Κατά τήν σημερινή Κυριακή, καί ἐνῶ βρισκόμαστε στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὑψώνει ἡ Ἐκκλησία τόν τίμιο καί ζωοποιό Σταυρό τοῦ Κυρίου καί μᾶς καλεῖ νά τόν προσκυνήσουμε. Νά ἐκφράσουμε δηλαδή τήν ἀγάπη, τήν πίστη, τήν ἀφοσίωση, τήν εὐχαριστία μας πρός τόν Χριστό πού θυσιάσθηκε γιά τήν σωτηρία μας, καθότι «Ὅς μή ὁμολογεῖ τό μαρτύριον τοῦ Σταυροῦ –λέγει ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του– ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστί».
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μᾶς βοηθεῖ νά ἑδραιώσουμε τήν πίστη μας στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Ὁ Παῦλος ἐπισημαίνει: «ἀδελφοί, ἄς κρατήσουμε σταθερά τήν πίστη πού ὁμολογοῦμε. Γιατί ἔχουμε μέγαν ἀρχιερέα, τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔφθασε ὥς τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 4,14). Τό ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου ἐκπηγάζει ἀπό τήν ἑκούσια σταυρική θυσία του, ἡ ὁποία τελεσιουργεῖται γιά τήν ζωή καί τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τήν ὑπέρβαση, τήν θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ὁλοκληρώθηκαν ὅλες οἱ θυσίες καί ἡ λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ὁποίων ἡ ἀξία βρισκόταν στήν προτύπωση τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκριβῶς αὐτήν τήν ὁμολογία περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νά κρατήσουμε, νά διαφυλάξουμε μέ πιστότητα, ὅλοι ὅσοι ἀνήκουμε σέ Αὐτόν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος, μπορεῖ νά συμμερισθεῖ τίς ἀδυναμίες μας, γιατί δοκιμάσθηκε σέ ὅλα, ἐπειδή ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μέ ἐμᾶς, χωρίς ὅμως νά ἁμαρτήσει. Ἡ ἁμαρτία δέν ἀνήκει στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό˙ εἶναι καρπός κακῆς χρήσεως τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας.
Διά τῆς ἐνσυνείδητης καί σταθερῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς μας –μέ ἔργα καί λόγια– γινόμαστε συνεργοί στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, πού μᾶς παρέχεται ὡς χάρις μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὅπως γράφει ὁ Παῦλος, εἶναι ὁ αἰώνιος Ἱερέας καί βασιλεύς τῶν αἰώνων «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ». Τό ὄνομα Μελχισεδέκ σημαίνει Βασιλεύς δικαιοσύνης καί εἰρήνης. Ὁ Μελχισεδέκ προσέφερε στόν πατριάρχη Ἀβραάμ θυσία μέ ψωμί καί κρασί (Γεν. 14,17-20). Στό πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ, τοῦ ὁποίου κανείς δέν γνωρίζει τόν πατέρα ἤ τήν μητέρα ἤ τό γενεαλογικό του δένδρο˙ οὔτε πότε γεννήθηκε ἤ πότε πέθανε (Ἑβρ. 7,3), προεικονίζεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός» καί «ἀπάτωρ ἐκ μητρός». Δηλαδή ὡς Θεός δέν ἔχει μητέρα καί ὡς ἄνθρωπος δέν ἔχει πατέρα. Ἐπίσης προεικονίζεται καί ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ πού ἡ ἐπενέργειά της, μέ τήν ἱερουργία τῆς θείας Εὐχαριστίας, φθάνει εἰς τούς αἰῶνας καί φανερώνει τήν ἐρχομένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος τιμήθηκε καί δοξάσθηκε ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα Του ὡς ὁ αἰώνιος Ἱερεύς. Ὅμως καί κάθε πιστός πού ἔχει βαπτισθεῖ στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔχει ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3,27) ὡς φῶς καί ὡς χάρη, μετέχει στήν γενική Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, στό προφητικό, ἀρχιερατικό καί βασιλικό Του ἀξίωμα, ὅπως διαβάζουμε στήν Ἀποκάλυψη: «ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί πατρί αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1,6).
Ἐκτός, λοιπόν, τῆς εἰδικῆς Ἱερωσύνης πού φέρουν ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ Πρεσβύτερος καί ὁ Διάκονος, καί χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία καί Χριστιανισμός, ὑπάρχει καί ἡ γενική Ἱερωσύνη, στήν ὁποία μετέχουν οἱ λαϊκοί, δηλαδή ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Βασικά συνίσταται στήν θυσιαστική καί εὐχαριστιακή προσφορά στόν Θεό τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ μας καί δι’ ἡμῶν ὅλης τῆς δημιουργίας˙ καί ἔπειτα στήν ἐνεργοποίηση τοῦ χαρίσματος τῆς προσευχῆς ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου, παγγενοῦς τοῦ Ἀδάμ, γιά αὐτούς πού ἔζησαν, γιά ὅσους ζοῦν καί ὅσους πρόκειται νά ζήσουν, ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
Ἑπομένως, ὅσοι ἔχουμε τό χάρισμα τῆς εἰδικῆς Ἱερωσύνης καί ὅσοι μετέχουμε στήν γενική Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ἄς εὐλογοῦμε καί ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, διότι «δι’ αὐτοῦ –τοῦ Χριστοῦ– οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διά παντός τῷ Θεῷ, τοῦτ’ ἔστι καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἑβρ. 13,15).
Ἀρχιμ. Ν. Κ.
https://apostoliki-diakonia.gr/gr_main/fk/2023/12_2023(3642).pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου