Ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι ἀφιερωμένη στήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση. Ἀφορμή γιά τήν καθιέρωση αὐτοῦ τοῦ ἑορτασμοῦ ὑπῆρξε ἡ κατά τό ἔτος 842 ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Αὐτές, ὡς γνωστόν, εἶχαν ἀποκαθηλωθεῖ ἀπό τούς εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι δέν ἦταν σέ θέση νά κατανοήσουν τό θεολογικό καί λειτουργικό ὑπόβαθρο τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεώς τους. Ἡ αὐτοκράτειρα ἁγία Θεοδώρα, πού τό ἱερό λείψανό της –μετά τήν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως– διαφυλάσσεται ἄφθαρτο στήν Κέρκυρα, συνέβαλε τά μέγιστα στήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἐπί τῆς βασιλείας της κατέπαυσαν οἱ σκληροί διωγμοί ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων καί οἱ εἰκονομαχικές ἔριδες πού διήρκεσαν περισσότερο ἀπό ἑκατό χρόνια. Ἀποκαταστάθηκαν ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ὁ σεβασμός πρός τίς ἅγιες εἰκόνες.
Σύντομα ὁ ἑορτασμός τῆς ἀναστηλώσεώς τους προσέλαβε ἕνα εὐρύτερο περιεχόμενο. Θεωρήθηκε ὡς ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν ποικίλων αἱρετικῶν ἀποκλίσεων, διά τῶν ὁποίων χωρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Χριστό.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ Ἐκκλησία μας προσφυῶς ἔχει ἀπό ἐτῶν καθιερώσει κατά τήν σημερινή Κυριακή νά προβάλλεται παντοιοτρόπως καί ἡ Ἐξωτερική Ἱεραποστολή, μέ τήν ὑπενθύμιση τοῦ χρέους νά βοηθοῦμε ἠθικά, προσευχητικά, ὑλικά στήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου «εἰς πάντα τά ἔθνη». Καί τοῦτο, γιατί εἶναι ἄμεση ἡ ἀλληλεξάρτηση μεταξύ τῆς παραλαβῆς τῆς Ἀληθείας καί τῆς παραδόσεώς της πρός ἐκείνους πού τήν ἀγνοοῦν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν διδαχή τῶν ἁγίων Πατέρων, διαλέγεται συνεχῶς μέ τόν κόσμο καί ἐπιθυμεῖ νά τοῦ παραδώσει ὅ,τι ἔχει παραλάβει. Δηλαδή τήν παρακαταθήκη τῆς ἀληθοῦς πίστεως καί τό προφητικό, ἀποστολικό, μαρτυρικό καί πατερικό ἦθος της˙ τόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα˙ γιά νά ἐκκλησιοποιηθεῖ, νά ζήσει καί νά σωθεῖ ὁ κόσμος.
Οἱ Ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συνεργοί Θεοῦ
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας ἀνταποκρίνεται ἄμεσα στό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Προέρχεται ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται σέ χριστιανούς ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς πού πιθανότατα ζοῦσαν στήν Παλαιστίνη καί γνώριζαν καλά τήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Παῦλος ἀναφέρεται σέ πρόσωπα πού ὑπῆρξαν συνεργοί τοῦ Θεοῦ στήν πραγμάτωση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας˙ στούς Πατριάρχες, τόν Μωυσῆ, τούς βασιλεῖς καί προφῆτες καί ὅλους τούς Ἁγίους καί Δικαίους, πού ἔζησαν καί ἀγωνίσθηκαν μέ ἐφόδιο τήν πίστη στόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό.
Ὁ προφήτης Μωυσῆς, προτύπωση τοῦ Κυρίου
Ὁ Ἀπόστολος προβάλλει ἰδιαιτέρως τόν προφήτη Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, διασώθηκε θαυματουργικά ὅταν ἦταν βρέφος, διότι δέν τόν ἔριξαν στόν ποταμό Νεῖλο γιά νά πνιγεῖ. Υἱοθετήθηκε ἀπό τήν θυγατέρα τοῦ Φαραώ. Μεγάλωσε στά βασιλικά ἀνάκτορα καί «ἐπαιδεύθη πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων» (Πράξ. 7,22). Ὅμως, παρ᾽ ὅλα αὐτά, στήν καρδιά του ἦταν ζωντανή ἡ πίστη στόν ἀληθινό Θεό καί θερμή ἡ ἀγάπη πρός τόν κακουχούμενο ἀπό τούς Αἰγυπτίους ἰσραηλιτικό λαό, ἐκ τῶν σπλάχνων τοῦ ὁποίου προήρχετο καί ὁ ἴδιος.
Γι’ αὐτό ἀρνήθηκε τά προνόμια καί τά ἀξιώματα πού τοῦ παρεῖχαν οἱ Αἰγύπτιοι καί προτίμησε νά κακοπαθήσει μέ τούς ὁμοεθνεῖς του. Αὐτή ἡ πράξη τοῦ Μωυσέως ἔχει πολύ μεγάλη σημασία γιά τήν χριστιανική Ἐκκλησία, καθότι εἶναι προφητικός τύπος τῶν ὅσων ἀργότερα θά συνέβαιναν στόν ἴδιο τόν Κύριο.
Ὅπως ὁ Μωυσῆς ἐγκατέλειψε τήν Αἴγυπτο γιά νά ἐλευθερώσει τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν δουλεία τοῦ Φαραώ καί νά τόν ὁδηγήσει στήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἔτσι καί ὁ Χριστός σταυρώθηκε ἑκουσίως γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἀψήφησε τήν καταισχύνη καί τήν ἀτίμωση, τόν ὀνειδισμό τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, ἀπό ὑπερβάλλουσα γιά τόν ἄνθρωπο ἀγάπη.
Ὁ Μωυσῆς προβληματίζει τόν πιστό ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Ἐπιλέγει τήν κακοπάθεια χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ λαοῦ καί γιά νά ὀνειδίζεται σάν τόν Χριστό, ἐνῶ ἀπορρίπτει τήν ἁμαρτία, τήν τρυφή καί τίς ἀπολαύσεις τῶν θησαυρῶν τῆς «Αἰγύπτου», γιατί ἀπέβλεπε στήν ἐκ Θεοῦ ἀνταπόδοση. Πρός αὐτόν ὁμοιάζουν καί οἱ ἅγιοι Ὁμολογητές τῆς πίστεώς μας, πού ἔδωσαν ἀκόμη καί τό αἷμα τους γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία «πρός τό πρωτότυπον διαβαίνει», κατά τόν Μέγα Βασίλειο.
Ἀρχιμ. Ν. Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου