π. Δημητρίου Μπόκου
Τα θολά τζάμια της μικρής αγροικίας έτριξαν, καθώς ο τρανταχτός τραχύς ήχος του τρακτέρ αντήχησε στην περιφραγμένη αυλή. Ο μεσόκοπος άντρας έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε. Τίναξε τις λασπωμένες του μπότες στο πράσινο χορτάρι και μπήκε. Χαιρέτησε ανέκφραστα, έβγαλε την κουκούλα και κρέμασε το αδιάβροχο τζάκετ παραλλαγής, τινάζοντας τις λίγες σταγόνες που είχαν ξεμείνει πάνω του.
Δεν πρόλαβε να κάνει βήμα και δυο μικρά που έπαιζαν στο πάτωμα πετάχτηκαν χαρωπά και όρμησαν πάνω του. Χαμογελώντας κουρασμένα τα σήκωσε στην αγκαλιά του και τα ’σφιξε με στοργή.
-Όλα καλά; ρώτησε, καθώς η γυναίκα του έβγαινε με τη λεκάνη γεμάτη για άπλωμα.
-Δόξα τω Θεώ, καλά! είπε εκείνη. Πέρασε το αφεντικό από ’δω νωρίτερα.
-Ησυχία δεν έχει! Τί ήθελε πάλι;
-Δουλειά! Τί άλλο θα μπορούσε να θέλει; Έφερε τις παραγγελίες του χασάπη για το Πάσχα, θα ’ναι καμμιά τριανταπενταριά τουλάχιστον. Και το λεμόνι, λέει, καθυστέρησε. Πέρασε ο καιρός του. Να το κόψεις τώρα και ως το Πάσχα να το ’χεις παραδώσει.
-Μέρες που έρχονται θα κόβω λεμόνι; Τα αρνιά εντάξει, τα ’χω στο πρόγραμμα. Μα το λεμόνι; Είναι η ώρα τώρα για τέτοιες δουλειές; Δεν με φτάνει το Μεγαλοβδόμαδο για να το κόψω.
-Του το ’πα κι εγώ, αλλά ξέρεις τί απαντάει πάντα σ’ αυτό.
Ο στιβαρός άντρας δεν μίλησε. Ήξερε πολύ καλά την απάντηση. Την είχε ακούσει πολλές φορές. Έσκυψε το κεφάλι και κάθισε στον ξηλωμένο καναπέ πικραμένος. Είχε δίκιο το αφεντικό. Ποιος ήταν αυτός που ήθελε να κάνει Πάσχα σαν τους άλλους;
Αλήθεια, ποιος ήταν;
Πάνε χρόνια που είχε φανεί στα μέρη εκείνα ένα μεγάλο καράβι. Άραξε στ’ ανοιχτά για μια μονάχα μέρα. Ίσα-ίσα για να αφήσει το ανεπιθύμητο φορτίο. Μια βάρκα κατέβηκε στο νερό και πλησίασε στην ακτή. Παραξενεμένοι οι χωρικοί είδαν έναν άγνωστο άντρα να βγαίνει με ένα μπόγο στον ώμο του. Και στο κατόπι του μια νεαρή γυναίκα με δυο μικρά στην αγκαλιά της. Προχώρησαν και κάθισαν στην άκρη της προβλήτας, εκεί που άρχιζε ο πλατύς ανηφορικός δρόμος για την πλατεία του χωριού. Έπρεπε να περιμένουν.
Ο καπετάνιος ζήτησε να ’ρθει σε συνεννόηση με τον πρόεδρο. Μαζεύτηκαν και οι πρώτοι όλοι του χωριού και περίεργοι αρκετοί ένα γύρο. Τί συνέβαινε; Έψαχναν τόπο για τους άγνωστους ταξιδιώτες. Δεν τους ήθελαν πουθενά. Αλλά γιατί;
Αποδείχθηκε περίεργη υπόθεση. Ο άνθρωπος είχε βγει από τις φυλακές. Είχε εκτίσει κατά διαστήματα αρκετές ποινές πολύχρονης φυλάκισης. Τον βάραιναν πολλά. Ασώτευε απ’ τα μικρά του. Σπατάλησε τη λιγοστή περιουσία των γονιών του, έκλεψε, αδίκησε, εκμεταλλεύτηκε, ξεγέλασε κόσμο, ατίμασε. Μόνο σε φονικά δεν ήταν μπλεγμένος. Μα στα υπόλοιπα, χωμένος ως τα μπούνια. Δεν υπήρχε παρανομία και διαφθορά που να μην είχε βουτηχτεί. Το μητρώο του λερώθηκε ανεπανόρθωτα. Και τώρα έψαχνε ο καλός σου τόπο να ριζώσει. Οι δικοί του τον αποκλήρωσαν. Οι συγχωριανοί του τον έδιωξαν. Του γύρισαν την πλάτη δηλώνοντάς του κατάμουτρα πως δεν τον ήθελαν πια ανάμεσά τους. Ήταν γι’ αυτούς persona non grata. Ανεπιθύμητος. Έψαξε αλλού για δουλειές, μα όλοι τον έδιωχναν, μόλις μάθαιναν το ιστορικό του.
-Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί τον έφερες σε μας; ρώτησαν εύλογα οι χωρικοί τον καπετάνιο.
-Παντού το ίδιο με ρωτάνε. Κάπου δεν πρέπει να αράξει κι αυτός; Θα τον έπαιρνα στο καράβι μου, μα δεν την πάει τη θάλασσα με τίποτε. Δεν μπορεί να ταξιδέψει, ούτε μια μέρα δεν την αντέχει.
-Και γιατί να τον φορτωθούμε εμείς; Του χρωστάμε;
-Αν ήταν γι’ αυτόν, δεν θα σκοτιζόταν κανένας. Τα ’θελε και τα ’παθε. Ας κοιμηθεί όπως έστρωσε. Μα δεν είναι μόνος του πια. Έχει γυναίκα και παιδιά. Κρατήστε τον! Ψυχικό θα κάνετε!
Μα οι χωρικοί ήταν αμετάπειστοι.
- Προτείνω να μην μπλέξουμε! είπε κάποιος. Αν δεν τον δέχονται πουθενά, γιατί να πιαστούμε κορόιδα εμείς; Δεν είναι και το βολικότερο παιδάκι καθώς φαίνεται.
Κόντευαν να διαλυθούν, όταν βροντερός ήχος από τρακτέρ ανατάραξε την ατμόσφαιρα. «Ερχόμενος απ’ αγρού» ο οδηγός του, πάρκαρε στην πλατεία και κατέβηκε. Πλησίασε απορημένος την ομήγυρη και έμαθε τα καθέκαστα. Ήταν απ’ τους παλιούς καλούς νοικοκυραίους, μεσόκοπος και βάλε, μεγάλος κτηματίας και υπολογίσιμος στα κοινά του χωριού. Άκουσε προσεκτικά την υπόθεση και έμεινε για λίγο σκεφτικός. Στο τέλος είπε.
-Η αλήθεια είναι πως εγώ χρειάζομαι άνθρωπο. Το ξέρετε πως έχω μείνει μόνος μου από καιρό, χωρίς βοήθεια. Δεν γίνεται να συνεχίσω έτσι. Τα χτήματά μου, τα ζώα μου, είναι πολλά. Έχω φτάσει στα όριά μου.
-Ώρα είναι να μας τον καθίσεις τώρα στον σβέρκο μας τον αλιτήριο! διαμαρτυρήθηκαν μερικοί.
-Όχι βέβαια! Αν είναι να τον πάρω, θα μείνει μακριά μας. Στην εξορία. Σε κείνο το αχούρι, στις στάνες μου, πέρα στους λόφους. Και πάλι δεν λέω τώρα για οριστικά. Με δοκιμή πρώτα. Να δούμε κιόλας αν αξίζει τίποτα ή είναι άχρηστος.
Η κουβέντα ξαναφούντωσε ζωηρή για αρκετή ώρα. Με τα πολλά καταλάγιασε, φάνηκε να κατασταλάζουν κάπου.
-Λοιπόν, τα πάντα με δική σου ευθύνη! είπαν στον κτηματία. Κανόνισε να μην πλησιάζουν πουθενά. Δεν θα ανακατεύονται μαζί μας. Έχουμε παιδιά, κορίτσια, πράματα. Καλά είμαστε στην ησυχία μας. Δεν έχουμε όρεξη για φασαρίες. Μη μπλέξουμε και με υπόκοσμο τώρα!
-Έννοια σας! Θα είναι στην εξορία μόνιμα. Θα είμαι κέρβερος σ’ αυτό! απάντησε ικανοποιημένος εκείνος.
Κι έτσι ο πρώην κατάδικος έριξε άγκυρα στο μικρό χωριό. Μια μικρή αγροικία, χαμένη στα απέραντα χτήματα του αφεντικού, σταύλος πιότερο παρά σπίτι, διορθώθηκε όπως-όπως για να μείνουν. Με τη ρητή εντολή να μην πλησιάζουν ποτέ στο χωριό. Να μη συγχρωτίζονται με τους τίμιους και καθώς πρέπει ανθρώπους. Να ζουν εξόριστοι από την ανθρώπινη κοινωνία. Στην πλήρη απομόνωση.
Και να, που δέκα και βάλε χρόνια τώρα, ζουν υπό το καθεστώς αυτό. Τα δυο τους παιδιά μεγάλωσαν, μα δυο μικρότερα ξεφύτρωσαν στο ταπεινό τους σπιτικό. Ο βαρυποινίτης αποδείχτηκε άξιος δουλευτής. Ακολούθησε κατά γράμμα τις εντολές του αφεντικού του. Δεν τον έπαιρνε άλλωστε για τσαλιμάκια και παρασπονδίες τώρα. Ήταν στενά τα περιθώρια. Και είχε πολλούς στο κεφάλι του να νοιαστεί. Η γυναίκα του, καλόγνωμος άνθρωπος, στάθηκε πλάι του χωρίς γογγυσμό. Κανένα παράπονο δεν ξέφευγε απ’ τα χείλη της. Τα παιδιά τους βγήκαν καλά. Τα μεγάλα, κόρη και γιός, βοηθούσαν πρόθυμα παντού. Τα μικρότερα, αγόρι-κορίτσι πάλι λες και τα ’χανε παραγγελία, ήταν σαν ανοιχτά τριανταφυλλάκια. Τα λάτρευαν όλοι. Τελικά ήταν οικογένεια ζηλευτή. Ευλογημένη και αγαπημένη. Ένοιωθαν μες στην εξορία τους να μην τους λείπει τίποτε. Τόσο δεμένοι ήταν μεταξύ τους!
Το αφεντικό τους ήταν σκληρός άνθρωπος. Μα, το σωστό να λέγεται, ήταν και δίκαιος. Στη δουλειά απαιτητικός όσο δεν έπαιρνε. Μα δεν τους αδικούσε ποτέ. Είχαν το ελεύθερο να ζουν από τα χτήματά του και τα ζώα του. Κι από πάνω τους έδινε και ένα μικρό εισόδημα. Μα η αρχική συμφωνία δεν άλλαζε ποτέ. Δεν είχαν καμμιά πρόσβαση στην κοινωνία των ανθρώπων. Ήταν οι απόβλητοι. Περνούσαν όλο τον καιρό χαμένοι στην ερημιά, κρυμμένοι απ’ τα ανθρώπινα μάτια. Ο πατέρας μόνο κουβάλαγε με το τρακτέρ ή το παλιό αγροτικό του αφεντικού του τα προϊόντα της φάρμας στους εμπόρους και στις αγορές. Και αν καμμιά φορά, σε τέτοιες μεγάλες μέρες, τολμούσε κάποιος να ανακινήσει το θέμα, η απάντηση ήταν πάντα στερεότυπη:
-Δεν υπάρχει Πάσχα για σας! Οι γιορτές είναι για τον κόσμο! Όχι για τα ρεμάλια σαν εσάς!
Ο στιβαρός άντρας έσκυβε το κεφάλι κάθε φορά που άκουγε τα λόγια αυτά. Πόσο τον πλήγωναν αλήθεια! Γινόταν μέσα του θεριό ανήμερο. Μα ήξερε πως το αφεντικό του είχε δίκιο. Αν κάποιος έφταιγε για όλα αυτά, ήταν αυτός ο ίδιος. Αυτός που δεν εκτίμησε ποτέ σωστά τον κόσμο των ανθρώπων και τον αδίκησε. Αυτός προξένησε τις συμφορές που έπεσαν στο κεφάλι του. Αυτός καταδίκασε την οικογένειά του. Γι’ αυτό και δεν μιλούσε καθόλου, όσο κι αν τον πείραζε. Το είχε βάλει κανόνα στον εαυτό του. Να μην αντιδρά, ό,τι κι αν άκουγε.
Τα χέρια του αποδείχτηκαν τελικά χρυσά. Έγινε δεξιοτέχνης σε όλα. Στα αρχαία επαγγέλματα του ανθρώπου. Ποιμήν, αιπόλος, γεωργός. Συντροφιά με τα πλάσματα του Θεού στις ερημιές που τριγύριζε, είχε το χρόνο να διαβάζει το βιβλίο της φύσης και να σκέφτεται. Τα τετράποδα της γης και τα πετεινά του ουρανού, τα κρίνα του αγρού και τα άνθη του λειμώνα τον δίδασκαν. Σκάβοντας μέρα-νύχτα τη σκληρή γη, έσκαβε συνάμα και μέσα του όλο και βαθύτερα. Κατάλαβε καλύτερα τα σφάλματά του, σκέφτηκε σοβαρότερα τα πράγματα. Μπορεί να είχε κυλιστεί στον βούρκο, μα είχε και διαμάντια κρυμμένα η ψυχή του βαθιά.
Σιγά-σιγά μίσησε το παρελθόν του, ένοιωσε να αφυπνίζεται από όνειρο κακό. Το βλέμμα του άρχισε να ξεκολλάει από τη λάσπη, συνήθισε να κοιτάει περισσότερο ψηλά, να χάνεται στο γαλάζιο του ουρανού. Αυθόρμητα, χωρίς να καταλάβει το πώς, άρχισε να τα λέει με τον Πλάστη του κι αυτός, σαν τα πουλιά που φτερουγίζαν γύρω του. Πήρε η καρδιά του κι αλάφρωνε, σαν να διαλυόταν το σκοτάδι που τη βάραινε. Αντί να θυμώνει τώρα με τις ταπεινώσεις, άρχισε σιγά-σιγά να υπομένει. Κι ήρθε μια μέρα που ξαναδέχτηκε κατάμουτρα τη χιλιοειπωμένη προσβολή, χωρίς να πειραχτεί καθόλου. Κατάφερε μάλιστα να μονολογήσει μέσα του:
-Καλά τα λες, αφεντικό! Αφού δεν είμαι άνθρωπος, τι θέλω μέσα στους ανθρώπους; Εγώ και το γαϊδούρι σου από ’δω, είμαστε πλέον ένα! Για τις δικές μου αμαρτίες συμβαίνει αυτό και υποφέρουν δίχως να φταίνε και οι δικοί μου. «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».
Αυτό ήταν! Αναπαύτηκε! Απ’ τη στιγμή που πήρε απάνω του το φταίξιμο και μέμφθηκε απροκάλυπτα τον εαυτό του και κανέναν άλλον, η ψυχή του ηρέμησε. Αφότου ταπεινώθηκε πραγματικά μέσα του, όσα τον ενοχλούσαν έσβησαν.
Είναι καιρός τώρα, που είχε πάει να παραδώσει ζαρζαβατικά και τυροκομικά στον έμπορο. Είχε και το γιο του μαζί, ολόκληρο παλληκαράκι πια, για βοήθεια. Γυρίζοντας αργά με το τρακτέρ έπεσαν σε τσούρμο παιδιών, που ξεπετάχτηκαν μπροστά τους ξαφνικά κι άρχισαν να τους περιγελούν. Προσπέρασαν αμίλητοι, μα τα παιδιά συνέχισαν να τρέχουν ξοπίσω τους. Άρπαξαν πέτρες από κάτω και άρχισαν να τους πετροβολούν, να τους μουντζώνουν, να τους φωνάζουν. Ο γιος δεν κρατήθηκε.
-Να πηδήξω κάτω, μπαμπά, να τα κυνηγήσω; Στο λεπτό θα τα πιάσω και θα τα τσακίσω στο ξύλο!
-Όχι, παιδί μου! απάντησε ο πατέρας. Ο Θεός επέτρεψε να το κάνουν αυτό. Άφησέ τα να μας βρίζουν, να μας πετροβολούν, να μας καταριούνται, μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μας και αντί για την κατάρα αυτή και τον εξευτελισμό, μας δώσει ευλογία και καλό.
Το πιο βαρύ όμως απ’ όλα ήταν ο πλήρης αποκλεισμός τους από την Εκκλησία. Δεν υπήρχαν γι’ αυτούς Κυριακές, γιορτές, μέρες καλές. Η γυναίκα του, άνθρωπος του Θεού απ’ τα μικράτα της, υπέφερε αφάνταστα. Στην αρχή ο ίδιος δεν έδινε καθόλου σημασία στην έλλειψη αυτή. Δεν ήταν κάτι που τον είχε απασχολήσει ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα έφτασε να το αισθάνεται βαθειά ανάγκη μέσα του κι αυτός. Και καταλάβαινε πόσο η στέρηση αυτή ζημίωνε και τα παιδιά του. «Τα έχω κάνει θάλασσα! μονολογούσε. Είμαι απ’ όλους ο χειρότερος». Ζήτησε συγχώρηση πολλές φορές απ’ τους δικούς του.
-Για τις δικές μου αμαρτίες γίνονται όλα αυτά, τους έλεγε. Υποφέρετε και σεις, χωρίς να φταίτε, εξαιτίας μου.
Εκείνοι τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Και τα παιδιά του, μικρά-μεγάλα, τον λάτρευαν.
Αυτοί ήταν, με δυο γραμμές, οι αλειτούργητοι. Μα και πάλι, ο Άι-Βλάσης να ’ναι καλά! Ευτυχώς που κοντά στην αγροικία τους, στον λοφίσκο απέναντι, ύψωνε παρήγορα το λευκό του ανάστημα το ταπεινό ναΰδριο του εγχώριου ιερομάρτυρα Αγίου Βλασίου. Εκεί κατέφευγε συχνά-πυκνά η στιγματισμένη οικογένεια. Γονάτιζε και ασπαζόταν τον τάφο του Αγίου, προσευχόταν, άναβε τα καντηλάκια, λιβάνιζε τις πενιχρές εικόνες. Έχυνε δάκρυ πικρό κάτω απ’ το βλέμμα το γλυκό της άχραντης Παρθενομάνας, έπαιρνε βάλσαμο στην πονεμένη της ψυχή.
Οι παλιές θύμησες έριξαν τη μελαγχολική τους σκιά στην ψυχή του άντρα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Η ατμόσφαιρα βάρυνε στο μικρό σπιτικό. Το μικρό κοριτσάκι βλέποντας τον πατέρα να συννεφιάζει, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
-Δεν θα ’χουμε φέτος κόκκινα αυγά, μαμά; ρώτησε κατεβαίνοντας από την αγκαλιά του μπαμπά της. Δεν θα φτιάξουμε όμορφες λαμπάδες για την Ανάσταση;
-Θα φτιάξουμε, παιδί μου, από όλα θα κάνουμε. Μην μου στενοχωριέσαι! Θα τα σιάξουμε όλα! είπε χαμογελώντας η μάνα πικρά.
Πώς να εξηγήσει στο μικρό παιδί ότι τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα φέτος; Δεν έφταναν τα βάσανα που είχαν, ήρθε και ένα απρόσμενο κακό που συνεπήρε τον κόσμο ολάκερο. Ένας λοιμός απλώθηκε από το πουθενά και άρχισε να θερίζει ανελέητα. Ο θανατηφόρος ιός δεν έκανε διακρίσεις. Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε. Η πολιτεία θέσπισε μέτρα για τον περιορισμό της επιδημίας. Έφτασε και στην απαγόρευση της κυκλοφορίας. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν το κλείσιμο των ναών. Δεν θα γιόρταζε κανένας φέτος με τον τρόπο που ήξεραν. Θα έκαναν όλοι Πάσχα στο σπίτι τους. Από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Οι άνθρωποι πικράθηκαν, φώναξαν, διαμαρτυρήθηκαν. Μα δεν άλλαξε τίποτε.
Αλλά και μέσα στην πίκρα τους, κανένας στο μικρό χωριό δεν σκέφτηκε, ότι αυτό που τώρα ζούσαν αυτοί για πρώτη φορά, για τους εξόριστους της μικρής αγροικίας ήταν μόνιμη κατάσταση εδώ και χρόνια. Οι χωρικοί δεν θα ’καναν απλώς Πάσχα «κεκλεισμένων των θυρών». Το χειρότερο ήταν που θα ’καναν Πάσχα με κλεισμένες τις καρδιές. Ήταν τόσο εγκλωβισμένοι στα δικά τους ο καθένας, που ακόμα και τώρα δεν μπορούσαν να νοιώσουν το δράμα της σημαδεμένης οικογένειας.
Τις άλλες χρονιές οι ταλαίπωροι, τέτοιες μέρες, πήγαιναν τα βράδια κρυφά ν’ ακούσουν λιγάκι, έστω και από μακριά. Στέκονταν απόμακρα μες στο σκοτάδι, να μη γίνουν αντιληπτοί από κανέναν. Όταν έβγαινε ο Επιτάφιος, ακολουθούσαν κι αυτοί από απόσταση. Δεν τολμούσαν να πάνε σαν τους άλλους να προσκυνήσουν. Και το βράδυ της Ανάστασης άκουγαν το χαρμόσυνο μήνυμα «Χριστός ανέστη» με δάκρυα στα μάτια και τις λαμπάδες στα χέρια τους σβηστές. Το άγιο φως δεν έφτανε στο σκοτεινό σοκάκι που βρίσκονταν στριμωγμένοι και κρυμμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων».
Και μόνο όταν κόπαζε ο θόρυβος και τα βεγγαλικά δεν φώτιζαν άλλο τον ουρανό και άρχιζε το πλήθος, με το «αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού», να διασκορπίζεται και να φεύγει «από προσώπου αυτού», όπως «οι μισούντες αυτόν», μόνο τότε που άδειαζε σχεδόν η εκκλησιά, ξεμύτιζε προσεκτικά κάποιος, συνήθως ο μεγάλος γιος. Προχώραγε κολλητά τοίχο-τοίχο. Πλησίαζε απ’ τη σκοτεινότερη γωνιά και στα κλεφτά, σκυφτός σαν δραπέτης χωνόταν στον έρημο συνήθως πρόναο. Άναβε τη λαμπάδα βιαστικά από τις άλλες που έκαιγαν εκεί και πάλι οπισθοχωρούσε αθόρυβα για να φέρει και στους άλλους το φως της Ανάστασης.
Εφέτος όμως δεν θα ’χαν ούτε μια τέτοια πολυτέλεια. Όλοι οι άνθρωποι βρισκόντουσαν στα σπίτια τους. Στα μπαλκόνια και στις αυλές τους. Ν’ ακούσουν από ’κει τη Λειτουργία και να γιορτάσουν. Δεν υπήρχε τόπος για τους απόβλητους να σταθούν πουθενά απαρατήρητοι. Από την πρώτη βραδιά που επιχείρησαν να πλησιάσουν, τους πήραν είδηση και χωρίς έλεος τους έκραξαν.
-Τί θέλετε εσείς εδώ; Για πού το βάλατε; Εδώ είμαστε εμείς αποκλεισμένοι φέτος, δεν το βλέπετε; Και θέλετε να πάτε μέσα να γιορτάσετε το Πάσχα εσείς; Δρόμο!
Μόνο που δεν άρπαξαν πέτρες να τους λιθοβολήσουν. Οι καημένοι «κατάδικοι» πισωγύρισαν. Μα δεν γόγγυσαν. Και το βράδυ της Ανάστασης δεν πλησίασαν καν. Στάθηκαν έξω απ’ το χωριό μακριά, «ίνα μη μιανθώσιν» από αυτούς οι καθώς πρέπει άνθρωποι. Διάλεξαν μια γωνιά να βλέπουν, έστω κι από τόσο μακριά, τη φωτισμένη εκκλησιά. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα, το «Χριστός ανέστη» αντήχησε απ’ τα μεγάφωνα, έφτασε ο πασχαλινός απόηχος παντού. Περίμεναν όλοι στα μπαλκόνια τους με τις λαμπάδες σβηστές, μέχρι να φέρει ο εκκλησάρης, καταπώς είχαν συμφωνήσει, το άγιο φως στον κοντινότερο και να το πάρουν ο ένας με τον άλλο από ’κει σιγά-σιγά, για το καλό των σπιτικών τους.
Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα προς τη φωτισμένη εκκλησιά. Μα ο καντηλανάφτης δεν φαινόταν πουθενά. Και τότε, εντελώς απρόσμενα και ξαφνικά, μια λάμψη δυνατή ξεχύθηκε προς τα έξω. Υψώθηκε στον αέρα, στροβιλίστηκε ελαφρά και άρχισε να τρέχει γοργά προς το μέρος τους, φωτεινό φλεγόμενο βέλος στο σκοτάδι της νύχτας. Εκστατικοί, κατάπληκτοι από το θαύμα, ύψωσαν όλοι τις σβηστές τους λαμπάδες να υποδεχτούν το άγιο φως.
Μα εκείνο προσπέρασε σαν αστραπή το χωριό. Καμμιά λαμπάδα δεν άναψε στο πέρασμά του. Ήρθε και στάθηκε πάνω απ’ το μέρος που στεκόντουσαν αποδιωγμένοι οι αλειτούργητοι. Έκανε τρεις κύκλους πάνω και γύρω τους σαν να τους αγκάλιαζε τρυφερά και παρευθύς οι λαμπάδες τους άναψαν. Γύρω τους έγινε η νύχτα μέρα. Οι φτωχοί «κατάδικοι» τα ’χασαν. Τα καταφρονεμένα πρόσωπά τους έλαμψαν. Μια πρωτόγνωρη γλύκα ζέστανε τις πονεμένες καρδιές τους. Οι ταπεινές τους υπάρξεις πλημμύρισαν ειρήνη και γαλήνη ανέκφραστη. Αγκαλιάστηκαν όλοι κλαίγοντας από χαρά. Οι ψυχές τους απογειώθηκαν. Τα φτερά μιας υπερκόσμιας ευφροσύνης τους πήγαν στα μεσούρανα.
Το χωριό σάστισε για τα καλά. Τους κοίταζαν όλοι αποσβολωμένοι. Ο Χριστός γύρισε την πλάτη στις σκληρές, περήφανες, κατάκλειστες καρδιές τους. Αγκάλιασε τα ταπεινά του πλάσματα κι έκανε Πάσχα μαζί τους. Ας ήταν για τους ανθρώπους απόβλητοι, σκουπίδια. Ας ήταν κλειστές γι’ αυτούς όλες οι πόρτες των σπιτιών και των ναών. Είχε μπροστά τους ανοιχτή την πόρτα του ο Χριστός. Για κάθε δικό του άνθρωπο είχε πει, ότι «εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται». Τους κάλεσε να γίνουν ένοικοι δικοί του τώρα, να μπουν ελεύθερα στο σπίτι του. Γιατί και αυτοί τον είχαν ένοικο στο ταπεινό τους σπιτικό και στην καρδιά τους.
Αυτούς μονάχα διάλεξε απόψε ο Χριστός, να τους τιμήσει με τον μοναδικό δικό του τρόπο στο πασχαλιάτικο τραπέζι του. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών», ψιθύριζε τρυφερά στην καρδιά τους, καθώς τους έσφιγγε απαλά με τις γλυκιές του ανταύγειες στη θεϊκή αγκαλιά του.
Ποιος έλπιζε, αλήθεια, να απολαύσει τέτοιο Πάσχα; Ποιος φανταζόταν τέτοια Ανάσταση;
Πάσχα 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου