https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/366-kalogeros-1892#kefalaion-a
Ὁ Καλόγερος (1892)
ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ
Ὁσάκις ἠνοίγετο ἡ θύρα τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, δυσμόθεν, ἀπέναντι τῆς πύλης τοῦ ναοῦ, καὶ δύο νεάνιδες, ἰσχναί, χλωμαί, ἡ μία ὀλίγον τι νοστιμούλα, ἡ ἄλλη σχεδὸν ἄσχημη, προέκυπτον εἰς τὸ ἄνοιγμα, κοιτάζουσαι περιέργως τὰ συμβαίνοντα εἰς τὴν ὁδόν, ἢ τοὺς διαβάτας, ὡς κάμνουν τὰ πτωχοκόριτσα ὅταν δὲν ἔχουν ἐργασίαν ἢ ὅταν ἡ περιοδικὴ ὀκνηρία διὰ τῆς φαντασίας καὶ τῆς κεφαλῆς καταβῇ εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τὴν μέσην των, τότε ἐφαίνετο καὶ μία πρεσβυτικὴ μορφὴ γυναικὸς ὄπισθέν των, κοκκίνη, στρογγύλη, ὄχι πολὺ ἐρρυτιδωμένη ἀκόμη, ἥτις πρέπει νὰ ἦτο ἡ μήτηρ τῶν δύο νεανίδων, καὶ ἐφαίνετο ὅτι εἰς τὸν καιρόν της θὰ ἦτο πολὺ νοστιμωτέρα ἀφ᾽ ὅσον ἦσαν σήμερον αἱ δύο κόραι της.
Τότε ἀπ᾽ ἀντικρὺ μία τῶν γειτονισσῶν, ἡ κυρα-Κώσταινα, ἀγαπῶσα τὴν κακολογίαν, ὅσον καὶ πᾶσα ἄλλη, ἔλεγε:
― Νά οἱ παπαδιές!
Καὶ ὁ διαβάτης, ὅστις ἦτο ἀπὸ ἄλλην συνοικίαν, καὶ τυχαίως συνέβαινε νὰ περνᾷ ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀκούων τὴν λέξιν ταύτην, ἐγύριζε μὲ ἀπορίαν πρὸς τὸ μέρος τῆς μεσήλικος γυναικός, ἱσταμένης καὶ αὐτῆς παρὰ τὴν θύραν τῆς οἰκίας της, νηθούσης ὀρθοστάδην μὲ μεγάλην ρόκαν, περὶ ἣν ἦτο τυλιγμένη παχεῖα τολύπη μαλλίου, ἀδυνατῶν νὰ ἐννοήσῃ πῶς συνέβαινε νὰ ὑπάρχωσι τρεῖς παπαδιὲς ἐπὶ τὸ αὐτό, εἰς πόλιν μάλιστα ὅπου λεληθότως καὶ παρανόμως τείνει νὰ καταργηθῇ διὰ τοὺς ἱερεῖς ὁ θεσμὸς
τοῦ γάμου. Ἀλλ᾽ ἡ κυρα-Κώσταινα, ἐπιφυλακτική, σιωπηλή, συνέστελλε τὰ χείλη, στυγνὴ ὡς Σφὶγξ ἥτις, ἀφοῦ εἶπε τὸ αἴνιγμά της, ἄφηνεν ἀσπλάγχνως τὰ θύματά της νὰ βασανίζωνται διὰ νὰ εὕρωσιν, ἂν δύνανται, τὴν λύσιν.* * *
Μίαν ἑσπέραν, ὁ πάτερ Σαμουήλ, ἀφοῦ ἐψάλη ὁ ἑσπερινός, κατὰ τὸ σύνηθες, ἐξῆλθε παρὰ τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, συνηθίζων ν᾽ ἀφήνῃ τὸν ναὸν ἀνοικτὸν καὶ μετὰ τὸν ἑσπερινὸν ἐπὶ μίαν ὥραν, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ εἰσέλθῃ τις τῶν διαβατῶν νὰ κολλήσῃ κηρίον. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἦτο νέος ἀκόμη, ὀλιγώτερον τῶν σαράντα ἐτῶν, καὶ εἶχεν ἔλθει ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὅρους διὰ νὰ ἰατρευθῇ ἐκ τῆς ὀφθαλμίας, ὑφ᾽ ἧς ἔπασχε, προσκολληθείς, χάριν προσκαίρου ἐξοικονομήσεως παρά τινι ἐνοριακῇ ἐκκλησίᾳ τῶν Ἀθηνῶν ὡς νεωκόρος. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἰατρεύθη, παρῆλθον ἔτη, καὶ ἐξηκολούθησε νὰ μένῃ εἰς τὴν θέσιν τοῦ νεωκόρου, μελετῶν μὲν νὰ ἐπανέλθῃ ὡς τάχιστα εἰς τὴν Μονὴν τῆς μετανοίας του, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἀποφασίζων. Εἶχεν ἀξιωθῆ δὲ τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἐπιτρόπων τοῦ ναοῦ, οἵτινες ἔλεγον ὅτι οὐδέποτε ἀπήντησαν πιστότερον ἄνθρωπον καὶ καθαρωτέρας χεῖρας. Καὶ τὴν ὑπόληψιν δὲ τῆς ἐνορίας ὅλης σχεδὸν τὴν εἶχεν ὁ πάτερ Σαμουήλ. Ἀλλὰ μόνον εἷς ἐνορίτης γείτων, κατοικῶν οὐ μακρὰν τῆς ἐκκλησίας, παρὰ τὴν καμπὴν τῆς πρώτης ὁδοῦ, τὸν ἐπείραζε τὸν καημένον τὸν καλόγηρον, δὲν τὸν ἄφηνε «σὲ χλωρὸ κλαδί». Οὗτος ἦτο ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης, πεντηκοντούτης, εὐτραφής, πρῴην ἐμπορευόμενος, μετρίως εὔπορος, ἔγγαμος καὶ πατὴρ τέκνων. Ἤξευρεν ὀλίγα γράμματα καὶ ἦτο τακτικὸς ἀναγνώστης ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Εἶχεν ἓν ἐλάττωμα, τὸ ὅτι «ἐχάνετο διὰ ξένας ὑποθέσεις». Ἅμα λοιπὸν συνήντα καθ᾽ ὁδὸν ἢ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τὸν πάτερ Σαμουήλ, ὅστις τὸν ἐχαιρέτα ταπεινῶς καὶ ὑπομειδιῶν πάντοτε, καθὼς ἐσυνήθιζεν, (ὁ καλόγηρος ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα, ξανθός, μελιχρὸς καὶ εὐπροσήγορος), ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης ἀντὶ παντὸς χαιρετισμοῦ, τοῦ ἔλεγε:
― «Τί προσῆλθες, ἀδελφέ;»
Ἤ:
― «Μὴ ἔκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας;» ἢ ἄλλο τι παραπλήσιον.
Ὅλα ρητὰ εἰλημμένα ἐκ τῶν ἐρωταποκρίσεων τῶν γινομένων κατὰ τὴν τελετὴν τῆς κουρᾶς Μοναχοῦ, δι᾽ ὧν ἀνεμίμνησκεν εἰς τὸν πτωχὸν νεωκόρον τὰς πνευματικάς του ὑποσχέσεις καὶ ὑποχρεώσεις. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ πότε ἐμειδία ἀνεχόμενος, πότε ἐφουρκίζετο καὶ «δὲν ἐσήκωνε πειρασμόν», πότε ἔκρυπτε τὴν στενοχωρίαν του καὶ τὸν θυμόν του. Ἀλλ᾽ ὁ κὺρ Γιάννης δὲν ἐφαίνετο βαρυνθεὶς νὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὸ πείραμα.
Καὶ τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην, διαβαίνων ὁ κὺρ Γιάννης καὶ ἰδὼν τὸν καλόγηρον, ἔκαμε νεῦμα τῆς κεφαλῆς, καὶ τὸν προσηγόρευσεν λέγων:
― «Λάβε τὸ ψαλίδιον καὶ ἐπίδος μοι αὐτό».
Αἰνιττόμενος τὴν τάξιν τὴν γινομένην ἐν τῇ προμνημονευθείσῃ κουρᾷ Μοναχοῦ ἢ «Ἀκολουθίᾳ τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος», καθ᾽ ἥν, ὅπως δειχθῇ τὸ αὐτοπροαίρετον καὶ ἀβίαστον τῆς προσελεύσεως εἰς τὸν μοναστικὸν βίον, ὁ ἱερεὺς τρὶς ἐπιτάττει τῷ δοκίμῳ νὰ τῷ ἐπιδώσῃ ἰδίᾳ χειρὶ τὸ ψαλίδιον, καὶ ἀφοῦ δὶς τὸ ἐπιστρέψῃ ἐπὶ τῆς τραπέζης, μετὰ τὴν τρίτην ἐπίδοσιν μόλις ἐκτελεῖ τὴν κουράν.
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ καλόγηρος ἐθύμωσε πλέον τοῦ συνήθους. Ἴσως συνετέλεσεν εἰς τοῦτο καὶ τὸ ὅτι, ἐπειδὴ ἦτο ἑσπέρας Κυριακῆς τοῦ Μαΐου, ἡ μικρὰ πρὸ τοῦ ναοῦ πλατεῖα δὲν ἦτο ἐντελῶς ἔρημος ἀνθρώπων. Ἴσως ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἐφοβήθη μὴ ἀκούσωσι καὶ ἄλλοι καὶ νοήσωσι τοὺς ὑπαινιγμοὺς τοῦ κὺρ Γιάννη. Ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ ἦσαν παιδία παίζοντα, εἶτα δύο ἢ τρεῖς νέοι ἵσταντο ὀλίγον ἀπωτέρω συνομιλοῦντες. Ἡ κυρα-Κώσταινα ἐκάθητο καὶ αὐτὴ ἄνευ τῆς ρόκας της, ἐνώπιον τῆς θύρας τῆς οἰκίας της, ἀντικρὺ τοῦ ναοῦ, καὶ ὀλίγον τι μεσημβρινώτερον ἐφαίνοντο ἱστάμεναι πρὸ τῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου των ἐκεῖναι, τὰς ὁποίας αὐτὴ ὠνόμαζε παπαδιές.
― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Γιάννη, εἶπε μεθ᾽ ὑποζέοντος θυμοῦ ὁ καλόγηρος· εἶναι μιὰ παροιμία ποὺ λέγει: Ἐκεῖνος πὄχει τὰ γένεια, ἔχει καὶ τὰ χτένια.
― Τὸ ξέρω, πάτερ Σαμουήλ, ἀπήντησεν ὁ κὺρ Γιάννης, μὰ εἶναι καὶ μιὰ ἄλλη ποὺ λέει: ὅποιος μ᾽ θέλει τὸ καλό μ᾽, μὲ κάνει καὶ κλαίω.
Ὁ καλόγηρος, σκυθρωπός, δὲν ἐδευτερολόγησεν. Ἀλλ᾽ ὁ κὺρ Γιάννης, ὅστις ἦτο κατὰ βάθος φιλάνθρωπος, διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ μᾶλλον, προσέθηκε:
― Δὲν θυμᾶσαι τί λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, δὲν ξέρω καὶ πολλὰ γράμματα, ἡ ὁσιότης σου γνωρίζεις καλύτερα· μοῦ φαίνεται πὼς λέει: «καλύτερες εἶναι οἱ ξυλιὲς τῶν φίλων παρὰ τὰ φιλήματα τῶν ἐχθρῶν».
― Δὲν ξέρω νὰ τὸ λέῃ αὐτὸ πουθενά, ἀπεφάνθη μετὰ πεισμονῆς ὁ καλόγηρος.
― Πῶς δὲν τὸ λέει; ἐπέμεινεν ἠπίως ὁ κὺρ Γιάννης· εἶπα δὰ πὼς δὲν ξέρω πολλὰ γράμματα ἀλλ᾽ ὣς τὴν δευτέρα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπῆγα, καὶ στὰ χρόνια μας δὲν τὸ εἶχαν σὲ ντροπή τους νὰ παραδίδουν τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, καθὼς τώρα. Τὸν λόγο εἰς τὸν Εὐτρόπιον τὸν ἐπαραδόθηκα* κ᾽ ἐγὼ καὶ νά πῶς λέει, ἂν θέλῃς νὰ σοῦ πῶ τὸ κείμενο, ποὺ μᾶς ἔβαζαν τότε οἱ δασκάλοι νὰ τὸ μαθαίνουμε ἀπ᾽ ὄξω, ἐπανέλαβεν ὁ κὺρ Γιάννης: «Οὐκ ἔλεγόν σοι, ἡνίκα συνεχῶς ἐπετίμας μοι λέγοντι τἀληθῆ, ὅτι ἐγώ σε φιλῶ μᾶλλον τῶν κολακευόντων; ἐγὼ ὁ ἐλέγχων πλέον κήδομαι τῶν χαριζομένων; οὐ προσετίθην τοῖς ρήμασι τούτοις ὅτι ἀνεκτότερα τραύματα φίλων ὑπὲρ ἑκούσια φιλήματα ἐχθρῶν; Εἰ τῶν ἐμῶν ἠνέσχου τραυμάτων, οὐκ ἄν σοι τὰ φιλήματα ἐκείνων τὸν θάνατον τοῦτον ἔτεκε· τὰ γὰρ ἐμὰ τραύματα ὑγίειαν ἐργάζεται· τὰ δ᾽ ἐκείνων φιλήματα νόσον ἀνίατον παρεσκεύασε».
―Ἐκεῖνος ἦτον ὁ μέγας Χρυσόστομος, εἶπεν ὁ καλόγηρος.
― Τὸ ξέρω, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν ἐπικαλοῦμαι κ᾽ ἐγὼ καὶ βγάζω τὸ καπέλο μου, καὶ σκύφτω ὣς τὴ γῆ μπροστά του, εἶπε συνοδεύων τὸν λόγον διὰ κινήσεων καὶ χειρονομιῶν ὁ κὺρ Γιάννης· μὰ ὣς τόσο κ᾽ ἐγὼ δὲν σοῦ τὰ εἶπα γιὰ κακό, καὶ ἀφοῦ θυμώνεις, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς δὲν θὰ σοῦ κάμω λόγο πλέον. Ἕνα μόνον θέλω νὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἐμεῖς ὁ ἁπλὸς λαός, νὰ ξέρῃς, δίνομε μεγαλύτερη σημασία στὶς λέξεις παρὰ στὰ πράγματα. Οἱ λέξεις τί σὲ πειράζουν, κ᾽ ἐγὼ τί σοῦ φταίω ἂν κοπανίζω ἀέρα μὲ τὴ γλῶσσά μου; Τὰ πράγματα νὰ κοιτάζῃς· ἡ συνείδησή σου τί σοῦ λέει; Εἶναι ἡ συνείδησή σου καθαρή; Τότε ἀπ᾽ τὶς λέξεις δὲν ἔχεις νὰ φοβηθῇς τίποτε. Τώρα σχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, κι ἄλλη φορὰ πλέον δὲν σοῦ ξαναλέω τίποτε γι᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα.
― Κάθε ἀρνάκι ἀπ᾽ τὸ ποδαράκι, συνεπέρανε δι᾽ ἄλλης πάλιν παροιμίας ὁ καλόγηρος.
Καὶ ὁ κὺρ Γιάννης ἐστράφη πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος κ᾽ ἐπῆγε νὰ εὕρῃ τοὺς φίλους του τοὺς συζητητικοὺς καὶ συμποτικούς, μεθ᾽ ὧν ἔπαιρνε τὸ ὀρεκτικόν του κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν, πρὶν ἀπέλθῃ οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον.
Μόλις εἶχε στρέψει οὗτος τὰ νῶτα καὶ ἡ γραῖα Τασοὺ (ἦτο ἡ μήτηρ τῶν δύο νεανίδων, τὰς ὁποίας ἡ κυρα-Κώσταινα ἐτιτλοφόρει παπαδιές, πενηνταπέντε ἐτῶν, μὲ κόκκινον πρόσωπον, ὄχι πολὺ ζαρωμένη) ἐπλησίασεν εἰς τὸν καλόγηρον, τὸν ἐκαλησπέρισεν, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, καὶ σταθεῖσα παρὰ τὸ παγκάρι (διότι ἔκαμνεν εὐχαρίστως τὴν ἐκκλησιάρχισσαν), ἐστράφη πρὸς τὸν μοναχόν, ἱστάμενον παρὰ τὴν παραστάδα τῆς θύρας, καὶ τοῦ λέγει:
― Τί σοῦ εἶπε, Σαμουήλ;
― Ποιός;
―Ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης.
― Τὰ μαθημένα, δὲν ξέρεις;
― Καὶ τί θὰ ποῦν ἐκεῖνα δὰ ποὺ σοῦ λέει, πολλὲς φορές;
― Ποιά;
― Σάμπως γυρίζει ἡ γλῶσσά μου νὰ τὰ πῶ; Σοῦ λέει: «Τί μᾶς ἦρθες, ἀδερφέ;» καὶ «ἀπομένεις πᾶσα χλίψη καὶ στενοχωρία;» καὶ κάτι ἄλλα.
― Καθένας ἐλεύτερος εἶναι νὰ λέῃ, δὲν βαριέσαι;
― Καὶ τί θὰ ποῦν, σὲ τί ἀπάνου σοῦ τὰ λέει;
― Μοῦ λέει τάχα… εἶπε στενοχωρούμενος κ᾽ ἐρυθριῶν ὁ καλόγηρος… ὅτι πὼς… ὅτι δηλαδὴ νὰ ἔχω τὸ νοῦ μου, καὶ νὰ ὑπηρετῶ τὴν ἐκκλησιὰ μὲ ζῆλο.
― Καὶ μήπως δὲν ὑπηρετᾷς καλύτερ᾽ ἀπὸ καθένανε, τουλόγου σου;
― Ἀλήθεια… μὰ κόσμος εἶναι, τί τὰ θέλεις; Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ ὅλους…
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσώρμησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δύο παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, ὁ εἷς δεκαπεντούτης, ὁ ἄλλος δεκατετραέτης, ἐκβάλλοντες ἀκόμη καπνὸν ἀπὸ τοὺς ρώθωνας, ἀνυπόδητοι, κακοφορεμένοι, ἄνιπτοι. Ὁ εἷς εἶχε πετάξει ἀρτίως τὸ τσιγάρο ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ ἄλλος τὸ ἄφησεν ἀναμμένον ἐπί τινος μαρμάρου ἔξω τῆς θύρας, ἐπιφυλαττόμενος ἅμα ἐξέλθῃ νὰ τὸ ἀναλάβῃ. Καὶ οἱ δύο φαιδροί, θορυβοποιοί, πατοῦντες ἐπὶ τῶν πλακῶν μετὰ κρότου, ἐφώναξαν μὲ τὴν γνωστὴν ἐπιχώριον προφορὰν πρὸς τὸν Σαμουήλ:
― Καλόγερε! καλόγερε! Γιὰ βγάλε μας τὴν κολυμπήθρα…
― Γλήγορα! γλήγορα! εἶπε καὶ ὁ ἄλλος.
― Τί τρέχει, παιδιά;
―Ἔχουμε βάφτιση. Ἑτοίμασε τὰ σύνεργα.
―Ἑτοίμασε τὰ θυμιατὰ κι ὅλα τὰ πῶς-τὰ-λένε, προσέθηκεν ὁ ἕτερος.
― Ἀμέσως! ἀμέσως!
Οὗτοι ἦσαν οἱ δύο βοηθοὶ τοῦ καλογήρου, οἵτινες μετεκόμιζον τὴν κολυμβήθραν εἰς τὰς οἰκίας, διὰ τὰς βαπτίσεις. Οἱ ἴδιοι ἐξεκώφαινον καὶ τοὺς ἐνορίτας δι᾽ ὑπερμέτρου καὶ ἀτελευτήτου κωδωνοκρουσίας κατὰ τὰς ἑορτάς, ἐνίοτε καὶ κατὰ τὰς καθημερινάς. Οἱ αὐτοὶ δέ, διανυκτερεύοντες πλειστάκις εἰς τὸ ὕπαιθρον ὄπισθεν τῶν τοίχων τοῦ ναοῦ, ἤναπτον πυράν, κ᾽ ἐνίοτε προσείλκυον νεώτερα καὶ ἀθῳότερα παιδία εἰς τὴν ποθεινὴν συναναστροφήν των.
Ὁ Σαμουὴλ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Βήματος τὰ ἄμφια, τὸ Εὐχολόγιον, τὸ Μυροδοχεῖον καὶ τὸ θυμιατόν, παρέδωκε τὴν κολυμβήθραν εἰς τοὺς δύο ἀγυιόπαιδας, καὶ ἠκολούθησε καὶ αὐτὸς κατόπιν των, μεταβαίνων εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου ἔμελλε νὰ τελεσθῇ ἡ βάπτισις. Ἀφῆκεν εἰς τὴν κυρα-Τασοὺ τὴν παραγγελίαν νὰ κλειδώσῃ τὸν ναόν. Αὕτη δὲ τὴν τελευταίαν στιγμὴν τοῦ εἶπε μὲ ψίθυρον φωνήν:
― Θὰ σὲ ἰδοῦμε τὸ βράδυ; Ἔχουν κάτι νὰ σοῦ ποῦν τὰ κορίτσια.
Ὁ καλόγηρος εἶπε: «θὰ ᾽ρθῶ», καὶ στραφεὶς εἶδεν ἀντικρύ του τὴν κυρα-Κώσταιναν, ἥτις εἶχεν ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐστηλωμένον τὸ βλέμμα, βλέμμα μεστὸν ὑποψίας καὶ κακοβουλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου