Στήν ἱστορία αὐτῶν πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὑπῆρξαν ἀρκετές περιπτώσεις ἀνθρώπων πού σέ μιά στιγμή ἀδυναμίας λύγισαν. Τά γεγονότα γύρω ἀπό τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πού ἐντονότερα ζωντάνεψαν μέσα μας οἱ τελευταῖες ἑβδομάδες, μᾶς θύμισαν τρεῖς χαρακτηριστικές ἐπώνυμες περιπτώσεις: τήν κάμψη τοῦ Πέτρου, τήν πτώση τοῦ Ἰούδα, τήν «καλή», ὅπως ὀνομάζεται, ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ.
Ἡ κάμψη τοῦ Πέτρου ἦταν μιά ἔμφαση ἀδυναμίας, μιά συνέπεια τῆς ὑπερβολικῆς ἐμπιστοσύνης στήν ἀφοσίωσή του στόν Διδάσκαλο. Ἡ πτώση τοῦ Ἰούδα εἶχε ἀφορμή τήν σύγχυση καί τήν φιλαργυρία. Διαφορετικά εἶχε φαντασθεῖ τόν Μεσσία· κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ πραγματικός Χριστός δέν ἔμοιαζε στό εἴδωλο πού εἶχε πλάσει μέ τό μυαλό του, θυσίασε μέ τήν προδοσία του τήν Ἀλήθεια καί ὄχι τήν ψευδαίσθησή του. Τόν Θωμᾶ τόν σταμάτησε ἡ συρροή τῶν τελευταίων θλιβερῶν γεγονότων καί ἀναζήτησε τόν Θεό στά ὅρια τῶν λογικῶν αἰσθήσεων. Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις ὁ Κύριος, ὅπως γνωρίζουμε, ἐπεμβαίνει προσωπικά.
Τό ξέσπασμα τῆς πίστεως
Στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ἔφθασε ἡ ἁπλή παρουσία τοῦ Κυρίου γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του σχέση καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀποσυρθεῖ στήν μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἡ λύση ὅμως τοῦ προβλήματος πού τόν ἀπασχολεῖ δέν πραγματοποιεῖται στήν μοναξιά του, ἀλλά διά τῆς ἐπιστροφῆς του στήν κοινότητα τῶν Μαθητῶν. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς τόν συναντᾶ καί ὄχι στό μέρος πού ἦταν ἀπομονωμένος. Ἔρχεται μέσα στήν κοινότητα τῶν Ἀποστόλων, στήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά νά τόν συναντήσει προσωπικά. Καί τοῦ λέει: «Φέρε τόν δάκτυλό σου ἐδῶ καί κοίταξε τά χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλε το στήν πλευρά μου καί μή γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλά πιστός». Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀμέσως ἀνταποκρίνεται στήν προσταγή - παράκληση τοῦ Κυρίου καί, πρίν ἀκόμη ψηλαφίσει τόν Χριστό, ξεσπᾶ σέ ὁμολογία πίστεως: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Δύο σημεῖα ὀφείλουμε νά προσέξουμε σ᾿ αὐτή τήν ὁμολογία: α) Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς δέν ἐπισημαίνει ἁπλῶς τήν ταυτότητα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλά καί ἀναγνωρίζει τήν θεότητά Του. β) Ἡ ἀναγνώριση αὐτή δέν εἶναι γενική, ἀλλά ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς προσωπικῆς σχέσεως καί τῆς ὑπαρξιακῆς τοποθετήσεως.
Ὑπάρχουν, ἴσως, στιγμές πού καί ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι ἀτελεῖς καί ἀδύναμοι, κλεινόμαστε στίς δικές μας σκέψεις καί ψάχνουμε τόν Χριστό μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία Του ἤ ζητᾶμε σημεῖα γιά νά πιστέψουμε. Γιά νά ἀποφύγουμε αὐτό τόν πειρασμό, ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τήν βιώνουμε σέ τρεῖς εὐλογημένες καταστάσεις:
Πρῶτον, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἄν θέλουμε δηλαδή νά γνωρίσουμε τόν Χριστό, ὑπάρχει μόνο μία ὁδός, ἡ ὁδός τῶν ἐντολῶν. Ὅποιος δεχτεῖ τόν σταυρό Του, πού εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἐντολῶν, αὐτός βρίσκει τήν δόξα Του.
Δεύτερον, μέ τήν συμμετοχή μας στά ἱερά Μυστήρια. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ θεία Λειτουργία τελειώνει μέ τήν ὁμολογία πού ψάλλει ὅλη ἡ σύναξη: «Εἴδομεν τό φῶς...». Δέν εἶναι ἁπλῶς ποιητικός ὁ λόγος. Εἶναι ἡ πλήρης καί ἰσχυρή βεβαίωση αὐτοῦ πού αὐθεντικά ἔχουμε βιώσει.
Τρίτον, μέ τήν προσευχή, ὅταν οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται γιά τήν ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους, καί ζοῦν τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀξιώνονται νά δοῦν τόν Χριστό.
Ὁ θησαυρός τῆς Ἐκκλησίας
Αὐτός ὁ θησαυρός τῆς γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ φυλάσσεται στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτή τήν πραγματικότητα μᾶς ὑπενθυμίζει τό γεγονός τῆς καλῆς ἀπιστίας τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα ἄς θυμόμαστε ὅτι γιά ὅλους ὁ Θεός ἐπιτρέπει μιά κρίσιμη ὥρα, μιά δοκιμασία, ἕναν πειρασμό, πού θά ἐλέγξει τήν γνησιότητά μας στήν πίστη. Πολλοί εὐχόμαστε νά μήν περάσουμε μιά τέτοια δοκιμασία, ἀλλά αὐτό τό εἶδος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς δέν ὑπάρχει.
Εἴθε νά δώσει ὁ Θεός ἡ ἀναστάσιμη κραυγή τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», καί ἡ προσωπική βεβαιότητα ὅτι «ἀνέστη ὁ Κύριος ὄντως», νά πλημμυρίσουν καί τήν δική μας ὕπαρξη. † Ὁ Φ. Ἀ.
https://apostoliki-diakonia.gr/gr_main/fk/2024/19_2024(3702).pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου