υπολογισμένο στρατηγικό σχέδιο του πανέξυπνου Οδυσσέα Ανδρούτσου, που εφαρμόσθηκε στην εντέλεια. Τα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο του είχαν πυρποληθεί, οι θημωνιές το ίδιο είχαν καταστραφεί από φωτιά. Τα ποίμνια, τα κτήνη, τα τρόφιμα, ακόμα και οι κάτοικοι των χωριών είχαν με επιμέλεια αποκρυβεί σε απρόσιτα βουνά. Δεν είχε μείνει ούτε μια κότα σε αυλή, ούτε μια κυψέλη από μελίσσια, ούτε ένας καρπός σέ δέντρο, σύμφωνα με το σχέδιο, «ώστε ο εχθρός να εύρη έμπροσθεν αυτήν την γυμνότητα ερήμου προωρισμένης αυτής ως τάφος».
Η εκτέλεση του σχεδίου εφαρμόστηκε με επιτυχία από τον Πανουριά. Παντού όπου περνούσε ο Δράμαλης συναντούσε ερείπια, που κάπνιζαν. Η Ελευσίνα είχε κι’ αυτή πυρποληθεί. Για εκδίκηση οι Τούρκοι έκαψαν με τη σειρά τους τα Μέγαρα.
Τα αλογομούλαρα άρχιζαν να χρεμετίζουν από την πείνα. Οι άρρωστοι της Στρατιάς δεν εύρισκαν ούτε μια καλύβα για καταφύγιο και πέθαιναν στην ύπαιθρο.
Αλλά αισιόδοξος ο Σερασκέρης βιαζόταν να περάσει τον Ισθμό να καταλάβει την Κόρινθο και εκεί, πίστευε θα υπήρχαν τροφές και λάφυρα και δούλοι σε αφθονία. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας έστελνε μηνύματα στο Μοριά. ΄Εγραψε στον Κολοκοτρώνη, έγραψε και στον Αντιπρόεδρο της «Κυβερνήσεως» τον Θάνο Κανακάρη:
Σας στέλνω τριάκοντα χιλιάδας Τούρκων όπως όμονοήσετε κάμετε τους ότι, ήμπορέσητε” εγώ σας υπόσχομαι να μην αφήσω να διέλθωσιν άλλοι και αναλαμβάνω τον Σερασκέρ Χουρσίτ Πασ ά ν» .
Οι Μοραΐτες που είχαν σταλεί από την Κυβέρνηση να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια βιάστηκαν να φύγουν επιστρέφοντας δρομαία «οίκαδε» με επικεφαλής τον «αρχηγό της Κυρά Βουλής» την Ρήγα Παλαμήδη. Ο Σωτηράκης Νοταράς, που απειροπόλεμος όπως ήταν κι’ αυτός όπως και οι άλλοι πολιτικοί που έγιναν στρατηγοί από τους «Ολιγαρχικούς» — τους ίδιους τούς εαυτούς των δεν παρουσιάστηκε καθόλου. Έφυγε για το Σούλι, και από εκεί για τα Τρίκαλα, όπου είχε προπορευθεί εγκαταλείποντας τη θέση του για «λόγους υγείας» ο αδελφός του Πανούτσος Υπουργός των Οικονομικών. Κατά τον αυτόπτη Δ. Κριεζή ο Σωτηράκης Νοταράς καθώς έφευγε καβάλα στο άλογό του συνιστούσε στους Κορίνθιους να ανέβουν στον Ακροκόρινθο. Αυτός προχώρησε, κοντοζύγωσε ως τη γέφυρα του Φρουρίου, αλλά αντί να την περάσει, λοξοδρόμησε και τράβηξε κατά το Πεντεσκούφι. Η Στρατιά του Δράμαλη περνώντας τον Ισθμό, χωρίστηκε σε τρεις στήλες με πρόθεση να κάνει κυκλωτική κίνηση της Κορίνθου. Τις πρώτες απογευματινές ώρες, στις 5 του Ιούλη, η προέλαση του Τουρκικού στρατού εμποδίστηκε από σφοδρό κανονιοβολισμό της Φρουράς του Ακροκορίνθου που χτυπούσεν από τον προμαχώνα Σταύραιζα. Ο κανονιοβολισμός συ-νεχίστηκε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα, μέχρι μια ώρα πριν από τη δύση του ηλίου.
(ΜΕΡΟΣ Β΄)
Ο Κριεζής βρισκόταν στην Κόρινθο περιμένοντας τους άντρες του και τον Παναγιώτη Κρεβατά, για να πάνε μαζί στα Μεγάλα Δερβένια. Ανέβηκε στο Κάστρο μόνο με ένα στρατιώτη, από τους εικοσιπέντε συνοδούς του, για να βοηθήσει την υπηρεσία του Πυροβολικού. Από τους 150 φρουρούς του Ακροκορίνθου οι περισσότεροι ήσαν Κορίνθιοι με Φρούραρχο τον ’Ιάκωβο Θεοδωρίδη, καταγωγής Μονεμβασίτη, Υδραίο κάτοικο, κληρικό και γραμματοδιδάσκαλο. Ήταν έμπιστος του Παπαφλέσσα και στενός συνεργάτης του Καπετάν Αντώνη Οικονόμου .Από έπαρση αυτοονομαζόταν «Αχιλλέας».
Το απόγευμα στις 6 του Ιούλη, ο Κριεζής από το κανονιοστάσιο «Σταύραιζα» είδε να ερημώνεται το φρούριο και έσπευσε να συναντήσει τον Φρούραρχο να μάθει τί συμβαίνει. Εκείνος του εξήγησε ότι οι άντρες της φρουράς αξίωσαν να φύγουν και δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Είδε όμως στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο τον φόβο. Ο Κριεζής του πρότεινε τότε να θανατώσει τον Κιαμήλ – μπέη, που θα ήταν επικίνδυνος αντίπαλος σαν οδηγός του Δράμαλη και με τους θησαυρούς του θα βοηθούσε τον Σερασκέρη να καταστρέψει τους Έλληνες. Ο φρούραρχος συμφώνησε. Ο Κορίνθιος Μπενάκης, που ήταν στη συνδιάλεξη, ανέλαβε αυτός να σκοτώσει τον Μπέη. Ο ίδιος ο Κριεζής πρότεινε να ανατιναχτεί η πυριτιδαποθήκη και να καρφωθούν τα πυροβόλα του φρουρίου. Ο φρούραρχος δεν έφερε αντίρρηση. Με προτροπή του Κριεζή ο Υδραίος γέροντας αρχιπυροβολητής Μπούτας, συνέδεσε πυροδοτικό φυτίλι στην πυριτιδαποθήκη αρκετά μακρύ, σέ τρόπο που η ανατίναξη να γινόταν σέ 5—6 ώρες ύστερα από την εγκατάλειψη του κάστρου. Αφού συνέδεσαν την «θρυαλλίδα» ο Κριεζής ξαναμίλησε με τον φρούραρχο, για την άμεση θανάτωση του Κιαμήλ Μπέη. Αυτή τη φορά ο Μπενάκης δήλωσε πώς θα τον σκότωνε αυτή τη στιγμή. Ο Κριεζής τον παρακολούθησε ως το σπίτι, που κρατιόταν ο Κιαμήλ – μπέης.
Μαζί με τον Δημ. Μπενάκη, άλλοτε υπηρέτη του Κιαμήλ – μπέη, ακολουθούσαν ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λαλάκας και ο Ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης Παρθένιος Βλάχος.
Με το άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ο Κιαμήλ όρθιος να ατενίζει προς τους επισκέπτες του. Ο Μπενάκης χωρίς να ειπεί λέξη, τράβηξε την πιστόλα του και πυροβόλησε τον Μπέη. Όταν τον είδε να πέφτει αιμόφυρτος, του έδωσε και την χαριστική βολή, πυροβολώντας τον από τίς πλάτες. Κατ’ άλλη παράδοση ο Ηγούμενος έτρεξε να εμποδίσει την εκτέλεση του Κιαμήλ – μπέη, αλλά ο Μπενάκης και ο Λαλάκας δεν τον άκουσαν.
Τότε ο Κριεζής έφυγε από το Κάστρο, αφού κομπάζοντας άκουγε τον φρούραρχο να του λέει πως θα φονεύσει και τίς Τουρκάλες της οικογένειας και της συνοδείας του Μπέη. Κατεβαίνοντας τον κατήφορο άκουσε τις γυναίκες να θρηνούν κι’ επίστεψε πως ο φρούραρχος ήταν έτοιμος να τις φονεύσει. Αλλά όπως διεπίστωσε αργότερα ο Κριεζής ο «Αχιλλέας» διέταξε να μη πειραχτούν οι γυναίκες και έφυγε τελευταίος από το Φρούριο.
Την επομένη ο Δράμαλης, ειδοποιημένος από μια θεραπαινίδα της Κιαμήλμπεγίνας, ότι το Φρούριο είχε εγκαταλειφτεί από τη φρουρά του, αφού διαπίστωσε με έκπληξή του την αλήθεια, ανέβηκε με το Επιτελείο του στον Ακροκόρινθο. Τον υποδέχτηκαν με πολυτελέστατα πέπλα, ανάμεσα σε πλούσια στολισμένες Τουρκάλες θεραπαινίδες, η χήρα και η μητέρα του Κιαμήλ, που του υπέδειξαν και ένα πηγάδι, με κρυμμένους θησαυρούς του Κιαμήλ, 40.000 πουγγιά ,γεμάτα χρυσά νομίσματα, που ή αξία τους υπολογιζόταν σε 20.000.000 φράγκα κατά τον Πουκεβίλ, ή ισάριθμα γρόσια κατά τον Φραντζή.
΄Επειτα για να τιμήσει την χήρα του Κιαμήλ μπέη, πανέμορφη Γκιούλ Χανούμ, την παντρέφτηκε, απάνω στον Ακροκόρινθο, μέσα σε Ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Και για να ικανοποιήσει περισσότερο την νύφη, αντί για άλλο «Μνημείο» στη μνήμη του
Κιαμήλ – μπέη, διέταξε ο Σερασκέρης κι’ έκτισαν ζωντανούς στα τείχη του Κάστρου τους καλλίτερους ραγιάδες που έσερνε μαζί του αιχμαλώτους από τη Ρούμελη «όπως καλλωπίσει τον Ακροκόρινθον, δια φρικαλέων αγαλμάτων…». «Και σαν να μην έφτανε αυτό του το ανοσιούργημα, εκρέμασε ο ίδιος κατωκέφαλα δυό σεβάσμιους παπάδες» .
Η λαϊκή Μούσα της Κορινθίας, αφιέρωσε στην αιχμαλωσία και στον θάνατο του Κιαμήλ – μπέη το παρακάτω τραγούδι της:
«Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια,
Πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένην χώραν”
Κλαίουν στούς δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν Έμιροπούλες,
Κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμήλη”
«”Αχ πούσαι και δεν φαίνεσαι καμαρωμέν’ άφέντη;
Πούσουν κολόνα στο Μωριά και φλάμπουρο στην Κόρθο.
Ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος.
Στην Κόρθο πλιά δεν φαίνεσαι, ουδέ μες στα σαράγια.
΄Ενας παπάς σου τα ’κάψε τα έρμα τα παλάτια.
Κλαίουν τ’ άχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ άγάδες”
Κλαίει και η Κιαμήλαινα τον δόλιο της τον άντρα.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων…».
Με την αναίμακτη κατάληψη της Κορίνθου και του θρυλικού της Κάστρου, του «’Άστρου της Ανατολής» όπως το καλούσαν οι Τούρκοι, ο Δράμαλης πίστεψε πως η εκστρατεία του οδηγιόταν ραγδαία στο νικηφόρο τέρμα της. Έσπευσε γι’ αυτό να στείλει στο Σουλτάνο το χαρμόσυνο άγγελμα της νίκης, και της καταστολής της ανταρσίας των ραγιάδων. Αμέσως διετάχτηκαν γιορτές και πανηγύρια στην Κωνσταντινούπολη και μέσα σε επίσημη τελετή που τίμησαν ο Σουλτάνος και οι ξένοι πρέσβεις, έγινε πανηγυρική «Δοξολογία» και ευχαριστήριοι δεήσεις αναπέμφθηκαν στον Αλλάχ, για «την συντριβή των Ελλήνων!».
ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ (ΜΕΡΟΣ Γ΄ τελευταίο)
«H Ελλάς ,γράφει Πουκεβίλλ, — επανέπιπτεν υπό τας αλύσσεις. Η είδησις αύτη επισήμως ανακοινωθείσα τω προξένω της Αγγλίας εν Πρεβέζη Μέγερ διά του Βοεβόδα Μπεκίρ Τουκατώρ απεστάλη εν Κερκύρα τω στρατηγώ τω αντικαθιστώντι τον Μέϊτλαν (Άγγλον Αρμοστήν) δι ού πάλιν αντήχησεν εν Σουλίω και ολίγον ύστερον μετά ταύτα εις άπασαν την χριστιανοσύνην».
«Βάρβαρος χαρά εξεδηλώθη μεταξύ των Τουρκοφίλων, ο ί τ ι ν ε ς επεθύμησαν όπως η καταστροφή των Χριστιανών γ ί ν ει τ ε λ ε ί α» .
Η «Ιερά Συμμαχία» επανηγύριζε. Ο Αυστριακός δολοπλόκος Μέτερνιχ έσπευσε τότε να αναγγείλει το ευχάριστον άγγελμα στον Τσάρο Αλέξανδρο. Κι’ εκείνος έτριβε τα χέρια του από ασυγκράτητη χαρά λέγοντας: «Ε ύ τ υ χ ώ ς, διότι αλλέως κίνδυνος υπήρχε να καταληφθεί και η Κωνσταντινούπολις από τους Έ λ λ η ν α ς!».
Μετά τις γιορτές και τα πανηγύρια, ο Δράμαλης απολαμβάνοντας τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του, συνεκάλεσε στην Κόρινθο Πολεμικό Συμβούλιο από τους Μεγιστάνες Τούρκους, που τον ακολουθούσαν. Αποφασίστηκε από αυτούς, σύμφωνα με τη γνώμη του Δράμαλη, να είσβάλει η Στρατιά στην Αργολίδα, να βοηθήσει το Ανάπλι, που κινδύνευε να κυριευτή από τους Επαναστάτες και συνέχεια να καταληφτεί η Τριπολιτσά. Διαφώνησαν τότε, ο Αναπλιώτης Αλήμπεης και ο Γιουσούφ Πασάς που υποστήριξαν να διαιρεθεί η Στρατιά σε τρεις Μοίρες και κάθε μιά άπ’ αυτές να προχωρήσει στην Πελοπόννησο από τρεις διαφορετικές διευθύνσεις, από την Αργολίδα, τα Καλάβρυτα — Πάτρα και από την Ηλεία. Αλλά ο Δράμαλης, με την γνώμη, ότι η κατάκτηση του Μοριά θα ήταν για την περίφημη Στρατιά του ένας απλός στρατιωτικός περίπατος, έστειλε πρώτα στ’ Ανάπλι τον Αλήμπεη με συνοδεία σαράντα εννιά ντελήδων για να εμποδίση την παράδοση της πόλης στους ΄Ελληνες και ύστερα από δυό μέρες, «έν πομπαίς και οργάνοις» στις 12 του Ιούλη έφυγε θριαμβευτής και τροπαιούχος από την Κόρινθο, νομίζοντας πως θα ολοκληρώσει τον «θρίαμβο»! «Μωραίνει ο Κύριος, ον βούλεται απωλέσαι!»).
Μόλις είχε αποχωρήσει η Δραμαλική Στρατιά από την Κόρινθο, οι Δερβενοχωρίτες με τον Νικηταρά, χτύπησαν την φρουρά του Δράμαλη, που είχε μείνει στα Μεγάλα Δερβένια, την εξόντωσαν και πήραν και τα έξ κανόνια της και με βοήθεια του Οδυσσέα Ανδρούτσου οχυρώθηκαν εκεί και απέκλεισαν κάθε επικοινωνία των Τούρκων Μοριά και Ρούμελης. Σχετικά Αναφέρει ο Φωτάκος:
«… άφησε δε και κάμποσα κανόνια — ο Δράμαλης — εις τα Μεγάλα Δερβένια, και τα επήραν οι Δερβενοχωρίται με τον Νικήταν σκοτώσαντες και 500 στρατιώτας, τους οποίους είχεν αφήσει να βαστούν τον δρόμον ανοικτόν. Εκτός των άλλων Δερβενοχωριτών ήσαν και οί έξεις: ο Σταμάτιος Λούκος επί κεφαλής, Νικ. Μ. Μπεθάνης, Γ. Σούτας, Πανούσης Μεγάλος, Αναστ. Μαργέτης, Αθ. Βόγλης, Δ. Σταμούλης, I. Παπάς, Αθ. Τσαβάρας, Αθ. Μεγάλος, Γκίκας Λούκος, Θωμάς Δρεμούσης, I. Γ. Οικονόμου, I. Δεσπότης, Γ. Γκιόκας, Γεώρ. Αυγερινός, Κωστ. Τσουρέλης και Μιχ. Αυγερινός, όστις έλαβώθη».
«Αρχή δεινών» για τον Δράμαλη και την περίφημη Στρατιά του, που την τελική της τύχη προέβλεπε ο Οδυσσέας καθώς έλεγε: «Τριάκοντα χιλιάδες στρατού προσφέρονται όπως τας θυσιάσωμεν… η έργασία αύτη θά ήδύνατο να ταράξει την ησυχίαν των έν Κορίνθω κυρίων υπουργών μας- αλλά αναμφιβόλως η παρουσία αυτών θα έξεγείρει την ένέργειαν των εν Πελοποννήσω Αδελφών μας οπλαρχηγών — οι οποίοι ας κάμουσι καλά με αυτούς. Εάν πάλιν δεν θέλουσι να λάβωσι τον κόπον να τους φονεύσωσιν ας αφήσωσι την φροντίδα ταύτην εις τούς πυρετούς και την πείναν. Εντός δύο μηνών ουδείς έξ αυτών θα ύ π ά ρ χ ει» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου