Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΩΝΙΑ

μαρι
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού
Καθηγητού Πανεπιστημίου
 Η Ιωνία, η ασιατική ακτή δηλαδή τού Αιγαίου από τη Μίλητο ως τη Φώκαια, αποικίσθηκε από Ίωνες της κυρίως Ελλάδος. Γρήγορα η περιοχή έλαβε μεγάλη ανάπτυξη και διαμορφώθηκε η Ιωνική Δωδεκάπολις, στην οποία θα προστεθεί στα τέλη τού η’ π.Χ. αιώνα και η αιολική αρχικά Σμύρνη. Αυτό που έχει για το θέμα μας σημα­σία, είναι ο τρόπος διατηρήσεως της ενότητας μεταξύ των πόλεων, που εξασφάλιζε συγχρόνως τη συντήρηση της μνήμης της κοινής προελεύσεως τους. Δεν ήταν φυλετικός – ρατσιστι­κός ο δεσμός τους, αλλά πνευματι­κός. Διατηρώντας την ανεξαρτησία τους κάθε μία από τις Ιωνικές πό­λεις, συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμό θρησκευτικό, που συνιστούσε και τη βάση της ενότητάς τους. Έδρα της υπαρκτής ενότητάς τους ήταν τοΚοινόν Ιερόν, το Πανιώνιονστο ακ­ρωτήριο της Μυκάλης. Ο Πανενωτικός αυτός πνευματικός δεσμός δια­τηρούσε την ελληνικότητά τους μέσα από τη θρησκευτικότητα. Η κοινή θρησκευτική πίστη απέβαινε γι’ αυτές δεσμός «εθνικός».
Η Ιωνία έμεινε, έτσι, πιστή στην ελληνικότητα, που δεν εγκλωβίστηκε ποτέ μόνο σε δεσμούς αίματος, δημιουργώντας συν­είδηση ρατσιστική, αλλά σε δεσμούς πνευματικούς, και μάλιστα θρησκευ­τικούς, την ενιαία θρησκευτική (κατ’ εξοχήν, δηλαδή, πνευματική) συνεί­δηση. Η κοινή καταγωγή και τα κοινά ήθη θα αποτελούν παραμέ­τρους αυτής της συνειδήσεως, αλλά ποτέ την πεμπτουσία της, το επίκε­ντρο της.Αυτή η κοινή θρησκευτική συνείδηση θα σωθεί ακέραια και μέσα στη χριστιανική παράδοση τού Ελ­ληνισμού γενικότερα, αλλά θα απο­τελέσει, όπως θα δούμε, και τη μεγα­λύτερη δυσκολία για το πέρασμα από την ειδωλολατρία στη χριστιανική πίστη.
Οι μικρασιατικές ελληνικές αποικίες δημιούργησαν τις πραγματικές προϋποθέσεις για τη σπορά τού Χριστιανισμού με την επέκταση της ελληνικής επιρροής, την πνευματική δηλαδή ενοποί­ηση τού ασιατικού χώρου, που εσήμαινε όχι κατακτητική, αλλά πολιτι­στική αφομοίωση, συντελέσθηκε μέ­σω τού περαιτέρω αποικισμού από την ακτή τού Αιγαίου, ως τον Πόντο. Με την εκστρατεία δε τού Μ. Αλε­ξάνδρου η πολιτιστική αυτή ενιαιοποίηση θα επεκταθεί και στα ενδότερα της Ασίας, εξασφαλίζοντας δυνα­τότητες ελεύθερης κοινωνίας και κυκλοφορήσεως των ιδεών. Όταν ο Ελληνισμός χαρακτηρίζεται «όργα­νον της Χάριτος» για την εξάπλωση της εν Χριστώ αληθείας, πρόκειται για ρεαλιστική εκτίμηση της πορείας τού κόσμου στο χώρο της Ανατολής.
Η δια τού Ελληνισμού επιτευχθείσα εκεί πολιτιστική ενότητα, μαζί με τη διοικητική ενότητα, που εξασφάλισε, κυρίως στη Δύση, η Ρωμαϊκή Αυτο­κρατορία (pax romana), περιλαμβά­νονται σ’ αυτό που στην Κ. Διαθήκη εκφράζεται δια τού όρου «πλήρωμα τού χρόνου» (Γαλ. 4, 4).
Η διάδοση τού Ελληνισμού επιτεύχθηκε με τη δημι­ουργία αστικών κέντρων (ο θεσμός της πόλεως), με ελληνικά ονόματα. Τα αστικά αυτά κέντρα στο εσωτερικό της Ασίας έγιναν αφετηρίες για την εκπολιτιστική (επί)δράση τού Ελληνισμού. Η δυναμική «μι­κρά ζύμη» ήρκεσε, για να ζυμώσει «όλον το φύραμα» (Α’ Κορ. 5, 6). Αυτό συνετελέσθη κυρίως στη Μικρασία, όπου υπήρχε πολυπληθέστε­ρο και συμπαγέστερο ελληνικό στοι­χείο και περισσότερες πόλεις. Βέ­βαια, οι έλληνες δεν έπαυαν ποτέ να είναι μικρές νησίδες μέσα στα ασιατι­κά φύλα (Λυδοί, Κάρες, Βιθυνοί, Παφλαγόνες, Ίσαυροι κ.λπ.), αλλά ήταν μεγάλη η διεισδυτική δύναμη τού ελληνικού πνεύματος. Με την εξάπλωση τού Χριστιανισμού, της θεανδρικής αυτής πραγματικότη­τας, η πάντοτε υφισταμένη καθ’ οι­ονδήποτε τρόπο διάκριση μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων» θα περι­βληθεί σε «εν Χριστώ» ενότητα, όπου «ουκ ενι Έλλην ή βάρβαρος», αλλά «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ.3, 11).
Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο χώ­ρο της Ιωνίας επετεύχθη στο πρόσωπο τού Απ. Παύλου και των συνεργών του. Ο Παύλος εισά­γει ήδη στον μικρασιατικό Ελλη­νισμό τον «τύπο» τού Ρωμηού, τού Έλληνα της αυτοκρατορίας της Νέ­ας Ρώμης (Βυζαντίου από το 1562), δηλαδή της Ρωμανίας. Διότι ενσάρ­κωνε το τρίπτυχο της Ρωμανίας: Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία. Όχι άδικα δε ονο­μάσθηκε ο Παύλος «Απόστολος των Εθνών», διότι ευαγγελίσθηκε τον Χριστό στους πληθυσμούς εκείνους, που μέσα στη Γραφή χαρακτηρίζο­νταν «Έθνη». Το άνοιγμα όμως της Εκκλησίας προς τα Έθνη γίνεται ήδη στο κατά Ιωάννην και θεμελιώ­νεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό˙ Ιωάν. 12, 20-24: «Ήσαν δε Έλλη­νες τινές εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού. Ο δε Ιησούς αποκρίνεται αυτοίς λέγων ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός τού ανθρώπου». Με τη Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα (Αποστολική, Πράξ. 15, 6 έ.) γίνεται επίσημα το άνοιγμα στους Εθνικούς και ο Απ. Παύλος θα αναδειχθεί σε κατ’ εξοχήν «απόστολο των εθνών» και ευαγγελιστή της οι­κουμένης, όλης δηλαδή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ως «θαύμα» – μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός -θεωρείται, η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορία. Διότι με αυτήν συντε­λείται η αποφασιστικότερη αλλαγή στην πορεία του κόσμου. Πρόκειται για καθολικό αναπροσανατολισμό της Οικουμένης και είναι η μόνη περίπτωση στην Ιστορία, για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεπιφύλακτα ο όρος «Νέα Εποχή», αφού με αυτόν χαρακτηρίζεται ο νέος κόσμος, πού γεννήθηκε, με την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής. Είναι «το σώμα του Χριστού», η Εκκλησία. Και ολόκληρη η ελληνορωμαϊκή Οι­κουμένη εξελικτικά θα μεταμορφω­θεί σε Εκκλησία, ως Χριστιανική Οικουμένη. Με τη συναδέλφωση και ένωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού ανακαινίζεται ο κόσμος και η Ιστορία. Και τούτο πραγματοποιείται με δια­δοχικές υπερβάσεις. Πρώτα με τήν υπέρβαση του ιουδαϊκοί εθνικισμού και τη χριστιανική κατάφαση και του κόσμου των Εθνών, όλης της Οικου­μένης. Με το μήνυμα του Ευαγγελί­ου καταξιώνεται η παγκοσμιότητα του μηνύματος της πατρότητας του Θεού («σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών», Α’ Τιμ. 4, 10), ο οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). Ενούμενος όμως με το Χριστιανισμό πραγματο­ποιεί και ο Ελληνισμός την μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του.
Η ουσία του Ελληνισμού είναι «η ζήτησις της αληθείας» (Κλήμης Αλεξανδρεύς) (πρβλ. Α’ Κορ. 1, 22). Της Αλήθειας σε όλες της τις εκφάνσεις και πραγματώσεις, συνεπώς και στο χώρο της θρησκείας. Ο λόγος του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών καταξιώνει χριστιανικά αυ­τή τη ζήτηση, ως αυθεντική και ει­λικρινή, και πραγματοποιεί τη γεφύ­ρωση ανάμεσα στη ζήτηση και τη διά του Παύλου απάντηση του Θεού: «ον ούν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. 17, 23). Αυτού του πνεύματος φορέας ήταν ο Απ. Παύλος, όταν επισκεπτό­ταν και την Ιωνία.
Ο εκχριστιανισμός της μικρα­σιατικής Ιωνίας έγινε διά του Απ. Παύλου, του φωτιστού όλου του Ελληνισμού. Κατά την β’ περιοδεία του ο Παύλος (Πράξ. 16 έ.) πέρασε εγκάρσια όλη τη Μικρασία. Το όραμα με τον Μακεδόνα στην Τρωάδα (Πράξ. 16, 9 έ.), πού καλούσε τον Παύλο («…διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν»), θα φέρει τον Απόστολο στο έδαφος της μητροπολιτικής Ελλάδας, με πρώτο πέρασμα τη Σαμοθράκη (Πράξ. 16, 11). Ο Παύλος ακολούθησε, έτσι, αντίστροφη πορεία από εκείνη του Αλεξάνδρου, για την πνευματική κα­τάκτηση της Δύσεως.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Έφεσο κα­τά την επιστροφή του (Πράξ. 18, 19), θα επανέλθει σ’ αυτήν ο Παύλος (19, 1 έ.) εισάγοντας αυθεντικά το Χριστιανισμό, όπως αφηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστό­λων. Η ελληνική Μητρόπολη της Ιωνίας θα γίνει με τον εκχριστιανισμό της η πρώτη (σε σημασία) Χρι­στιανική Μητρόπολη της Ασίας, με δεύτερη την Εκκλησία της Σμύρνης. 
Η γενέτειρα του σοφού Ηρακλείτου και όλη η ανθυπατική Ασία (19, 26) έγινε πεδίο ιεραποστολικής δραστηριότη­τας του Παύλου και των μαθητών του. Οι Πράξεις των Αποστόλων δί­νουν μία εκτενή αναφορά στη δράση του Παύλου εκεί, μία δράση πού, όπως αναμενόταν, λειτούργησε προκλητικά και στους εξαρτημένους από τον φαρισαϊκό φανατισμό Ιου­δαίους, αλλά και στους συνδεόμενους με τη λατρεία της Αρτέμιδος Έλλη­νες και λοιπούς εθνικούς. Ο «παλαι­ός κόσμος» – Ιουδαϊσμού και εθνισμού – αντιστάθηκε με πείσμα στο ευαγγέ­λιο της «καινής κτίσης» (Γαλ. 6, 15), διότι αυτό κατέλυε την εξουσία του. Δυναμικότερη όμως υπήρξε η αντίδραση εκ μέρους του εθνικού κό­σμου.
Η Έφεσος, λόγω της λατρείας της Αρτέμιδος (Dianae των Ρωμαίων) ήταν πόλη ιερή, στο κέντρο της οποίας δέσποζε μεγαλόπρεπα ο Ναός της θεάς. Η Έφεσος ήταν κάτι σαν Ιερουσαλήμ της Ασίας. Μεγάλο μέρος τού πλη­θυσμού προσποριζόταν μεγάλα οικονομικά οφέλη από το Ναό. Ήταν το «κεφάλαιο» της περιοχής. Ο Ναός ήταν συγχρόνως και Τράπεζα. Στρα­τός ολόκληρος από ιερείς και Ιέρειες, νεωκόρους, τραγουδιστές, μουσικούς, μάγους, αλλά και κακούργους, που κατέφευγαν στο άσυλο τού Ναού -όλα δηλαδή τα συνδεόμενα με τη «θρησκεία» στοιχεία – είχαν κάθε λό­γο να δουν τον Παύλο ως κοινωνικό ανατροπέα και αναιρέτη της «κα­θεστηκυίας» κοινωνικής τάξεως. Για τις ταραχές, που προκάλεσε ο «αργυροχόος» Δημήτριος, γίνεται λόγος, πάλι, στις Πράξεις (19, 23 έ.). Ο Παύλος, κηρύσσοντας την πνευματι­κή λατρεία τού Χριστιανισμού (Ιω. 4, 24), απέρριπτε στην πράξη τους χειροποίητους «θεούς» των ειδώλων και τις ειδωλολατρικές πρακτικές. Το επιχείρημα τού Δημητρίου ήταν: Δεν κινδυνεύουμε μόνο επαγγελμα­τικά, αλλά και ιδεολογικά (ο ναός χάνει τη σημασία του). «Η θεά κιν­δυνεύει να χάσει το μεγαλείο της».
Είναι η πρώτη Ιστορικά ουσιαστική προσπάθεια οργανωμένων οικονο­μικών συμφερόντων να ανακόψουν την εξάπλωση τού Χριστιανισμού. Συγχρόνως όμως είναι και μία απόδειξη της ανθεκτικότητας της παλαιάς τάξεως πραγμάτων – και ιδιαί­τερα τού θρησκευτικού κατεστημένου τού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Στο επίπεδο της κρατικής θρησκείας και της θρησκεύουσας φιλοσοφίας θα διε­ξάγεται στο εξής η πάλη Χριστιανισμού – Ελληνισμού. Το γεγονός, όμως, ότι «τινές των Ασιαρχών» θα μείνουν «φίλοι» τού Παύλου και θα τον προστατεύσουν (Πράξ. 19, 31), είναι η προγραμματική επιβεβαίωση μιας αμετάτρεπτης έκτοτε πραγμα­τικότητας: ο Χριστιανισμός (ως Ορθοδοξία) δεν θα λάβει στον Ελληνι­σμό ποτέ ταξικό χαρακτήρα, αφού άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα θα τον δέχονται ή θα τον απορρίπτουν. Η στάση της κοινωνίας της Εφέσου απέναντι στο κήρυγμα τού Παύλου αποκαλύπτει τη στάση τού «παλαιού κόσμου» απέναντι στην «καινότητα» τού ευαγγελικού μηνύ­ματος. Οι «προς Εφεσίους» επιστο­λές τού Παύλου και τού αγίου Ιγνα­τίου τού Θεοφόρου (107 μ.Χ.), από τα σημαντικότερα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας, φανερώ­νουν τη σημασία της ελληνικής Εφέ­σου ως χριστιανικού κέντρου στην αποστολική και μεταστολική εποχή.
Το έργο τού Παύλου θα συνεχί­σει στην Έφεσο ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, ο οποίος στην Αποκάλυψη (2, 1-7) θα αναφερθεί στον «άγγελον» της «εν Εφέσω Εκ­κλησίας». Για τη διαμονή και δράση τού Ιωάννη στην Έφεσο, ισχυρότερη ως σήμερα μαρτυρία είναι το όνομα της περιοχής: Ayasoluk (σημαίνει: άγιος Θεολόγος). Ο μαθητής τού ΠαύλουΤιμόθεος («υιός γυναικός Ιουδαίας πιστής, πατρός δε Έλληνος», Πράξ. 16, 13) φέρεται ως πρώ­τος Επίσκοπος της Εφέσου και της Ιωνίας (από την αρχή της δεκαετίας τού 60 ως το 97 περίπου, που μαρτύ­ρησε) . Τον β’ αιώνα η Έφεσος θα είναι πολυάριθμη εκκλησία με καλή οργάνωση και έντονη πνευματική ζωή. Στα τέλη του αιώνα αυτού θα εί­ναι το μητροπολιτικό κέντρο της Α­σίας, ως τον ια’ αι., οπότε θα κατα­στραφεί από τους Σελτζούκους η πόλη. Η σύγκληση στην Έφεσο της Γ’ Οικουμενικής (431) και της «Λη­στρικής» Συνόδου (449) φανερώνουν τη σπουδαιότητά της τον ε’ αιώνα.
Το δεύτερο σε σημασία χριστια­νικό κέντρο της Ιωνίας θα είναι από τους αποστολικούς χρόνους η Σμύρνη. Η Εκκλησία της μαρτυρείται αμέσως μετά την Εκ­κλησία της Εφέσου στην Αποκάλυ­ψη (2, 8-10). Εκεί θα γράψει τις επιστολές του προς τις εκκλησίες Τράλλεων, Μαγνησίας, Εφέσου και Ρώ­μης ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107). Ο επίσκοπος της Πολύκαρ­πος αναδεικνύεται μεγαλειώδης μορφή της αρχαίας Εκκλησίας με το μαρτύριο του στην πόλη της Σμύρνης (165 μ.Χ.). Η Εκκλησία της Σμύρνης είχε ομαλότερη πορεία από εκείνη της Εφέσου, διότι τον ιγ’ αιώ­να περιελήφθη στην αυτοκρατορία της Νικαίας και έζησε μία νέα ακμή, για να αποβεί το σημαντικότερο κέν­τρο τού Ορθοδόξου Ελληνισμού (της «ρωμηοσύνης») ως τα 1922.
Είναι γεγονός ότι και στην Ιω­νία, όπως σε κάθε περιοχή τού ρωμαϊκού κόσμου, στην οποία ήκμαζε ο Ελληνισμός, η είσοδος τού Χριστιανισμού οδήγησε σε ένα νέο ιστορικό μέγεθος, που εκφραζόταν με ένα νέο τρόπο υπάρξεως και μετα­στοιχείωσε τελικά όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το νέο αυτό μέγεθος είναι η Ορθοδοξία, που δηλώνει το Χριστιανισμό στην αυθεντικότητά του, ενωμένο ασύγχυτα και αδιαίρε­τα με τη μεταμορφωμένη εν Χριστώ ελληνικότητα.
Η Ορθοδοξία θα αποβεί ο κυριότερος συνθετικός παράγοντας των ασιατικών πληθυσμών και το μεγαλύτερο στή­ριγμα τους. Ο Ν. Γιόργκα έχει δί­κιο, όταν βλέπει την Ορθοδοξία ως «μέγαν παράγοντα εξελληνισμού» των ασιατικών περιοχών, διότι πράγματι ο πλήρης εξελληνισμός της Μικρασίας και γενικά τού «Βυζαντί­ου» / Ρωμανίας επετεύχθη μέσω της Ορθοδοξίας. Διότι ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία διέσωσε όλα τα αυ­θεντικά στοιχεία της ελληνικότητας, ό,τι εκλεκτότερο είχε δημιουργήσει, κινούμενος από τη θεία χάρη, ο κόσμος προ της Σαρκώσεως.
Το περίεργο είναι, ότι η σύγ­κρουση Ελληνισμού – Χριστιανισμού ήταν σφοδρότερη στο χώρο της λαϊκής θρησκείας (ας θυμηθούμε τα γεγονότα της Εφέ­σου), απ’ όσο στο χώρο τού πνεύμα­τος, όπου διαπιστωνόταν η κατ’ αρ­χήν σύμπτωση τους: οικουμενικότη­τα, υπερφυλετικότητα (αντιρατσισμός), επίγνωση των ορίων τού λό­γου, εσωτερικότητα, αλλά και κοι­νωνικότητα. Η σύνδεση Χριστιανισμού – Ελληνισμού, θα διατηρήσει την ισορροπία της στα πρόσωπα των Αγίων, των Πατέρων, διότι αυτοί σ’ όλους τους αιώνες θα ιεραρχούν ορθά τα δύο μεγέθη. Στην πατερική παρά­δοση Ελληνισμός και Χριστιανισμός δεν συνδέονται ως ισοδύναμα μεγέθη. Σ’ αυτήν η Ορθοδοξία δεν είναι απλή συνέχεια τού Ελληνισμού, αλλ’ υπέρ­βασή του. Ο Ελληνισμός πεθαίνει και ανασταίνεται για να ενωθεί με το Χριστιανισμό, ως ανθρώπινη φύση σε μία θεανθρώπινη ενότητα. Έτσι, δικαιώνεται μεταξύ άλλων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν διακη­ρύσσει: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ έπί των βημάτων μόνον επί δε των νοη­μάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι (…) έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπινής δια­νοίας φθέγγονται». Ο Άγιος Γρηγόριος συνοψίζει εδώ την πατερική αυτοσυνειδησία.
Ανισορροπία στη διασύνδεση Χριστιανισμού – Ελληνι­σμού υπάρχει στην αίρεση. Στις αιρέσεις ο Ελληνισμός δεν υπερβαίνεται, αλλά παραλαμβάνεται αυτούσιος. Γι’ αυτό ορθά έχει λεχθεί (Α. Harnack), ότι στις αιρέσεις συντε­λείται «εξελληνισμός του Χριστιανι­σμού». Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» (843 μ.Χ.) έχει δώσει την τε­λεσίδικη λύση στη σύνδεση Χριστια­νισμού και Ελληνισμού ως θύραθεν σοφίας: «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις ματαίως αυτών δόξαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσιν (…), ανάθεμα».
Η Χριστιανική Ελλάς δεν εί­ναι οξύμωρον, αλλά «καινή κτίση», νέο ιστορικό μέγε­θος, ένωση θείας και ανθρώπινης φύ­σεως, θεανθρωπισμός, ως Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και η τυχόν επιστροφή τού σημερινού Ελληνισμού στην προχριστιανική αρχαιότητα θα είναι εγχείρημα απονενοημένο. Διότι κάτι τέτοιο είναι πια για τον Ελληνισμό αδύνατο και ισοδυναμεί με αυτοκτο­νία.
Ο Ελληνισμός της μικρασια­τικής Ιωνίας, γνήσιο τμή­μα τού καθόλου Ελληνισμού, διέγραψε και αυτός την καθορισμένη από τη Θεία Χάρη πορεία του από το Πανιώνιο στη Ρωμηοσύνη. Η αρχαία θρησκεία, που αποτελούσε το πνευματικό στοιχείο της ενότητάς του, υποχώρησε μπροστά στην Πίστη τού Χριστού, που θα τον οδηγήσει σε μία καθολικότερη ενότητα στα όρια της Ελληνορθόδοξου Ρωμανίας, της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης! Από τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς, της Αρτέμιδας, θα αναχθεί στην τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας.
Στην Έφεσο, όπου εν ονόματι της Αρτέμιδας διώχθηκε ο Απ. Παύλος, θα κηρυχθεί συνοδικά (431) η εκ Παρθένου Μαρίας σάρ­κωση τού Θεανθρώπου Σωτήρος και η Παναγία θα ομολογηθεί «αληθώς Θεοτόκος». Η Ελληνική συνείδηση στρέφεται, έτσι, από την Αθήνα στην Πόλη τού Γένους, με την οποία θα μείνει αδιάσπαστα ενωμένη η Ελλη­νική Ιωνία. Ο Ελληνισμός της θα συνεχίσει να δίνει δια μέσου των αιώ­νων τη μαρτυρία του για την Αλή­θεια, από την εποχή τού Ηρακλείτου ως την εποχή μας.
Για την αλήθεια τού Χριστού θα μαρτυρήσει ο άγιος Πολύκαρπος και για την Ελληνοορθοδοξία θα θυσιαστεί ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Εθνομάρτυς (1922). Πρόκειται για την ίδια μαρτυρική διάθεση και προσφορά δια μέσου των αιώνων, που καταξιώνει τον Ελλη­νισμό ως παγκόσμιο φωτοδότη.
 ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: