Ο νεαρός
άρχοντας τής σημερινής ευαγγελικής περικοπής προσήλθε στόν Κύριο με αγνά
ελατήρια. Τόν ρώτησε τί να κάνει, για να κληρονομήσει τήν αιώνια ζωή. Τήν ίδια
ερώτηση τού έκανε προηγουμένως και ο νομοδιδάσκαλος στόν οποίο ο Κύριος είπε
τήν παραβολή τού Καλού Σαμαρείτη. Όμως ο νομοδιδάσκαλος έκρυβε δόλο στήν
ερώτησή του, ενώ ο σημερινός νέος ενδιαφερόταν ειλικρινά για τήν σωτηρία του.
Και σ’ αυτό ακριβώς ξεχώριζε από τούς πολλούς. Διότι οι περισσότεροι
απευθύνονταν στόν Ιησού, για να τούς θεραπεύσει κάποια ασθένεια τού σώματος,
ενώ αυτός νοιαζόταν για τό ανώτερο όλων, τήν απόκτηση τής αιωνίου ζωής. Ήταν πλούσιος,
αλλά όχι άθεος και υλόφρονας, όπως ο άφρονας πλούσιος τής σχετικής παραβολής. Πίστευε
στόν αληθινό Θεό και από τήν παιδική του ηλικία αγωνιζόταν με επιμέλεια να τηρεί
τίς εντολές του.
Βλέποντας
ο Κύριος τίς αγνές διαθέσεις τού νέου, τού υπέδειξε τίς δύο βασικές
προϋποθέσεις, προκειμένου να εισέλθει στήν αιώνια ζωή. Αυτές είναι η ορθή πίστη
και η ζωή που συμφωνεί με τίς εντολές τού Θεού. Γι αυτό αρχικά ο Χριστός
φρόντισε να διορθώσει τήν λάθος αντίληψη τού νέου προς αυτόν. Ο νέος τόν
θεωρούσε έναν αγαθό διδάσκαλο. Ο Κύριος τονίζοντάς του ότι η έννοια τής
αγαθότητας ταιριάζει μόνο στόν Θεό, τόν οδηγούσε με έμμεσο και πολύ παιδαγωγικό
τρόπο στήν κατανόηση τής θεϊκής του ιδιότητος.
Στήν συνέχεια
παιδαγωγώντας τον στήν πνευματική ζωή, πρώτα τού θύμισε τις δέκα εντολές: τό «ου
φονεύσεις», «ου μοιχεύσεις» και τά υπόλοιπα. Αφού ο νεαρός τού απάντησε ότι από
μικρή ηλικία φροντίζει να τηρεί τις εντολές αυτές, ο Κύριος θέλησε να τόν
μυήσει στήν ουσία και τόν σκοπό τών εντολών τού Θεού, που δεν είναι άλλος από
τήν ολοκληρωτική αγάπη προς τόν αληθινό Θεό και τήν αγάπη προς τόν πλησίον. Τόν
κάλεσε λοιπόν να πουλήσει τά υπάρχοντά του, να τά διαμοιράσει στούς πτωχούς και
να τόν ακολουθήσει.
Χαρίζοντας
τά πλούτη του στούς πτωχούς ο νέος, θα τηρούσε έμπρακτα τήν εντολή «αγαπήσεις
τόν πλησίον σου ως σεαυτόν». Επίσης, εγκαταλείποντας τά πάντα για χάρη τού
Χριστού και ακολουθώντας τον, θα εφάρμοζε τήν εντολή τής ολόψυχης και
ολοκληρωτικής αγάπης προς τόν Θεό. Έτσι θα τελειωνόταν στήν πίστη και τήν ζωή,
και διά μέσου τής απλανούς οδού τής αγάπης θα εισερχόταν στήν Βασιλεία τού
Θεού.
Με τά
λόγια που απηύθυνε ο Κύριος στόν πλούσιο νεανίσκο κατέδειξε πού βρίσκεται τό
νόημα τής ζωής μας: Βρίσκεται κατ’ αρχήν στόν Θεό που μάς έπλασε και έκανε τά
πάντα για να μάς σώσει και έπειτα στούς συνανθρώπους μας. Πλούτος μας που μένει
ακέραιος στόν ουρανό, δηλαδή στήν αιωνιότητα, είναι ο Θεός μας και όλοι οι
άλλοι άνθρωποι. Διά μέσου τής αγάπης καλούμαστε να αδράξουμε τήν ευκαιρία τής
παρούσας ζωής, για να πληρώσουμε τήν ύπαρξή μας από τόν Θεό μας και να
χωρέσουμε μέσα μας όλους τούς ανθρώπους. Ο εγωισμός και τό δέσιμό μας με τά
πράγματα αυτού τού κόσμου, είτε αυτά λέγονται χρήματα, είτε σπίτια, είτε
οτιδήποτε άλλο, αποτελεί μεγάλη ανοησία και αστοχία, δηλαδή αμαρτία, που μας αφήνουν
τελείως άδειους –κούφιους για πάντα.
Στό
σημείο αυτό είναι αναγκαία η εξής παρατήρηση. Αυτό που προέχει στόν λόγο τού
Κυρίου είναι το «ακολούθει μοι», δηλαδή, «ακολούθησέ με». Αυτό σημαίνει ότι ο
άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά, αν δεν ακολουθεί σε όλα τόν Θεό. Σημαίνει
ακόμη ότι στήν ορθή πίστη προς τό πρόσωπο τού Χριστού, ως Θεανθρώπου, και στήν
τήρηση τών εντολών τού βρίσκεται τό κλειδί τής αιωνίου ζωής. Εάν δεν πιστεύσουμε
ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Θεός
και αν δεν μείνουμε πιστοί στόν λόγο του, θα πεθάνουμε δέσμιοι μέσα στίς
αμαρτίες μας.
Με βάση
τά παραπάνω, θα μπορούσαμε να δώσουμε κάπως τόν ορισμό τού αυθεντικού και
άρτιου ανθρώπου, έτσι όπως τόν έπλασε ο Θεός. Άνθρωπος είναι το λογικό πλάσμα
τού Θεού, που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, ώστε ακολουθώντας πάντοτε τό
θέλημα τού δημιουργού του, να φέρει μέσα του αιωνίως, δια μέσου τής αγάπης, τόν
Θεό, όλη τήν ανθρωπότητα και όλον τόν κόσμο. Όταν όμως παραδίδεται στίς σκέψεις και τά
θελήματά του και δένεται με συγκεκριμένα πρόσκαιρα πρόσωπα, πράγματα ή
ενασχολήσεις, τότε χάνει τήν ακεραιότητά του. Διαστρέφεται, απομακρύνεται από
τό νόημα τής ζωής και τής υπάρξεώς του και παραδίδει τόν εαυτό του στόν αιώνιο
θάνατο και τήν δυστυχία.
Αυτό ακριβώς
έπαθε ο πλούσιος νεανίσκος. Επιθυμούσε βέβαια να ζήσει αιώνια. Επειδή όμως η
καρδιά του ήταν δοσμένη περισσότερο στά επίγεια πλούτη του, δεν δέχθηκε τελικά
να ακολουθήσει τόν λόγο τού Κυρίου, ώστε
να προοδεύσει στήν αγάπη και να εισέλθει στήν αιώνια ζωή.
Εμείς άραγε
πώς είμαστε τοποθετημένοι σε αυτό τό φλέγον θέμα, τό οποίο σχετίζεται με τόν
αυτοπροσδιορισμό μας στήν αιωνιότητα;
Αρχιμ. Π.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου