Η διαλεκτική της καταστροφής, Β΄
Η «αντιμνημονιακή» φενάκη
Του Γιώργου Καραμπελιά
Το πρώτο μέρος αυτής της εκτενούς –νέας– αναφοράς μου στη θεματική «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που παρατίθεται σε δύο συνέχειες (βλέπε το Α΄ Μέρος, http://ardin-rixi.gr/archives/199851) εξέτασε κυρίως τους διεθνείς παράγοντες που οδήγησαν ση μνημονιακή κρίση. Εδώ, στο δεύτερο μέρος, συνεχίζουμε με τους εσωτερικούς και βασικά με τον λεγόμενο αντιμνημονιακό χώρο.
Όμως, απέναντι σε μία κρίση τέτοιων διαστάσεων και με αντιπάλους «παίκτες» όπως η Γερμανία, το ΔΝΤ, οι ΗΠΑ, ο Σόιμπλε ή η Ντώυτσε Μπανκ, οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας –κατ’ εξοχήν των ελίτ της χώρας, πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών– υπήρξαν όχι απλώς αναντίστοιχες ως προς την πρόκληση που αντιμετώπιζε η χώρα αλλά κυριολεκτικώς παιδαριώδεις. Επί έξι χρόνια –και ήδη διανύουμε τον έβδομο ενιαυτό– η συζήτηση δεν προσανατολίστηκε, κυριολεκτικώς ποτέ, στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τις στρατηγικές αντιμετώπισής τους, αλλά εγκλωβίστηκε στα πλαίσια που επέβαλαν, μεθοδευμένα και μεθοδικά, οι μεγάλες δυνάμεις και η παρασιτική δομή της ελληνικής κοινωνίας.
Γ. Η αποτυχία του αντιμνημονιακού στρατοπέδου
Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, και της Ελλάδας συνολικότερα, ήταν και παραμένει η παρασιτική της μετεξέλιξη, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία έχει περιορίσει δραματικά τις δυνατότητες των επιλογών της. Αρχικώς, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ, με την μεθόδευση μάλιστα με την οποία πραγματοποιήθηκε, ήταν απολύτως αρνητική για την ελληνική οικονομία, επιτείνοντας τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της, και έχουμε αναφερθεί αναρίθμητες φορές σε αυτό. Όμως, αφού η ελληνική οικονομία προσαρμόστηκε –κακήν κακώς στην ευρωζώνη– η εκ των υστέρων διάρρηξη του ομφάλιου λώρου με αυτήν, την Ε.Ε. ή τη δυτική οικονομία συνολικότερα θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από αυτές που θα θεράπευε και όχι μόνο από γεωπολιτική άποψη αλλά και οικονομική. Μια οικονομία «junkie», εξαρτημένη από τις διεθνείς κινήσεις των κεφαλαίων, τον υψηλό δανεισμό, και δύο εξαιρετικά διεθνοποιημένους οικονομικούς τομείς, τη ναυτιλία και τον τουρισμό, ήταν αδύνατο να απεξαρτηθεί αιφνίδια από τα βαριά ναρκωτικά στα οποία είχε εθιστεί, με κίνδυνο θανάτου, αν δεν ακολουθούσε μια στρατηγική βαθμιαίας απεξάρτησης. Και κάτι τέτοιο, στην περίπτωσή μας, θα σήμαινε μια σταδιακή αναπροσαρμογή της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση μιας παραγωγικής αναγέννησης και απομείωσης των παρασιτικών της χαρακτηριστικών. Όμως αυτή η συζήτηση ουδέποτε διεξήχθη στην Ελλάδα, με την τιμητική αλλά ισχνή εξαίρεση του Άρδην και μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που παθιάζονταν με την «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίστηκε στο δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», με τυπικούς και επιφανειακούς όρους και τελικά κατέληξε –όπως και ήταν αναμενόμενο– στη συντριπτική κατίσχυση των μνημονιακών.
Οι μνημονιακοί επέλεγαν τη λογική της προσαρμογής της ίδιας και απαράλλακτης παρασιτικής οικονομίας στις νέες διεθνείς συνθήκες, οι δε «συνεπείς» αντιμνημονιακοί επέλεγαν τον αιφνίδιο θάνατο της «καθολικής ρήξης». Οι «μνημονιακοί» δεν επέμεναν, π.χ., στη δομική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου αλλά σε «επενδύσεις» που ενίσχυαν περαιτέρω την παρασιτική δομή της οικονομίας· στον τουρισμό, σχεδόν αποκλειστικά, και σε ιδιωτικοποιήσεις των μεταφορών, των επικοινωνιών, της ενέργειας, ώστε απλώς να περιοριστεί το «σπάταλο κράτος»[1]. Οι δε αντιμνημονιακοί, από την πλευρά τους, πρότειναν τα ακριβώς αντίθετα από τους «μνημονιακούς», ουσιαστικώς να παραμείνουν όλα ως είχαν και απλώς να αποκατασταθεί η αγοραστική και καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών στην προτέρα –προ μνημονίων– κατάσταση.
Και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο, αντί να στραφούν στο «αντιμνημονιακό εφικτό», δηλαδή την ταχύτερη δυνατή απαγκίστρωση από τα μνημόνια και την έναρξη μιας πανελλαδικής προσπάθειας παραγωγικής ανασύνθεσης της χώρας, έπεσαν στην παγίδα των άσπονδων φίλων μας. Με ποιο τρόπο, λοιπόν, θα καθίστατο δυνατή η απαγκίστρωση από τα μνημόνια; Μα, με έναν τρόπο κυριολεκτικά μαγικό: Με την καθολική άρνηση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και την υιοθέτηση της δραχμής. Έτσι, χωρίς να αλλάξει τίποτε, το κοντέρ θα μηδενιζόταν και όλα θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αφετηρία τους.
Καθόλου τυχαία δε, το αντιμνημονιακό κίνημα, αντί να στρέφεται σε πραγματικούς και εφικτούς στόχους –όπως το κούρεμα του χρέους, η άρνηση του αγγλικού δικαίου, ο συμψηφισμός με τις γερμανικές αποζημιώσεις και, προπαντός, η ενίσχυση των παραγωγικών δομών της οικονομίας–, προσανατολίστηκε τεχνηέντως σε μια ατελείωτη συζήτηση περί του «επαχθούς χρέους» και κυρίως σε μια ακατάσχετη δραχμολαγνεία. Όσο, μάλιστα, τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ-ΔΝΤ όσο και από την πλευρά της Γερμανίας, επιδιωκόταν –ή έστω επισειόταν ως απειλή– η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, η επιστροφή στη «δραχμούλα» εμφανιζόταν, και ενίοτε με πειστικό τρόπο, ως η μοναδική πανάκεια για την ελληνική κρίση.
Οι μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα τις «διασυνδέσεις» τους με ένα τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου που διέθετε χρήματα στο εξωτερικό, ή χρωστούσε μεγάλα ποσά, καθώς και μερικούς μπατιρημένους ή υπερφιλόδοξους μηντιάρχες και δημοσιογράφους, ώστε να συγκροτήσουν το περιβόητολόμπι της δραχμής. Αντίθετα δε, όταν άλλαξαν τα σχέδια Γερμανών και Αμερικανών, κυρίως εξαιτίας της αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή, εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας από τις οθόνες και τα ερτζιανά, όπου πρωτοστατούσαν για δύο περίπου χρόνια, οι σχετικοί δραχμο-ιππότες της Αποκαλύψεως, ή μάλλον της ελεεινής μορφής, αφήνοντας μόνο τον αγωνιστή Κουρή να συνεχίζει να «ΚΟΝΤΡΑρει» το σύστημα[2]. Ωστόσο, είχαν προλάβει να παγιδεύσουν εκατοντάδες χιλιάδες –κυριολεκτικά– συμπολίτες μας που πίστεψαν πως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η έξοδος από το ευρώ θα ήταν η λύση δια «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Κυρίως δε, είχαν τροφοδοτήσει, υποδόρια ή ανοικτά, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, που πριν ανέβουν στην εξουσία έπαιζαν ανοικτά με τη σχετική ιδέα –ο μεν Καμμένος προτείνοντας την είσοδο στη «ζώνη του δολαρίου», ο δε Τσίπρας χρησιμοποιώντας τον Βαρουφάκη, τον Λαπαβίτσα, τον Λαφαζάνη και … τον Γκαλμπραίηθ, που υποστήριζαν το «εθνικό νόμισμα». Για να μην ξεχάσουμε και τις σχετικές «επιτροπές χρέους» και άλλες συναφείς μπαρουφολογίες. Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η επιρροή του ΚΚΕ –σταθερά υπέρ της «προλεταριακής επανάστασης» και, εσχάτως, εκ νέου οπαδό ενός καθαρτήριου εμφυλίου–, καθώς και η απαραίτητη «Χρυσή Αυγή» –που γνωρίζει πως η έξοδος από την ευρωζώνη, στις σημερινές συνθήκες, διευκολύνει ένα οποιοδήποτε φασιστικό πραξικόπημα–, τότε, μπορούμε να αντιληφθούμε το εύρος και την ισχύ ολόκληρου του σχετικού «μετώπου».
Έτσι, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα κίνημα αντίστασης στα μνημόνια, παράλληλα με τον αναγκαίο αναπροσανατολισμό της χώρας, παρέμειναν δέσμιες της ίδιας παρασιτικής λογικής –η διαφορά βρίσκεται μόνο στη διανομή και όχι στα υλικά της πίτας– και πυροδότησαν εν τέλει, μέσω της στήριξης των απατεώνων του ΣΥΡΙΖΑ, την αναζωπύρωση των μνημονίων και την ολοκληρωτική εκχώρηση της χώρας στα ξένα συμφέροντα.
Όμως, για την εμπέδωση των μνημονίων και την καταστροφική εξέλιξη του αντιμνημονιακού χώρου, τεράστια υπήρξε και η ευθύνη της «πατριωτικής πτέρυγας» της Δεξιάς, που θεωρητικώς είχε τα ηνία στη Νέα Δημοκρατία, με την ομάδα Σαμαρά-Λαζαρίδη. Πράγματι, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011, στρεφόμενη κατά των μνημονίων, η Δεξιά είχε συμβάλει στη σύμπηξη ενός ενιαίου αντιμνημονιακού μετώπου στη λαϊκή βάση, γεγονός που διαπιστωνόταν δια γυμνού οφθαλμού και στις μεγάλες συγκεντρώσεις του 2011, στις «πλατείες» της χώρας, και δυσκόλευε εξαιρετικά τις κινήσεις και τα σχέδια τόσο του ΔΝΤ όσο και των Γερμανών. Ωστόσο, με τη μεγάλη και ακατανόητη –από πρώτη άποψη, αλλά προφανώς συνδεδεμένη με τον συστημικό χαρακτήρα της, τις δουλείες της, και την έλλειψη οράματος– στροφή του Νοεμβρίου του 2012, η ΝΔ διέσπασε αυτό το ενιαίο μέτωπο και άφησε τις λαϊκές δυνάμεις της δεξιάς στα χέρια της «Χρυσής Αυγής» και απατεώνων τύπου Καμμένου.
Διότι, ακόμα και τον Νοέμβριο του 2011, ήταν εφικτή μια στρατηγική ανατροπής των μνημονίων ή τουλάχιστον ανακοπής της περαιτέρω καθοδικής πορείας της χώρας. Ένα ελληνικό Grexit συνέχιζε να αποτελεί κορυφαίο συστημικό κίνδυνο για το ευρώ και την ευρωζώνη και η στρατηγική Σόιμπλε δεν εισακουγόταν από τους Γάλλους. Και τα πράγματα ήταν τόσο καθαρά, μετά το απονενοημένο διάβημα του ΓΑΠ στις Κάννες, ώστε μόνο δειλοί ή ελεγχόμενοι, ή και τα δύο μαζί, δεν το έβλεπαν. Το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αποσυντεθεί και εκλογές εκείνη τη στιγμή –αναπόφευκτες εάν τις απαιτούσε η ΝΔ– θα ανεδείκνυαν μια «αντιμνημονιακή» πλημμυρίδα με πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας και παντοδυναμία του Σαμαρά, όπως κατ’ αναλογίαν είχε συμβεί στην Ουγγαρία με τον Όρμπαν. Ωστόσο, φάνηκε, ακόμα και εδώ, πως η… Ουγγαρία διαθέτει ακόμα εθνική αστική τάξη, σε αντίθεση με την Ελλάδα!
Δηλαδή, η καθολική αποτυχία των «αντιμνημονιακών» και η σταδιακή υποστροφή τους σε «μνημονιακούς», αρχικώς η Νέα Δημοκρατία και εν συνεχεία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, καθώς και η έλλειψη κάποιου σημαντικού αντίπαλου δέους –το μόνο «καινούργιο» που γέννησε η χώρα ήταν ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης– καταδεικνύουν πως η αρρώστια είναι πολύ βαθειά και έχει διαβρώσει σε βάθος την ελληνική κοινωνία. Κατά συνέπεια, και οι λύσεις θα καταστούν αναπόφευκτα οδυνηρότερες και δυσκολότερες.
Δ. Η υπέρβαση της αντιπαράθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο
Μετά τη στροφή της ΝΔ, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Με το PSI, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την καταστροφή των Ελλήνων ομολογιούχων, των ασφαλιστικών ταμείων, την υπαγωγή του χρέους στο αγγλικό δίκαιο και την είσοδο της χώρας σε ένα νέο μνημόνιο, ήδη από το Φθινόπωρο του 2012, το παιγνίδι κρίθηκε οριστικά. Η Ελλάδα δεν διέθετε πλέον τα όπλα για να αναστρέψει την μνημονιακή λαβίδα. Όπως προαναφέραμε, ένα και μόνο όπλο μετωπικής σύγκρουσης διέθετε, την έξοδο από την ευρωζώνη, όμως αυτή ισοδυναμούσε με αυτοπυροβολισμό. Και όχι μόνο εξ αιτίας των άμεσων οικονομικών συνεπειών της –βίαιη υποτίμηση, έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης λόγω κατάρρευσης των εισαγωγών και διόγκωση του χρέους σε δραχμές[3]– αλλά προπαντός λόγω του τετ-α-τετ με τη νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους. Εάν αυτή η επιλογή αποκλειόταν, όπως εμείς είμαστε βαθύτατα πεισμένοι, τότε έπρεπε να υπάρξει μια αναπροσαρμογή των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος και γενικότερα των στόχων του ελληνικού λαού.
Στο Άρδην, ήδη από 2012[4] επισημαίνουμε πως η διάκριση «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί» αρχίζει να περνάει σε δεύτερο πλάνο, μια και η άμεση διαφυγή από τα μνημόνια ήταν πλέον ανέφικτη. Αντ’ αυτού προβάλλουμε την αντίληψη μιας στρατηγικής «ανταρτοπολέμου» απέναντι στους δανειστές, επιμένοντας στη στρατηγική της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της διάσωσης του ελληνικού χαρακτήρα του τραπεζιτικού συστήματος, της επικέντρωσης στην εκπαίδευση, την καινοτομία και τον πολιτισμό, της υπεράσπισης των εθνικών δικαίων, καθώς και της εμμονής στις γερμανικές αποζημιώσεις. Η Ελλάδα, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, έπρεπε να βάλει σε πρώτο πλάνο τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της, με ανασυγκρότηση της παραγωγής μέσω της τεχνολογικής αναβάθμισης και όχι της εισαγωγής φτηνών εργατικών χεριών[5]. Επιπλέον, ήδη από το 2013, είχαμε αναπτύξει και μια εκστρατεία για μποϋκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα και απόκρουση της γερμανοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.
Σε αυτά τα πλαίσια, ήρθαμε σε ανοικτή αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», ήδη από το Φθινόπωρο του 2014, μια και είχαμε αντιταχθεί στην «πολιτική επιτάχυνση» που θα προκαλούσε η επίσπευση των εκλογών τον Ιανουάριο του 2015. Τονίζαμε urbi et orbi, από τον Νοέμβριο του 2014, πως μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε δύο πιθανές επιλογές. Είτε την «κυβίστηση», μετά από τεράστιες καταστροφές όμως, όπως και έγινε τον Ιούλιο του 2015, οι οποίες θα ξανάριχναν σε ύφεση την οικονομία –που είχε όντως αρχίσει να ανακάμπτει από το καλοκαίρι του 2014–, είτε το Grexit. Γι’ αυτό και αντισταθήκαμε με όσες δυνάμεις διαθέταμε στο κοινοβουλευτικό «πραξικόπημα» των Τσίπρα-Καμμένου, και ήρθαμε σε οριστική και τελεσίδικη ρήξη μαζί τους, αρνούμενοι και κάποιες βουλευτικές έδρες, σε αντίθεση με τον παλιό φίλο μας Κώστα Ζουράρη.
Τέλος, με την αφορμή του σκανδαλώδους δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, εισήλθαμε σε συνολική ρήξη με το σύνολο του «αντιμνημονιακού χώρου», που έπεσε εν σώματι στην παγίδα του ΟΧΙ, το οποίο «τσιμέντωσε» το τελικό ΝΑΙ του νεαρού ισορροπιστή και του έδωσε τη δυνατότητα να επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα, καταγγείλαμε την παγίδα που αντιπροσώπευε και το ΝΑΙ, που υποχρέωσε πολλούς αυθεντικούς πατριώτες να επιλέξουν την υπερψήφιση των… προτάσεων Γιουνκέρ, μπροστά στον κίνδυνο της καταστροφής ενός Grexit! Όπως τονίσαμε, μία και μόνη στάση μπορούσε να υπάρξει, η καταγγελία του δημοψηφίσματος ως αντισυνταγματικού και ψευδεπίγραφου και η άρνηση νομιμοποίησής του.
Θεωρούμε λοιπόν πως πολύ σωστά, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, είχαμε συνταχθεί με τους «αντιμνημονιακούς» πολίτες, ενάντια στους μνημονιακούς συνωμότες του ΓΑΠ και των ξένων δυνάμεων. Και αυτό διότι, όπως προείπαμε, η επιβολή των μνημονίων, και μάλιστα αυτών των μνημονίων, δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά υπήρξε συνέπεια της εφαρμογής μιας συγκεκριμένης στρατηγικής.
Το γεγονός ότι η κρίση του παρασιτικού μοντέλου θα εκδηλωνόταν αναπόδραστα είναι κάτι στο οποίο, τουλάχιστον εγώ και το Άρδην συνολικά, αναφερόμαστε εδώ και δεκαετίες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποδεχτούμε μοιρολατρικά την εφαρμογή ενός μηχανισμού δραματικής οικονομικής, γεωπολιτικής και κοινωνικής υποβάθμισης του ελληνισμού. Διότι, σήμερα, βιώνουμε την αλλαγή «κατηγορίας» της Ελλάδας και του ελληνισμού. «Πέσαμε κατηγορία» και ίσως χωρίς δυνατότητα αναστροφής, τουλάχιστον προς το παρόν. Η αγωνία και ο σπαραγμός όσων Ελλήνων διατηρούν ακόμα κάποια στοιχεία πατριωτισμού και ευθυκρισίας, αφορμάται ακριβώς από αυτή τη διαπίστωση. Η εποχή των μνημονίων σηματοδότησε μια δραματική επιτάχυνση της παρακμής μας. Και μια επιπλέον επιβεβαίωση αυτής της αβυσσαλέας παρακμής είναι το γεγονός ότι τον αντιμνημονιακό «χώρο» ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν ο Αλέξης Τσίπρας, ο Πάνος Καμμένος, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάνης Βαρουφάκης! Ακριβώς αυτή η μετεξέλιξη του αντιμνημονιακού χώρου, ο οποίος απεδείχθη ισάξιος, ως προς τις καταστροφές τουλάχιστον, με τον ΓΑΠ και την παρέα του, εξηγεί και το γεγονός ότι, από το 2014 και στο εξής, ερχόμαστε σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του.
Το γεγονός πως αντιταχθήκαμε τόσο στους «μνημονιακούς» όσο και τους «αντιμνημονιακούς» –οι οποίοι καθόλου τυχαία μεταλλάχθηκαν στην πλειοψηφία τους σε «μνημονιακούς»– δεν σημαίνει καθόλου την παραχώρηση κάποιας μορφής συγχωροχαρτιού στους μεν ή τους δε, αλλά την απόρριψη και των δύο, μια και θεωρούμε πως «βλάπτουν και οι δύο την Συρία το ίδιο».
[1] Ο περιορισμός του «σπάταλου κράτους» είναι προφανώς απαραίτητος, αλλά όχι με παραχώρηση στα ξένα συμφέροντα των στρατηγικών υποδομών της χώρας, αλλά με τον περιορισμό πολλών και άχρηστων κρατικών δαπανών και δομών, και προφανώς δεν μπορεί να γίνει εν μία νυκτί.
[2] Η μόνη μεγάλη δύναμη η οποία στηρίζει σήμερα –τουλάχιστον πρόσκαιρα ή έστω ως απειλή– την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι η Ρωσία, η οποία μάλιστα μετέβαλε και την πολιτική της επί του θέματος. Η Ρωσία, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, όσο διατηρούσε στενές οικονομικές σχέσεις με την ΕΕ και ιδίως με τη Γερμανία, «επένδυε» στη διατήρηση της ευρωζώνης και στην παραμονή της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα σε αυτή, ως αντίβαρο στην αμερικάνικη πολιτική στην Ευρώπη. Αυτή η πραγματικότητα κατεδείχθη σε πάμπολλες περιπτώσεις, τόσο στην κυπριακή κρίση, όσο και τον Ιούνιο του 2015 και την αποτυχία του σχεδίου Λαφαζάνη για στήριξη στον ρωσικό δανεισμό ώστε να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση από την ευρωζώνη. Όμως, καθώς μετά την ουκρανική κρίση το αμερικανικό σχέδιο αποκοπής της Ρωσίας από την Ευρώπη φαίνεται να υπερισχύει, αρχίζει να μεταβάλλεται, τουλάχιστον εν μέρει, και η ρωσική πολιτική. Πλέον, η αποσύνθεση της ευρωζώνης και μάλιστα στο μαλακό υπογάστριό της, την Ελλάδα –ζωτικής γεωπολιτικής σημασίας για τον έλεγχο της Ευρώπης από τις ΗΠΑ–, καθίσταται, τουλάχιστον συγκυριακά, επιλέξιμος στόχος της Ρωσίας.
[3] Χαρακτηριστικό της απάτης –ή της βλακείας– που διαπράττουν οι κήρυκες της άμεσης επιστροφής στη δραχμή είναι το ότι υποστηρίζουν πως η έξοδος από την ευρωζώνη θα συνοδευτεί με μονομερή «διαγραφή» του χρέους, αποκρύπτοντας πως, σε αυτή την περίπτωση, θα υπάρξει ένα γενικευμένο εμπάργκο έναντι της Ελλάδας, η οποία θα οδηγηθεί σε ασφυξία, μέσα σε μερικές εβδομάδες αν όχι ημέρες. Εμπάργκο στα καύσιμα, τις εισαγωγές μηχανημάτων, ανταλλακτικών, πρώτων υλών και τροφίμων. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί ταχύτατα να δεχθεί ένα moratorium, με αναγνώριση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, το οποίο αποτιμώμενο στην υποτιμούμενη δραχμή θα διογκώνεται καθημερινά.
[4] Βλέπε σχετικό κείμενο μου της 14ης Ιουνίου 2012, «Εκλογές 2012 , «Μνημόνιο και κρίση, αντιμνημόνιο και ανατροπή», http://ardin-rixi.gr/archives/6203, το οποίο επισημαίνει ήδη τις βασικές κατευθύνσεις του παρόντος κειμένου και πληθώρα κειμένων σε όλη την μεταγενέστερη περίοδο, όπως και το βιβλίο μου Έξι μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αύγουστος 2015.
[5] Μια τέτοια πολιτική, η οποία ακολουθείται ήδη από τη δεκαετία του 1990, οδήγησε σε άνοδο του ποσοστού της ανειδίκευτης εργασίας, πτώση της τάσης για τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής, μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ακόμα και στην αγροτική παραγωγή, και σταδιακή αποδυνάμωση των μηχανισμών έρευνας και εκπαίδευσης. Αυτή η πολιτική τείνει σήμερα να ολοκληρωθεί με τη φυγή των νέων υψηλής ειδίκευσης και την τάση «αντικατάστασής» τους από μετανάστες χαμηλής ειδίκευσης. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα, εν μέσω κρίσης, η αγροτική παραγωγή συνεχίζει να χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση ξένους ανειδίκευτους εργάτες, ιδιαίτερα στη συγκομιδή των καρπών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου