ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ
[220.1] πλούσιος βυρσέως παραπλησιάζοντος μὴ δυνάμενος τὴν δυσωδίαν φέρειν ἐπέκειτο αὐτῷ, ἵνα μεταβῇ. ὁ δὲ ἀεὶ ἀνεβάλλετο λέγων μετ᾽ ὀλίγον χρόνον μεταβήσεσθαι. τούτου δὲ συνεχῶς γενομένου συνέβη χρόνου διελθόντος τὸν πλούσιον ἐν συνηθείᾳ γενόμενον τῆς δυσωδίας μηκέτι αὐτῷ διενοχλεῖν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ δυσχερῆ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.
Νεοελληνική απόδοση
Ο πλούσιος και ο βυρσοδέψης.
[220.1] Ήταν μια φορά ένας πλούσιος που είχε για γείτονά του έναν ταμπάκη. Λοιπόν, που λέτε, δεν μπορούσε να υποφέρει τη δυσωδία και όλο πίεζε τον ταμπάκη να μετακομίσει. Εκείνος όμως όλο υποσχόταν ότι νά, τώρα σε λίγο καιρό θα τα μαζέψει και θα φύγει, και το πήγαινε από αναβολή σε αναβολή. Έτσι γινόταν συνέχεια, μέχρι που ξέρετε τί συνέβη; Με τον καιρό ο πλούσιος συνήθισε την απαίσια μυρωδιά και πια δεν τον ενοχλούσε.
Το δίδαγμα του μύθου: Η συνήθεια καθιστά υποφερτές ακόμη και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου