Η Ελλάδα άλλαξε κατηγορία και το γνωρίζουμε όλοι
Σωτηρία, ψηφιδωτό πρώιμης βυζαντινής περιόδου (5ος αι.), Αντιόχεια
Του Γιώργου Καραμπελιά
Το γεγονός της πλήρους αφωνίας των Ελλήνων, που διαπιστώνεται κατ’ εξοχήν τον τελευταίο χρόνο και ιδιαίτερα αυτό το καλοκαίρι, δεν είναι απλώς συνέπεια του οικονομικού και πολιτικού αδιεξόδου το οποίο βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο: Η συνειδητοποίηση πως η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην «κατηγορία» που της «αρμόζει» και, επομένως, σηματοδοτεί μια αποδοχή αυτής της νέας πραγματικότητας. Μέχρι το 2015 και το περιβόητο δημοψήφισμα, οι Έλληνες πίστευαν ότι είναι δυνατό, έστω με κάποιες μαγικές λύσεις, να ξανακερδίσουν τον χαμένο «παράδεισο» της παρελθούσης ευημερίας. Εξ ου και οι Αγανακτισμένοι και οι αντιμνημονιακές κορώνες, η εκλογή των αντιμνημονιακών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία, με έσχατη έκφραση το ΟΧΙ στο περιβόητο δημοψήφισμα Έκτοτε, και όσο εδραιώνεται η νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, οι αντιδράσεις αντί να εντείνονται, γίνονται όλο και πιο ασθενικές.
Και όμως, ποια είναι αυτή η νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα; Είναι η οριστική καταβαράθρωση του παραγωγικού χαρακτήρα της χώρας και η επικέντρωση της οικονομίας στον τουρισμό, η φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των μεσαίων στρωμάτων, που ξημεροβραδιάζονται στις ουρές για τις ρυθμίσεις των δόσεων, και ενίοτε των συσσιτίων, η γενικευμένη φυγή της νεολαίας των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, η εξαφάνιση των εργασιακών δικαιωμάτων και η γενικευμένη επιβολή της ελαστικής εργασίας, η θηριώδης ανεργία, η εξαθλίωση των πόλεων, των νοσοκομείων και της καθημερινής ζωής, η υποβάθμιση μέχρις γελοιοποιήσεως της πολιτιστικής ζωής, το κλείσιμο των εφημερίδων, η μεταβολή της τηλεόρασης σε ένα απέραντο διαφημισάδικο, η μετατροπή των ανθρώπινων σχέσεων σε ανθρωποφαγικές –γενικότερα, η παρακμή.
Και σε ό,τι αφορά στην εθνική κυριαρχία της χώρας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, η εξαγορά των πιο κερδοφόρων τμημάτων της οικονομίας και του δημόσιου τομέα από τις ξένες κρατικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις, πριν απ’ όλα τις γερμανικές, η συστηματική εξαγορά χιλιάδων κατοικιών στις παραθεριστικές περιοχές από ξένους, το μοίρασμα των επιρροών ανάμεσα σε Ρώσους (και Σαββίδη) στον βορρά, σε Τούρκους στα ανατολικά και τη Θεσσαλονίκη, σε Ισραηλίτες στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη και το νοτιοανατολικό Αιγαίο, σε Κινέζους στα λιμάνια, σε Γάλλους στο νερό, στους υδρογονάνθρακες, στις τράπεζες και σε οπλικά συστήματα, στους Γερμανούς… στα πάντα –δεκατέσσερα αεροδρόμια, ΟΤΕ, λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ΔΕΗ, για την οποία προετοιμάζεται, ξενοδοχειακές μονάδες και πάνω απ’ όλα η απόλυτη επικυριαρχία στα δημοσιονομικά. Τέλος, οι Αμερικανοί στις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια και προφανώς… στη Σούδα. Και αν σκάψουμε πιο πέρα, τα πράγματα είναι εξίσου απογοητευτικά. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κατέχονται πλέον από πρόσφυγες, μετανάστες, ΜΚΟ και Τούρκους τουρίστες. Εκείνα του Ιονίου από τους Ιταλούς, και όλοι οι μεγάλοι τουριστικοί προορισμοί από μια πανσπερμία Δυτικών και Ανατολικών, οι οποίοι σταδιακώς εκδιώκουν τους φτωχοποιημένους Έλληνες, μέσα από μια άνευ προηγουμένου άνοδο του κόστους.
Όσο για τη διεθνή θέση της χώρας, η υποβάθμισή της είναι τόσο δραματική, ώστε λειτουργεί μόνον ως γεωπολιτικό οικόπεδο το οποίο –ευτυχώς ακόμα– εξακολουθεί να ανήκει, τουλάχιστον τυπικά, στους Έλληνες. Η Ελλάδα αποδέχεται στην πραγματικότητα τη σταδιακή τουρκοποίηση της Κύπρου και αντιδρά μόνον κατόπιν υποκινήσεως άλλων δυνάμεων, όπως του Ισραήλ, ή μερικών ευρωπαϊκών χωρών –βλ. Γαλλία– που δεν επιθυμούν την παραχώρηση ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία.
Το καινούργιο λοιπόν στοιχείο είναι πως, πλέον, αυτή η πραγματικότητα έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους και όσοι δεν μπορούν να την ανεχτούν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δραπετεύουν είτε στο εξωτερικό είτε σε μια εσωτερική εξορία, στο χωριό τους, στις παρέες τους, στην προσκόλληση στην ορθοδοξία και στη λαϊκή παράδοση (έξαρση των παραδοσιακών χωρών, μουσικής κ.λπ.) ή σε στοιχειώδεις μορφές αλληλεγγύης γύρω από την Εκκλησία ή κάποιες, ελάχιστες πλέον, κινήσεις πολιτών. Σε ό,τι αφορά δε στη συνολική κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση, έχουν πάψει πλέον να πιστεύουν πραγματικά σε κάποια δυνατότητα ουσιαστικής αλλαγής και βυθίζονται στην απόσυρση, την απολιτικοποίηση, την ακραία ατομικοποίηση – ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Επομένως, μία οποιαδήποτε πολιτική πρόταση και στρατηγική είναι υποχρεωμένη να ξεκινάει, κατ’ εξοχήν, από αυτή την παγιωμένη πλέον, υλικά και ιδεολογικά, πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει αλλάξει κατηγορία, αποτελεί μια εσωτερική αποικία στα πλαίσια της Ευρώπης και με βάση αυτή τη διαπίστωση θα πρέπει να κινηθούμε στο εξής, αν θέλουμε να επιτύχουμε μια οποιαδήποτε αναστροφή αυτών των δεδομένων.
Πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να εκκινήσουμε από εκείνα τα στοιχεία στα οποία παραμένει ακόμα σχετικά ισχυρός ο ελληνισμός. Και αυτά είναι πριν απ’ όλα η ισχύς του πολιτισμικού αποθέματός μας, καθώς και η εκμετάλλευση εκείνων των οικονομικών τομέων όπου εξακολουθούμε ακόμα να διαθέτουμε κάποιο πλεονέκτημα. Ως προς το πρώτο, το οποίο τείνουμε με έναν βλακώδη επαρχιωτισμό και ξενομανία να υποτιμούμε, είναι ίσως ακόμα, μαζί με τη γεωπολιτική μας θέση, ένα από τα ελάχιστα βαρύνοντα στοιχεία στη διεθνή εικόνα της χώρας. Δηλαδή, ευτυχώς που υπάρχει ακόμα η Πνύκα, η Ακρόπολη, ο Αριστοτέλης και ο Μ. Αλέξανδρος, για να υποκαθιστούν και να υπερκαλύπτουν γελοίες φιγούρες τύπου ΓΑΠ, Τσίπρα, και… Καρανίκα. Ευτυχώς που υπάρχει ακόμα ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μάξιμος Ομολογητής και ο Κοσμάς Αιτωλός, τα Μετέωρα και το Άγιον Όρος, για να σκεπάζουν –για πόσο άραγε;– ένα τουρκοποιημένο και ανήμπορο πατριαρχείο. Ευτυχώς, υπάρχει ακόμα ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Γιώργος Σεφέρης ο Παπαϊωάννου, ο Καστοριάδης, ο Κονδύλης, για να θυμίζουν την ελληνική πνευματική παραγωγή στο εξωτερικό. Πάνω σε αυτά και μόνο στηριζόμαστε ακόμα για να υπάρχουμε ως έθνος, αξιοπρόσεκτο στην παγκόσμια κονίστρα. Και όμως, την ίδια στιγμή, αυτή τη μεγάλη παράδοση, που θα έπρεπε να προσελκύει και το κέντρο βάρους των επενδύσεων της χώρας, ώστε να αλλάξει ριζικά και τον εθνοκτόνο χαρακτήρα του σημερινού τουρισμού, τη διαφεντεύουν Κονιόρδου, Μπαλτάδες, Γαβρόγλου, Κουντουρά και άλλοι ναρκισσευόμενοι Ζουράρηδες.
Είναι σύνηθες να μιλάμε μόνο για τον πρωτογενή τομέα, που βεβαίως πρέπει να αναβαθμιστεί αλλά αποτελεί το 4% του ΑΕΠ και μόνο και δεν αρκεί. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στη δυνατότητα να μεταβληθεί ακόμα και το τουριστικό μοντέλο, που κυριαρχείται από το μυκονιάτικο παραλήρημα, σε ισχυρό μοχλό ενίσχυσης και του πολιτισμού και της παραγωγής μας – αρκεί να σκεφτεί κανείς πως τα ελληνικά ξενοδοχεία καταναλώνουν μόνο κατά 14% εγχώρια προϊόντα έναντι 75% των ιταλικών!
Έχουμε πολλές φορές αναφερθεί στην τεράστια σημασία του αμυντικού τομέα και του ρόλου του στη βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας, την ώρα που κλείνει και η ΕΛΒΟ.
Ο τελευταίος και σημαντικός τομέας της παραγωγής –όπου οι Έλληνες πρωταγωνιστούν διεθνώς, αρδεύοντας όμως ξένα χωράφια–, που θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της χώρας, ακόμα και σήμερα, είναι η ναυτιλία. Μόνο και μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των ναυπηγοεπισκευαστικών αναγκών της να μεταφερόταν στη χώρα, θα προκαλούσε μία κυριολεκτική έκρηξη της παραγωγής στη μηχανολογία, τη μηχανουργία, τις σιδηροκατασκευές, τις ηλεκτρονικές κατασκευές, για μην αναφερθούμε σε ναυτιλιακό πανεπιστήμιο, ακαδημίες, συνέδρια. Και αυτό, το διαφεντεύει ο Σταθάκης με τον Κουρουμπλή!
Έχουμε λοιπόν κατεβεί κατηγορία και κινδυνεύουμε να εξαφανιστούμε κυριολεκτικώς μέσα από τη δημογραφική συρρίκνωση, τη μετανάστευση, την είσοδο ξένων πολιτισμικά λαών, μιας και αποτελούμε το σύνορο Ευρώπης-Ανατολής.
Και όμως, έστω και στο έσχατο σημείο της παρακμής, η κατάρρευση ενός μοντέλου και η συνειδητοποίησή της θα μπορούσε να είναι και μια ευκαιρία. Η τελευταία –κυριολεκτικώς– του έθνους μας.
Και όμως, ποια είναι αυτή η νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα; Είναι η οριστική καταβαράθρωση του παραγωγικού χαρακτήρα της χώρας και η επικέντρωση της οικονομίας στον τουρισμό, η φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των μεσαίων στρωμάτων, που ξημεροβραδιάζονται στις ουρές για τις ρυθμίσεις των δόσεων, και ενίοτε των συσσιτίων, η γενικευμένη φυγή της νεολαίας των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, η εξαφάνιση των εργασιακών δικαιωμάτων και η γενικευμένη επιβολή της ελαστικής εργασίας, η θηριώδης ανεργία, η εξαθλίωση των πόλεων, των νοσοκομείων και της καθημερινής ζωής, η υποβάθμιση μέχρις γελοιοποιήσεως της πολιτιστικής ζωής, το κλείσιμο των εφημερίδων, η μεταβολή της τηλεόρασης σε ένα απέραντο διαφημισάδικο, η μετατροπή των ανθρώπινων σχέσεων σε ανθρωποφαγικές –γενικότερα, η παρακμή.
Και σε ό,τι αφορά στην εθνική κυριαρχία της χώρας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, η εξαγορά των πιο κερδοφόρων τμημάτων της οικονομίας και του δημόσιου τομέα από τις ξένες κρατικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις, πριν απ’ όλα τις γερμανικές, η συστηματική εξαγορά χιλιάδων κατοικιών στις παραθεριστικές περιοχές από ξένους, το μοίρασμα των επιρροών ανάμεσα σε Ρώσους (και Σαββίδη) στον βορρά, σε Τούρκους στα ανατολικά και τη Θεσσαλονίκη, σε Ισραηλίτες στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη και το νοτιοανατολικό Αιγαίο, σε Κινέζους στα λιμάνια, σε Γάλλους στο νερό, στους υδρογονάνθρακες, στις τράπεζες και σε οπλικά συστήματα, στους Γερμανούς… στα πάντα –δεκατέσσερα αεροδρόμια, ΟΤΕ, λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ΔΕΗ, για την οποία προετοιμάζεται, ξενοδοχειακές μονάδες και πάνω απ’ όλα η απόλυτη επικυριαρχία στα δημοσιονομικά. Τέλος, οι Αμερικανοί στις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια και προφανώς… στη Σούδα. Και αν σκάψουμε πιο πέρα, τα πράγματα είναι εξίσου απογοητευτικά. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κατέχονται πλέον από πρόσφυγες, μετανάστες, ΜΚΟ και Τούρκους τουρίστες. Εκείνα του Ιονίου από τους Ιταλούς, και όλοι οι μεγάλοι τουριστικοί προορισμοί από μια πανσπερμία Δυτικών και Ανατολικών, οι οποίοι σταδιακώς εκδιώκουν τους φτωχοποιημένους Έλληνες, μέσα από μια άνευ προηγουμένου άνοδο του κόστους.
Όσο για τη διεθνή θέση της χώρας, η υποβάθμισή της είναι τόσο δραματική, ώστε λειτουργεί μόνον ως γεωπολιτικό οικόπεδο το οποίο –ευτυχώς ακόμα– εξακολουθεί να ανήκει, τουλάχιστον τυπικά, στους Έλληνες. Η Ελλάδα αποδέχεται στην πραγματικότητα τη σταδιακή τουρκοποίηση της Κύπρου και αντιδρά μόνον κατόπιν υποκινήσεως άλλων δυνάμεων, όπως του Ισραήλ, ή μερικών ευρωπαϊκών χωρών –βλ. Γαλλία– που δεν επιθυμούν την παραχώρηση ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία.
Το καινούργιο λοιπόν στοιχείο είναι πως, πλέον, αυτή η πραγματικότητα έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους και όσοι δεν μπορούν να την ανεχτούν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δραπετεύουν είτε στο εξωτερικό είτε σε μια εσωτερική εξορία, στο χωριό τους, στις παρέες τους, στην προσκόλληση στην ορθοδοξία και στη λαϊκή παράδοση (έξαρση των παραδοσιακών χωρών, μουσικής κ.λπ.) ή σε στοιχειώδεις μορφές αλληλεγγύης γύρω από την Εκκλησία ή κάποιες, ελάχιστες πλέον, κινήσεις πολιτών. Σε ό,τι αφορά δε στη συνολική κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση, έχουν πάψει πλέον να πιστεύουν πραγματικά σε κάποια δυνατότητα ουσιαστικής αλλαγής και βυθίζονται στην απόσυρση, την απολιτικοποίηση, την ακραία ατομικοποίηση – ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Επομένως, μία οποιαδήποτε πολιτική πρόταση και στρατηγική είναι υποχρεωμένη να ξεκινάει, κατ’ εξοχήν, από αυτή την παγιωμένη πλέον, υλικά και ιδεολογικά, πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει αλλάξει κατηγορία, αποτελεί μια εσωτερική αποικία στα πλαίσια της Ευρώπης και με βάση αυτή τη διαπίστωση θα πρέπει να κινηθούμε στο εξής, αν θέλουμε να επιτύχουμε μια οποιαδήποτε αναστροφή αυτών των δεδομένων.
Πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να εκκινήσουμε από εκείνα τα στοιχεία στα οποία παραμένει ακόμα σχετικά ισχυρός ο ελληνισμός. Και αυτά είναι πριν απ’ όλα η ισχύς του πολιτισμικού αποθέματός μας, καθώς και η εκμετάλλευση εκείνων των οικονομικών τομέων όπου εξακολουθούμε ακόμα να διαθέτουμε κάποιο πλεονέκτημα. Ως προς το πρώτο, το οποίο τείνουμε με έναν βλακώδη επαρχιωτισμό και ξενομανία να υποτιμούμε, είναι ίσως ακόμα, μαζί με τη γεωπολιτική μας θέση, ένα από τα ελάχιστα βαρύνοντα στοιχεία στη διεθνή εικόνα της χώρας. Δηλαδή, ευτυχώς που υπάρχει ακόμα η Πνύκα, η Ακρόπολη, ο Αριστοτέλης και ο Μ. Αλέξανδρος, για να υποκαθιστούν και να υπερκαλύπτουν γελοίες φιγούρες τύπου ΓΑΠ, Τσίπρα, και… Καρανίκα. Ευτυχώς που υπάρχει ακόμα ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μάξιμος Ομολογητής και ο Κοσμάς Αιτωλός, τα Μετέωρα και το Άγιον Όρος, για να σκεπάζουν –για πόσο άραγε;– ένα τουρκοποιημένο και ανήμπορο πατριαρχείο. Ευτυχώς, υπάρχει ακόμα ο Διονύσιος Σολωμός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Γιώργος Σεφέρης ο Παπαϊωάννου, ο Καστοριάδης, ο Κονδύλης, για να θυμίζουν την ελληνική πνευματική παραγωγή στο εξωτερικό. Πάνω σε αυτά και μόνο στηριζόμαστε ακόμα για να υπάρχουμε ως έθνος, αξιοπρόσεκτο στην παγκόσμια κονίστρα. Και όμως, την ίδια στιγμή, αυτή τη μεγάλη παράδοση, που θα έπρεπε να προσελκύει και το κέντρο βάρους των επενδύσεων της χώρας, ώστε να αλλάξει ριζικά και τον εθνοκτόνο χαρακτήρα του σημερινού τουρισμού, τη διαφεντεύουν Κονιόρδου, Μπαλτάδες, Γαβρόγλου, Κουντουρά και άλλοι ναρκισσευόμενοι Ζουράρηδες.
Είναι σύνηθες να μιλάμε μόνο για τον πρωτογενή τομέα, που βεβαίως πρέπει να αναβαθμιστεί αλλά αποτελεί το 4% του ΑΕΠ και μόνο και δεν αρκεί. Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στη δυνατότητα να μεταβληθεί ακόμα και το τουριστικό μοντέλο, που κυριαρχείται από το μυκονιάτικο παραλήρημα, σε ισχυρό μοχλό ενίσχυσης και του πολιτισμού και της παραγωγής μας – αρκεί να σκεφτεί κανείς πως τα ελληνικά ξενοδοχεία καταναλώνουν μόνο κατά 14% εγχώρια προϊόντα έναντι 75% των ιταλικών!
Έχουμε πολλές φορές αναφερθεί στην τεράστια σημασία του αμυντικού τομέα και του ρόλου του στη βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας, την ώρα που κλείνει και η ΕΛΒΟ.
Ο τελευταίος και σημαντικός τομέας της παραγωγής –όπου οι Έλληνες πρωταγωνιστούν διεθνώς, αρδεύοντας όμως ξένα χωράφια–, που θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της χώρας, ακόμα και σήμερα, είναι η ναυτιλία. Μόνο και μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των ναυπηγοεπισκευαστικών αναγκών της να μεταφερόταν στη χώρα, θα προκαλούσε μία κυριολεκτική έκρηξη της παραγωγής στη μηχανολογία, τη μηχανουργία, τις σιδηροκατασκευές, τις ηλεκτρονικές κατασκευές, για μην αναφερθούμε σε ναυτιλιακό πανεπιστήμιο, ακαδημίες, συνέδρια. Και αυτό, το διαφεντεύει ο Σταθάκης με τον Κουρουμπλή!
Έχουμε λοιπόν κατεβεί κατηγορία και κινδυνεύουμε να εξαφανιστούμε κυριολεκτικώς μέσα από τη δημογραφική συρρίκνωση, τη μετανάστευση, την είσοδο ξένων πολιτισμικά λαών, μιας και αποτελούμε το σύνορο Ευρώπης-Ανατολής.
Και όμως, έστω και στο έσχατο σημείο της παρακμής, η κατάρρευση ενός μοντέλου και η συνειδητοποίησή της θα μπορούσε να είναι και μια ευκαιρία. Η τελευταία –κυριολεκτικώς– του έθνους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου