Μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας είναι αυτή του Εμφυλίου Πολέμου της περιόδου 1823 – 1825. Ο πόλεμος αυτός είχε βαρύτατο κόστος για τη χώρα και παραλίγο να πλήξει ανεπανόρθωτα την Ελληνική Επανάσταση που τότε βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Ο Εμφύλιος χωρίζεται σε Α' φάση (Φθινόπωρο 1823 - Ιούλιος 1824) και Β’ φάση (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825).
Α’ φάση του Εμφυλίου (φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824)
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης. Η Β’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων έγινε στο Άστρος της Κυνουρίας την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 1823. Σε αυτή την Εθνοσυνέλευση επικράτησαν οι πρόκριτοι. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Επιπλέον, η αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών – προκρίτων και στρατιωτικών – οπλαρχηγών οξύνθηκε καθώς η πολιτική ολιγαρχία παραμέρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, κατάργησε την Πελοποννησιακή Γερουσία και κατάργησε και τον τίτλο του Αρχιστρατήγου που είχε απονεμηθεί στον Θ. Κολοκοτρώνη για τις μεγάλες επιτυχίες του. Παράλληλα αποφασίστηκε να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση με Άγγλους τραπεζίτες τη χορήγηση δανείου με υποθήκη τα «εθνικά κτήματα».
Οι πρόκριτοι άρχισαν να ανησυχούν με την υψηλή δημοτικότητα που είχε αποκτήσει ο Θ. Κολοκοτρώνης και έτσι αρνήθηκαν να του αναθέσουν την αρχιστρατηγία για την πολιορκία της Πάτρας.
Το Μάιο του 1823 ο Θ. Κολοκοτρώνης δέχθηκε να αναλάβει τη θέση του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού. Τον Ιούλιο του 1823 ο αγγλόφιλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εκλέχτηκε Πρόεδρος του Βουλευτικού. Οι αντιθέσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού οξύνθηκαν και ο Κολοκοτρώνης υπέβαλε την παραίτησή του από το Εκτελεστικό, αλλά η παραίτηση δεν έγινε δεκτή.
Αφορμή για την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου στάθηκε η απόφαση του Βουλευτικού να καθαιρέσει τον Υπουργό Δημήτριο Περρούκα με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί και οι οπλαρχηγοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Ασημάκης Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του Μαυροκορδάτου και των πολιτικών και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των πολιτικών – προκρίτων - κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Θ. Κολοκοτρώνης ξαφνικά προσχωρεί (για σύντομο χρονικό διάστημα) στην παράταξη των πολιτικών – προκρίτων - κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιού του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Θ. Κολοκοτρώνη εξόργισε διακιολογημένα τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπέβαλε τελικά την παραίτησή του από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαίρεσε πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Θ. Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου 1823, στρατιωτικό σώμα περίπου 200 ανδρών, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό (του Μαυροκορδάτου) καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί, αν και δεν διαθέτει την απαραίτητη απαρτία, κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό (καθαιρώντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη από Πρόεδρο και τον Σωτήρη Χαραλάμπη από απλό μέλος) και δημιουργεί τον Ιανουάριο του 1824 νέο Εκτελεστικό, με Πρόεδρο τον Υδραίο καραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο αντίπαλοι πόλοι εξουσίας :
Α) τον ένα πόλο αποτελούν οι «Κυβερνητικοί» (Γ. Κουντουριώτης, Α. Μαυροκορδάτος, Ι. Κωλέττης, Λόντος, Ανδρέας Ζαϊμης, Ανδρέας Μιαούλης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.α.) που έχουν την έδρα τους στο Κρανίδι και
Β) τον άλλο πόλο αποτελούν οι «Αντικυβερνητικοί» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς κ.α.) που έχουν την έδρα τους στην Τρίπολη.
Η μία παράταξη κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους τους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών - οπλαρχηγών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο στα χέρια τους. Οι Κυβερνητικοί (Μαυροκορδάτος, Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Α. Ζαϊμης, Λόντος κ.α.) είχαν σημαντική υποστήριξη από τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Σε αυτή την πρώτη φάση του Εμφυλίου, ένας από τους υποστηρικτές των κυβερνητικών ήταν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αν και δεν συμμετείχε ενεργά στις μάχες. Οι δυνάμεις της αντικυβερνητικής παράταξης του Θ. Κολοκοτρώνη ήταν αρκετά περιορισμένες.
Ένα επιπλέον όπλο στα χέρια των Κυβερνητικών του Κρανιδίου ήταν και το δάνειο των 800.000 λιρών που πήραν για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά το κατασπατάλησαν στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Οι Κυβερνητικοί χρησιμοποίησαν τα χρήματα του δανείου για να εξαγοράσουν συνειδήσεις και να αποκτήσουν την υποστήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών ώστε να νικήσουν την Αντικυβερνητική παράταξη.
Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου 1824 δόθηκαν σκληρές μάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Στις 2 Μαρτίου 1824 ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Θ. Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι πολιτικοί και οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην κυβερνητική παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της αντικυβερνητικής παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη.
Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Γ. Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Στις 7 Ιουνίου 1824 και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της. Έτσι επήλθε μια προσωρινή ανακωχή.
Με το τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1824.
Β' φάση του Εμφυλίου (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825)
Σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Α’ φάσης του Εμφυλίου, η νικήτρια φατρία του Γ. Κουντουριώτη και του Μαυροκορδάτου άρχισε να ταλανίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Ο τρόπος διαχείρισης του δανείου αποτέλεσε μια ακόμα αιτία αντιπαράθεσης. Οι νησιώτες που είχαν ισχυροποιηθεί προσεταιρίστηκαν τους Στερεοελλαδίτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους πρόκριτους. Πολλοί παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και το αντίστροφο. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους προκρίτους. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι δυσαρεστήθηκαν και αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Επίσης συμμάχησαν με τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η Κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη προχώρησε σε μια ιδιαίτερα προκλητική ενέργεια. Αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στην Πελοπόννησο και να τρέφονται σε βάρος των φτωχών κατοίκων της.
Το έναυσμα για τη Β’ φάση του Εμφυλίου έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1824 στην Αρκαδία για να επιβάλουν με τη βία τη θέληση της κυβέρνησης. Οι 500 «κυβερνητικοί» στρατιώτες υπό την ηγεσία του Παπαφλέσσα που έφθασαν στην περιοχή ηττήθηκαν από τους αντικυβερνητικούς του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Κανέλλου Δεληγιάννη και εκδιώχθηκαν. Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Γ. Κουντουριώτης με τη συνεργασία του Κωλέττη έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα που είχαν στήσει οι κυβερνητικές δυνάμεις έξω από την Τρίπολη σκοτώνεται ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Θ. Κολοκοτρώνης συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, αδιαφορώντας για την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Τον Ιούλιο του 1824 ο Γ. Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου είχε αποκτήσει σημαντική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και μπορούσε να εξαγοράζει μικροκαπεταναίους και να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των αντικυβερνητικών Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την απόφαση των κυβερνητικών για εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα, Καραϊσκάκη κ.α. , τα κυβερνητικά στρατεύματα προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας και της Κορινθίας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η τύχη της ελληνικής επανάστασης κρεμόταν από μια κλωστή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε από ποιους αποτελούνταν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ορισμένοι επιφανείς άνδρες που ήταν ενταγμένοι στην Κυβερνητική παράταξη ήταν ο (αγγλόφιλος) Γ. Κουντουριώτης, ο (αγγλόφιλος πολιτικός) Α. Μαυροκορδάτος, ο Ι. Κωλέττης, ο Παπαφλέσσας, ο Ιωάννης Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Α. Ισκος, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μακρυγιάννης, ο Δράκος, ο Βαλτινός, ο Τσάμης Καρατάσος και διάφοροι άλλοι Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και Υδραίοι.
Ορισμένα επιφανή πρόσωπα που συμμετείχαν στην Αντικυβερνητική παράταξη ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.α.
Οι τελευταίες συγκρούσεις κυβερνητικών και αντικυβερνητικών έγιναν το Δεκέμβριο του 1824. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που υποστήριζαν την κυβέρνηση Κουντουριώτη και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να εισβάλουν στην εξεγερμένη Πελοπόννησο και να χτυπήσουν τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Ο (αντικυβερνητικός) Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο του 1824 στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Πελοποννήσιοι αντικυβερνητικοί παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν εναντίον των κυβερνητικών. Αιτία ήταν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι την ώρα της μάχης. Έτσι οι Πελοποννήσιοι απογοητευμένοι αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου 1824, οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα αντικυβερνητικά στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του (κυβερνητικού) Ιωάννη Γκούρα.
Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία των Ρουμελιωτών στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους και έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος κατέφυγαν στην Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα συνέβησαν όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών, των δολοφονιών και των εμπρησμών, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή, ο (αντικυβερνητικός) Γκούρας και τα παλληκάρια του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στα χέρια του Σοφιανόπουλου. Ο Φωτάκος έγραψε για τα αυτά τα θλιβερά γεγονότα ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν είι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν επικρατήσει πλήρως. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι αντικυβερνητικοί φυλακίζονται στην Ύδρα. Μόνο ο Ασημάκης Φωτήλας κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επιδιώκει να εξοντώσει με οποιοδήποτε τρόπο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Τον Απρίλιο του 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στους κυβερνητικούς και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, βρήκε τραγικό θάνατο από το πρώην πρωτοπαλίκαρό του, τον Ιωάννη Γκούρα. Τον Ιούνιο του 1825 ο Γκούρας τον δολοφόνησε στην Ακρόπολη.
Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντά της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν όργανο. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την ικανότητα να σημειώσει επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν μπόρεσε να σώσει από την καταστροφή την Κάσο και τα Ψαρά, ούτε να εμποδίσει την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) ούτε να σώσει το πολιορκημένο Μεσολόγγι (Απρίλιος 1826). Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής αναγκάστηκε να αποφυλακίσει τον (αντικυβερνητικό) Θ. Κολοκοτρώνη το Μάιο του 1825 για να πάρει εκείνος την ομάδα στις πλάτες του και να νικήσει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.
original-fippak.blogspot.gr
Α’ φάση του Εμφυλίου (φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824)
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης. Η Β’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων έγινε στο Άστρος της Κυνουρίας την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 1823. Σε αυτή την Εθνοσυνέλευση επικράτησαν οι πρόκριτοι. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Επιπλέον, η αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών – προκρίτων και στρατιωτικών – οπλαρχηγών οξύνθηκε καθώς η πολιτική ολιγαρχία παραμέρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, κατάργησε την Πελοποννησιακή Γερουσία και κατάργησε και τον τίτλο του Αρχιστρατήγου που είχε απονεμηθεί στον Θ. Κολοκοτρώνη για τις μεγάλες επιτυχίες του. Παράλληλα αποφασίστηκε να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση με Άγγλους τραπεζίτες τη χορήγηση δανείου με υποθήκη τα «εθνικά κτήματα».
Οι πρόκριτοι άρχισαν να ανησυχούν με την υψηλή δημοτικότητα που είχε αποκτήσει ο Θ. Κολοκοτρώνης και έτσι αρνήθηκαν να του αναθέσουν την αρχιστρατηγία για την πολιορκία της Πάτρας.
Το Μάιο του 1823 ο Θ. Κολοκοτρώνης δέχθηκε να αναλάβει τη θέση του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού. Τον Ιούλιο του 1823 ο αγγλόφιλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εκλέχτηκε Πρόεδρος του Βουλευτικού. Οι αντιθέσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού οξύνθηκαν και ο Κολοκοτρώνης υπέβαλε την παραίτησή του από το Εκτελεστικό, αλλά η παραίτηση δεν έγινε δεκτή.
Αφορμή για την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου στάθηκε η απόφαση του Βουλευτικού να καθαιρέσει τον Υπουργό Δημήτριο Περρούκα με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί και οι οπλαρχηγοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Ασημάκης Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του Μαυροκορδάτου και των πολιτικών και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.
Παρόλο που το μέλλον των πολιτικών – προκρίτων - κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Θ. Κολοκοτρώνης ξαφνικά προσχωρεί (για σύντομο χρονικό διάστημα) στην παράταξη των πολιτικών – προκρίτων - κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιού του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Θ. Κολοκοτρώνη εξόργισε διακιολογημένα τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπέβαλε τελικά την παραίτησή του από το Εκτελεστικό ενώ το Βουλευτικό καθαίρεσε πραξικοπηματικά το μέλος του Εκτελεστικού, Μεταξά, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του Θ. Κολοκοτρώνη. Στις 28 Νοεμβρίου 1823, στρατιωτικό σώμα περίπου 200 ανδρών, με επικεφαλής τον Νικηταρά, τον Χατζηχρήστο και τον Πάνο Κολοκοτρώνη κατευθύνεται προς το Άργος.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό (του Μαυροκορδάτου) καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί, αν και δεν διαθέτει την απαραίτητη απαρτία, κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό (καθαιρώντας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη από Πρόεδρο και τον Σωτήρη Χαραλάμπη από απλό μέλος) και δημιουργεί τον Ιανουάριο του 1824 νέο Εκτελεστικό, με Πρόεδρο τον Υδραίο καραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο αντίπαλοι πόλοι εξουσίας :
Α) τον ένα πόλο αποτελούν οι «Κυβερνητικοί» (Γ. Κουντουριώτης, Α. Μαυροκορδάτος, Ι. Κωλέττης, Λόντος, Ανδρέας Ζαϊμης, Ανδρέας Μιαούλης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.α.) που έχουν την έδρα τους στο Κρανίδι και
Β) τον άλλο πόλο αποτελούν οι «Αντικυβερνητικοί» (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς κ.α.) που έχουν την έδρα τους στην Τρίπολη.
Η μία παράταξη κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους τους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών - οπλαρχηγών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο στα χέρια τους. Οι Κυβερνητικοί (Μαυροκορδάτος, Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Α. Ζαϊμης, Λόντος κ.α.) είχαν σημαντική υποστήριξη από τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Σε αυτή την πρώτη φάση του Εμφυλίου, ένας από τους υποστηρικτές των κυβερνητικών ήταν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αν και δεν συμμετείχε ενεργά στις μάχες. Οι δυνάμεις της αντικυβερνητικής παράταξης του Θ. Κολοκοτρώνη ήταν αρκετά περιορισμένες.
Ένα επιπλέον όπλο στα χέρια των Κυβερνητικών του Κρανιδίου ήταν και το δάνειο των 800.000 λιρών που πήραν για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά το κατασπατάλησαν στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Οι Κυβερνητικοί χρησιμοποίησαν τα χρήματα του δανείου για να εξαγοράσουν συνειδήσεις και να αποκτήσουν την υποστήριξη όσο το δυνατόν περισσότερων υποστηρικτών ώστε να νικήσουν την Αντικυβερνητική παράταξη.
Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου 1824 δόθηκαν σκληρές μάχες μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Στις 2 Μαρτίου 1824 ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Θ. Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι πολιτικοί και οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην κυβερνητική παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της αντικυβερνητικής παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη.
Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Γ. Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Στις 7 Ιουνίου 1824 και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της. Έτσι επήλθε μια προσωρινή ανακωχή.
Με το τελευταίο αυτό γεγονός κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1824.
Β' φάση του Εμφυλίου (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825)
Σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Α’ φάσης του Εμφυλίου, η νικήτρια φατρία του Γ. Κουντουριώτη και του Μαυροκορδάτου άρχισε να ταλανίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Ο τρόπος διαχείρισης του δανείου αποτέλεσε μια ακόμα αιτία αντιπαράθεσης. Οι νησιώτες που είχαν ισχυροποιηθεί προσεταιρίστηκαν τους Στερεοελλαδίτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους πρόκριτους. Πολλοί παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και το αντίστροφο. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους προκρίτους. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι δυσαρεστήθηκαν και αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Επίσης συμμάχησαν με τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η Κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη προχώρησε σε μια ιδιαίτερα προκλητική ενέργεια. Αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στην Πελοπόννησο και να τρέφονται σε βάρος των φτωχών κατοίκων της.
Το έναυσμα για τη Β’ φάση του Εμφυλίου έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1824 στην Αρκαδία για να επιβάλουν με τη βία τη θέληση της κυβέρνησης. Οι 500 «κυβερνητικοί» στρατιώτες υπό την ηγεσία του Παπαφλέσσα που έφθασαν στην περιοχή ηττήθηκαν από τους αντικυβερνητικούς του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Κανέλλου Δεληγιάννη και εκδιώχθηκαν. Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Γ. Κουντουριώτης με τη συνεργασία του Κωλέττη έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα που είχαν στήσει οι κυβερνητικές δυνάμεις έξω από την Τρίπολη σκοτώνεται ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Θ. Κολοκοτρώνης συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, αδιαφορώντας για την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Τον Ιούλιο του 1824 ο Γ. Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου είχε αποκτήσει σημαντική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και μπορούσε να εξαγοράζει μικροκαπεταναίους και να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των αντικυβερνητικών Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την απόφαση των κυβερνητικών για εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα, Καραϊσκάκη κ.α. , τα κυβερνητικά στρατεύματα προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας και της Κορινθίας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η τύχη της ελληνικής επανάστασης κρεμόταν από μια κλωστή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε από ποιους αποτελούνταν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ορισμένοι επιφανείς άνδρες που ήταν ενταγμένοι στην Κυβερνητική παράταξη ήταν ο (αγγλόφιλος) Γ. Κουντουριώτης, ο (αγγλόφιλος πολιτικός) Α. Μαυροκορδάτος, ο Ι. Κωλέττης, ο Παπαφλέσσας, ο Ιωάννης Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Α. Ισκος, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μακρυγιάννης, ο Δράκος, ο Βαλτινός, ο Τσάμης Καρατάσος και διάφοροι άλλοι Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και Υδραίοι.
Ορισμένα επιφανή πρόσωπα που συμμετείχαν στην Αντικυβερνητική παράταξη ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.α.
Οι τελευταίες συγκρούσεις κυβερνητικών και αντικυβερνητικών έγιναν το Δεκέμβριο του 1824. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που υποστήριζαν την κυβέρνηση Κουντουριώτη και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να εισβάλουν στην εξεγερμένη Πελοπόννησο και να χτυπήσουν τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Ο (αντικυβερνητικός) Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο του 1824 στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Πελοποννήσιοι αντικυβερνητικοί παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν εναντίον των κυβερνητικών. Αιτία ήταν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι την ώρα της μάχης. Έτσι οι Πελοποννήσιοι απογοητευμένοι αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου 1824, οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα αντικυβερνητικά στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του (κυβερνητικού) Ιωάννη Γκούρα.
Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία των Ρουμελιωτών στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους και έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος κατέφυγαν στην Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα συνέβησαν όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών, των δολοφονιών και των εμπρησμών, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή, ο (αντικυβερνητικός) Γκούρας και τα παλληκάρια του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στα χέρια του Σοφιανόπουλου. Ο Φωτάκος έγραψε για τα αυτά τα θλιβερά γεγονότα ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν είι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν επικρατήσει πλήρως. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι αντικυβερνητικοί φυλακίζονται στην Ύδρα. Μόνο ο Ασημάκης Φωτήλας κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επιδιώκει να εξοντώσει με οποιοδήποτε τρόπο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Τον Απρίλιο του 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στους κυβερνητικούς και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, βρήκε τραγικό θάνατο από το πρώην πρωτοπαλίκαρό του, τον Ιωάννη Γκούρα. Τον Ιούνιο του 1825 ο Γκούρας τον δολοφόνησε στην Ακρόπολη.
Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντά της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν όργανο. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την ικανότητα να σημειώσει επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν μπόρεσε να σώσει από την καταστροφή την Κάσο και τα Ψαρά, ούτε να εμποδίσει την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) ούτε να σώσει το πολιορκημένο Μεσολόγγι (Απρίλιος 1826). Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής αναγκάστηκε να αποφυλακίσει τον (αντικυβερνητικό) Θ. Κολοκοτρώνη το Μάιο του 1825 για να πάρει εκείνος την ομάδα στις πλάτες του και να νικήσει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.
original-fippak.blogspot.gr
http://lithosfotos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου