Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ


                Το αίσθημα τού δικαίου είναι κοινό σε όλους τούς ανθρώπους. Δεν είναι όμως ενιαία η απόδοση τής δικαιοσύνης. από την ακραία αντεκδίκηση τού παλαιού νόμου, «οφθαλμός αντί οφθαλμού», μέχρι τήν δίκαιη προτροπή τού Τιμίου Προδρόμου, «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τό μη έχοντι», υπήρξαν πολλοί τρόποι κατανομής τού δικαίου. Και από τήν δικαιοσύνη τού Θεού μέχρι τήν δικαιοσύνη τών ανθρώπων υπάρχουν πολλές διαφορές. Σε όλες τις περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν «ζήλον», έντονο ενδιαφέρον για τήν εφαρμογή  τής δικαιοσύνης, όπως είχαν «ζήλον Θεού» οι ομοεθνείς τού Χριστού Ισραηλίτες ως προς τήν δικαιοσύνη τού νόμου τού Μωυσή, όχι όμως «κατ’ επίγνωσιν». Δηλ. δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τήν θεία δικαιοσύνη που εδραίωσε ο Χριστός.

                Τόσο ο νόμος τού Μωυσή όσο και τών άλλων παλαιών νόμων τών άλλων εθνών είχαν εδραιώσει τήν απόδοση τής δικαιοσύνης στήν μέθοδο τών αντιποίνων. Επί παραδείγματι η μοιχεία τιμωρούνταν με λιθοβολισμό και η προς τόν Θεόν ασέβεια έφτανε στόν μαρτυρικό θάνατο. Σε  καμιά περίπτωση όμως δεν δικαιωνόταν ούτε αυτός που εκτελούσε τέτοιες πράξεις, πολύ δε περισσότερο αυτός που υπέμεινε τέτοιες ποινές. Και τούτο διότι οι άνθρωποι, όπως γράφει ο απ. Παύλος, αγνοούσαν τήν θεία δικαιοσύνη και ήθελαν να στήσουν τήν κατά τήν ανθρώπινη γνώμη τους ανταπόδοση τής δικαιοσύνης, «τήν ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι». Και αντί να ικανοποιείται τό αίσθημα τού δικαίου, πολύ δε περισσότερο το θέλημα τού Θεού, διαιωνίζετο η αντιπαλότητα και η εχθρότητα μεταξύ τών ανθρώπων. Κίνητρα τέτοιων πράξεων μάλλον προέρχονται «από φιλονεικίας και φιλαρχίας μάλλον ή εξ αγνοίας» γράφει ο άγιος Ι. Χρυσόστομος.

                Ο Χριστός είπε: «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί τής γής», δηλ. να μάθουν οι άνθρωποι ότι αληθινή δικαιοσύνη που δικαιώνει πραγματικά, σώζει και αγιάζει τόν άνθρωπο είναι τό θέλημα τού αληθινού Θεού, όπως εκείνος τό εξέφρασε μέσα από τήν αγαπώσα καρδιά Του. στήν αρχιερατική Του προσευχή προς τόν Πατέρα Του ο Ιησούς καταθέτει τήν έννοια τής θείας δικαιοσύνης:
Α) Στήν πίστη ότι ο Χριστός ήλθε στήν γη σταλμένος από τόν Θεό, όπως είπε στούς μαθητές του: «και πεπιστεύκατε ότι εγώ παρά τού Θεού εξήλθον». Επομένως ό,τι έκανε, η διδασκαλία, τα θαύματα, τα σεπτά πάθη, η Σταυρική θυσία, η Ανάσταση, τό έκανε κινούμενος από αγάπη, για να δικαιώσει τόν άνθρωπο από τήν αμαρτία. Καμιά ανθρώπινη πράξη, όσο φιλότιμη και μεγαλειώδης κι αν είναι, δεν είχε ούτε έχει τήν δύναμη να εξαλείψει τήν αμαρτία. Διότι η αληθινή δικαίωση είναι η εξάλειψη τής αμαρτίας.
                Η εξάλειψη τών αμαρτιών είναι θείο δικαίωμα. Για τόν λόγο αυτόν ο Απόστολος γράφει: «Τέλος γαρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τώ πιστεύοντι». Ο σκοπός τού νόμου τής Π. Δ. αλλά και η ολοκλήρωσή του ήταν ο Χριστός, που όποιος πίστευε σ’ Αυτόν θα δικαιωνόταν, θα σωζόταν, έστω κι αν ήταν χρεωμένος με πλήθη αμαρτιών. Δεν υπάρχει αναλογία δικαιώσεως και έργων, αλλά αναλογία πίστεως και σωτηρίας. Η φράση τού Χριστού: «η πίστις σου σέσωκέ σε» καταρρίπτει κάθε έννοια ανθρώπινης διαιοσύνης.
                Β) Στο γεγονός τής ανόδου τού Χριστού, μετά τήν Ανάστασή Του, στόν ουρανό και επιστροφή Του στον Θεό Πατέρα από όπου εξήλθε. Αυτό αποτελεί τήν κατακλείδα τής θείας δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικά τα λόγια Του στήν αρχιερατική Προσευχή: «Περί δικαιοσύνης, δε ότι προς τόν Πατέρα μου υπάγω». Διότι όπως ο Ίδιος τονίζει, η κρίση, η απόδοση δικαιοσύνης θα γίνει με τήν παρουσία τού Αγίου Πνεύματος, που Εκείνος θα στείλει: «και ελθών εκείνος ελέγξει τόν κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως». Δηλ. εδραίωσε τήν δικαιοσύνη μέσα στήν Εκκλησία που παρέχει διά τών μυστηρίων άφεση αμαρτιών και ζωή αιώνιο, αλλά και κρίνει όσους δεν τήν αποδέχονται. Η αμαρτία, που ο Κύριος κατέκρινε επί τού Σταυρού για όσους πίστεψαν σε Εκείνον και τούς δικαίωσε, θα ελεγχθεί, αν συνεχίζει να υφίσταται από τούς ανθρώπους που δεν πίστεψαν. Η δε κρίση εκείνου που ενέπνευσε τήν αμαρτία, δηλ. τού διαβόλου, ήδη με τήν παρουσία τού Ιησού, έχει ήδη συντελεσθεί. Είναι θέμα χρόνου, που Εκείνος θα ορίσει για να αποδοθεί η έσχατη δικαιοσύνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία.
                Για τόν λόγον αυτόν και ο απ. Παύλος γράφει ότι, δεν χρειάζεται να πει κανείς μέσα στήν καρδιά του ποιος μπορεί να ανεβεί στόν ουρανό για να βρει τήν αληθινή δικαιοσύνη τού Θεού. Και πάλι να πει ποιος μπορεί να κατεβείς τήν γη για να τήν αποδώσει. Αυτά έγιναν από τόν Υιό και Λόγο τού Θεού, που έκανε συγκατάβαση ως Θεός, ήλθε στήν γη και έλαβε σάρκα και οστά, έγινε άνθρωπος για να μας δικαιώσει με τό Αίμα Του. Και εδραίωσε τήν δικαιοσύνη αυτήν όταν ανήλθε πάλι στόν ουρανό και κάθισε εκ δεξιών τού Πατρός του, ως μέγας Αρχιερέας. Η δύναμη τής πίστεως στό πρόσωπο τού Χριστού μας κάνει κοινωνούς τής δικαιοσύνης Του.

                Είναι άδικο να στερείται ο σύγχρονος άνθρωπος αυτής τής μεγάλης δωρεάς τού Χριστού.  Ίσως έχει πολλά υπαρξιακά εμπόδια για να δρασκελίσει τήν πόρτα τής πίστεως. Η προσέγγιση όμως γίνεται εύκολη αν υπάρχει ειλικρινές ενδιαφέρον να πιστέψει κανείς. Διότι, όπως γράφει ο απ. Παύλος, ο λόγος τής πίστεως ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και Θεός, που (νίκησε τόν θάνατο) και αναστήθηκε, έχει τήν δύναμη να δικαιώσει και να σώσει όποιον τόν ομολογήσει με τα χείλη του και τόν πιστέψει μέσα στήν καρδιά του. Γίνεται εύκολη η δικαίωση κατά Θεόν όταν υπάρχει διάθεση σωτηρίας γιατί, όπως γράφει και ο άγιος Ι. Χρυσόστομος: «στό μυαλό και στήν γλώσσα σου βρίσκεται η δικαίωσή σου». Δεν χρειάζεται τρέξιμο ή αγωνία αλλά αγώνας πίστεως χωρίς αγωνία. Τήν αγωνία τής δικαιώσεως και σωτηρίας όλων τών ανθρώπων τήν υπέμεινε πάνω στόν Σταυρό ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης, ο Χριστός. Από μας χρειάζεται προθυμία και επιμονή στόν πνευματικό αγώνα που μας όρισε ο Κύριός μας.

Αρχιμ. Χ.Ν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: