Πυκνό σε
νοήματα το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, το οποίο παρατίθεται προς τιμήν τού
αγίου ενδόξου μάρτυρος Τρύφωνος, αλλά και τών λοιπών Μαρτύρων που συνεορτάζουν.
Σκοπός του είναι να περιγράψει τήν νέα ζωή που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα σε όσους
αποβάλλουν τήν σαρκικότητα και καθίστανται υιοί Θεού κατά χάρη. Και η δυσκολία
του έγκειται στο ότι περιγράφονται καταστάσεις κατανοητές και προσιτές μόνο σε
όσους έχουν παρεμφερή βιώματα.
Όντως, δεν κατανοείται η κατάσταση τής
πνευματικής ζωής, αλλά πραγματώνεται. Είναι βιωματική εμπειρία και όχι
εγκεφαλική γνώση. Η χρυσοστομική γλώσσα για να δείξει τήν δυσκολία τού
πράγματος έλεγε: «Δεν μπορώ να περιγράψω τήν γλυκύτητα τού μελιού σε όποιον δεν
έχει φάει ποτέ μέλι και αυτός δεν πρόκειται να καταλάβει τί τού λέω. Πρέπει
απλά να φάει μέλι, για να κατανοήσει για τί πράγμα μιλάμε». Κι όποιος είναι
άγευστος τής πνευματικής ζωής, δεν μπορεί μέσω ενός θεωρητικού κειμένου να
κατανοήσει για τί πράγμα μιλάμε. Πρέπει να τήν ζήσει για να γευθεί τήν
γλυκύτητά της και την ανάπαυση που προσφέρει στόν άνθρωπο.
Η Εκκλησία
παραθέτει το συγκεκριμένο κείμενο, όχι μόνο γιατί αντιδιαστέλλει τήν μέλλουσαν
δόξαν προς τα παθήματα τού νύν καιρού, αλλά και γιατί είναι κείμενο που
λακωνικά περιγράφει τίς δυσκολίες του ανθρώπου στήν προσπάθειά του να πλησιάσει
τόν Θεό, καθώς και τίς ωφέλειες που προκύπτουν για όλους από τό πλησίασμα αυτό.
Επισημαίνεται ο κίνδυνος τής σαρκικότητας, δηλαδή το να ζεί ο άνθρωπος υπό τούς όρους τών σαρκικών
επιθυμιών μόνο για το εδώ και τό τώρα, ενώ υπογραμμίζεται πως αυτό αποδιώκει το
Πνεύμα τού Θεού και καταργεί τήν πνευματικότητα, αλλά και τίς συνέπειες τής
Αναστάσεως. Τονίζεται η κατάργηση τού
πνεύματος τής δουλείας στήν σχέση μας με τον Θεό και η αντικατάστασή του με τό
γεγονός τής υιοθεσίας μας, ώστε να εξαφανισθεί ο φόβος και ο Θεός να βιωθεί ως
Πατέρας. Περιγράφεται ζοφερά η υποταγή τής κτίσης στήν φθορά αι τον θάνατο, για
ν’ αναδειχθεί η ελπίδα τής ελευθερίας
της στήν κατάσταση τής δόξης τών τέκνων τού Θεού, δηλαδή στήν αγιότητα, απόδειξη
τού ότι η πνευματική κατάσταση τού ανθρώπου δεν αφορά μόνο τον ίδιο, αλλά και
το περιβάλλον του, έμψυχο και άψυχο. Γίνεται παραδοχή τής ανθρώπινης αδυναμίας,
μόνο και μόνο για να παρασχεθεί η διαβεβαίωση ότι τό Πνεύμα συναντιλαμβάνεται
ταίς ασθενείαις ημών, και μάλιστα φωτίζει στό τί και πώς να προσευχηθεί ο
άνθρωπος, καθώς πολλές φορές και αυτό ακόμη το αγνοούμε.
Μετά διαπιστώνεται
πως όσοι αγαπούν τον Θεό, μόνο ωφελούνται, καθώς τα πάντα ακόμη και οι αντιξοότητες,
οδηγούν σε αγαθό. Η αγάπη προς τον Θεό μας κάνει συμμόρφους προς τον Χριστό,
καθώς καλούμαστε στην πίστη του, για να καταστούμε δίκαιοι και κληρονόμοι τής
ουράνιας δόξας. Και στήν συνέχεια υπογραμμίζεται ότι από εκεί και μετά ο Θεός
υπεραμύνεται τών δικών του ανθρώπων ενάντια σε κάθε θλίψιν ή στενοχωρίαν, ή
διωγμόν ή λιμόν ή γυμνότητα ή κίνδυνον ή μάχαιραν. Εν τούτοις πάσιν υπερνικώμεν
διά τού αγαπήσαντος ημάς. Όταν βιωθεί η αγιότητα, καμιά δύναμη δεν μπορεί να μας
χωρίσει από τήν αγάπη του Θεού, καθώς το απόλυτο νικά τό σχετικό, τα πάντα νικούν
τό τίποτε, ή πληρότητα καταργεί τήν κενότητα.
Γιατί παρατίθεται
ένα τόσο θεωρητικό ανάγνωσμα στήν μνήμη μαρτύρων; Φυσικά, για να εξηγηθεί το πώς
και γιατί μπόρεσαν να υπερνικήσουν τον φόβο τού θανάτου και, όπως ο Χριστός μας,
εκουσίως και αυτοπροαιρέτως θυσίασαν τήν ζωή τους για τήν αγάπη αυτή τού Χριστού.
Τό έντονο πνευματικό βίωμα, τό ότι κατέστησαν σύμμορφοι τού Χριστού, τούς οδήγησε
στήν ολοκλήρωση τής πνευματικής τους πορείας με τό στεφάνι τού μαρτυρίου. Έχοντας
ζήσει τον Χριστό δεν μπορούσαν να Τον αρνηθούν γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε
με άρνηση τού ίδιου τού εαυτού τους.
Παρατίθεται
όμως, και για έναν ακόμη λόγο. Για να τονισθεί ότι κανείς δεν αναδεικνύεται μάρτυς,
εάν πρίν δεν βαδίσει αυτόν τον δρόμο τής πνευματικής προετοιμασίας. Ο μάρτυς
δεν καθίσταται άγιος με τό μαρτύριο, αλλά αναδεικνύει με τον μαρτυρικό θάνατο τήν
αγιότητα που έχει προηγουμένως με τον τρόπο τής ζωής κατορθώσει. Ο Παύλος, γράφοντας
στήν Εκκλησία τής Ρώμης, περιγράφει ουσιαστικά από τήν εμπειρία του, τήν δική
του πορεία στήν αγιότητα, ενώ συνάμα προετοιμάζοντας τήν εκεί Εκκλησία για τήν
μετάβασή του στη Ρώμη, υπονοεί και τό τέρμα τής επί γής ζωής του, το μαρτύριο,
για το οποίο πορεύεται προετοιμασμένος.
Πολλοί είναι
εκείνοι που αναχώρησαν από την ζωή αυτή με βίαιο θάνατο. Αυτό τούς καθιστά
συμπαθείς, πρώτιστα στα μάτια τού Θεού, ο οποίος έχει και το δικαίωμα τής κρίσης.
Δεν τούς καθιστά όμως, κατ’ ανάγκην μάρτυρες. Ο μάρτυς τής Εκκλησίας μας χαρακτηρίζεται
από τό ότι δεν σύρεται, αλλά προχωρά στήν θυσία ελεύθερα και αυτοπροαίρετα, για
να καταθέσει με τον τρόπο αυτό τήν δική του μαρτυρία για την αγάπη τού Θεού στό
πλάσμα του και τήν ανωτερότητα τής πνευματικής ζωής. Ούτε ο φανατισμός, ούτε το
πείσμα, ούτε ο ψυχικός πειθαναγκασμός και η χειραγώγηση έχουν θέση στην πορεία
αυτή. Μόνη θέση έχει η αγάπη του Χριστού μας και η ομολογία τού βιώματος τής αγάπης
αυτής.
Αρχιμ. Ι.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου