Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Οι ναζί αρχαιολόγοι και το «κυνήγι» των ελληνικών θησαυρών



Οι ναζί αρχαιολόγοι και το «κυνήγι» των ελληνικών θησαυρών
  «Ανασκαφές» και εξαφανίσεις αρχαίων στην κατεχόμενη Ελλάδα
 ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, παρά την έκρηξη του πολέμου, συνέχισε την παρουσία του. Επικεφαλής του ήταν ο αρχαιολόγος Βάλτερ Μπρέντε, αρχηγός της οργάνωσης του ναζιστικού κόμματος στην Αθήνα, ο οποίος αμέσως μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα τον Απρίλιο του 1941 εμφανίστηκε με στολή. Τους πρώτους μήνες της κατοχής οι ναζί δημιούργησαν ειδική στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης», δήθεν για να προστατεύσουν τις αρχαιότητες. Επικεφαλής της ορίστηκε ο αρχαιολόγος Χανς Ούρλιχ φον Σκόνεμπεργκ ο οποίος έφερε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και ενδιαφέρθηκε ειδικά για τα ρωμαϊκά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Η «προστασία» κράτησε πολύ λίγο και τη διαδέχθηκε η αρπαγή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο δικηγόρος Κ. Τουμασάτος (σχετικά δημοσιεύματα υπάρχουν και στα «Νέα» της 7ης Νοεμβρίου 1998 καθώς και στο «Ριζοσπάστη» της 29ης Ιανουαρίου 2006) λεηλατήθηκαν θησαυροί σε όλη τη χώρα:
«Τη γενική διεύθυνση των ανασκαφών στην Κρήτη είχε ο αρχαιολόγος Φ. Μετζ. Το 1942 ανασκαφές έγιναν: στο σπήλαιο του ακρωτηρίου Κυάμου, κοντά στο μοναστήρι Γουβερνέτου, από τον αρχαιολόγο Ουλφ Τζάντζερ, ο οποίος στο λεγόμενο Κουμαρόσπηλιο βρήκε πολλά όστρακα νεολιθικής, μυκηναϊκής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής περιόδου. Στην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, στις θέσεις Θρόνος και Μοναστηράκι, ο αρχαιολόγος Ε. Κίρστεν βρήκε αγγεία, μερικά από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Χανίων. Στο Σπάθα, αρχαίο Δικτύνναιον, στο Ναό της Δικτύννης Αρτέμιδος, αρχαιότητες βρήκαν οι αρχαιολόγοι Βέλτερ και Ουλφ Τζάντζερ, και στη θέση της αρχαίας πόλης Απτέρας ή Απτέρων ο αρχαιολόγος Ντρέρουπ. Άλλες ανασκαφές έγιναν στις περιοχές Αποδαύλου, στην πόλη Χανίων, στο Ακρωτήρι Τιτύρου (νομού Χανίων), με διεύθυνση των Γερμανών αρχαιολόγων Ε. Κίρστεν, Κ. Γκρούτμαν, Ντρέρουπ, Τζάντζερ, Βέλτερ. Στην Κνωσό ο στρατηγός Ρίνγκελ διέταξε και έκαναν δεκαήμερες ανασκαφές οι αρχαιολόγοι Α. Σκιόργκεν, Ζόρφερ και Τζάντζερ. Κανένα από τα ευρήματα δεν δόθηκε στις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Στο Απεσωκάρι Μεσάρας Κρήτης, το φθινόπωρο του 1942, με εντολή του Σκόνεμπεργκ έγιναν δίμηνες, περίπου, ανασκαφές, που απέβλεπαν στην αποκάλυψη κυκλικού τάφου και μινωικού συνοικισμού. Είναι άγνωστο αν όσα αντικείμενα παραδόθηκαν στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία ήταν όλα τα ευρήματα. Στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1941 ο Γερμανός αρχαιολόγος Βάλτερ ανέσκαψε χώρο κοντά στο ναό της Αφροδίτης, απαγορεύοντας την παρουσία Ελλήνων. Τα ευρήματα δεν έγιναν γνωστά. Στη Χαλκίδα στα 1941-1942 οι Γερμανοί αρχαιολόγοι Λάουφερ και Χάρντερ έκαναν ανασκαφές. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και έμειναν άγνωστα.
Γερμανοί αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν ανασκαφές και σε σπήλαιο της Κωπαΐδας. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία και στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, στην Αθήνα. Στην Τιθορέα, κοντά στο σταθμό, οι Γερμανοί κάνοντας διάφορες εργασίες, βρήκαν 20 αρχαίους τάφους. Τα ευρήματα κατακρατήθηκαν. Στη Λακωνία ο αρχαιολόγος Βάκανο ανασκάπτοντας διάφορα μέρη, βρήκε νεολιθικούς οικισμούς. Τα ευρήματα αγνοούνται. Στην Αγία Θεοδώρα Άρτας, με διάφορα έργα, οι Γερμανοί βρήκαν και κατακράτησαν διάφορα αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας οι Γερμανοί πραγματοποίησαν ανασκαφές στην Τούμπα και βρήκαν αρχαίο οικισμό. Πήραν διάφορα σπουδαία αντικείμενα. Στη Λάρισα, οι εμφανιζόμενοι ως αρχαιολόγοι Μπάουρατ Κιούτε και Μέιστερ διενήργησαν ανασκαφές και πήραν τα ευρήματα. Στο Βόλο, το 1942, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ράιναρτ έκανε ανασκαφές κοντά στην πόλη. Άγνωστο τι βρήκε και τι πήρε. Στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1941, ο αρχαιολόγος Στόισελ πραγματοποίησε ανασκαφές κοντά στην πόλη. Τα ευρήματα δεν έγιναν γνωστά. Στη Βεργίνα, ο Γερμανός υπαξιωματικός, αρχαιολόγος Έξνερ πραγματοποίησε ανασκαφές, κοντά στις ανασκαφές του καθηγητή Ρωμαίου, μεταξύ Παλατίτσας και Βεργίνας. Βρέθηκαν έξι τάφοι. Τα ευρήματα αυτών δεν παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές αλλά στη στρατιωτική Γερμανική Διοίκηση».
 «Εζήτησαν και έλαβαν» χωρίς να τα επιστρέψουν
 Στην έκθεση του υπουργείου Παιδείας το 1946 αναφέρονται χαρακτηριστικά παραδείγματα κλοπής αρχαίων από διάφορες περιοχές της χώρας:
• Γερμανοί αξιωματικοί είχαν προμηθευτεί άριστη αρχαία κεφαλή γυναικός του 4ου π.Χ. αιώνος, την οποία εχάρισαν στον στρατάρχη List. Οι αξιωματικοί κακώς την απέκτησαν και ο στρατάρχης List κακώς την εξήγαγε από την Ελλάδα.
• Στις 9 Νοεμβρίου 1941 εκλάπη, παρόντος του Γερμανού αρχαιολόγου Γκεμπάουερ, πίναξ γραπτός, μελανόμορφος, εξαιρετικής τέχνης, μετά παραστάσεως προθέσεως νεκρού. Αύξ. Αριθμός Ευρετηρίου Μουσείου Κεραμεικού 677.
• Γερμανοί στρατιώτες διέπραξαν στις 13 Μαΐου 1941 κλοπή διά ρήξεως του λουκέτου της θύρας του Μουσείου Χαιρώνειας. Έκλεψαν ένα χρυσούν ενώτιον, ένα φύλλο χρυσούν, πέντε πήλινα αγγεία από τα οποία 3 ήσαν ανθεμοκύλικες και το τέταρτο μικρός αρύβαλλος.
• Ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Λάρισας Κόλερ εζήτησε και έλαβε από τον τότε νομάρχη άγαλμα Αθηνάς του 3ου π.Χ. αιώνα, ύψους 0,70μ. περίπου.
• Στη Θεσσαλονίκη οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες, στις 31 Μαΐου 1944, από το Μουσείο Άγιος Γεώργιος αφήρεσαν: άγαλμα μαρμάρινο γυναικός το οποίο είχε ανευρεθεί στην πλατεία Δικαστηρίων, γεωμετρικό αγγείο το οποίο έφερε τους εξής αριθμούς: 831 και Νο.472 ύψους 0,40μ., γυναικείο άγαλμα, ωραίο πορτρέτο από τους χρόνους της υστερινής αρχαιότητας.
• Από το Μουσείο Γόρτυνος εκλάπησαν άγαλμα νύμφης ή Αφροδίτης ρωμαϊκής εποχής, ένα άγαλμα καθήμενης γυναικός και επιτύμβιο ελληνιστικών χρόνων.
Πιθανός υπεύθυνος ο στρατηγός Ρίνγκελ.
• Η αρχαιολογική συλλογή Ποτιδαίας συγκεντρωμένη στο σχολείο διερπάγη από τους Γερμανούς, οι οποίοι κατέλυσαν στο οίκημα τον Απρίλη 1941. Μεταξύ των διαρπαγέντων αρχαιοτήτων περιλαμβάνονται οι εξής: μαρμάρινη πλάκα με την τετράστιχη αγωνιστική επιγραφή διαστάσεων 0,42×0,23×0,9μ., μαρμάρινο αγαλμάτιο ανδρός, αγαλμάτιο μαρμάρινο ανδρός, μαρμάρινη κεφαλή ανδρός.
Άρπαζαν ακόμη και όταν η Ελλάδα ήταν ελεύθερη
 Η λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών της χώρας μας δεν γινόταν μόνο σε περιόδους κατοχής. Γινόταν ακόμη και στα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους με πρωταγωνιστές συνήθως πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων. Και σε αυτή την περίπτωση δεν έλειπαν οι Γερμανοί «ρέκτες» του είδους ή για να ακριβολογούμε αρχαιοκάπηλοι με τη μάσκα του αρχαιολόγου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αρπαγής αρχαιολογικών θησαυρών, και μάλιστα με τη «βούλα» των ελληνικών αρχών, αναφέρει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999).
«Κατά τη βαυαροκρατία που ακολούθησε και την οθωνική περίοδο, παρά τις εξαγγελίες μέτρων προστασίας των αρχαιοτήτων, η αρχαιοκαπηλία εμφανίζει νέα έξαρση. Επικεφαλής της αρχαιολογικής υπηρεσίας διορίζονται Γερμανοί -η Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά αποικία της Βαυαρίας, στην πρώτη τουλάχιστον περίοδο- που, ανεξέλεγκτοι, μεριμνούν μόνο για τη διαρπαγή των αρχαιοτήτων και τη μεταφορά εκατοντάδων γλυπτών και αγγείων στη μητρόπολη, στο Μόναχο. Το 1833 τοποθετείται γενικός έφορος «επιστημονικών καταστημάτων και αρχαιοτήτων» ο Anton Weissenberg και υποέφορος ο Δανός Ludwig Ross. Ένα χρόνο αργότερα αναλαμβάνει τη διεύθυνση της αρχαιολογικής Υπηρεσίας ο Ross, έμπιστος των Βαυαρών. Διενεργεί ανασκαφές στην Ακρόπολη και ασύδοτος μοιράζει αρχαιότητες στους ξένους φίλους και προστάτες του. Ο Κυρ. Πιττάκης, πρώτος έφορος του εθνικού μουσείου, τον κατηγορεί ότι διαχειρίζεται ως προσωπική περιουσία τα ευρήματα των ανασκαφών, ότι «διαθέτει όπως θέλει» τις αρχαιότητες, ότι εμπιστεύεται το κλειδί «εις τους συμπατριώτας του να εμβαίνουν εις το δωμάτιον όπου είναι λεπτόταται αρχαιότητες ελληνικαί, να μένουν εκεί μόνοι και όταν θέλουν να εξέρχωνται χωρίς εξέτασιν».
Το 1836 ο Ross χάρισε, με εντολή του Όθωνα, στο Γερμανό πρίγκιπα Pückler-Muscau σημαντικά εκθέματα του μουσείου. Και ιδού η απάντηση του Δανού αρχαιολόγου, ύστερα από δύο χρόνια, αποκαλυπτική των αθλιοτήτων και της κακοήθειάς του. Τον Απρίλιο του 1836, γράφει ο Ross, ο πρίγκιπας Pückler-Muscau «ζήτησε και έλαβε από την Α.Μ. το βασιλέα άδεια να λάβει από το μουσείο της Ακροπόλεως ένα μικρό ενθύμιο… Λίγες μέρες αργότερα ο πρίγκιπας, έτοιμος να αναχωρήσει, ζήτησε επιμόνως να εκπληρωθεί η υπόσχεση, δείγμα συμπάθειας της Α.Μ. Του έδωσα λοιπόν ένα σκυλάκι χάλκινο, χωρίς πόδια και ουρά, ένα πήλινο λύχνο και τεμάχια από αγγεία. Άχρηστα πράγματα, θα μπορούσα να τα πετάξω από το τείχος της Ακροπόλεως γιατί δεν άξιζε να βρίσκονται σε δημόσιο μουσείο»! Ακολούθησε δίωξη του Ross ύστερα από το σάλο που προκάλεσαν οι καταγγελίες, αλλά η υπόθεση δεν έφθασε στο Δικαστήριο ύστερα από επέμβαση της Αυλής για να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος του μονάρχη.
Ο ξένος αξιωματούχος της αρχαιολογικής Υπηρεσίας γνωστοποιούσε τα πορίσματα των ανασκαφών, τα ευρήματα κ.λπ. όχι στην ελληνική κυβέρνηση αλλά στην ακαδημία του Βερολίνου και σε ευρωπαϊκά περιοδικά. Αυτή η ιταμή και καταφρονητική συμπεριφορά προκάλεσε εξανάσταση των Ελλήνων αρχαιολόγων και διανοουμένων και οδήγησε στην απομάκρυνσή του από το αξίωμα του γενικού εφόρου Αρχαιοτήτων. Διορίστηκε όμως αυθωρεί καθηγητής της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Όπως διαπιστώθηκε σχεδίαζε να φυγαδεύσει στη Γερμανία τα αρχαιολογικά αρχεία, τα κείμενα των επιγραφών κ.ά.
Ο Σιμόπουλος αναφέρει ένα ακόμη επεισόδιο αρπαγής θησαυρών με πρωταγωνιστή το Δανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ο οποίος
με την κάλυψη του βασιλιά Γεωργίου του Α’ που θεωρούσε υποχρέωσή του να υποστηρίξει το συμπατριώτη του ακόμη κι όταν λειτουργούσε ως ένας άλλος λόρδος Έλγιν μάζεψε ουκ ολίγες αρχαιότητες:
«Μέγας αρχαιοκάπηλος ο πρεσβευτής της Δανίας C. Jacobsen, με τη συμπαράσταση και την εύνοια του συμπατριώτη του Γεωργίου Γλύξμπουργκ. Ανενόχλητος έστελνε κάθε τόσο πλούσια μαρμαροφορτία στην πατρίδα του. Έτσι δημιουργήθηκε το μουσείο ελληνικών αρχαιοτήτων της Κοπεγχάγης – η Γλυπτοθήκη N.Y. Calsberg. Η πλουσιότερη, ωστόσο, συλλογή αρχαιοτήτων ήταν του παλατιού. Εκεί κατέληγαν τα ευρήματα πολλών ανασκαφών, όπως του Τσίλλερ, που παρακολουθούσε μυστικά ο Γλύξμπουργκ. Ανάμεσά τους και μια διπλή ερμαϊκή στήλη -Απόλλων και Διόνυσος- και πολλά άλλα αγάλματα. Στο “βασιλικό κήπο” είχε τοποθετηθεί ένα αρχαίο μωσαϊκό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: