(Κήρυγμα τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, 10.9.2023)
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Προγραμματισμὸς ὁμιλητικοῦ ἔργου
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως σήμερα καὶ ἤδη ἔχουμε μπεῖ ἀπὸ τὴν 1η Σεπτεμβρίου στὸ νέο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος. Στὰ κηρύγματά μας τὶς Κυριακές, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, ἀκολουθοῦμε ἀνὰ ἔτος καὶ ἑρμηνεύουμε εἴτε τὶς εὐαγγελικὲς εἴτε τὶς ἀποστολικὲς περικοπὲς ἢ ἀκόμη καὶ τοὺς βίους καὶ τὰ ἔργα τῶν ἑορταζομένων Ἁγίων, ὅταν ἡ μνήμη τους συμπέσει ἡμέρα Κυριακή. Ἐξαιροῦνται οἱ μεγάλες δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτές, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ κήρυγμα παρουσιάζει τὴν μεγάλη θεολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ σημασία αὐτῶν τῶν ἑορτῶν.
Κατὰ τὸ περασμένο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος (ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2022) παρουσιάσαμε βίους Ἁγίων κυρίως, ὅταν δὲν εἴχαμε ἄλλες μεγάλες ἑορτές. Ἐφέτος, ἂν ἀκολουθούσαμε τὸν συνήθη τριετῆ κύκλο (Εὐαγγέλιο, Ἀπόστολος, Ἅγιοι), ἔπρεπε νὰ ἑρμηνεύσουμε καὶ νὰ σχολιάσουμε τὶς εὐαγγελικὲς περικοπές. Ἐπειδὴ ὅμως στὸν λογισμό μου ἐπιμένει ἡ ἰδέα νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ μὲ λειτουργικὰ θέματα, θὰ ἀρχίσουμε προσεχῶς μὲ κάτι λειτουργικό, ποὺ ἔχει σχέση ὅμως καὶ μὲ τὰ εὐαγγέλια, ὁπότε οὐσιαστικὰ θὰ εἶναι ἑρμηνεία καὶ σχολιασμὸς εὐαγγελικῶν περικοπῶν.
Πρόκειται γιὰ τὰ ἕνδεκα (11) ἑωθινὰ εὐαγγέλια, ποὺ διαβάζονται μὲ τὴν σειρὰ ἀπὸ τὸ 1ο ἕως τὸ 11ο στοὺς ὄρθρους τῶν Κυριακῶν, μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν ὁποίων ἀκολουθεῖ ὁ ἀσπασμὸς τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ περιεχόμενό τους ποιητικὰ τὸ ἐπαναλαμβάνει πρὶν ἀπὸ τοὺς Αἴνους τὸ λεγόμενο Ἐξαποστειλάριο καὶ στὸ τέλος τῶν Αἴνων τὸ Δοξαστικὸ Ἐωθινό. Αὐτὰ τὰ τρία στοιχεῖα τοῦ Ὄρθρου, τὸ Ἐωθινὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Ἐξαποστειλάριο καὶ τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, ἔχουν πάντα τὸ ἴδιο περιεχόμενο, ὅπως θὰ δοῦμε. Σήμερα στὸν Ὄρθρο διαβάσαμε τὸ γ´ Ἐωθινὸ Εὐαγγέλιο. Θὰ περιμένουμε ὅμως νὰ διαβασθοῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὀκτώ. Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνει, τότε τὴν Κυριακὴ στὶς 12 Νοεμβρίου ποὺ θὰ διαβασθεῖ καὶ πάλι τὸ πρῶτο, θὰ ἀρχίσουμε τὴν ἑρμηνεία καὶ τὸν σχολιασμὸ τῶν ἕνδεκα Ἑωθινῶν Εὐαγγελίων ποὺ θὰ μᾶς φθάσει μέχρι καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2024, σὺν Θεῷ, γεροὶ νὰ εἴμαστε. Μετὰ ἔχω στὸν νοῦ μου ἄλλο ἐπίσης λειτουργικὸ θέμα ὀκτὼ Κυριακῶν, τοὺς Ἀναβαθμοὺς τῶν ὀκτὼ ἤχων, καὶ φθάνουμε στὸ Τριώδιο καὶ στὴν Ἁγία Τεσσαρακοστή.
Μέχρι νὰ ἀρχίσουμε τώρα, περὶ τὰ μέσα Νοεμβρίου νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ Ἑωθινὰ Εὐαγγέλια, κατὰ τὶς Κυριακὲς ποὺ ἔχουμε μπροστά μας (μέτρησα ἐννέα μαζὶ μὲ τὴν σημερινή) θὰ ἀσχολούμαστε κατ᾽ ἐπιλογὴν μὲ τὶς εὐαγγελικὲς καὶ ἀποστολικὲς περικοπὲς ἢ μὲ τὶς μνῆμες ἁγίων, ξεχωριστὰ ἢ συνδυαστικά.
Στὸ σημερινὸ κήρυγμα θὰ προσπαθήσουμε συνδυαστικὰ νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ τρία. Ἐπειδὴ σήμερα εἶναι Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπέλεξαν ὥστε καὶ οἱ δύο περικοπές, ἡ ἀποστολικὴ καὶ ἡ εὐαγγελική, νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Στὴν σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποία ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς συνομιλώντας μὲ τὸν Ἰουδαῖο νομοδιδάσκαλο, ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημο, τὸν γνωστὸ νυκτερινὸ μαθητή, τὸν μετέπειτα Ἅγιο Νικόδημο, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ἐκήδευσαν τὸν Χριστό[1] καὶ γνωρίζοντας ὅτι ὁ Νικόδημος ὡς νομοδιδάσκαλος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τοῦ παρουσιάζει τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀφοῦ προηγουμένως στὴν συζήτηση τοῦ ἐδίδαξε τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὡς μὲσο ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ λέγει λοιπὸν ὅτι, ὅπως δὲν σώζεται κανείς, ἂν δὲν βαπτισθεῖ, «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[2], τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ σωθεῖ πρέπει νὰ πιστεύσει καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἰς τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀγάπησε τόσο πολὺ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν κόσμο, ὥστε ἀποφάσισε, οἰκονόμησε, εὐδόκησε νὰ ὑψωθεῖ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ὁ Μονογενής Του Υἱός, ὥστε κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει εἰς Αὐτὸν νὰ μὴ χαθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἔχει αἰώνια ζωή. Καὶ τοῦ φέρνει σὰν παράδειγμα, σὰν προτύπωση τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη, τὸν χάλκινο ὄφι, τὸ χάλκινο φίδι, ποὺ ὕψωσε ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο σὲ σχῆμα σταυροῦ, ὥστε σύμφωνα μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ σώζονται ὅσοι Ἰσραηλίτες εἶχαν δαγκαθῆ ἀπὸ φίδια δηλητηριώδη ἀτενίζοντας τὸ χάλκινο φίδι. Ἀκούσαμε προηγουμένως ἐπὶ λέξει τὶ εἶπε ὁ Χριστός: «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»[3]. Εἶχαν κουρασθῆ νὰ βαδίζουν ἐπὶ πολλὰ ἔτη μέσα στὴν ἔρημο οἱ Ἑβραῖοι, μέσα στὸν καύσωνα, στὶς βροχές, στὶς ἀρρώστιες, στοὺς πολέμους, στὴν ἔλλειψη τροφῶν, ἀφοῦ περιορίζονταν μόνον στὸ ἄνοστο μάννα, καὶ ἄρχισαν νὰ γογγύζουν, νὰ γκρινιάζουν, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ Μωϋσῆ ποὺ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ἐλεύθερους στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν Παλαιστίνη. Καὶ ὁ Θεὸς παιδαγωγικά, γιὰ νὰ τοὺς συνετίσει ἔστειλε φίδια δηλητηριώδη ποὺ ἐδάγκαναν τὸν λαό, καὶ πέθαιναν ἀπὸ τὰ δηλητήριά τους πολλοὶ Ἰσραηλίτες: «Καὶ ἀπέστειλε Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε λαὸς πολὺς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ». Εὐτυχῶς γρήγορα κατάλαβαν ὅτι ἦταν παιδαγωγικὴ τιμωρία γιὰ τὴν ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη τους καὶ συντετριμμένοι μπροστὰ στὸν φόβο τοῦ θανάτου παρακάλεσαν τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ ὥστε νὰ τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ σταματήσει τὸ κακό· «ἡμάρτομεν ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ σοῦ· εὖξαι οὖν πρὸς Κύριον, καὶ ἀφελέτω ἀφ᾽ ἡμῶν τὸν ὄφιν»[4]. Ἁμαρτήσαμε, γιατὶ κατακρίναμε τὸν Θεὸ καὶ σένα· προσευχήσου πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὰ φίδια.
2. Δὲν μᾶς σώζει οὔτε ὁ Βούδας, οὔτε ὁ Κομφούκιος, οὔτε ὁ Μωάμεθ, οὔτε ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας
Ἡ Εὐαγγελικὴ Περικοπὴ λοιπὸν ὁλοφάνερα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἴδιου τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος καὶ ἄλλος τρόπος νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὶς δηλητηριώδεις δαγκανιὲς τοῦ νοητοῦ ὄφεως, τοῦ Διαβόλου, παρὰ μόνον ἀπὸ τὸ νὰ πιστεύσουμε στὸν Σταυρωθέντα Χριστό. Ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸν σώσει, οὔτε τὸν Βούδα, οὔτε τὸν Κομφούκιο, οὔτε τὸν Μωάμεθ, οὔτε ἄλλους ἱδρυτὲς θρησκειῶν. Ἔστειλε τὸν Μονογενῆ του Υἱό, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σώζονται, μόνον ὅταν πιστεύσουν στὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, στὴν διὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ Σωτηρία. Φανέρωσε ἔτσι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας, καὶ γι᾽ αὐτό χάνονται ὅσοι ἀκολουθοῦν ἄλλους δρόμους, ἄλλα μονοπάτια. Ὅσοι διδάσκουν διαφορετικὰ καὶ κηρύττουν διαφορετικά, ὅπως πολλοὶ οἰκουμενιστὲς πατριάρχες, ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ θεολόγοι διαστρέφουν τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ Νικόδημος ἄκουσε τὸν Χριστό, ἄφησε τὸν Ἰουδαϊσμό, τὴν Συναγωγὴ, καὶ ἦλθε στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Πῶς λοιπὸν ἰσχυρίζονται τὰ ἀντίθετα οἱ Οἰκουμενιστές; Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σὲ νέους τῆς Ἑβραϊκῆς Συναγωγῆς τῆς Νέας Ὑόρκης συνέστησε νὰ μείνουν στὴν θρησκεία τους, γιατὶ καὶ ἐκεῖ σώζονται. Καὶ ὁ εἰς ἄλλα πολλὰ αἱρετίζων ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος σοφιστικὰ καὶ παραπλανητικὰ ἐδίδαξε ὅτι, ὅπως στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ ἀνεβαίνει κανεὶς ἀπὸ πολλὰ μονοπάτια καὶ ὄχι ἀπὸ ἕνα, ἔτσι καὶ τὴν σωτηρία τὴν ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο καὶ ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες.
Τοὺς διαψεύδουν ὅμως τὰ πλήθη τῶν Ἁγίων, τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἄφησαν τὶς θρησκεῖες τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Τοὺς διαψεύδει περισσότερο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ πρώην ζηλωτὴς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ τὶς θεόπνευστες ἐπιστολές του ἐξεχριστιάνισε τὸν τότε ἐπηρμένο, ἀλλὰ βουτηγμένο στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Ἄλλαξε τὴν ζωή, τὰ ἤθη, τὴν συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων· ξερίζωσε τὴν ἀθεΐα, τὶς αἱρέσεις, τὶς κάθε εἴδους ἁμαρτίες καὶ ἀνηθικότητες, τὴν κυριαρχία τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσμου, καὶ ἔστρεψε τὴν ἀνθρωπότητα στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Τὸν ἀκούσαμε καὶ σήμερα στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ νὰ ἀπευθύνεται πρὸς Ἰουδαΐζοντες Χριστιανούς, δηλαδὴ πρὸς Ἑβραίους, πού, ἐνῶ εἶχαν γίνει Χριστιανοί, δὲν ξεκολλοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ κρατοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ πολλὰ στοιχεῖα, ὅπως τὴν περιτομή, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ εἶναι ἀρεστοὶ στοὺς ὁμοφύλους τους καὶ νὰ μὴ διώκονται γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, «μόνον ἵνα μὴ τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται». Ἔμοιαζαν μὲ τοὺς σημερινοὺς χλιαροὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς συκοφαντίες, συμπορεύονται μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ κατηγοροῦν ἐμᾶς ποὺ κουβαλοῦμε τὸν Σταυρὸ τῆς διωκόμενης Ὀρθοδοξίας, τὸν Σταυρὸ τῆς Ὁμολογίας. Ξεσπαθώνει ὀργισμένος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τοὺς λέγει: Σᾶς γράφω μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια. Μὴν ἀκολουθεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοσμικὸ φρόνημα, αὐτοὺς ποὺ θέλουν «εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί», νὰ εἶναι ἀρεστοὶ καὶ νὰ περνοῦν καλὰ μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀξιώματα, καὶ νὰ καυχῶνται γι᾽ αὐτό, ἐπαινούμενοι καὶ ἐγκωμιαζόμενοι, ὅπως δυστυχῶς πολλοί, οἱ περισσότεροι τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων σήμερα. Ἐγώ, λέγει, δὲν καυχῶμαι γιὰ τίποτε, παρὰ μόνο γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, χάρις στὸν ὁποῖο ὁ κόσμος ἔχει πιὰ γιὰ μένα πεθάνει καὶ ἐγὼ ἔχω πεθάνει, γιὰ τὸν κόσμο: «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ»[5].
3. Σωματικὴ καὶ πνευματικὴ ἀδελφότητα
Αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς καύχησης γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, καὶ πιὸ ἐμφαντικὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν καὶ τὴ ζωή τους, ἀνταποκρινόμενοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ σταυρωθεῖ γιὰ νὰ νικήσει τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ γίνει ὑπόδειγμα ἀκακίας, ἀνεξικακίας, συγχωρητικότητας, μὴ βίας, ἀπόσπασης ἀπὸ τὰ τερπνὰ καὶ εὐχάριστα τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσμου. Αὐτὸν τὸν δρόμο ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἑορτάζουσες σήμερα γυναῖκες μάρτυρες, οἱ τρεῖς κατὰ σάρκα ἀδελφές, Μηνοδώρα, Μητροδώρα καὶ Νυμφοδώρα[6]. Μικρασιάτισες τὴν καταγωγὴ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Βιθυνίας, ἡ ὁποία μᾶς ἔδωσε πολλοὺς μάρτυρες, μαρτύρησαν κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ συνάρχοντός του Μαξιμιανοῦ κατὰ τὸ 304-305 μ.Χ. Παιδιὰ Χριστιανῶν γονέων δὲν ἀκολούθησαν τὸν συνήθη κοσμικὸ τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν διὰ βίου καθαρὲς καὶ ἁγνές, ζώντας σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὴν κοντινὴ πολιτεία τόπο, ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ ὡς μοναχές. Ἔγιναν γνωστὲς γιὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἀρετή τους, καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἐγίνοντο Χριστιανοί, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἐνισχύονταν στὴν πίστη τους. Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ στὸν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα τῆς περιοχῆς Φρόντωνα, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο, μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλές, νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Στὴν ἐκτενῆ περιγραφὴ τοῦ μαρτυρίου τους, ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, καταγράφονται ὅλοι οἱ διάλογοι μεταξὺ τοῦ ἡγεμόνος καὶ τῶν τριῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἄφησαν κανένα περιθώριο ἐλπίδος στὸν ἄρχοντα νὰ τὶς μεταστρέψει ἢ νὰ τὶς ἐκφοβίσει. Ἀκόμη καὶ ὅταν παρουσίασε αἱμόφυρτο καὶ παραμορφωμένο ἀπὸ τὰ βασανιστήρια τὸ ἄψυχο σῶμα τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς, τῆς Μηνοδώρας, μπροστὰ στὶς δύο ἄλλες γιὰ νὰ φοβηθοῦν, αὐτὲς ἐνισχύθηκαν πιὸ πολύ, γιατὶ ἤθελαν νὰ τὴν μιμηθοῦν καὶ νὰ τὴν ἀκολουθήσουν μέχρι θανάτου στὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ ὅταν μετὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια τῆς δεύτερης, τῆς Μητροδώρας, ἔμεινε μόνη ἡ μικρότερη ἡ Νυμφοδώρα. Ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ τὶς δύο ἀδελφές της, καὶ ἐπαληθεύθηκε ἔτσι αὐτὸ ποὺ εἶπε στὸν ἡγεμόνα ἡ μεγαλύτερη ἡ Μηνοδώρα, ὅταν τὶς ἀπειλοῦσε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Τοῦ εἶπε ὅτι μὲ τὸν θάνατό μας θὰ δείξουμε ὅτι εἴμαστε ἀδελφὲς περισσότερο ὡς ψυχές, καὶ ὄχι ὡς σώματα. Καὶ ὅπως προήλθαμε ἀπὸ μία γαστέρα, ἔτσι θὰ ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο θάνατα γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια. Ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο δὲν θὰ διαλυθεῖ ὁ ἀδελφικός μας δεσμός, ἀλλὰ θὰ παραμείνουμε ἑνωμένες ὡς ἀδελφὲς αἰωνίως, ἂν δείξουμε σ᾽ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔπλασε ὡς ἀδελφὲς κατὰ σάρκα ὅτι ἔχουμε καὶ ἀδελφὰ τὰ φρονήματα, ὅτι εἴμαστε ἀδελφὲς καὶ κατὰ πνεῦμα[7].
Εἶναι ἐκπληκτικὰ ἐντυπωσιακό, ὅταν ἡ σαρκικὴ συγγένεια συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴν πνευματική, καὶ ἐξ ἴσου σημαντικό, ὅταν χωρὶς νὰ εἴμαστε σωματικά, κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἀποκτοῦμε πνευματικὴ συγγένεια καὶ ἀδελφότητα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀκολουθοῦμε τὸν εὐλογημένο δρόμο τῆς Ὁμολογίας, τῆς φίλης Ὀρθοδοξίας, τῆς Ἀποτείχισης, ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ ἀποτειχισθέντος ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του.
Γνωρίζω ὅτι θὰ περιμένατε σήμερα στὸ κήρυγμα νὰ ἀκούσετε κάποιο λόγο γιὰ ὅσα θλιβερὰ καὶ σωματοκτόνα συμβαίνουν στὴν πατρίδα μας μὲ τὶς πυρκαγιὲς καὶ τὶς πλημμύρες, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὰ ἀπάνθρωπα καὶ ἀπίστευτα στὴν συμπεριφορὰ συνανθρώπων μας. Ὑπάρχει ἑρμηνεία καὶ ἐξήγηση γιὰ ὅλα αὐτά; Ἔπαυσε ὁ Θεὸς νὰ φροντίζει καὶ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους; Μήπως οἱ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα οἱ Χριστιανοὶ καὶ τώρα οἱ Ὀρθόδοξοι, προκαλοῦμε τὴν παιδαγωγικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ συνέλθουμε καὶ νὰ συνετισθοῦμε; Θὰ προσπαθήσουμε στὸ κήρυγμα τῆς ἑπόμενης Κυριακῆς νὰ φωτίσουμε τὶς ἀπορίες αὐτὲς μὲ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀμήν.
[1]. Τὸ ψάλλουμε αὐτὸ καὶ στὴν τρίτη Στάση τῶν Ἐγκωμίων, τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: «Ἰωσὴφ κηδεύει σὺν τῷ Νικοδήμῳ νεκροπρεπῶς, τὸ Κτίστην». Καὶ σὲ ἄλλο τροπάριο: Σῶμα τὸ ζωηφόρον, ὁ Ἰωσὴφ κηδεύει μετὰ τοῦ Νικοδήμου».
[2]. Ἰω. 3,3.
[3]. Ἰω. 3,14-16.
[4]. Ἀριθμοὶ 21, 4-10.
[5]. Γαλ. 6, 11-18.
[6]. Ἑορτάζουν στὶς 10 Σεπτεμβρίου.
[7]. Βλ. Συμεων Λογοθετου Του Μεταφραστου, Μαρτύριον τῶν Ἁγίων γυναικῶν Μηνοδώρας, Μητροδώρας καὶ Νυμφοδώρας 4, PG 115, 657: «Ταύτῃ δὲ καὶ μᾶλλον ἀδελφαὶ δόξομεν, καὶ ἀδελφαὶ τὰς ψυχὰς μᾶλλον ἢ τὰ σώματα, εἰ ὥσπερ μία γαστὴρ ἡμᾶς ὤδινεν, οὕτω καὶ θάνατος εἷς ὑπὲρ εὐσεβείας τελειώσει, καὶ θάλαμος ὁ αὐτὸς ὑποδέξεται. Οὕτως οὐ λυθήσεται ἡμῖν ἡ φιλία οὐδὲ ἀφ᾽ ἡμῶν διαστησόμεθα, ἀλλὰ διηνεκῆ τὴν ἀδελφότητα ἑαυταῖς καὶ τὴν συζυγίαν τηρήσομεν, εἰ τῷ ἀδελφὰς ἡμᾶς πλάσαντι ἀδελφὰ καὶ τὰ φρονήματα παραστήσομεν».
ΑΚΤΙΝΕΣ