Οι «φιλορθόδοξοι» Ναπαίοι
από Μανόλης ΠλούσοςΟι «φιλορθόδοξοι» Ναπαίοι
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η ελληνική πολιτική ζωή, από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού βασιλείου, στηρίχτηκε, εν πολλοίς, σε ξενοκίνητα πολιτικά σχήματα και σε συνωμοτικές πρακτικές. Η λειτουργία τέτοιων συνωμοτικών σχημάτων αποδείχτηκε λυτρωτική για τον αγώνα του 1821, αλλά στα πλαίσια της λειτουργίας ενός ευνομούμενου κράτους οι παντός είδους συνομωσίες έπρεπε να αντικατασταθούν από την έννομη πολιτική δράση. Ατυχώς, στο νεοπαγές ελληνικό βασίλειο κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τα πολιτικά «κόμματα» ήταν σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενα από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και εξυπηρετούσαν, κατά κύριο λόγο, τα συμφέροντα εκάστης αυτών. Το «κόμμα» με την μεγαλύτερη απήχηση, τουλάχιστον μέχρι και το 1843, ήταν μάλλον το Ρωσικό. Η βάση του αποτελούταν από οπαδούς του Καποδίστρια ενώ, κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η φατρία του Κολοκοτρώνη, που είχε ως γεωγραφικό της προπύργιο την κεντρική Πελοπόννησο. Ο Καποδίστριας έχοντας, σε σημαντικό βαθμό, περιορίσει του προεστούς έλαβε ισχυρή υποστήριξη από τους μικροκαλλιεργητές και τους κατώτερους κρατικούς αξιωματούχους. Παράλληλα, πολλοί έμποροι που είχαν σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Ρωσία, όπως η οικογένεια Κολανδρούτσου και ο Ιωάννης Μέξης, στήριζαν το ρωσικό «κόμμα» εξ αιτίας του ανταγωνισμού που υπήρχε με τους αγγλόφιλους εμπόρους της Ύδρας. Η συγκολλητική, όμως, ουσία όλων των οπαδών του Ρωσικού «κόμματος» ήταν η θρησκεία. Η πλειοψηφία των αγροτικών μαζών, παραδομένη από αιώνες στην δεισιδαιμονία, την αμάθεια και την θρησκοληψία έβλεπε με έκδηλη ανησυχία τα νέα ευρωπαϊκά ειωθότα, που έρχονταν σωρηδόν από την Ευρώπη, να αλλάζουν άρδην την όψη και την λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας. Μπροστάρηδες στον αγώνα ενάντια στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα οι κληρικοί όλων των βαθμίδων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, οι οποίοι στα νέα μέτρα των Βαυαρών έβλεπαν δάκτυλους ξενοκίνητους, που σκοπό είχαν την αλλοίωση του θρησκεύματος των Ελλήνων. Η εκκλησιαστική πολιτική που ακολούθησαν οι Βαυαροί, παρά τα πολλά και σωστά μέτρα, αποξένωσε την εξουσία από το λαό.
Το πρώτο μέτρο που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στους οπαδούς του Ρωσικού «κόμματος» ήταν η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελλαδικής εκκλησίας. Ο διοικητικός διαχωρισμός, δηλαδή, της εκκλησίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το συγκεκριμένο ζήτημα δημιούργησε διχασμό και στην ίδια την ελλαδική εκκλησία με τους υποστηρικτές του αυτοκέφαλου να συσπειρώνονται γύρω από τον, μάλλον φιλελεύθερο, Θεόκλητο Φαρμακίδη. Σύμφωνα με τις απόψεις των υποστηρικτών του Φαρμακίδη, η παραμονή της Ορθόδοξης έδρας στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδινε στον Σουλτάνο τη δυνατότητα να επηρεάζει κατά το δοκούν τον, Οθωμανό υπήκοο, Οικουμενικό Πατριάρχη. Με τον Φαρμακίδη συντάσσεται και ο Γεώργιος Φον Μάουρερ, εις εκ των αντιβασιλέων, που σκοπό έχει να εφαρμόσει θρησκευτική πολιτική καισαροπαπισμού. Απέναντι στους υποστηρικτές του αυτοκέφαλού συσπειρώθηκαν όσοι αντιτάσσονταν στο αυτοκέφαλο. Ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ οικονόμων, σαφώς συντηρητικότερων απόψεων του Φαρμακίδη, εξέφρασε όλους όσοι φοβόντουσαν για το μέλλον της ορθόδοξης πίστης. Ο πρωταρχικός φόβος τους προερχόταν από το γεγονός ότι κυβερνούνταν από έναν αλλόθρησκο βασιλιά. Παράλληλα, υπήρχε έντονη ανησυχία για το περιεχόμενο της διδασκαλίας στα νέα σχολεία που ίδρυε η ελληνική κυβέρνηση, αφού υπερίσχυε στο πρόγραμμα τους η κοσμική παιδεία. Θεωρούσαν την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου σχισματική ενέργεια και καλούσαν τον λαό σε άμυνα απέναντι σε κάθε τι δυτικότροπο.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν στα 1833 η κυβέρνηση ξεκινά ένα πρόγραμμα κατάργησης πολλών μονών που είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Από τα 500 μοναστήρια της επικράτειας διαλύθηκαν τα 412 και τα έσοδα τους κρατικοποιήθηκαν. Η κίνηση αυτή της αντιβασιλείας, παρά την αντιδημοφιλία της, ήταν καθόλα σωστή. Ο Π. Πιπινέλης στο βιβλίο του «Η μοναρχία εν Ελλάδι» σημειώνει χαρακτηριστικά: «εκ των 500 περίπου μοναστηριών, άτινα υπήρχον κατά την εποχή εκείνην μετά 8.000 μοναχών, ελάχιστα επλήρουν τους σκοπούς αγιότητος και τα πλείστα εξ αυτών, εις αθλίαν κατάστασιν περιελθόντα, πολύ απείχον της εκπληρώσεως του σκοπού των»… Επίσης, καταργεί όλες τις γυναικείες μονές, αφήνοντας μόνο τρεις να λειτουργούν σε Πελοπόννησο, Αττική και Θήρα, ενώ τον επόμενο χρόνο απαγορεύει την δωρεά οποιασδήποτε ιδιοκτησίας από ιδιώτες σε μονές και δημεύει πλήθος μοναστηριακών κτημάτων. Οι μονές, παραδοσιακά, ήταν τόποι τέλεσης πανηγυριών και εκδηλώσεων, όπως βαφτίσεις ή γάμοι, που απέφεραν διόλου ευκαταφρόνητα ποσά στα παγκάρια των μονών. Η κατάργηση, λοιπόν, πολλών μονών σήμαινε για τους κληρικούς λιγότερα έσοδα. Έτσι, είναι οι πρώτοι που ξεσηκώνουν τον αμαθή λαό ενάντια στην εξουσία. Ουσιαστικά, οι μονές είχαν αναλάβει de facto πολιτική δράση, εκμεταλλευόμενες το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού για να αντιταχθούν στην εξουσία και υποκινώντας αναταραχές. Κατά τη διάρκεια της δίωξης ενάντια στον Κολοκοτρώνη και στους υπόλοιπους «συνωμότες», στην Μάνη και στην Αρκαδία ξέσπασαν πλήθος αντικυβερνητικά κινήματα που σε μεγάλο βαθμό υποκινούνταν από κληρικούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπ. Άννινος στο βιβλίο του «Παπουλάκος» : «Η εν Μάνη στάσις του 1834 είχε αφορμή εν μέρει θρησκευτικήν. Παρά τω απλοικώ, αλλά δυσηνίω πληθυσμώ της περί τον Ταΰγετον χώρας διεδίδετο ότι η κυβέρνησις εσκόπει καταναγκαστικώς να υποχρεώση τους κατοίκους να βαπτίζουν τα τέκνα των κατά το δωδέκατον ή και το εικοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας των, μοναχοί δε των διαλυθεισών μονών παρίστανον εις αυτούς τον Όθωνα ως Αντίχριστον και αναρριπίζοντες το πνεύμα της αντιστάσεως, υπέσχοντο ταχείαν την έλευσιν Ρωσσικής επικουρίας».
Η «ρωσική επικουρία», όπως αναφέρει και ο Μπ. Άννινος, ήταν η ψυχή του ρωσικού «κόμματος». Από την ρωσική πρεσβεία εκπορεύονταν όλες οι οδηγίες για την δράση των «Ναπαίων», όπως ήταν το παρατσούκλι των οπαδών του ρωσικού κόμματος. Το προσωνύμιο τους είχε μείνει εξ αιτίας κάποιου φανατικού οπαδού τους, ονόματι Νάπα ή Νάπη. Την περίοδο μέχρι και το 1843 πρεσβευτής της Ρωσίας στην Ελλάδα ήταν ο Γαβριήλ Κατακάζης, Μανιάτης στην καταγωγή, που είχε διαπρέψει στην Ρωσία. Η ρωσική προπαγάνδα προωθούσε την ιδέα μιας ελληνικής αυτοκρατορίας υπό ορθόδοξο βασιλιά και για τον σκοπό αυτό χρηματοδοτούσε αφειδώς πλήθος μυστικών συνωμοσιών και εταιρειών. Βασικός στόχος του ρωσικού κόμματος ήταν μια εθνική και «φιλορθόδοξη» πολιτική καθώς και η προετοιμασία για επανάσταση στις ελληνικές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τις πρώτες ενέργειες του ρωσικού «κόμματος» ήταν η δημιουργία της πολιτικής κίνησης του «Φοίνικα», στην οποία εντάχθηκε εξ αρχής και ο Κολοκοτρώνης, γεγονός που αποτέλεσε και μια από τις αιτίες της σύλληψης του. Η δύναμη ουσιαστικά του ρωσικού «κόμματος» εδραιώθηκε κατά την διάρκεια των διώξεων των κυριότερων οπαδών του στην περίοδο 1833-37, κυρίως με τη δίκη Κολοκοτρώνη- Πλαπούτα. Παράλληλα με την χρηματοδότηση «μυστικών εταιρειών» και την υποκίνηση στάσεων ανά την επικράτεια, καθίστατο εμφανής η ανεπάρκεια της αγγλόφιλης Αντιβασιλείας. Έντονη ανησυχία δημιουργούσε στους θρησκόληπτους κύκλους των «Ναπαίων» και η αυξανόμενη δραστηριότητα ανά την Ελλάδα πλήθους προτεσταντικών ιεραποστολών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίωξη από την Αίγινα της British and foreign bible society με την κατηγορία ότι διέδιδε την μη προσκύνηση των εικόνων ή της Church missionary society από την Σύρο με την κατηγορία της διδασκαλίας των ιδεών του Διαφωτισμού στο σχολείο που είχε ιδρύσει στο νησί… Η πρόκληση για τους αγράμματους και δεισιδαίμονες ορθόδοξους ιερείς ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους. Σε σύγκριση με τους προτεστάντες ήταν σαφώς πιο απαίδευτοι, ενώ ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ορθόδοξων κληρικών «αλληθώριζε» έντονα προς τις διαφωτιστικές ιδέες και πρακτικές. Ουσιαστικά, η ελλαδική εκκλησία ένιωθε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της…
Το Δεκέμβριο του 1839 ήρθε στο φως η σημαντικότερη αντικυβερνητική συνωμοσία της περιόδου. Ο Εμμ. Παππάς, απλή συνωνυμία με τον αγωνιστή του 1821, και ο Τσάμης Καρατάσος αποκάλυψαν την συνωμοσία της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας». Εμπλεκόμενοι συνωμότες ήταν ο Γεώργιος ή Τζορτζέτος Καποδίστριας, αδελφός του δολοφονηθέντος κυβερνήτη, ο Κρητικός, πρώην Φιλικός, Νικόλαος Ρενιέρης, ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος καθώς και ο τότε υπουργός εσωτερικών και εκκλησιαστικών Γεώργιος Γλαράκης. Η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία» φαίνεται ότι δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 από κορυφαία στελέχη του ρωσικού «κόμματος» και βέβαια με την ενεργή συμμετοχή, καθοδήγηση και χρηματοδότηση της ρωσικής πρεσβείας και προσωπικά του Γαβριήλ Κατακάζη. Ο Μπ. Άννινος αναφέρει για την εταιρεία: «Κυρίως ειπείν η Φιλορθόδοξος δεν ήτο εταιρεία μυστική συντεταγμένη και ωργανωμένη κατά το σύστημα άλλων παρόμοιων σωματείων, αλλά μάλλον αδελφότης, ή κάλλιον φατρία, αποτελουμένη εκ διαφόρων στοιχείων, θρησκομανών και απαιδεύτων, συνδεδεμένων προς άλληλα δια του κοινού φρονήματος και δια των κοινών προλήψεων. Σκοπόν είχεν την πριφρούρησιν του εν Ελλάδι Ορθόδοξου θρησκεύματος, απειλουμένου, δήθεν, υπό των επιβούλων ενεργειών των ξένων ετεροδόξων. Αλλ΄ εν τω σκοπώ τούτω υπελάνθανε και έτερος τις αυτόχρημα πολιτικός, ήτοι η προσήλωσις του έθνους προς την μόνην Ορθόδοξον εκ των Μεγάλων Δυνάμεων, η άμεσος αυτού εξάρτησις από της Ρωσικής πολιτικής, εν ανάγκη δε και η αντικατάστασις της βασιλευούσης εν Ελλάδι δυναστείας δι΄ ετέρας πρεσβευούσης το Ανατολικόν δόγμα. Παρεκτός τούτου επεδίωκον οι Φιλορθόδοξοι την πραγματοποίησιν ιδεών και σχεδίων όλως αντιστρατευομένων προς τα καθεστώτα εν τη ιεραρχία της Εκκλησίας, εν τη διοικήσει του κράτους, εν τη δικαιοσύνη, εν τη δημοσία εκπαιδεύσει». Και παρακάτω συνεχίζει με τα εξής αποκαλυπτικά για τη δράση των Φιλορθοδόξων: «Ερείσματα της Φιλορθοδοξίας και φυτώρια των ιδεών αυτής ήσαν τα κατά την Πελοπόννησον ιδίως μοναστήρια. Έκαστος δύναται να φαντασθή κατά πόσον ήτο τότε ελλιπής η εκπαίδευσις του κλήρου, αφού και σήμερον, μετά πάροδον τεσσαράκοντα περίπου ετών, γενικώς ανομολογείται ότι η μόρφωσις και η ανάπτυξις των λειτουργών της θρησκείας υπολείπεται πολύ του πρέποντος. Εν τη μοναστική ακηδία, όπου αι βοτάναι της προλήψεως και της δεισιδαιμονίας εβλάστανον ανέτως εις τους πίονας αγρούς της αμαθείας, ο χρόνος κατετρίβετο αφρόνως εις την ανάγνωσιν χυδαίων θρησκευτικών βιβλίων, προωρισμένων να παρατείνουν το κράτος της παχυλής απαιδευσίας, ή περί την ερμηνείαν γριφωδών προφητικών κεντρώνων, νοσηρών δημιουργημάτων των σαλευμένων φρενών προϋπάρξαντός τινος μοναστού.[…] Αξιοσημείωτον είνε ότι και εν τω μέσω των ασυναρτήτων αυτών παραλογισμών η πολιτική ιδέα δεν λησμονείται και το «ξανθόν γένος» εμφανίζεται ακαταπαύστως και παρίσταται ως ο μέλλων λυτρωτής». Ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» σημειώνει για την όλη συνωμοσία: «Το 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρείαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ – μέσα εις το κράτος κ΄ έξω εις την Τουρκιά – κ΄ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας, έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα έγγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρεία αυτείνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος, εκεί στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά έγγραφα. Ήταν κι ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι΄ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν τον Τζορτζέτο και Νικήτα κι΄ άλλους. Στο μυστικόν ήταν κι΄ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς, και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ΄ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησία να βαρέσουν τον Βασιλέα κι΄ άλλους πολλούς και ν΄ ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν αστενής, ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα, συναχτήκαμεν, όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προτρέξωμεν διά την πατρίδα μας και βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι΄ οπαδούς τους από τις υπηρεσίες.»
Παράλληλα, στους στόχους της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» περιλαμβάνονταν η απαγόρευση μη αυτοχθόνων να κατέχουν κρατικές θέσεις, η εκδίωξη των αμερικανικών ιεραποστολών από την Ελλάδα και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Για την επίτευξη του τελευταίου στόχου χρειαζόταν και η συμμετοχή οπλαρχηγών με κύρος, κενό που εύκολα καλύφθηκε από τον αδαή, πλην όμως φλογερό πατριώτη, Νικηταρά. Ο ραδιούργος πρεσβευτής της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζης είχε φροντίσει να συνδεθεί μαζί του με κουμπαριά και του ανέθεσε την αρχηγία του απελευθερωτικού κινήματος που θα δραστηριοποιούταν στην Μακεδονία. Για να τονώσει, μάλιστα, ακόμη περισσότερο τον αγνό πατριωτισμό του Νικηταρά τον αποκαλούσε «Νικήτας ο Μακεδονικός»… Για τους σκοπούς της «εταιρείας» αυτής αναφέρει και ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στην «Ιστορία της εκκλησίας της Ελλάδας» τα εξής χαρακτηριστικά: «Σκοπός δε της εταιρείας ήτο μεν η απελευθέρωσις της Ηπείρου Θεσσαλίας και Μακεδονίας, αλλά και η υποστήριξις της Ορθοδόξου θρησκείας και η ανάρρησις εις τον θρόνον ορθοδόξου βασιλέως, φονευομένου ή εκθρονιζομένου του ετεροδόξου Όθωνος, ως διέδωκαν οι κατήγοροι αυτής». Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι συνωμότες δεν απέκλειαν και την φυσική εξόντωση του Όθωνα! Λίγες μέρες όμως πριν την πραγματοποίηση των σχεδίων τους, οι κινηματίες προδόθηκαν. Ο Νικηταράς, ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο Νικόλαος Ρενιέρης παραπέμφθηκαν σε δίκη, που έγινε τον Ιούλιο του 1840. Από το δικαστήριο επιβλήθηκαν, μάλλον, ήπιες ποινές, σε σχέση με το βάρος των κατηγοριών. Ο Καποδίστριας και ο Ρενιέρης εξορίστηκαν και ο Νικηταράς περιορίστηκε για ενάμιση χρόνο στην Αίγινα και ετέθη σε διαθεσιμότητα.
Η αντίδραση της κυβέρνησης απέναντι στην συνωμοσία, ήταν μάλλον χαλαρή. Αν και αρχικά η κατηγορία ενάντια στον Νικηταρά αφορούσε εσχάτη προδοσία, αφού σχεδιαζόταν ακόμη και η δολοφονία του βασιλιά, εν συνεχεία μετατράπηκε σε απλό πλημμέλημα. Κατηγορήθηκε μόνο για σχεδιαζόμενες παράνομες ενέργειες σε οθωμανικές επαρχίες. Ο Όθωνας δεν θέλησε να μεγαλοποιήσει το θέμα κυρίως από φόβο στην ρωσική αντίδραση, πολλώ δε μάλλον που ενέργειες του ρωσικού «κόμματος» υποδαύλιζαν το γενικότερο αντιβαυαρικό κλίμα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, η μόνη Μεγάλη Δύναμη που ήταν πιστή στην απολυταρχία ήταν η Ρωσία. Επίσης, έχοντας μόλις συμπληρώσει πέντε χρόνια στον ελληνικό θρόνο, ήρθε αντιμέτωπος με μια συνωμοσία που απειλούσε ακόμη και την ίδια του την ζωή… Μάλλον, όχι και οι καλύτερες συνθήκες για να ξεκινήσει κανείς την βασιλική του σταδιοδρομία… Παράλληλα, οι Φιλορθόδοξοι έχοντας εμπλακεί δυναμικά σε αλυτρωτικά κινήματα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, είχαν κερδίσει την υποστήριξη μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Καταδικάζοντας τη δράση τους ο βασιλιάς φαινόταν να προδίδει τους πόθους και τις φιλοδοξίες των υπηκόων του, που εκτείνονταν πολύ πέρα από τα ασθενικά σύνορα του μικρού βασιλείου. Πέραν της πολιτικής σημασίας της όλης κίνησης, αναδείχτηκε έντονα και η ύπαρξη στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας ενός ρεύματος που ήταν αντίθετο στους ευρωπαϊκούς νεωτερισμούς. Κάθε τι δυτικότροπο δαιμονοποιούταν, ενώ πλήθος ευρωπαΐζόντων στοχαστών, όπως ο Θεόφιλος Καΐρης, στοχοποιήθηκαν ως άθεοι. Το χτίσιμο ενός κοσμικού κράτους σήμαινε αυτόματα και την υποβάθμιση του ρόλου της εκκλησίας στη νομή της εξουσίας. Ο κλήρος, έχοντας απολαύσει για αιώνες, σχεδόν, απόλυτη εξουσία επί των πιστών, ένιωθε να παραγκωνίζεται από ανθρώπους όχι αλλόθρησκους, όπως ήταν κάποτε οι Οθωμανοί, αλλά από αιρετικούς, σχισματικούς χριστιανούς. Για την ελληνική εκκλησία αυτό ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ή θα ενσωματωνόταν σε ένα καισαροπαπικού τύπου σχήμα με το κράτος, όπου ελλόχευε ο κίνδυνος της αλλοίωσης του δόγματος και του περιορισμού της εξουσίας της, ή θα αντιστεκόταν μέχρις εσχάτων. Ισχυρό της όπλο ήταν οι απαίδευτες και θρησκόληπτες αγροτικές μάζες, περίπου το 70% του πληθυσμού της Ελλάδας, και η ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα, που προωθούσε την δική της ατζέντα. Στο φαντασιακό των Φιλορθοδόξων, αλλά και της πλειοψηφίας των απλών οπαδών των Ναπαίων, είχε καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι ο Τσάρος και η εκκλησία του ήταν το πρότυπο του ορθόδοξου έθνους. Οι αναφορές τους δεν ήταν το απώτερο αρχαιοελληνικό παρελθόν, του ορθού λόγου και της ελεύθερης σκέψης, βάση του συνόλου του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αλλά το Βυζάντιο της πνευματικής οπισθοδρόμησης και της θεοκρατίας…
Διαβάστε:
- Κων. Παπαρηγόπουλου, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», εκδ. Αλέξανδρος.
- Κων. Χατζηαντωνίου, «Ιστορία της νεότερης Ελλάδας», εκδ. Ιωλκός.
- Μπ. Άννινου, «Παπουλάκος».
- Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας», εκδ. Πατάκη.
- Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου