Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Ο κάθε πλάτανος μετράει

 

 on 22/05/2024

Ρεπορτάζ της Σταυρούλας Πουλημένη στο alterthess.gr

Σε κίνδυνο βρίσκονται τα πλατάνια και τα πλατανοδάση της χώρας μας, καθώς εδώ και μία εικοσαετία έχει φτάσει και στην Ελλάδα η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους που προκαλεί ο επιβλαβής οργανισμός καραντίνας Ceratocystis platani. Πρόκειται για έναν μύκητα που μεταδίδεται από δέντρο σε δέντρο και ο οποίος προκαλεί την νέκρωση του. Ήδη πολλές περιοχές πλατανοδασών έχουν προσβληθεί στη χώρα και η ασθένεια παρουσιάζει ραγδαία εξάπλωση προκαλώντας τη μεγάλη ανησυχία των δασικών υπηρεσιών και των επιστημόνων-ισσών, πολλοί-ες εκ των οποίων τονίζουν ότι πρόκειται πλέον για απειλούμενο είδος. Πλέον, ολόκληροι οικότοποι του είδους κινδυνεύουν με αφανισμό. Συν τοις άλλοις τα εμβληματικά αυτά δέντρα κινδυνεύουν να χαθούν όχι μόνο από τα δάση αλλά και τις πόλεις και τα χωριά που μέχρι σήμερα κατείχαν μεγάλη ιστορική, πολιτισμική και κοινωνική αξία.

Ο μύκητας καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1935 στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη το παθογόνο πιθανολογείται ότι εισήχθη από εκεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με κιβώτια από ξύλο πλατάνου που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά πολεμικού υλικού. Στην Ελλάδα το παθογόνο καταγράφηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2003 σε αρκετές περιοχές του νομού Μεσσηνίας (έρευνα Π. Τσόπελας, Αθ. Αγγελόπουλος 2004).

Σε σχετική δημοσίευση για το ζήτημα το 2005 τονίζεται ότι η ασθένεια είχε ήδη προξενήσει εκτεταμένες ζημιές σε πλατάνια στην Ιταλία και τη Γαλλία ενώ έχει καταγραφεί στην Ελβετία. Πληροφορίες για την παρουσία του υπάρχουν στο Βέλγιο, την Ισπανία και την Αρμενία.

Η ασθένεια εκδηλώνεται με την εμφάνιση αραιού χλωρωτικού φυλλώματος και συμπτωμάτων μικροφυλλίας στα κλαδιά και στη συνέχεια επεκτείνεται σε μεγάλο τμήμα της κόμης. Πολύ συχνά παρατηρείται μαρασμός των φύλλων πάνω στα κλαδιά, χωρίς αυτά να προλάβουν να πέσουν και στη συνέχεια νέκρωση ορισμένων κλαδιών.

Ο κύριος τρόπος μετάδοσης είναι κυρίως ανθρωπογενής, επειδή ο μύκητας μεταφέρεται μέσω των εργαλείων και των μηχανημάτων εκσκαφής που έχουν μολυνθεί καθώς έχουν έρθει σε επαφή με τον μύκητα και δεν έχουν έπειτα απολυμανθεί. Σύμφωνα με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η πλέον καταστρεπτική ασθένεια του πλατάνου διεθνώς νεκρώνει τα νεαρότερα δέντρα σε χρόνο μικρότερο των δύο ετών, ενώ τα μεγαλύτερα δένδρα μπορούν να επιβιώσουν για αρκετά χρόνια μετά την προσβολή τους από το παθογόνο. Ωστόσο, ο θάνατος των προσβεβλημένων φυτών είναι αναπόφευκτος ανεξαρτήτως ηλικίας.

Η ασθένεια έφτασε στην Πιερία

Η εξάπλωσή του πλέον είναι μεγάλη, εκτός από την Πελοπόννησο έχει πλήξει σφόδρα και την Ήπειρο και πλέον έχει εξαπλωθεί και σε γειτονικούς νομούς της Θεσσαλονίκης, όπως στην Πιερία. Το δασαρχείο Θεσσαλονίκης προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει την ασθένεια εκτός των τειχών με συνεχείς ελέγχους βάσει της νέας ΚΥΑ που εκδόθηκε το 2023 για τον περιορισμό της ασθένειας και η οποία απαιτεί συνεργασία και ενημέρωση πολλών φορέων με τα κατά τόπους δασαρχεία έτσι ώστε να αποκλειστεί τουλάχιστον η ανθρωπογενής μετάδοση.

«Πλατάνια έχουν προσβληθεί σε διάσπαρτες θέσεις σε όλον τον νομό και στη νότια Πιερία ακόμη και μέσα σε κάμπινγκ και σε οικισμούς, εξαιτίας κλαδεύσεων με αλυσοπρίονα που μετέφεραν τον μύκητα. Εμείς τον εντοπίσαμε τον Δεκέμβριο του 2019 όταν στείλαμε το πρώτο θετικό δείγμα στο Ινστιτούτο Μεσογειακών και Δασικών Συστημάτων» αναφέρει η Δέσποινα Κοσμίδου, δασολόγος στη Διεύθυνση Δασών Πιερίας μιλώντας στο alterthess. Μέτρια, σύμφωνα με την ίδια, είναι η εξάπλωση στο πλατανοδάσος της Νεοκαισάρειας Πιερίας, όπου έχει χαθεί το 10% των πλατανιών, ενώ συνολικά στο Νομό έχουν χαθεί λόγω του μεταχρωματικού έλκους περίπου 1000 δέντρα.

«Όπου επεμβαίνει ο άνθρωπος με μολυσμένο εργαλείο έχει ως αποτέλεσμα να μεταδίδεται η ασθένεια στο ξύλο. Ο ρυθμός ξήρανσης του δέντρου εξαρτάται από την κατάσταση που θα το βρει, ωστόσο καταστρέφεται 100%, ακόμη δεν έχει βρεθεί θεραπεία. Πρόκειται για μια μη αναστρέψιμη κατάσταση» αναφέρει ακόμη η κα. Κοσμίδου τονίζοντας ότι βάσει ευρωπαϊκής οδηγίας τα μολυσμένα δέντρα πρέπει να κόβονται και να μεταφέρονται με κλειστά φορτηγά σε ειδικά εργοστάσια θερμικής επεξεργασίας (που συνήθως παράγουν μελαμίνες).

Εκτός από τον άνθρωπο (εργασίες κοπής δέντρων, καθαρισμοί στις κοίτες των ποταμών) η ασθένεια μεταφέρεται μέσω των ριζικών συστημάτων των δέντρων ή από κλαδιά που σπάνε λόγω κακοκαιρίας ή και άλλων λόγων και μεταφέρονται από τον υδροφόρο ορίζοντα. Στην Πιερία μολυσμένα δέντρα έχουν εντοπιστεί στη θέση Ζηλιάνα στην Σκοτίνα, στη Χασκάρα, στο Λιτόχωρο, τον Πλαταμώνα, το Μοσχοχώρι, την Μεσαία Μηλιά κ.ά.

Είναι γεγονός ότι το επικίνδυνο φαινόμενο πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι καθημαγμένες από την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση δασικές υπηρεσίες. Και αυτή είναι ίσως η αιτία που, παρότι ο μύκητας Ceratocystis platani εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2003 στην Πελοπόννησο, δεν κατάφερε να περιοριστεί εκεί και μέσα σε μία εικοσαετία έχει επεκταθεί σε ένα μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής χώρας και της Εύβοιας.

Μεγάλη οικολογική καταστροφή σε εξέλιξη

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, οι μεγαλύτερες καταστροφές από την ασθένεια έχουν σημειωθεί σε παραποτάμιες συστάδες πλατάνου σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και τα τελευταία χρόνια το παθογόνο διαπιστώθηκε στην Κεντρική Μακεδονία (Πιερία). Παράλληλα, ο μύκητας C. platani έχει νεκρώσει εμβληματικά δένδρα πλατάνου που κοσμούσαν πλατείες, δρόμους και χώρους αναψυχής σε πολλές περιοχές της χώρας. Τεράστιες είναι οι συνέπειες της ασθένειας στα Καλάβρυτα και ειδικά στο μαγευτικό δάσος στο Πλανητέρο. Σύμφωνα με τον δήμαρχο Καλαβρύτων έχουν εντοπιστεί 52.000 ξερά πλατάνια. Το κόστος για την κοπή και μόνο των δέντρων ανέρχεται σε 20 εκατομμύρια ευρώ.

«Μια τεράστια οικολογική καταστροφή βρίσκεται σε εξέλιξη στα πλατανοδάση της Ελλάδας και απαιτούνται δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της επέκτασης του παθογόνου και την αποτροπή της διάδοσής του σε νέες περιοχές» αναφέρει ακόμη το Ινστιτούτο, τονίζοντας ότι το ξύλο από τα προσβεβλημένα δένδρα πρέπει να καταστρέφεται με καύση και δεν επιτρέπεται η μεταφορά του και η χρήση του ως καυσόξυλο. Με την υλοτομία των δένδρων δεν σταματά η διάδοση του μύκητα μέσω των ριζών, γι’ αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται ζιζανιοκτόνο στα γειτονικά δένδρα με στόχο τη νέκρωση των ριζών τους.

Αγώνας για να μη φτάσει το παθογόνο και στη Θεσσαλονίκη

Για τον κίνδυνο που υπάρχει η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους να φτάσει στη Θεσσαλονίκη μιλήσαμε με τη Δασάρχη Θεσσαλονίκης Φιλοθέη Μελά. Η ίδια μας εξηγεί τη σημασία της πρόληψης καθώς, όπως λέει, εκτός από τις υλοτομίες και τα κλαδέματα στα πλατάνια, πρόβλημα προκαλείται και με τις εκσκαφές με τυχόν μολυσμένο από τον μύκητα εργαλείο/μηχάνημα γύρω από ένα πλατάνι. «Τα σπορία του μύκητα από ένα προσβεβλημένο πλατάνι επιβιώνουν στα πριονίδια μέσα στα εργαλεία και είναι εύκολο να μεταφερθούν και έτσι να προσβληθεί ένα υγιές πλατάνι. Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων περιγράφει το πώς το παθογόνο μεταδίδεται με μηχανήματα εκσκαφής, που πληγώνουν το ριζικό σύστημα των δένδρων, και το πώς μεταφέρθηκε στην Ελλάδα η ασθένεια. Αυτό που πρέπει να κάνει οποιοσδήποτε είτε είναι πολίτης, είτε δήμος είτε δημόσια υπηρεσία ή ιδιωτικός φορέας που αφορά κλαδέματα, υλοτομίες πλατανιών ή εκσκαφές γύρω από αυτά, είναι να μας ενημερώνει. Εμείς προχωρούμε σε αυτοψίες και έτσι διαπιστώνουμε αν υπάρχει ή όχι πρόβλημα για να δώσουμε τις σχετικές άδειες αλλά και να παρακολουθούμε ότι έγιναν όλες οι υποχρεωτικές από τον Νόμο εργασίες απολύμανσης των εργαλείων» τονίζει, καταλήγοντας ότι «ως δασαρχείο βρισκόμαστε κάθε μέρα ακόμη και τα Σαββατοκύριακα σε σημεία της πόλης και όχι μόνον, όπου παρακολουθούμε τέτοιες εργασίες για να αποφύγουμε την εμφάνιση της ασθένειας».

Ρ. Τσιακίρης: Τα πλατάνια κινδυνεύουν να χαθούν από παντού αν δεν ενεργήσουμε άμεσα

Το Σάββατο 27 Απριλίου σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Γη-Αρτέον εκδοτική» στο Λαογραφικό Μουσείο για τα «Δέντρα του Τόπου μας» ακούσαμε μια εκτενή περιγραφή του προβλήματος από τον Ρήγα Τσιακίρη, δασολόγο, δρ Οικολογίας και φυτοϋγειονομικό ελεγκτή στο δασαρχείο Ιωαννίνων. Αναφερόμενος στην περιορισμένη παγκόσμια εξάπλωση της ασθένειας εξέφραζε την απογοήτευσή του για το ότι δεν υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον για το πρόβλημα στην χώρα μας. Για τον ίδιο, «η ζωή κάθε πλάτανου μετράει» και όπως δήλωνε «η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση του οικοτόπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς κινδυνεύουν να χαθούν από παντού αν δεν κάνουμε άμεσα ενέργειες».

Ο κ. Τσιακίρης μίλησε για τα πλατάνια της Ηπείρου με τα οποία έχει ασχοληθεί περισσότερο, τα οποία αποτελούν τα πιο αγαπημένα δέντρα των κατοίκων της περιοχής. «Βλέπετε ακόμα και ξωκλήσια που είναι μέσα στις κουφάλες των πλατάνων. Παγκοσμίως γνωστά είναι τοπία με πλατάνια, όπως το πλατανόδασος του Βοϊδομάτη. Πάνω από τα μισά ανακηρυγμένα μνημεία της φύσης της χώρας είναι πλάτανοι. Πρόκειται για ιστορικά πλατάνια, γιατί εκεί έχουν γίνει κάποια σημαντικά ιστορικά γεγονότα αλλά και για το μέγεθός τους. Ο πλάτανος της Άρτας συνιστά ένα από τα κηρυγμένα μνημεία της φύσης της χώρας που απειλείται όπως και αυτός στο νησάκι του Αλή Πασά που είναι από τα μεγαλύτερα και εμβληματικότερα πλατάνια των Ιωαννίνων».

Ο ίδιος τόνισε ότι η προσπάθεια να κηρυχτούν και άλλα πλατάνια μνημεία της φύσης είναι ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί το plant blindness, δηλαδή η ανυπαρξία προσοχής εκ μέρους των ανθρώπων στα φυτά που βρίσκονται στην καθημερινότητά τους. Εκτός από χώροι αναψυχής και τόποι οικονομικών δραστηριοτήτων τα πλατάνια αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή καθώς συγκρατούν τα νερά των βροχών και περιορίζουν τα χειμαρρικά φαινόμενα.

«Είναι εντυπωσιακό πώς ο πλάτανος ενσωματώνει βράχια, πέτρες κλπ, είναι ένα είδος πολύ πλαστικό που μπορεί να αποικίσει περιοχές με μεταβαλλόμενες συνθήκες. Είναι μοναδικό δηλαδή σαν εργαλείο ή σαν φυτευτικό υλικό. Άρα και παγκοσμίως θα έλεγα ότι η διάσωση του είναι πολύ πολύ σημαντική» ανέφερε ακόμη.

Όσον αφορά τον παθογόνο μύκητα ο κ. Τσιακίρης τόνισε ότι πρόκειται για ασκομύκητα που δεν τον βλέπουμε με γυμνό μάτι. Εκτός από την μετάδοσή του μέσω εργαλείων, ανέφερε ότι μεταφέρεται και μέσω των συνάψεων των ριζών στους ιστούς των δέντρων. «Γίνεται βέβαια μετά και μέσω των ποταμών, καθώς σπάζουν τα άρρωστα πλατάνια και μετά οι χείμαρροι παίρνουν τα κλαδιά και μεταφέρουν τον μύκητα. Αν ένα ξερό πλατάνι χτυπήσει ένα υγιές, τότε αυτό αμέσως κολλάει και έτσι βλέπουμε μια fractal διάδοση του μεταχρωματικού έλκους».

Μεγάλο πλήγμα και στην Ήπειρο

Στην Ήπειρο η ασθένεια εντοπίστηκε το 2010 αλλά ήδη είχαν ξεραθεί πολλά στον ποταμό Καλαμά, χωρίς η Διεύθυνση Θεσπρωτίας να το έχει αντιληφθεί. «Υπάρχει μια χρονοκαθυστέρηση όσον αφορά τον εντοπισμό. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να εντοπίζεται έγκαιρα η ασθένεια για να μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί και γρήγοροι στην αντιμετώπιση» συμπλήρωσε ο Ρήγας Τσιακίρης.

Σύμφωνα με τον δασολόγο, η ασθένεια έχει μεταδοθεί σε πάνω από το 50% της έκτασής της χώρας μας. «Στην Αλβανία δε η εξάπλωση του παθογόνου είναι τεράστια. Η κατάσταση είναι τραγική, δεν έχει μάλλον πλέον πλατανοδάση» τόνισε ακόμη προσθέτοντας και μια ακόμη διάσταση στη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο μετάδοσης, την ενεργειακή φτώχεια.

«Η ενεργειακή φτώχεια είναι ένας τρόπος μετάδοσης, επειδή ξυλεύονται τα δάση για τις ανάγκες θέρμανσης. Έχει δημοσιευτεί σχετική μας εργασία για το πώς ενώ στην Αλβανία εντοπίσθηκε το παθογόνο, δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία. Εμείς ξέρουμε ότι πιθανόν από εκεί μας ήρθε η ασθένεια στην Ήπειρο, μέσω μηχανημάτων που δούλευαν σε έργα στην Εγνατία, τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί ήδη στην Αλβανία και φέραν την ασθένεια. Στην Ηλεία, η γρήγορη εξάπλωση του παθογόνου έγινε πιθανώς από μηχανήματα έργων που χρησιμοποιήθηκαν κατά μήκος των δρόμων με παρόδιες κλαδεύσεις και καθαρισμούς. Επιπλέον, η απόληψη υλικών από τις κοίτες των ποταμιών που στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται ως λατομεία προκαλεί μετάδοση. Και βέβαια μετά με εργαλεία που καθαρίζουν την παρόδια βλάστηση μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια σε αποστάσεις χιλιομέτρων. Ακόμη, υπεύθυνες είναι οι διευθετήσεις ποταμών και ρεμάτων. Εκεί που λέμε ότι κάνουμε μία διευθέτηση προβλήματος, μεγαλώνουμε το πρόβλημα με τις χωματουργικές εργασίες. Αυτό γίνεται και με έργα ύδρευσης και έργα εξωραϊσμού» εξήγησε.

Εκτός από την εργαστηριακή αναγνώριση, ο κ. Τσιακίρης αναφέρθηκε στη μακροσκοπική παρατήρηση της ασθένειας. Ένδειξη αποτελεί η μικροφυλλία των πλατανιών, καθώς ο μύκητας εισέρχεται στους ιστούς του καμβίου του δέντρου. «Τα ζάχαρα δεν κυκλοφορούν πολύ, οπότε αμέσως το δέντρο στρεσσάρεται και τα φύλλα της επόμενης άνοιξης είναι πιο μικρά και κίτρινα. Στα νεαρά κλαδιά ο φλοιός δείχνει σημεία ξήρανσης. Επίσης ένα ακόμα σημάδι της ασθένειας είναι η κορμοβλάστηση, ένα υγιές δέντρο δεν έχει βλαστάρια χαμηλά στον κορμό, δίπλα στο πρέμνο». Όπως ανέφερε «ένα μεγάλο τμήμα του παραλίμνιου αστικού τοπίου των Ιωαννίνων, ιδιαίτερα γύρω από το κάστρο, έχει καταστραφεί από την ασθένεια και είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση για νέες επιμολύνσεις».

Σύμφωνα με τη σχετική ΚΥΑ περιορισμού του μύκητα για τα δάση υπεύθυνες είναι οι κατά τόπους δασικές υπηρεσίες, για τους δημοτικούς χώρους οι δήμοι και για τους ιδιωτικούς οι ιδιώτες.

«Όταν έχεις ένα ασθενές πλατάνι στον χώρο σου πρέπει να το κόψεις και να απολυμάνεις τον χώρο και τα εργαλεία ή/και μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν και αυτό είναι κάτι πολύ ακριβό και δύσκολο. Προσπαθούμε να πείσουμε την κεντρική υπηρεσία να αναθεωρήσει το πρωτόκολλο αυτό, με ένα εθνικό σχέδιο για τα δάση πλατάνων για να εισέρχεται η δασική υπηρεσία και στους ιδιωτικούς χώρους καθώς το κόστος των εργασιών για τους ιδιώτες είναι πολύ υψηλό» κατέληξε ο Ρ.Τσιακίρης.

Είναι πάντως γεγονός ότι ενώ η ασθένεια εντοπίστηκε το 2003 και μεταδόθηκε σε πολλές περιοχές της χώρας με αποτέλεσμα να καταστραφούν μεγάλοι οικότοποι, η πρώτη σχετική ΚΥΑ εκδόθηκε το 2004 (ΦΕΚ1454/Β’/22-9-2004) ωστόσο η επικαιροποίησή της, με νέα ΚΥΑ, εκδόθηκε σχεδόν είκοσι χρόνια μετά. Επιστήμονες από όλη τη χώρα συνηγορούν ότι αν δεν ληφθούν δραστικά και άμεσα μέτρα ένα από τα μακροβιότερα δένδρα της ελληνικής χλωρίδας κινδυνεύει να εξαφανιστεί.

Ανησυχία από το Τμήμα Δασολογίας του ΑΠΘ

Εκφράζοντας την βαθύτατη ανησυχία της για την απρόσκοπτη μετάδοση της νόσου, η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ στις αρχές του προηγούμενου μήνα θεωρεί ότι είναι απαραίτητη η άμεση εφαρμογή μιας σειράς μέτρων που προβλέπονται από την ΚΥΑ με αριθμ. 4757/123205/2023, (όπως καθορισμός οριοθετημένων ζωνών πέριξ των προσβεβλημένων περιοχών, απαγόρευση υλοτομίας ή κλάδευσης ή φύτευσης αδιακρίτως φυτών πλατάνου χωρίς την έγγραφη άδεια του οικείου δασαρχείου, δημιουργία «ζώνης καραντίνας» πλάτους ενός χιλιομέτρου από την οριογραμμή των πλέον προωθημένων εστιών προσβολής, αποστείρωση με φλόγιστρο των φρέσκων τομών που προκύπτουν από την κλάδευση υγειών πλατάνων, σε όλη την επιφάνεια της τομής κ.ά).

Η άμεση εφαρμογή των παραπάνω μέτρων καθιστά, σύμφωνα με το Τμήμα Δασολογίας, αναγκαία την έκτακτη πρόσληψη εποχικού προσωπικού στα κατά τόπους δασαρχεία, με επικεφαλής δασολόγους επιστήμονες, για την παρακολούθηση των πλατανοδασών και την επιβολή των παραπάνω μέτρων.

«Ο πλάτανος είναι το μεγαλύτερο σε διαστάσεις δένδρο της ελληνικής χλωρίδας και οι πλατανότοποι και τα παραποτάμια δάση του αποτελούν εμβληματικά στοιχεία της ελληνικής φύσης. Ας δράσουμε τώρα πριν να είναι αργά!» καταλήγει.

Πηγή: alterthess.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: