Μας προετοιμάζει η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί αδελφοί, να ζήσουμε τά άγια Πάθη τού Χριστού και αισίως να υποδεχθούμε τήν λαμπροφόρο του Ανάσταση μέσα στίς καρδιές μας, ώστε να αναστηθούμε «ψυχή τε και σώματι». Ο Χριστός μιλάει πολύ καθαρά στούς μαθητές του για όλα όσα πρόκειται να συμβούν στά Ιεροσόλυμα, για όλα όσα πρόκειται να υποστεί από τό ιουδαιοφαρισαϊκό κατεστημένο, βασανισμούς, εμπαιγμούς, χλευασμούς, μαστιγώσεις, θάνατο, αλλά μιλάει επίσης πολύ καθαρά και για τήν Ανάστασή του.
Ας μεταφερθούμε νοερά και εμείς στα Ιεροσόλυμα, με τρόπο ευάρεστο στόν Θεό, και ας συνοδέψουμε τόν Χριστό. Άλλωστε δεν είναι ο τόπος που μας πηγαίνει στόν Θεό, αλλά ο τρόπος. Ο Αδάμ και η Εύα έχασαν τόν Παράδεισο όντας μέσα σ’ αυτόν, ενώ οι τρείς Παίδες ζούσαν τόν Παράδεισο μέσα στήν κάμινο τού πυρός.
Ωστόσο, η πνευματική κατάσταση τών δύο γιών τού Ζεβεδαίου, τού Ιακώβου και τού Ιωάννη, δεν τούς βοηθάει να καταλάβουν αυτά που τούς λέει ο Χριστός. Αυτοί προφανώς έβλεπαν τόν Κύριο σαν κοσμικό άρχοντα που θα αναδείκνυε τό Ισραήλ, γι αυτό και αναζήτησαν τιμές και πρωτοκαθεδρίες. Δεν εννόησαν τα λόγια τού Χριστού, εφόσον δεν είχαν λάβει ακόμη τό Άγιο Πνεύμα. Εκείνος αντίθετα τούς μίλησε για θλίψεις, μαρτύρια και βάπτισμα στό αίμα του.
Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς πολλές φορές, που όταν μελετάμε, όταν προσευχόμαστε, ακόμη κι όταν βρισκόμαστε στήν θεία Λειτουργία, όπου κατεξοχήν παρών είναι ο Χριστός δια τού Σώματος και τού Αίματός Του, είμαστε γεμάτοι άπρεπους και ταραχώδεις λογισμούς, λόγω τής κακής πνευματικής μας κατάστασης.
Φιλαρχία, φιληδονία, φιλαργυρία είναι τα τρία κεφαλαιώδη πάθη που διαφεντεύουν στούς λειμώνες τού έσω ανθρώπου, κατά τήν διδασκαλία τών Πατέρων μας κι αυτό φαίνεται καθαρά στίς τρείς προτάσεις –πειρασμούς, που δέχθηκε ο Χριστός στήν έρημο από τόν διάβολο. Αυτά τα τρία κεφαλαιώδη πάθη διακλαδίζονται σε πολλά άλλα, με διαφορετικό συνδυασμό, «κλινική εικόνα», θα λέγαμε σε κάθε άνθρωπο.
Κλασικό παράδειγμα φιλαρχίας είναι η επιθυμία τών δύο μαθητών που εδώ σχολιάζουμε. Κλασικό παράδειγμα φιλαργυρίας είναι ο Ιούδας, ενώ κλασικό παράδειγμα φιληδονίας, ο Ηρώδης. Αυτά τα παραδείγματα με τις ατέλειωτες ποικιλίες και τούς συνδυασμούς τους χαρακτηρίζουν όλους εμάς, ως ομαδικοί «ενοχικοί αρχέτυποι», όπως λέμε στήν γλώσσα τής ποιμαντικής ψυχολογίας.
Ο Χριστός μιλώντας στούς δύο μαθητές για τό μαρτύριο τού αίματος, εξεικόνισε τήν πορεία κάθε χριστιανού, ο οποίος αν θέλει να ζήσει, όπως Εκείνος, οφείλει να τόν ομολογεί σε κάθε πτυχή τής ζωής του, είτε ακολουθήσει τόν δρόμο τής ευλογημένης συζυγίας, έιτε αυτόν τής ευλογημένης μοναστικής αγαμίας.
Πέρασε ο καιρός τών θεαματικών μαρτυρίων, τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα, όπως γίνονταν στα χρόνια τών διωγμών, όπου και η ιδιότητα και μόνο τού χριστιανού αρκούσε για να διώκεται κανείς απανταχού τής αυτοκρατορίας. Χωρίς να αμνηστεύουμε πολλά σημερινά περιστατικά αγρίων διωγμών, ο σημερινός αγώνας τών χριστιανών ισοδυναμεί κυρίως με αυτό που ονομάζουμε αναίμακτο μαρτύριο συνειδήσεως. Ο χριστιανός σηκώνει τόν χρηστό ζυγό τού Χριστού, παλεύει με τα όπλα, που η Εκκλησία θέτει στήν διάθεσή του ενάντια στό τριπλό κακό, τόν κόσμο, τήν σάρκα και τόν διάβολο, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές τα πικρά σχόλια και τήν ειρωνεία, ακόμη και τήν εχθρική συμπεριφορά τού κόσμου που ολόκληρος «εν τώ πονηρώ κείται». Κάποτε ο πόλεμος γίνεται αδυσώπητος. Επιστρατεύονται κυβερνήσεις, νομοθεσίες, μέσα μαζικής ενημέρωσης, παγκόσμιοι μηχανισμοί, με σκοπό να πληγεί η Εκκλησία και οι χριστιανοί. Αν και κάποτε κάποιοι, ευτυχώς πολύ λίγοι, καταντούν ριψάσπιδες, στήν πλειοψηφία τους οι χριστιανοί αγωνίζονται αποφασιστικά και νικούν, διότι στό πηδάλιο τής Εκκλησίας στέκει ο ίδιος ο Χριστός, η δόξα και το καύχημά τους. Και τό αψευδές στόμα τού Χριστού δηλώνει οριστικά και αμετάκλητα, ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Φαίνεται κάποιες φορές το νοητό σκάφος τής Εκκλησίας να κλυδωνίζεται, δίνει τήν εντύπωση ότι θα καταποντιστεί, αλλά πάντοτε διασώζεται.
Θεμελιωμένη πάνω στα αίματα τών μαρτύρων της και πάνω στήν πέτρα τής σώζουσας ομολογίας, ότι ο Χριστός είναι ο Υιός τού Θεού τού ζώντος, ζυμώνει, προσλαμβάνει, αλλοιώνει τόν κόσμο, ναοποιεί τόν άνθρωπο «αφθαρτίζοντάς τον θεοπρεπέστατα», όπως ψάλλουμε.
Αισθάνεται τότε ο άνθρωπος τήν θεία του καταγωγή, ένας μεγάκοσμος, ενώ ταυτόχρονα βιώνει τήν «ουδενία» του, το μηδενικό του, τόν μικρόκοσμό του και επιθυμεί ζεόντως όλους ως καλυτέρους του να διακονεί: πάντων διάκονος, «πάντων δούλος», κατά το πρότυπο τού Χριστού, ο Οποίος ήλθε για να διακονήσει, όχι να διακονηθεί, δίνοντας λύτρο τήν ίδια του τήν ζωή.
Αρχιμ Ε.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου