Η ΖΩΗ ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Σωκράτης γεννήθηκε την 6 του μηνός Θαργηλίωνος το τέταρτο έτος της 77ης Ολυμπιάδας (δηλ 470 π.Χ.) και θανατώθηκε την 10η Θαργηλίωνος του πρώτου έτους της 95ης Ολυμπιάδας (δηλ 399 π.Χ.). Ο πατέρας του ονομάζετο Σωφρονίσκος και η μητέρα του Φαιναρέτη. Ο πατέρας του ήταν λιθοξόος ή λαξόος (λας = πέτρα). Συγκεκριμένα η δουλειά του λιθοξόου ήταν να πάρει το πρωτογενές μάρμαρο και να το φέρει σε κάποια μορφή, ούτως ώστε να το αναλάβει ύστερα ο γλύπτης για να κατασκευάσει αγάλματα ή ανδριάντες.
Η μητέρα του ήταν γνωστή μαία των Αθηνών, η οποία πριν τον Σωφρονίσκο είχε ξαναπαντρευτεί κάποιον Χαιρέδημο και είχε ένα παιδί από τον γάμο αυτόν τον Πατροκλέα, που ο Σωκράτης τον αναγνώριζε ως αδελφό ομομήτριο αλλά όχι ομοπάτριο. Ο Σωκράτης έμενε οικογενειακώς στον δήμο Αλωπεκής (κάπου κοντά στα σύνορα Άνω Ν. Σμύρνης και Φαλήρου). Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, μικρός διέθετε φυσική ευφυΐα για όλα τα πράγματα χωρίς να έχει λάβει καμία εκπαίδευση. Επίσης σαν παιδί δεν είχε καλή διαγωγή ήταν άτακτος.
Μεγαλώνοντας ασχολήθηκε όπως ήταν επόμενο με την εργασία του πατέρα του Σωφρονίσκου ως λιθοξόος, μάλιστα, όπως μας ενημερώνει ο Πορφύριος, δεν υπάκουε τον πατέρα του όταν εκείνος τον καλούσε να μεταφέρει τα εργαλεία σε κάποιο μέρος, αλλά περιφέρετο όπου του άρεσε. Ο Παυσανίας μας δίνει μια πληροφορία, ότι στα Προπύλαια της ακρόπολης υπήρχε ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που ήταν οι Τρείς Χάριτες, το οποίο έλεγαν ότι το είχε φτιάξει ο Σωκράτης, πληροφορία η οποία διασταυρώνει και από άλλους. Ο Σωκράτης ενώ ξεκίνησε ως λιθοξόος έγινε μετά και γλύπτης αλλά τα παράτησε.
Όταν μια φορά ο φιλόσοφος Αρχέλαος εισήλθε στο εργαστήριο που ήταν ο Σωκράτης έτυχε να τον ακούσει να διεκδικεί με ενδιαφέροντα επιχειρήματα τα δικαιώματα του, ως προς την αμοιβή του, ώστε εντυπωσιάστηκε και τον κάλεσε να γίνει μαθητής του. Τότε ο Σωκράτης ήταν περίπου 17 ετών. Ωστόσο ο Σωκράτης είχε πει ότι είχε εκπαιδευτεί και από τον Πρόδικο, στον οποίο πλήρωνε δίδακτρα. Στον Σωκράτη δεν άρεσε να ταξιδεύει όπως συνήθιζαν οι φιλόσοφοι, και έλεγε ότι δεν θα τον ωφελήσει σε τίποτα το να βλέπει δένδρα.
Λάτρευε την Αθήνα, και εκαυχάτο ότι είχε βγει έξω από αυτήν λιγότερες φορές από τους κουτσούς, τυφλούς και ανάπηρους. Όσες φορές βγήκε ήταν για σοβαρούς λόγους, μια φορά στους Δελφούς, στον Ισθμό, εξ αιτίας του Πελοποννησιακού, και σε άλλες μάχες. Ο Σωκράτης ήταν σκληραγωγημένος. Ο Αλκιβιάδης στο Πλατωνικό συμπόσιο ανάφερε ότι άντεχε περισσότερο από όλους τις κακουχίες και την βαρυχειμωνιά. Μάλιστα οι άλλοι οπλίτες όταν τον έβλεπαν να περπατά άνετα ξυπόλητος πάνω στους πάγους τον στραβοκοίταζαν γιατί υπέθεταν ότι τους κορόιδευε.
Στην μάχη της Ποτίδαιας, ο Σωκράτης έδειξε αξιοθαύμαστη ανδρεία, και κατόρθωσε να σώσει τον Αλκιβιάδη. Μετά την νίκη των Αθηναίων οι αθηναίοι στρατηγοί παρασημοφόρησαν τον Αλκιβιάδη ο οποίος είπε να δοθεί το παράσημο στον Σωκράτη, πράγμα που ο φιλόσοφος δεν δέχθηκε, και γενικώς δεν ήθελε κάτι που του έφερε μεγάλη διάκριση όπως μας ενημερώνει ο Αριστοτέλης. Ο Σωκράτης απασχολούσε τους συμπολεμιστές του με την συμπεριφορά του. Μια μέρα από τα χαράματα μέχρι το άλλο πρωί στεκότανε όρθιος και ακίνητος για να βρει λύση σε κάτι που τον απασχολούσε. Μαζί του ξενύχτησαν και οι υπόλοιποι από περιέργεια να δουν αν θα κοιμηθεί.
Κατόπιν πολέμησε στην σφοδρή μάχη του Δηλίου. Για την οικογένεια του Σωκράτη τα στοιχεία είναι λίγο θολά. Ξέρουμε ότι νυμφεύτηκε την Ξανθίππη αλλά υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι αργότερα νυμφεύτηκε και την Μυρτώ. Λέγεται επίσης ότι λόγο της λειψανδρίας που δημιούργησε ο πόλεμος, ψηφίστηκε ειδικός νόμος που επέτρεπε στους Αθηναίους να έχουν μια σύζυγο αλλά να μπορούν να τεκνοποιήσουν και με ακόμα μία γυναίκα, οπότε ενδέχεται να ήταν με αυτές τις δυο γυναίκες και παράλληλα.
Ο Πλάτων και ο Ξενοφών πάντως αναφέρουν μόνο την Ξανθίππη, και όπως φαίνεται από έναν διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη, όπου ο Αλκιβιάδης απορεί πως αντέχει τις φωνές της Ξανθίππης, ο Σωκράτης απαντά «όπως και συ υποφέρεις τις φωνές από τις χήνες, αλλά σου δίνουν αυγά και χηνόπουλα, έτσι και μένα η Ξανθίππη μου κάνει παιδιά». Στοιχείο που καταρρίπτει την εκδοχή της δεύτερης γυναίκας διότι οι υποστηρικτές αυτής της εκδοχής υποστήριζαν ότι από την Ξανθίππη απέκτησε μόνον τον Λαμπροκλέα, ενώ από την Μυρτώ τους Μενέξενο και Σωφρονίσκο.
Είχε γίνει δεκτό από όλους τους φιλοσόφους ότι τα τρία παιδιά του Σωκράτη δεν διακρίθηκαν σε τίποτα, και ο Αριστοτέλης τους κατηγορεί για πνευματική νωθρότητα και οκνηρία. Την Ξανθίππη, την αναφέρει ο Ξενοφώντας στο έργο «Συμπόσιο», όπου ο Αντισθένης την χαρακτηρίζει ως την πλέον δύστροπη από όλες τις γυναίκες που υπάρχουν, που υπήρξαν και θα υπάρξουν.
Ο Σωκράτης ερωτηθής πως την αντέχει, απάντησε ότι όπως εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν οι καλύτεροι ιππείς διαλέγουν τα πιο ατίθασα και άγρια άλογα, επειδή αν καταφέρουν και χαλιναγωγήσουν αυτά θα μπορέσουν ευκολότερα τα υπόλοιπα, έτσι και αυτός αν καταφέρει να υποφέρει την Ξανθίππη ευκόλως θα μπορεί να αντιμετωπίσει όλους γενικώς τους ανθρώπους.
Την Ξανθίππη επίσης αναφέρει ο Πλάτων στο έργο «Φαίδων», μέσα στο δεσμωτήριο την ημέρα που θα έπινε ο Σωκράτης το κώνειο, να λέει μόλις είδε τους φίλους του να έρχονται: «Για τελευταία φορά Σωκράτη θα σε χαιρετήσουν οι φίλοι σου και συ αυτούς». Ο Σωκράτης δεν της απάντησε όπως συνήθιζε, αλλά εστράφη προς τον Κρίτωνα και του ζήτησε να την οδηγήσει στην οικία. Στην απολογία ανέφερε τους τρείς γιούς και τις ηλικίες τους, τον μεγαλύτερο Λαμπροκλέα που ήταν μειράκιον (14 – 21 ετών) και δύο παιδιά (1 – 7 ετών) Μενέξενο και Σωφρονίσκο.
Από κει φαίνεται με έναν πρόχειρο υπολογισμό ότι ο Σωκράτης νυμφεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, περίπου στα 55 , αφαιρώντας την ηλικία του γιού του Λαμπροκλέα από την ηλικία του Σωκράτη το 399 μ.Χ. Η οικονομική κατάσταση του Σωκράτη δεν ήταν ανθηρή, διότι δεν έκανε κάποια εργασία, αλλά ούτε δεχόταν αμοιβή για την διδασκαλία του. Στην απολογία του αναφέρει στους δικαστές ότι εξ αιτίας της αποστολής του να ελέγχει τους ανθρώπους, δεν του έμεινε καιρός να ασχοληθεί ούτε με τα κοινά ούτε με τις οικογενειακές υποθέσεις, με αποτέλεσμα να είναι φτωχός.
Επίσης δεν δεχόταν δώρα από τους φίλους που προθύμως και με ειλικρινή χαρά του έδιναν, ούτε ακόμα και τους ικέτες (δούλους για εργασία στην οικία) που του πρόσφερε ο Χαρμίδης, για να έχει ένα εισόδημα, όπως ακόμα και όταν ο Αρίστιππος του έστειλε 20 μνες τους τις έστειλε πίσω, ούτε δέχθηκε τα δώρα του βασιλιά των Μακεδόνων Αρχέλαου και αρνήθηκε να μεταβεί στην αυλή του, όταν τον προσκάλεσε εκεί που ήδη φιλοξενούσε τον Ευριπίδη, τον επικό ποιητή Χοίριλο, τον ποιητή Αγάθωνα και τον κιθαρωδό Τιμόθεο κ.α. Έχουμε την πληροφορία όμως ότι από κάπου είχε κάποιο εισόδημα για τα απαραίτητα.
Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς δίνει την πληροφορία ότι ο Σωκράτης είχε ιδιόκτητη οικία και εβδομήντα μνες τις οποίες διαχειριζόταν ο Κρίτωνας και από κει ελάμβανε εισόδημα. Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου όλοι οι Αθηναίοι καταστράφηκαν οικονομικώς, έτσι και η περιουσία του Σωκράτη ελαττώθηκε, παρόλα αυτά είπε στον αρκετά πλούσιο Κριτόβουλο, ότι δεν έχει ανάγκη χρημάτων και ότι είναι πλούσιος αρκετά. Δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά τον προκάλεσε και από πάνω λέγοντας του ότι αυτός είναι πιο πλούσιος από τον Κριτόβουλο, πράγμα που του προκάλεσε γέλιο.
Τότε του είπε ο Σωκράτης ότι η περιουσία τους μπορεί να είναι ένα προς εκατό αλλά σημασία έχει ότι ο Σωκράτης ήταν ολιγαρκής και μπορούσε να ζήσει με λίγα, ενώ ο Κριτόβουλος λόγω του τρόπου ζωής και της κοινωνικής θέσης του, χρειαζόταν τριπλάσια περιουσία από αυτήν που έχει για να ζήσει.
Η δυνατότητα του Σωκράτη να συμμετάσχει στις εκστρατείες ως οπλίτης, όπου έπρεπε να αγοράσει πανοπλία και όπλα, επιβεβαιώνει την ύπαρξη περιουσίας ή κάποιου εισοδήματος.
Οι νομισματικές διαβαθμίσεις κατά την Αθήνα την εποχή του Σόλωνα είχαν ως εξής: Οβολός (0,728 γραμμάρια αργύρου) 6 Οβολοί = 1 Δραχμή (4,368 γραμμάρια αργύρου) 100 Δραχμές = 1 Μνα (436,8 γραμμάρια αργύρου) 60 Μνες = 1 Τάλαντο (26 κιλά και 208 γραμμάρια αργύρου). Ο Σωκράτης αγαπούσε την σχόλη (σχόλη σημαίνει ελεύθερος χρόνος), για να μπορεί να ασχοληθεί με αυτά που του άρεσαν, και θεωρούσε την σχόλη ως το κάλλιστο των αποκτημάτων. Οι πρόγονοί μας επεδίωκαν να τακτοποιήσουν έτσι τις βιοτικές ανάγκες ούτως ώστε να έχουν ελεύθερο χρόνο για γυμναστική, φιλοσοφικές συζητήσεις, καλλιτεχνίες, πολιτική κτλ.
Και περιφρονούσαν αν κάποιος στερείτο σχόλης. Η εξωτερική εμφάνιση του Σωκράτη δεν ήταν ωραία χωρίς να είναι όμως αντιπαθής. Ήταν μετρίου αναστήματος, με πεταχτά μάτια (για να μπορεί να βλέπει άνετα και πλαγίως όπως αυτοσαρκαζόταν), η μύτη του ήταν πιεσμένη με ανασηκωμένα ρουθούνια (πράγμα που τον διευκόλυνε να δέχεται οσμές από όλες τις κατευθύνσεις), είχε μεγάλο κεφάλι χωρίς πολλά μαλλιά, με περιποιημένη γενειάδα. Είναι βέβαιο ότι γυμναζόταν συστηματικώς, καθώς πίστευε ότι η διανόηση έχει ανάγκη υγιούς σώματος.
Επέκρινε δριμύτατα όσους παραμελούσαν να γυμνάζονται, όπως πχ τον μαθηματικό Επιγένη που αδιαφορούσε και ήταν καχεκτικός. Είχε ιδιόρρυθμο βηματισμό, περπατούσε με το κεφάλι σηκωμένο πάντα ψηλά, και έριχνε πλάγια βλέμματα διαπεραστικά σαν του ταύρου όπως μας ενημερώνει ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο». Ο Αριστοφάνης επίσης στις «Νεφέλες» έλεγε ότι περπατούσε στους Αθηναϊκούς δρόμου κορδωμένος (βρενθύει = περπατά κορδωμένος) και «ρίχνων λοξοματιάς». Αντιθέτως με τον Αριστοτέλη, Ο Σωκράτης περιφρονούσε τις πολυτελείς περιβολές.
Φορούσε έναν τρίβωνα (τραχύ Σπαρτιάτικο ιμάτιο) που συμβόλιζε την σκληραγωγημένη ζωή γεμάτη στερήσεις. (αργότερα ο τρίβωνας χρησιμοποιήθηκε και από τους κυνικούς, για να καταλήξει να γίνει σύμβολο πενίας αλλά και φιλοσοφίας). Ο Αριστοφάνης από την μια, τον διακωμωδούσε ως άπλυτο και ξυπόλητο, ενώ ο Διογένης του είχε πει ότι ζει βίο τραφηλό επειδή πότε πότε φορούσε πολυτελή σανδάλια. Ο Σωκράτης δεν ήταν βρώμικος απλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του σχολαστική καθαριότητα και αρώματα.
Ξυπόλητος περπατούσε για σκληραγώγηση, αλλά αν υπήρχε λόγος όπως όταν ήταν καλεσμένος σε δείπνο στην οικία του Αγάθωνος πήγε καλλωπισμένος. Ο Αιλιανός μας ενημερώνει ότι όταν παίζονταν κωμωδίες στο θέατρο δεν πήγαινε να τις δει, διότι δεν τον ευχαριστούσαν οι ύβρεις και οι χλευασμοί, εν αντιθέσει με τις παραστάσεις τραγωδίας του Ευριπίδη που πήγαινε πάντοτε. Επίσης πήγαινε πάντα και στον ποιητικό διαγωνισμό και όταν γινόταν και στον Πειραιά. Κατά τα Διονύσια του 423 π.Χ., ο Αριστοφάνης παρουσίασε την κωμωδία «Νεφέλαι».
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης πίστευε ότι ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του, το διόρθωσε ριζικά με σκοπό να το ξαναπαρουσιάσει στο κοινό. Οι «Νεφέλαι» που σώζονται μέχρι σήμερα είναι η δεύτερη εκδοχή. Στο έργο αυτό λοιπόν ο Αριστοφάνης καυτηριάζει τους σοφιστές και την παιδεία που δίνουν, με κεντρικό πρόσωπο τον ίδιο τον Σωκράτη λέγοντας πολλά ψεύδη εις βάρος του. Όταν το αντιλαμβάνεται αυτό ο Σωκράτης και ακούει κάποιους ξένους να ρωτούν να μάθουν ποιος είναι αυτός ο Σωκράτης, σηκώνεται όρθιος να τον δουν όλοι ότι ήταν αυτός. Βλέποντας και το προσωπείο που φορούσε ο ηθοποιός όλοι κατάλαβαν.
Έτσι στάθηκε λοιπόν όρθιος καθ όλη την διάρκεια της παράστασης και έτσι οι ξένοι αντί να κοιτάνε την σκηνή και τους ηθοποιούς, κοιτούσαν τον Σωκράτη και την αντίδρασή του, με την οποία έκλεψε την παράσταση προκαλώντας αγανάκτηση στους ηθοποιούς και κωμικούς ποιητές με το ύφος του που έδειχνε την περιφρόνηση του προς αυτούς. Ο Αριστοφάνης είναι κωμικός ποιητής και δεν τον ενδιαφέρει να δείξει την πραγματικότητα αλλά αντιθέτως να την παρουσιάσει με έναν τρόπο εξευτελίζοντας την να προκαλέσει γέλιο.
Παρουσιάζει λοιπόν τον Σωκράτη ως άπλυτο σοφιστή, που διαφθείρει τους νέους με τις νέες ιδέες-θεότητες που μοιάζουν ελαφρές και θαμπές σαν τις νεφέλες και αλλάζει τους θεούς με νέους θεούς. Που να ήξερε ο Αριστοφάνης ότι θα ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης στους κατήγορους του Σωκράτη. «Αδικεί Σωκράτης, ούς μεν η πόλις νομίζει θεούς ού νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγού-μενος. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος»(Διογένης Λαέρτιος) Ήταν η κατηγορία μερικά χρόνια αργότερα.
Παρόλο που στην Αθήνα η γυναίκα δεν είχε την ανάλογη θέση που είχε στην Σπάρτη, ο Σωκράτης είχε πολλές φορές συνομιλήσει με αυτές. Και μάλιστα θαύμαζε την ρητορική δεινότητα της Ασπασίας. Ευφυέστατος διάλογος είναι αυτός με την εταίρα Θεοδότη, καθώς και η απάντηση που έδωσε στην άλλη εταίρα Καλλιστώ, που του είπε ότι μπορεί να πάρει όλους τους φίλους του ενώ ο Σωκράτης δεν μπορεί να της πάρει τους δικούς της. Τότε ο Σωκράτης της είπε «είναι λογικό… διότι εγώ τους οδηγώ στον ανήφορο ενώ εσύ στον κατήφορο».
Στον Αντιφώντα είπε κάποτε ότι όπως κάποιος ευχαριστείται στο να έχει ένα άλογο ή σκύλο, έτσι αυτός αντίστοιχα στο να έχει καλούς φίλους, και αν μπορούσε να τους βοηθήσει σε τίποτα θα ήταν μεγάλο ψυχικό κέρδος γι αυτόν. Ο τόπος που συνήθιζε να κυκλοφορεί ήταν η αγορά. Στην αρχαία αγορά δεν υπήρχαν μαγαζάκια που πουλούσαν κάτι, η λέξη αγορά προέρχεται από το ρήμα αγείρω ή αγύρω στα Αιολικά δηλ συναθροίζω, (εξου και το παν-ήγυρης ή αγορεύω) εκεί λοιπόν μαζεύονταν για να συζητήσουν και να βρουν λύσεις για προβλήματα απλά και μη.
Όπως πληροφορούμεθα από αξιόπιστες περιγραφές η αγορά ήταν μεγαλοπρεπή συγκροτήματα κτιρίων, με αγάλματα, βωμούς, περιστύλια, πλατάνια, ναούς και τεράστιους κίονες που πλαισίωναν επιβλητικώς την περιοχή. Η είσοδος απαγορευόταν σε καταδικασμένους για ατιμωτικά αδικήματα, σε ανθρώπους με ανάξιο βίο και κίναιδους διότι ο χώρος ραντιζότανε για εξαγνισμό. Όταν έφευγε από την αγορά πήγαινε στα γυμνάσια (γυμναστήρια) τα οποία ήταν δημόσια. Τρία ήταν τα γνωστά το Λύκειο, η Ακαδημία και το Κυνοσάργες.
Τα γυμνάσια ήταν επιβλητικά κτίσματα με περιστύλια, θερμά και ψυχρά λουτρά, παλαίστρες, αποδυτήρια, αίθουσες αναψυχής, βάρη, ανδριάντες πρωταθλητών, αγάλματα θεών και δη του Ερμή ο οποίος ήταν ο προστάτης των γυμνασίων (ενώ σήμερα είναι ο Άγιος Νεκτάριος). Το Λύκειο το οποίο είχε ιδρύσει ο Πεισίστρατος προς τιμήν του Λυκείου Απόλλωνος στο οποίο είχε αναπτυχθεί ονειρώδης βλάστηση με πανύψηλους πλατάνους. Σε αυτό το σημείο αργότερα εγκατέστησε την σχολή του ο Αριστοτέλης.
Στα γυμνάσια λοιπόν οι αρχαίοι πρόγονοι μας συνδύαζαν την σωματική γυμναστική και την πνευματική δηλ. με λίγα λόγια το «νους υγιής εν σώματι υγιές» (εν αντιθέσει με τους σημερινούς ιερείς που αντιτίθενται στην σωματική εκγύμναση με την δικαιολογία ότι είναι λατρεία της σαρκός πράγμα φαινομενικά σωστό αλλά στην πραγματικότητα ρηχό). Το λύκειο ήταν το αρχαιότερο γυμνάσιο των Αθηνών, το οποίο βρισκόταν ανατολικά κοντά στον Ιλισσό ( κοντά στην Ριζάρειο σχολή )με μεγάλη έκταση διότι εκεί έκανε ασκήσεις και επιδείξεις το ιππικό.
Το άλλο γυμνάσιο που σύχναζε ο Σωκράτης ήταν το Κυνοσάργες (εκεί που ακόμα και σήμερα ονομάζεται Κυνοσάργες – Νέος Κόσμος). Ο τόπος πήρε το όνομα του από ένα τυχαίο κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα. Κάποτε και ενώ οι Αθηναίοι θυσίαζαν στον Ηρακλή, ένας σκύλος με άσπρο στιλπνό τρίχωμα (αργός) άρπαξε ένα κομμάτι από το θυσιαζόμενο ζώο, το οποίο καταδιωκόμενος το παράτησε κάπου. Για να εξιλεωθούν οι Αθηναίοι ανήγειραν ιερό του Ηρακλή και γυμνάσιο στο σημείο που ο σκύλος εγκατέλειψε την λεία του, όπως ζήτησε ο χρησμός.
Τέλος ο Σωκράτης μετέβαινε και στο γυμνάσιο της Ακαδημία (προάστιο που είχε πάρει το όνομα του από τον από τον ήρωα Ακάδημο) κοντά στην σημερινή λαχαναγορά. Η περιοχή εκεί ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά και ήταν γεμάτη από το ιερό δένδρο της, την ελιά. Ο Κίμωνας είχε φροντίσει ιδιαιτέρως το μέρος αυτό, και το είχε μετατρέψει σε βαθύισκιο δάσος, με βωμούς και αγάλματα. Κάπου εκεί μέσα στον ελαιώνα ετάφη ο Πλάτων ο οποίος εκεί κοντά (Κολωνό) είχε την εξοχική του κατοικία.
Όταν έπεφτε σιγά σιγά το φως του ήλιου, οι Αθηναίοι λόγω του πλούτου, συνήθιζαν να οργανώνουν συμπόσια για να εορταστεί κάποιο σημαντικό γεγονός πχ κάποια επιτυχία σε Ολυμπιακούς αγώνες, η επιστροφή από κάποιο ταξίδι ενώ αργότερα το διοργάνωναν για ψυχαγωγία ή φιλοσοφική συζήτηση. Το συμπόσιο δεν ήταν συνεστίαση μεταξύ φίλων, αλλά άγυρις κοινή. Κατά την διάρκεια του δείπνου δεν έπιναν κρασί.
Μόλις τελείωναν το φαγητό, έκαναν μια σπονδή, έριχναν από το ποτήρι το ποτό τους αναλόγως τον θεό ή τον σκοπό με για τον οποίο ετελούντο το όργιο μια ωδή προς τον θεό/α (ή λέξη όργιο είναι μια από τις πολλές που στο πέρασμα του χρόνου έχει αλλοιωθεί η έννοια της. Όργιο ήταν η τελετουργία προς κάποιον Θεό/α. Αργότερα οι Ρωμαίοι κατά την διάρκεια οργίου –τελετής- προς κάποιο/α Θεά της σαρκικής απόλαυσης προστέθηκε η σαρκική πράξη και έτσι παρέμεινε λανθασμένα η έννοια).
Η σπονδή αφιερωνόταν στον αγαθό δαίμονα ή την υγεία. (Δαίμον είναι ακόμα μια αλλοιωμένη λέξη-έννοια. Δαίμον ή δαήμον σημαίνει γνώστης. Η λέξη αλλοιώθηκε και πήρε την σημερινή διαβολική της μορφή από τους χριστιανούς (για την ακρίβεια Παυλιστές) οι οποίοι ήθελαν να σταματήσουν την γνώση (ευδαιμονία) του λαού για ευνόητους λόγους. Έτσι σταμάτησαν το Ελληνικό πνεύμα καταστρέφοντας αγάλματα και αρχαίους ναούς με την δικαιολογία ότι διώχνουν τα δαιμόνια μακριά παραποιώντας τις έννοιες και την πραγματικότητα κατά το συμφέρον τους).
Στην συνέχεια λοιπόν οι δούλοι έπαιρναν τα τραπέζια, καθάριζαν τον χώρο και έφερναν νερό και αρωματικό σμήγμα (σαπούνι) για να πλυθούν οι καλεσμένοι. Εξελέγετο ο άρχον του πότου ή Συμποσίαρχος, ο οποίος φρόντιζε για την επιτυχία του συμποσίου, δηλαδή επέλεγε τις ωδές που θα τραγουδούσαν, πόσο κρασί θα έπινε ο καθένας διότι στο συμπόσιο δεν έπινες όσο ήθελες αλλά όσο σου όριζαν, όριζε παιχνίδια (σκάκι, ζάρια αινίγματα ερωτήσεις γνώσεων) και κυρίως το θέμα της συζήτησης.
Το δείπνο περιλάμβανε ξηρούς καρπούς, ποικιλίες τυριών, πίτες κτλ. Στα συμπόσια προσέρχονταν ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί, γελωτοποιοί και συχνά απρόσκλητοι επισκέπτες (παράσιτοι). Επικρατούσε ευθυμία, και έπαιζαν παιχνίδια όπως σκάκι (πεττοί), ζάρια (κύβους) κτλ, ενώ αν κάποιος δεν έλυνε κάποιο αίνιγμα ή έδινα λάθος απάντηση σε παιχνίδια γνώσεων η τιμωρία ήταν να πιεί ένα ποτήρι κρασί με αλάτι απνευστί (χωρίς να πάρει αέρα). Εκτός από τα επιτραπέζια παιχνίδια, τους ακροβάτες τους γελωτοποιούς κτλ, στα συμπόσια διεξήγοντο και υψηλού επιπέδου φιλοσοφικές συζητήσεις.
Στα συμπόσια παρίσταντο μορφωμένοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, πολιτικοί οι οποίοι συζητούσαν αξιόλογα επιστημονικά θέματα. Κατά τα χαράματα έληγε το όργιο (τελετή), έκαναν σπονδή στον υπνοδότη Ερμή ο οποίος με το κηρύκειο χάριζε γλυκό ύπνο, έτσι λοιπόν σχημάτιζαν μια πομπή – ομάδα (Κώμος) και τραγουδώντας (Ωδή) στους Αθηναϊκούς δρόμους (αυτό παρέμεινε στους αιώνες μέχρι και πριν 50 χρόνια γνωστή ως «καντάδα») έχοντας μια ευχάριστη διάθεση και ευθυμία.
Από αυτές τις έννοιες λοιπόν (Κώμος, Ωδές) και την ευχάριστη και εύθυμη διάθεση που υπήρχε κατά την πομπή, πήραν κάποια θεατρικά ποιήματα το όνομά τους και ονομάστηκαν «Κωμωδίες» .
Πολλές φορές, οι φίλοι του Σωκράτη πληροφορούντο ότι δίνει διαλέξεις κάποιος σοφός ή σοφιστής, έφερναν τον Σωκράτη εκεί για να κονταρομαχήσουν διαλεκτικώς και να παρακολουθήσουν την συνομιλία. Επειδή ο Σωκράτης δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για να πληρώσει ούτως ώστε να δεχθεί ο άλλος σοφός ή σοφιστής την συνομιλία, πλήρωναν αντʼ αυτού το τίμημα. Συχνά συνέβαινε Αθηναίος πλούσιος να φιλοξενεί κάποιον ξένο (Έλληνα από άλλη πόλη) διαπρεπή φιλόσοφο. Τότε διαπραγματεύοντο οι συναντήσεις και οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις που συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της φιλοσοφίας και γενικώς στην πνευματική ανάπτυξη.
Παραδείγματος χάριν ο πλούσιος Πυθόδωρος, που στην οικία του στον Κεραμεικό, ο Σωκράτης συνομίλησε με τον Ζήνωνα και τον Παρμενίδη για το πολύπλοκο θέμα της υπάρξεως των ιδεών και της σχέσεων των προς τα αισθητά πράγματα. Η βάση στην φιλοσοφία του Σωκράτη υπήρξε το γνωμικό «γνώθι εις εαυτόν» που ήταν γραμμένο με ολόχρυσα γράμματα στα προπύλαια του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, δηλαδή να γνωρίσουμε ώστε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Ο Θαλής νωρίτερα όταν τον είχαν ρωτήσει τι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είχε πει « να γνωρίσεις τον εαυτό σου». και όντως… στον διπλανό ή στον απέναντι εύκολα μπορείς να διακρίνεις κάποιο λάθος ή κάποια αδυναμία ή τι θα ήταν το σωστότερο να κάνει, στον εαυτό μας όμως είναι σαν να μπαίνει ένα πέπλο στο μυαλό μας το οποίο μας εμποδίζει να δούμε. Το γνωμικό λοιπόν αυτό ακριβώς μας ωθεί… να νικήσουμε αυτή την μεγάλη και ίσως μεγαλύτερη αδυναμία μας.
Ο Σωκράτης λοιπόν βασισμένος σε αυτό το γνωμικό βοηθούσε τους συνανθρώπους του να μπορέσουν να «δουν» τον εαυτό τους με την μαιευτική μέθοδο του. Ο Αριστοτέλης έγραψε ειδικά στο έργο του «μετά τα φυσικά» για τον δάσκαλο του δασκάλου του, ότι ασχολήθηκε με την ηθική και όχι με θέματα της φύσης. Άλλωστε ο άνθρωπος προέχει των λοιπών. Αξιοπερίεργο είναι ότι ο Σωκράτης στο έργο «Φαίδων» ή «περί ψυχής» περιγράφει την γη από ψηλά, και δίνει τον νόμο της βαρύτητας που αργότερα παρουσίασε για δικό του ο Ισαάκ Νεύτων.
Την άποψη του Σωκράτη, ότι πρέπει να κοιτάξουμε πρωτίστως τα εδώ, δηλ. να βελτιώσουμε εμάς για να δημιουργήσουμε μια ανθρώπινη κοινωνία κατ επέκταση, υιοθέτησε και ο διαπρεπής Κύπριος φιλόσοφος ο Δημώναξ. Ο Δημώναξ λοιπόν ανέφερε το «ελεύθερον όστις ούτε ελπίζει τι, ούτε φοβείται τι» απόφθεγμα που ο Ν. Καζαντζάκης έβαλε να χαράξουν στον τάφο του ως δικό του.
H Προσωπικότητα του Σωκράτη
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι ο Σωκράτης υπήρξε τύπος ιδιόρρυθμος, σχεδόν εκκεντρικός. Διέθετε, εκτός από έναν απόλυτα ενεργοποιημένο κοινό νου, χιούμορ, φαντασία, πνευματική δύναμη και μια αγάπη για την αλήθεια τόσο θερμή, που μερικές φορές μπορούσε να φτάσει μέχρι την έκσταση. H εμφάνιση του θύμιζε μυθικό Σάτυρο, ενώ φίλοι και αντίπαλοι τον περιγράφουν ως ιδιαίτερα καρτερικό και εγκρατή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια άλλη πλευρά του, αυτή του έντονα θρησκευόμενου πολίτη.
Χαρισματικός στην επικοινωνία του με τους νέους, ασκούσε μεγάλη επιρροή στους φίλους του. Αυτήν του τη γοητεία δείχνουν τα λόγια που βάζει στο στόμα του Αλκιβιάδη ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο του: H τε καρδία πηδά και δάκρυα εκχείται υπό των λόγων των τούτου (Και η καρδιά αναπηδά και τα δάκρυα τρέχουν από τα λόγια του). O Σωκράτης με το λεγόμενο «παιδαγωγικό έρωτα» ξεχώρισε από τους αντιπάλους του σοφιστές στη σχέση δάσκαλου – μαθητή, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν είχε οικονομική βάση.
Ήταν από πεποίθηση νομιμόφρων, για αυτό δεν δίστασε πολλές φορές να αντιταχθεί στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, σε μια εποχή που ο σημαντικός αυτός θεσμός της Αθηναϊκής πολιτείας ελεγχόταν από διάφορους δημαγωγούς. Όταν κατείχε το αξίωμα του επιστάτη των πρυτάνεων το 406 π.Χ., εναντιώθηκε με σφοδρότητα στην παράλογη απόφαση των Αθηναίων να εκτελέσουν τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών, επειδή δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς από τη θάλασσα. Υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις αυθαιρεσίες των Τριάκοντα, στοιχείο που καταδεικνύει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
O Σωκράτης και το Θείον
O Σωκράτης ήταν απόλυτα πιστός στην πατρογονική λατρεία. Πολύ συχνά οι συμπολίτες του τον έβλεπαν να κάνει θυσίες σε δημόσιους βωμούς. H θέση του όμως αυτή στηριζόταν σε ιδέες και απόψεις ιδιαίτερα φωτισμένες. Αντίθετα με τους περισσότερους, οι οποίοι πίστευαν πως η ...ικανότητα γνώσης των θεών ήταν μάλλον περιορισμένη στο χώρο και το χρόνο, ο Σωκράτης διακήρυσσε ότι οι θεοί βρίσκονται παντού και γνωρίζουν τα πάντα.
Αυτό μάλιστα που χαρακτηρίζει το Σωκράτη ως άνθρωπο αλλά και ως διανοούμενο είναι το περίφημο «δαιμόνιον», το οποίο, όπως υποστήριζε ο ίδιος, ήταν μια εσωτερική αποτροπή και καμιά φορά προειδοποίηση που τον προφύλασσε από οποιαδήποτε παρέκκλιση από το σωστό δρόμο. H πίστη αυτή του Σωκράτη στο μεγαλείο και τη σοφία του θεού ενισχύθηκε με το επιχείρημα του προορισμού. O κόσμος είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και το κάθε μέρος, το κάθε κομμάτι του ανθρώπου είναι προσαρμοσμένο σε έναν καλό σκοπό.
Άρα, λοιπόν, όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι δημιουργήματα ενός σοφού τεχνίτη, ο οποίος αγαπάει όλα τα ζωντανά όντα. O άνθρωπος όμως είναι το ανώτερο από όλα τα πλάσματα και για αυτό το λόγο η θεότητα έχει λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για αυτόν. Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Σωκράτης αισθανόταν υποχρεωμένος να κάνει ευχαριστήριες θυσίες, αλλά πίστευε ότι η χαρά των θεών είναι ανάλογη με την αγιότητα αυτού που πραγματοποιούσε τη θυσία ή έκανε την προσευχή του. Επειδή μάλιστα οι θεοί γνώριζαν καλά το δικό του συμφέρον, συνήθιζε να προσεύχεται απλά: «Δώστε μου, θεοί, ό,τι είναι καλύτερο για μένα».
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΕΙΣ
Με το Σωκράτη αρχίζει η ανθρωπολογική περίοδος της Ελληνικής φιλοσοφίας, γιατί αυτός δεν ασχολείται, όπως οι πριν από αυτόν, με τα προβλήματα για την αρχή του κόσμου, αλλά μόνο με τον άνθρωπο. Επιδιώκει να γεννήσει σε αυτόν την εσωτερική ανησυχία και να αφυπνίσει τον έρωτα για τη σοφία, προς την αρετή. Βασική θέση της Σωκρατικής φιλοσοφίας ήταν ότι η αληθινή γνώση δεν είναι μόνο πηγή, αλλά η ουσία της αρετής. Για αυτό προτιμούσε να αναζητεί εκείνο το είδος της αλήθειας που θα καθόριζε τη διαγωγή των ανθρώπων.
Έτσι, προσπαθούσε να βρει απάντηση στα ερωτήματα: «Τι είναι ευσέβεια και τι ασέβεια;», «Τι είναι το ωραίο και ποιο το άσχημο;», «Τι είναι κυβερνήτης ανθρώπων και ποιος δεσποτικός χαρακτήρας;» κ.λ.π. H Σωκρατική μέθοδος έρευνας γινόταν πάντα μέσω της συζήτησης με κάποιον από τους συντρόφους του. Επειδή ήταν εκπληκτικός χειριστής του λόγου, χωρίς δυσκολία μπορούσε να αποδείξει στο συνομιλητή του πως ήταν ακατατόπιστος στο θέμα που συζητούσαν. Αφού είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της συζήτησης, προχωρούσε επαγωγικά στο να θεμελιώσει ακριβείς ορισμούς γενικών όρων.
Έτσι, ενώ δήλωνε πλήρη άγνοια για όλα τα θέματα, συγχρόνως προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κύρια βάση ηθικής επιστήμης που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός στον εαυτό του και στους άλλους. Αμφισβητώντας όλα τα πράγματα, βρισκόταν κοντά στους σοφιστές. Όμως εκείνος υποδείκνυε τη λογική μάλλον παρά τις αισθήσεις ως το καθολικό και αιώνιο στοιχείο μέσα στον άνθρωπο και για αυτό αποτελούσε το μοναδικό αλάθητο κριτήριο της αλήθειας.
Επειδή όμως η πνευματική μόρφωση μπορούσε να μεγαλώνει τη δύναμη του ανθρώπου για να πράξει το κακό, προσπάθησε πρώτα από όλα να διδάξει στους μαθητές του τον αυτοέλεγχο και να τους εμπνεύσει πνεύμα σωφροσύνης στις σχέσεις τους με τους θεούς. Πρέπει να γυρεύουμε, ισχυριζόταν, τη σοφία και τη δικαιοσύνη όχι γιατί είναι χρήσιμες στους ανθρώπους, αλλά και γιατί είναι αρεστές στους θεούς. Κοντολογίς τα διδάγματα του ήταν σχεδόν στον ίδιο βαθμό θρησκευτικά αλλά και φιλοσοφικά. Αναλυτικότερα ο Σωκράτης είναι περισσότερο γνωστός από την άποψη του ότι «η αρετή είναι γνώση». Οι κυρίως αντίπαλοι του, οι σοφιστές, υποστήριζαν δύο πράγματα:
α) Ότι οι ίδιοι μπορούσαν να διδάξουν ή να μεταδώσουν την αρετή,
β) Ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα.
Εξισώνοντας, λοιπόν αρετή και γνώση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί. Για να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως ήταν οι τσαγκάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που οι συνομιλητές του ρωτούσαν να μάθουν τι σήμαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε κάτι ανάλογο της ηθικής υποχρέωσης. Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγκάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο που είναι απαραίτητο να μάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του.
Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμοποίησης τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να κατασκευάσεις και ποια λειτουργία θα έχει αυτό το αντικείμενο να εκτελέσει. Δηλαδή η αρετή του τσαγκάρη εξαρτάται από την κατοχή αυτής της γνώσης. Ήταν πολύ φυσικό για το Σωκράτη να μιλάει για την αρετή ενός τσαγκάρη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να μιλήσει για την αρετή ενός στρατηγού ή πολιτικού.
H λέξη αρετή σήμαινε αυτό που τους έκανε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, ο Σωκράτης μπορούσε εύκολα να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάνει με τη γνώση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού της δημιουργίας.
Αν, λοιπόν, υπάρχει αποδεκτή σημασία βάσει της οποίας μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη αρετή, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι σοφιστές – εννοώντας ότι με την αρετή μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή – έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε. H πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δίνει ο Σωκράτης άραγε απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα; H απάντηση είναι μονολεκτική: Όχι.
Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτε και ότι το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. H ουσία της Σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε. H πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν έχει την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη.
Άπαξ και αντιλαμβανόταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για το Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά, αν πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Αυτή η πίστη για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του αλλά και όλης της ανθρωπότητας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί τη συμβολή του Σωκράτη στη φιλοσοφική σκέψη.
H συζήτηση των ανθρώπων της εποχής του είχε αναμειχθεί με μια μεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν για να περιγράψουν ηθικές έννοιες – δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία κ.ο.κ. O Σωκράτης ξεκινούσε πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι ήξεραν π σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφόσον τους χρησιμοποιούσαν καθημερινά, και ήλπιζε ότι θα το έλεγαν και σε αυτόν που δεν το γνώριζε. Όταν τους ρωτούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία.
Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγματι σημασία, αλλά, εάν ίσχυε αυτό, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξάλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαίνουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνεννοούνται, το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση.
H σύγχυση θα είναι γνωστική αλλά – το σημαντικότερο – και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά και, από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, τότε μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση.
Τόσο καθαρό εξάλλου ήταν το μυαλό του και τόσο σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο το γεγονός όπου, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους πείσει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο ρητό του, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέληση του το κακό. Av η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο.
Πώς, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη κ.λπ.; O Σωκράτης ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο και για τους άλλους και για τον εαυτό του. H γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και το γενικό ορισμό. Αυτοί οι λογικοί όροι δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική.
Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία -συμφωνούν και οι δύο συζητητές – μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο). Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφθεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτό το χαρακτηρισμό. H κοινή ιδιότητα, ή μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή τον ορισμό της δικαιοσύνης.
Έτσι, η επαγωγή αποτελεί μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού όρου. Το σφάλμα που έβρισκε ο Σωκράτης στις απαντήσεις των συνομιλητών του ήταν ότι θεωρούσαν αρκετό να ολοκληρώνουν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλαδή να αναφέρουν μερικά παραδείγματα και να λένε, π.χ., «αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη» και για αυτό προσπαθούσε να τους κάνει να δουν, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όλα αυτό να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή ένα χαρακτήρα κοινό, με βάση τον οποίο και χαρακτηρίζονται ορθά.
Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόημα. Αυτός ήταν ο στόχος των επίμονων και καμιά φορά ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό – να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλά στην πράξη ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «Τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα», είναι ακριβώς αυτοί που θα υποστήριζαν ότι ο μόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο.
Κανόνες με την παραδεδεγμένη έννοια δεν υπήρχαν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατευθείαν σε ηθική αναρχία. Σχηματικά ο Σωκράτης πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και οι ηθικές έννοιες λανθάνουν στο εσωτερικό του και αποτελούν ένα αντικειμενικό κριτήριο. O άνθρωπος, εάν εμβαθύνει στον εαυτό του, θα βρει τους ηθικούς κανόνες (γνώθι σ’ αυτόν) και θα γίνει ενάρετος. Έπειτα από αυτό οι πράξεις του θα είναι αγαθές, γιατί δεν μπορεί να είναι κακός, αφού αυτό συγκρούεται με την εσώτατη φύση του.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Την κοσμολογική περίοδο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας (που αφορούσε το κύριο μέλημα των Προσωκρατικών ή αλλιώς φυσικών φιλοσόφων να λύσουν το μεταφυσικό πρόβλημα της φύσης και της γένεσης του κόσμου) ακολούθησε η ανθρωποκεντρική περίοδος. Η περίοδος αυτή τοποθετείται στην Αθήνα, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη – κράτος και το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Και φυσικά εγκαινιάζεται από τον κορυφαίο φιλόσοφο Σωκράτη, ο οποίος θα στρέψει οριστικά πλέον την προσοχή από τη φύση στον ίδιο τον άνθρωπο και στο νόημα της ύπαρξής του.
Με τη διδασκαλία του πραγματοποίησε μια σειρά από μοναδικά επιτεύγματα τα οποία έθεσαν περαιτέρω τα θεμέλια της δυτικής σκέψης και φιλοσοφίας: Θεμελίωσε επιστημονικά την ηθική, δίνοντας έμφαση σε ηθικά ζητήματα, στην αυτογνωσία και στον εσωτερικό στοχασμό. Καθιέρωσε έναν νέο τρόπο του σκέπτεσθαι, την αφηρημένη σκέψη, με την αναζήτηση της καθολικότητας και της αφαίρεσης μέσα από την ποικιλία τού επί μέρους και του συγκεκριμένου. Υποστήριξε τα πρωτεία της μεθόδου και άνοιξε τον δρόμο για τη γένεση της λογικής.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην Αθήνα από το 431 π.Χ. και μετά είναι διαφορετικές, και βεβαίως γεννούν άλλους ανθρώπινους προβληματισμούς και συμπεριφορά, ενώ το ενδιαφέρον πλέον των πολιτών στρέφεται στην προσπάθεια εξασφάλισης προσωπικής επιτυχίας και επικράτηση στη δημόσια ζωή της Αθήνας. Όταν λοιπόν κάνει την είσοδό του ο Σωκράτης στην Αθηναϊκή φιλοσοφική σκηνή, επικρατούν οι σοφιστές – εισηγητές της υποκειμενικής σχετικοκρατίας και του γνωσιολογικού μηδενισμού και οι ίδιοι ισχυριζόμενοι ότι μπορούν να διδάξουν την «αρετή», δηλαδή την επιδεξιότητα για υπεροχή και προσωπική επιτυχία στη ζωή.
Ο Σωκράτης θεωρούσε αυτόν τον σχετικισμό ιδιαίτερα επικίνδυνο και από γνωσιολογική αλλά και από ηθική πλευρά. Έτσι, αντιπρότεινε το περίφημο αξίωμά του: «η αρετή είναι γνώση», ήτοι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί μέσα από την απόλυτη και ορθή γνώση. Πίστευε ότι υπάρχει δυνατότητα για αληθινή και απόλυτη γνώση, διότι, όπως ο ίδιος έλεγε, υπάρχει μια ηθική συνείδηση, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όπου όλες οι ηθικές αρχές και έννοιες (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, αυτοκυριαρχία, κ.ά.) βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση και είναι καθορισμένες σύμφωνα με καθολικά –αποδεκτά, αντικειμενικά– κριτήρια, που αποτελούν απόλυτα ηθικά πρότυπα.
Μόλις οι άνθρωποι κατόρθωναν να αποσαφηνίσουν και να κατακτήσουν τη γνώση αυτή που υπάρχει μέσα τους θα ήταν σε θέση να ανακαλύψουν τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής και να αποκτήσουν τη γενική ανθρώπινη αρετή. Ο Σωκράτης έθεσε σκοπό της ζωής του να βοηθήσει σε αυτό και, σε αντίθεση με τους Προσωκρατικούς, εισήγαγε τη θεωρία της γνώσης, όχι επί τη βάσει υλικών αρχών αλλά ηθικών εννοιών οι οποίες κυβερνούν τις πράξεις των ανθρώπων.
Άλλο ένα σημαντικό αξίωμα του Σωκράτη ήταν η «ενότητα των αρετών», ότι δηλαδή οι ηθικές αρετές είναι αλληλένδετες – αν έχεις αποκτήσει τη μία, τις έχεις αποκτήσει όλες, αφού οι διάφορες αρετές έχουν ως κίνητρο την ίδια ορθολογική σκέψη και αποτελούν απλώς εκφράσεις της μιας και μοναδικής αρετής. Στο επιχείρημα αυτό μια τελευταία βαθμίδα ήταν ότι «η αρετή είναι ευδαιμονία», εφόσον κάθε άνθρωπος με ορθή γνώση θα αναζητήσει τις πράξεις εκείνες που οδηγούν προς την ευδαιμονία. Αυτό οδήγησε προς το άλλο «Σωκρατικό παράδοξο», ότι «ουδείς εκών κακός», επειδή η κακία οφείλεται στην άγνοια κατά τον φιλόσοφο.
Η μέθοδος διδασκαλίας που χρησιμοποιούσε ήταν εξίσου αξιόλογη και νεωτεριστική: διατυπώνει ερωτήσεις σε όλους τους ανθρώπους ενώ συγχρόνως διδάσκει (Σωκρατική ειρωνεία) και καθοδηγεί τον συνομιλητή του να αναζητήσει ηθικές πράξεις σχετικά με την έννοια που εξετάζει και με επαγωγικό συλλογισμό να εξάγει έναν γενικό ορισμό ο οποίος αντιστοιχεί σε ένα απόλυτα ηθικό πρότυπο (μαιευτική) για να βαδίσει στον δρόμο της αλήθειας (διαλεκτική). Για αυτόν τον λόγο ο μέγας φιλόσοφος δεν έγραψε απολύτως τίποτε.
Μια μεγάλη ακόμη συμβολή του Σωκράτη ήταν ίδια η προσωπικότητά του, η ταπεινοφροσύνη, η αξιοπρέπειά του, το γεγονός ότι αναγνώριζε την άγνοιά του (εν οίδα ότι ουδέν οίδα), την οποία αντέταξε στην αλαζονική παντογνωσία των σοφιστών.
ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πλησιάσαµε τώρα το δεύτερο µισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Σωκράτης είναι µεσήλικας, ο Πλάτων γεννιέται ή κοντεύει να γεννηθεί (Γεννήθηκε το 427 π.Χ.). Είναι η εποχή που αρχίζει η αντίδραση κατά της φυσικής έρευνας και οι φιλόσοφοι άρχισαν να κατευθύνουν τις σκέψεις τους προς την ανθρώπινη ζωή. Ένας λόγος για την αλλαγή αυτή δεν είναι δυσπρόσιτος. Ήταν η επανάσταση του κοινού νου κατά του απόµακρου και ακατανόητου κόσµου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι.
Ο κοινός άνθρωπος αντιµετώπιζε το πρόβληµα: να πιστέψει µαζί µε τον Παρµενίδη ότι κάθε κίνηση ήταν αυταπάτη και η πραγµατικότητα ένα ακίνητο και πλήρες ον ή αλλιώς «να σώσει τα φαινόµενα» (όπως οι άλλοι είχαν το θράσος να πουν) µε το να παραδεχτεί ως µόνες πραγµατικότητες τα άτοµα -αόρατα, άχρωµα, άοσµα, άηχα άτοµα- και το κενό. Καµιά από τις δύο εικόνες δεν ήταν ούτε ενθαρρυντική, ούτε ιδιαίτερα πιστευτή. Όπως και να ’ναι, αν θα έπρεπε να πιστέψουµε τους φυσικούς φιλοσόφους, τότε ό,τι ονόµαζαν «φύσιν» ή πραγµατική ουσία των πραγµάτων ήταν κάτι το απολύτως µακριά από τον κόσµο στον οποίο φαίνεται να ζούµε.
Αν είχαν δίκιο, τότε η φύση του πραγµατικού κόσµου αποδεικνυόταν να έχει πολύ λίγες συνέπειες για τον άνθρωπο, που έπρεπε να έχει δοσοληψίες καθηµερινές µε έναν κόσµο τελείως διαφορετικό. Για να κατανοήσουµε αυτή τη στάση, θα πρέπει βέβαια να θυµίσουµε στον εαυτό µας ότι εντελώς απουσίαζε οποιαδήποτε πειραµατική απόδειξη για τους ισχυρισµός τους, και επίσης κάθε µορφή εφαρµοσµένης επιστήµης.
Οι λόγοι αυτής της µεταβολής ήταν κατ’ ανάγκην σύνθετοι. Η Αθήνα είχε γίνει στον πνευµατικό τοµέα και σε άλλους ο αδιαµφισβήτητος ηγέτης του Ελληνικού κόσµου, έτσι που και οι διανοητές από άλλες περιοχές του Ελληνισµού, όπως ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας, έτειναν vα προσελκυστούν στην τροχιά της Αθήνας και να ζήσουν εκεί. Αλλά η Αθήνα, από το 431 μ.Χ. και µετά, είχε εµπλακεί στον µακρό και φοβερό πόλεµο που θα οδηγούσε στην πτώση της τριάντα χρόνια αργότερα, και αµέσως µετά την έκρηξη του δοκίµασε όλη τη φρίκη του λοιµού.
Αν η αµερόληπτη επιστηµονική έρευνα απαιτεί, όπως σωστά λέει ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ένα ελάχιστο άνεσης και άνετων υλικών συνθηκών, τότε η Αθήνα δεν ήταν πια τόπος άνετης διαβίωσης, αλλά µάλλον µια πόλη στην οποία οι προβληµατισµοί για την ανθρώπινη ζωή και πράξη όλο και επεκτείνονταν. Επιπλέον η Αθήνα ήταν δηµοκρατία, δηµοκρατία αρκετά µικρή ώστε να εξασφαλίζει πραγµατικά τη συµµετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στην πολιτική ζωή και όχι απλώς την εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων κάθε τόσα χρόνια.
Ορισµένα αξιώµατα δίνονταν µε κλήρο και ο κάθε πολίτης µπορούσε να νιώθει ότι είχε αρκετή πιθανότητα να παίξει ενεργό ρόλο στην πορεία των κρατικών υποθέσεων. Τούτο µε τη σειρά του τροφοδοτούσε τη φιλοδοξία τους να µάθουν περισσότερα για τις αρχές που πάνω τους στηρίζεται η πολιτική ζωή και για τις τέχνες που θα τους εξασφάλιζαν την επιτυχία στην πολιτική.
Η βάση της φυσικής επιστήµης στην Ελλάδα, ήταν η έρευνα για µια µονιµότητα ή σταθερότητα και για µια υποκρυπτόµενη ενότητα σε έναν κόσµο επιφανειακά µεταβλητό και ασταθή, συναποτελούµενο απλώς από µια πολλαπλότητα που πολύ µας µπερδεύει. Ο κοινός άνθρωπος θα πρέπει να πίστευε ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι είχαν σαφώς αποτύχει. Του πρόσφεραν τη δυνατότητα της εκλογής ανάµεσα στον Παρµενίδη και τους ατοµικούς. Ή θα δεχόταν την ενότητα του κόσµου, µε τίµηµα να αρνηθεί να πιστεύει σε ό,τι του φαινόταν πραγµατικό και να παραδεχτεί ότι όλες του οι αισθήσεις ήταν απατηλές.
Ή θα ακολουθούσε όσους είχαν εγκαταλείψει κάθε άποψη για το ενιαίο του κόσµου πίσω από την πολλότητα, και δηµιουργούσαν έναν κόσµο συνιστάµενο από άπειρη και µόνο πολλότητα· και ούτε καν δέχονταν το χαρακτηρισµό της πραγµατικότητας για τις δευτερεύουσες ιδιότητες που συνιστούσαν µέγα µέρος του κόσµου της εµπειρίας του, του κόσµου τον οποίο θα µπορούσαν να δουν και ακροαστούν και οσφρανθούν και γευθούν. Η αντίδραση και η στροφή προς τον ανθρωποκεντρισµό συνδυάζεται µε την άνοδο µιας νέας τάξης, των Σοφιστών.
Συχνά τονίζεται ότι οι Σοφιστές δεν αποτελούσαν χωριστή φιλοσοφική σχολή, αλλά µάλλον επαγγελµατική τάξη. Ήταν περιφερόµενοι δάσκαλοι που κέρδιζαν το ψωµί τους χάρη στην πείνα για καθοδήγηση σε πρακτικά θέµατα, πείνα που παρουσιάστηκε εκείνη την εποχή από τις αιτίες που ανέφερα: τις αυξανόµενες ευκαιρίες να πάρει κάποιος µέρος στην πολιτική δράση, την αναπτυσσόµενη δυσαρέσκεια προς τους φυσικούς φιλοσόφους και (θα µπορούσε να προσθέσει κανείς) έναν αυξανόµενο σκεπτικισµό απέναντι στο κύρος της παραδοσιακής θρησκευτικής διδασκαλίας µε τις ωµά ανθρωποµορφικές παραστάσεις των θεών.
Η λέξη «σοφιστής» («πρακτικός δάσκαλος της σοφίας») δεν είχε ως τότε καθόλου προσβλητική σηµασία. Ήταν πράγµατι η λέξη που χρησιµοποιούσαν για τους επτά σοφούς της παράδοσης. Η αντιδηµοτικότητα των Σοφιστών του 5ου αιώνα έδωσε στη λέξη την απόχρωση που έχει έκτοτε. Αν και δεν µπορεί κανείς να θεωρήσει τους Σοφιστές χωριστή φιλοσοφική σχολή, είχαν κάποια συγκεκριµένα κοινά σηµεία.
Ένα ήταν η ουσιαστικά πρακτική φύση της διδασκαλίας τους· ως τέτοια παρουσίαζαν την εναποτύπωση στο νου των νέων της «αρετής». Συζητήσαµε κιόλας για το νόηµα αυτής της λέξης, που η πρακτική της σηµασία φαίνεται καθαρά στην ιστορία του Σοφιστή Ιππία που, για να διαφηµίσει κατά κάποιο τρόπο ζωντανό τις δυνατότητες του, παρουσιάστηκε στους Ολυµπιακούς αγώνες να φορεί µόνο ό,τι είχε ο ίδιος κατασκευάσει, µέχρι και το δαχτυλίδι του. Κατά δεύτερο λόγο, οι Σοφιστές συµµερίζονταν κάτι που µπορεί επιτυχέστερα να ονοµαστεί φιλοσοφική στάση, συγκεκριµένα έναν κοινό σκεπτικισµό, µια έλλειψη εµπιστοσύνης στη δυνατότητα της απόλυτης γνώσης.
Αυτό ήταν φυσική συνέπεια του αδιεξόδου στο οποίο, ως φαίνεται, είχε φτάσει η φυσική φιλοσοφία. Η γνώση εξαρτάται από δύο πράγµατα: την κατοχή ικανοτήτων, που µπορούν να µας φέρουν σε επαφή µε την πραγµατικότητα, και την ύπαρξη µιας σταθερής πραγµατικότητας που θέλουµε να γνωρίσουµε. Ως όργανα της γνώσης οι αισθήσεις είχαν αντιµετωπίσει τώρα πια αυστηρή µεταχείριση, και τίποτε άλλο δεν είχε ως τώρα µπει στη θέση τους.
Και η πίστη στην ενότητα και τη σταθερότητα του Σύµπαντος είχε υπονοµευτεί, χωρίς ακόµα να έχει αναδυθεί η άποψη ότι µπορεί να υφίσταται µια µόνιµη και προσιτή στη γνώση πραγµατικότητα έξω και πέρα από τον φυσικό κόσµο. Αίµα της φιλοσοφίας είναι η αµφισβήτηση. Άπαξ και τα πρώτα της ξεκινήµατα έγιναν παρελθόν, κάθε καινούρια εξέλιξη αντιπροσωπεύει συνήθως µια αντίδραση στην προηγούµενη διανόηση. Αυτό αληθεύει για τους µεγαλύτερους Έλληνες – τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να ξοδέψουµε κάποιο χρόνο, όπως και ξοδέψαµε, για τους άµεσους προδρόµους των, για να εννοήσουµε τις πηγές και της δικής τους σκέψης· και για τον ίδιο λόγο έχει ιδιαίτερη σηµασία να συλλάβουµε το σηµείο, στο οποίο φτάσαµε τώρα, ότι δηλ. η ηθική και πολιτική φιλοσοφία πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα (και αυτό σηµαίνει: πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ευρώπη) µέσα σε µια ατµόσφαιρα σκεπτικισµού. Αυτόν τον σκεπτικισµό έκαµαν έργο της ζωής τους να καταπολεµήσουν ο Σωκράτης και οι διάδοχοι του.
Στο φυσικό πεδίο ο Δηµόκριτος είχε πει ότι τα αισθήµατα του γλυκού και του πικρού, του θερµού και του ψυχρού δεν ήταν παρά συµβατικοί όροι. Δεν ανταποκρίνονταν σε κάτι πραγµατικό. Γι. αυτόν το λόγο ό,τι σ’ εµένα φαινόταν γλυκό, ίσως φαινόταν σ’ εσένα πικρό, ή και σ. εµένα, αν δεν ήµουν καλά, και το ίδιο νερό ίσως το νιώσω θερµό στο ένα µου χέρι και ψυχρό στο άλλο. Το κάθε τι εξαρτάται από το πώς συµβαίνει να είναι τακτοποιηµένα τα άτοµα στο σώµα µας και από το πώς αυτά αντιδρούν στον εξίσου πρόσκαιρο συνδυασµό των ατόµων στο λεγόµενο αισθητό αντικείµενο.
Η µεταφορά της αντίληψης αυτής στο πεδίο της ηθικής ήταν πολύ εύκολη και την πραγµατοποίησε τότε περίπου, αληθινά, αν πρέπει να πιστέψουµε τη µεταγενέστερη παράδοση, ένας Αθηναίος µε το όνοµα Αρχέλαος, µαθητής του Αναξαγόρα. Αν το θερµό και το ψυχρό, το γλυκό και το πικρό, δεν υπάρχουν στη φύση, αλλ. είναι απλώς θέµα του πώς τα αισθανόµαστε κατά περίπτωση, τότε – υποστήριξε – δεν θα πρέπει να υποθέσουµε ότι το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος έχουν ύπαρξη εξίσου υποκειµενική και µη-πραγµατική; Δεν µπορεί να υπάρχουν στη φύση απόλυτες αρχές που να κυβερνούν τις σχέσεις µεταξύ ανθρώπων.
Το παν εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς κάτι. Μπορούµε να διασαφηνίσουµε τη σκεπτικιστική άποψη των Σοφιστών, αν µνηµονεύσουµε χωρία δύο από τους πιο γνωστούς Σοφιστές, που άσκησαν και τη µεγαλύτερη επιρροή, το Γοργία και τον Πρωταγόρα. Ο τίτλος που προτιµούσε να δώσει ένας φυσικός φιλόσοφος στο έργο του ήταν «Περί φύσεως ή περί του όντος». Συνειδητά παρωδώντας τα πολλά έργα µε τον ίδιο τίτλο ο Γοργίας έγραψε ένα έργο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Περί φύσεως είτε περί του µη όντος», και σε αυτό προσπάθησε να αποδείξει τρία πράγµατα:
α) Ότι τίποτε δεν υπάρχει·
β) Ότι κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα µπορούσαµε να το γνωρίσουµε·
γ) Κι αν ακόµη µπορούσαµε να γνωρίσουµε κάτι, δε θα µπορούσαµε να το µεταδώσουµε στο γείτονα µας.
Ο Πρωταγόρας εξέφρασε ως εξής τις απόψεις του για τη θρησκεία: «Για τους θεούς, δεν µπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή όχι ούτε πώς είναι· γιατί πολλά µε εµποδίζουν να το µάθω. µεταξύ των οποίων και το σκοτεινό του πράγµατος και η συντοµία της ανθρώπινης ζωής». Ο ίδιος ήταν που είπε το περίφηµο απόφθεγµα «Ο άνθρωπος είναι το µέτρο όλων των πραγµάτων», που σήµαινε – αν πρέπει να εµπιστευθούµε την ερµηνεία του Πλάτωνα – ότι ο τρόπος µε τον οποίο βλέπει ο α΄ τα πράγµατα, αποτελεί γι’ αυτόν την αλήθεια, και ο τρόπος που τα βλέπει ο β΄, αποτελεί γι. αυτόν την αλήθεια.
Δεν µπορεί ο ένας να πείσει τον άλλο ότι έχει λάθος, γιατί αν ο ένας βλέπει τα πράγµατα µε τον α΄ τρόπο, τότε αυτά υπάρχουν γι. αυτόν όπως τα αντιλαµβάνεται, κι ας τα βλέπει διαφορετικά ο γείτονας του. Η αλήθεια είναι απολύτως σχετική. Ο Πρωταγόρας όµως άφηνε χώρο για τις παραδοσιακές απόψεις περί αλήθειας και ηθικής προσθέτοντας ότι, µολονότι καµιά γνώµη δεν είναι αληθέστερη από τις άλλες, µπορεί η µια γνώµη να είναι καλύτερη από την άλλη. Αν στα µάτια ενός που υποφέρει από ίκτερο όλα τα πράγµατα φαίνονται κίτρινα, είναι γι’ αυτόν πράγµατι κίτρινα και κανείς δεν έχει το δικαίωµα να του πει πως δεν είναι.
Αξίζει όµως τον κόπο ένας γιατρός να µεταβάλει τον κόσµο αυτού του ανθρώπου βελτιώνοντας τη σωµατική του κατάσταση, ώστε τα πράγµατα να πάψουν να είναι γι. αυτόν κίτρινα. Παρόµοια αν ένας άνθρωπος ειλικρινά πιστεύει ότι είναι σωστό να κλέβει, τότε η γνώµη του αυτή είναι γι’ αυτόν σωστή όσο την πιστεύει. Αλλά η µεγάλη πλειονότητα, για την οποία η κλοπή και φαίνεται και είναι κακό, θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει την κατάσταση του πνεύµατος του και να το οδηγήσει να δεχτεί απόψεις που δεν είναι αληθινά ορθότερες, αλλά καλύτερες.
Εγκαταλείπεται ο έλεγχος της αλήθειας ή του ψεύδους για ένα πράγµα, και αντικαθίσταται από τον έλεγχο της χρησιµότητας του. Ο ανευλαβής σκεπτικισµός των Σοφιστών επηρέασε το ως τώρα αναµφισβήτητο κύρος του νόµου, που βασιζόταν στην πίστη ότι ο νόµος είχε θεία καταγωγή. Τους πρωιµότερους νοµοθέτες, όπως ο Λυκούργος, ο παραδοσιακός θεµελιωτής της Σπάρτης, θεωρούσαν ότι τους είχε φωτίσει ο Απόλλων και αποτελούσε ακόµα έθιµο οι νοµοθέτες να προσφεύγουν στα µαντείο του στους Δελφούς και να εξασφαλίζουν αν όχι τη συµβουλή του, τουλάχιστον την επικύρωση εκ µέρους του των σχεδίων τους.
Αυτή τη θρησκευτική θεµελίωση του νόµου υπονόµευε τώρα όχι µόνο η αθεϊστική ροπή της φυσικής φιλοσοφίας – την οποία ροπή οι Σοφιστές ανέλαβαν να συνεχίσουν µε τόσο πολύ ζήλο – αλλά και οι εξωτερικές περιστάσεις, όπως ήταν η αυξανόµενη επαφή των Ελλήνων µε τις ξένες χώρες και το µέγα σώµα της σύγχρονης νοµοθεσίας της συνδεόµενης µε την ίδρυση των αποικιών. Οι Σοφιστές ήταν τέκνα της εποχής τους. Η επαφή τους δίδαξε τις θεµελιώδεις διαφορές που µπορούσαν να υπάρχουν µεταξύ νοµοθεσιών και λαών που ζούσαν σε διαφορετικά κλίµατα.
Όσο για τις νέες νοµοθεσίες, ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι κατέβαιναν από τον ουρανό, όταν οι φίλοι κάποιου (ή, ακόµη χειρότερα, οι εχθροί του) είχαν λάβει εντολή να νοµοθετήσουν. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είχε λάβει εντολή το 443 π.Χ. να συντάξει νόµους για τη νέα αθηναϊκή αποικία, τους Θούριους στην Κάτω Ιταλία. Δεν είναι εκπληκτικό ότι ήταν ο πρώτος που διέδωσε τη θεωρία της καταγωγής του δικαίου, την οποία σήµερα γνωρίζουµε µε τον τίτλο «κοινωνικό συµβόλαιο».
Είτε ότι οι άνθρωποι, για να προστατευτούν από τα άγρια ζώα και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αναγκάστηκαν σε ένα πρώιµο στάδιο να ενωθούν σε κοινότητες. Ως τότε δεν είχαν ούτε ηθικούς κανόνες ούτε νόµους, αλλά η ζωή στις κοινωνίες αποδείχτηκε πως θα ήταν αδύνατη, αν ίσχυαν οι νόµοι της ζούγκλας και έτσι, µε αργά και κοπιαστικά βήµατα, έµαθαν την αναγκαιότητα των νόµων και των συµβάσεων µε τα οποία οι ισχυρότεροι δεσµεύτηκαν να µην επιτίθενται και ληστεύουν τους αδύνατους για µόνο το λόγο ότι αυτοί είναι οι ισχυρότεροι.
Με δεδοµένη αυτή την αρχική υπόθεση, ότι οι νόµοι και οι ηθικοί κώδικες δεν είχαν θεία καταγωγή αλλά ανθρώπινη και ατελή, ήταν δυνατόν να καταλήξει κάποιος σε πρακτικά συµπεράσµατα πολύ διαφορετικά. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είπε ότι οι νόµοι δηµιουργήθηκαν, γιατί ήταν απαραίτητοι. Προασπίσθηκε λοιπόν το κοινωνικό συµβόλαιο και ζήτησε υποταγή στους νόµους. Άλλοι ριζοσπαστικότεροι Σοφιστές απέκρουσαν τη θεωρία και υποστήριξαν το φυσικό δικαίωµα του ισχυρότερου να επικρατήσει. Ποικίλα συµπεράσµατα θα µπορούσαν να αντληθούν σχετικά, αλλά η µείζων πρόταση ήταν η ίδια για όλα.
Όλα παρόµοια ξεκινούσαν από την πλήρη απουσία απόλυτων αξιών και προτύπων, είτε στηρίζονταν σε θεολογικές ιδέες είτε όχι. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια την αντιµετώπιζαν οι Σοφιστές ως στηριζόµενη στην πείρα και µόνο, και επιβαλλόµενη µόνο και µόνο από το κοινό συµφέρον. Ορθό και λάθος, σοφία, δικαιοσύνη και καλοσύνη δεν ήταν παρά λέξεις, έστω και αν θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι σε ορισµένες περιπτώσεις ήταν φρόνιµο να συµπεριφερθούµε σαν να ήταν κάτι περισσότερο από λέξεις.
Σε έναν τέτοιο κόσµο ιδεών εµφανίστηκε ο Σωκράτης. Αυτή η σοφιστική άποψη του φάνηκε ταυτόχρονα και λανθασµένη και ηθικά επικίνδυνη και θεώρησε έργο ζωής γι’ αυτόν να την πολεµήσει. Ο Σωκράτης πιθανόν είναι κυρίως γνωστός από το περίφηµο ρητό του ότι «η αρετή είναι γνώση», και το να ανακαλύψουµε τι σηµαίνει αυτό αποτελεί προσέγγιση στον πυρήνα της φιλοσοφίας του εξ ίσου καλή όσο και οποιαδήποτε άλλη.
Κατανοούµε το ρητό τοποθετώντας το ιστορικά, δηλαδή συσχετίζοντας το µε τα προβλήµατα, µε τα οποία η προγενέστερη και σύγχρονη σκέψη και οι περιστάσεις του καιρού του τον ανάγκασαν να ασχοληθεί, και τα οποία προσπαθούσε, όσο µπορούσε, να λύσει. Ξέρουµε τώρα ότι η Αγγλική λέξη «virtue» δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην Eλληνική «αρετή», που σήµαινε αρχικά επάρκεια σε κάποιο ειδικό έργο. Είδαµε επίσης ότι οι αντίπαλοι εναντίον των οποίων στρεφόταν η σωκρατική διδασκαλία υποστήριζαν δύο πράγµατα:
α) Ότι οι ίδιοι µπορούσαν να διδάξουν ή µεταδώσουν την «αρετή»,
β) Ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που µπορούσε να διδαχτεί, ήταν µια χίµαιρα.
Δεν υπήρχε τέτοιο πράγµα. Εξισώνοντας λοιπόν «αρετή» και γνώση ο Σωκράτης µε το ρητό του εµφανίζεται να τους προκαλεί σκόπιµα, και την πρόκληση αυτή µπορούµε να συλλάβουµε µόνο, αν µεταφερθούµε µε τη σκέψη µας στους καιρούς στους οποίους έζησε. Ένα από τα πράγµατα τα σχετικά µε τον Σωκράτη που ερέθιζε τον ευαίσθητο, πρακτικό Αθηναίο ήταν ότι επέµενε να στρέφει τη συζήτηση σε τέτοιους ταπεινούς και φαινοµενικά άσχετους ανθρώπους, όπως οι τσαγγάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγµή που ό,τι ζητούσαν εκείνοι να µάθουν ήταν τι σήµαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε ένα τέτοιο πράγµα σαν την ηθική υποχρέωση.
Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγγάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο πράγµα που είναι απαραίτητο να µάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη µέθοδο χρησιµοποιήσεως τους, αν δεν έχεις σχηµατίσει πριν στο νου σου µια σαφή και λεπτοµερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να παραγάγεις και ποια λειτουργία θα έχει να εκτελέσει. Για να χρησιµοποιήσουµε την ελληνική λέξη, η «αρετή» του υποδηµατοποιού εξαρτάται πρώτα και πρώτιστα από την κατοχή αυτής της γνώσης.
Έπρεπε να µπορεί να περιγράψει µε καθαρούς όρους τη φύση του πράγµατος που σκόπευε να κατασκευάσει και ο ορισµός αυτός θα όφειλε να περικλείει καθορισµό της χρησιµότητας που θα είχε το προϊόν. Ήταν πολύ φυσικό να µιλούµε για την «αρετή» ενός υποδηµατοποιού, όπως ακριβώς θα µπορούσαµε να µιλήσουµε για την «αρετή» ενός στρατηγού ή πολιτικού. Σε τέτοια περίπτωση η λέξη αυτή δεν είχε αναγκαία οποιαδήποτε σχέση µε την ηθική πλευρά των δραστηριοτήτων τους, όπως θα υπονοούσε η αντίστοιχη αγγλική λέξη «virtue».
Η λέξη «αρετή» σήµαινε αυτό που τους καθιστούσε καλούς στο συγκεκριµένο τους επάγγελµα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγµατα των πρακτικών τεχνών, µπορούσε εύκολα ο Σωκράτης να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάµει µε τη γνώση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού – τι ξεκινούσε να δηµιουργήσει ο άνθρωπος. Αν µας δοθεί να κατανοήσουµε σωστά το σκοπό, µπορεί στη συνέχεια να κατανοήσουµε τα µέσα που πρέπει να χρησιµοποιηθούν, αλλά όχι αντίστροφα.
Εποµένως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η «αρετή» εξαρτάται πρώτα από το να έχουµε ένα συγκεκριµένο έργο να εκτελέσουµε, και κατά δεύτερο λόγο από το να ξέρουµε απόλυτα ποιο είναι το έργο και σε τι στοχεύει. Αν λοιπόν (συνέχιζε ο Σωκράτης) υπάρχει αποδεκτή σηµασία βάσει της οποίας µπορούµε να µιλούµε για «αρετή» απόλυτη, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι Σοφιστές – εννοώντας ότι µε την «αρετή» µπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή – έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργηµα που όλοι µας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουµε.
Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουµε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουµε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δεν θα υποστήριζα τώρα ότι στις καταγραφές της σωκρατικής διδασκαλίας, που έχουµε στα γραπτά κείµενα των µαθητών του (γιατί ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, πιστεύοντας ότι το µόνο που αξίζει είναι η ζωντανή ανταλλαγή ιδεών µε ερωταποκρίσεις µεταξύ δύο προσώπων που βρίσκονται σε προσωπική επαφή), βρίσκουµε την απάντηση σε αυτό το πρωταρχικό ερώτηµα για τον γενικό σκοπό ή στόχο της ανθρώπινης ζωής.
Η έλλειψη αυτή στη Σωκρατική διδασκαλία ήταν, ένας λόγος που έκανε τον θετικότερο Πλάτωνα να θεωρήσει καθήκον του όχι µόνο να παρουσιάσει τη διδασκαλία του δασκάλου του, αλλά και να την µεταφέρει ένα στάδιο πιο εκεί. Είναι σύµφωνο µε το χαρακτήρα του Σωκράτη να µην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει πως ο ίδιος δεν εγνώριζε τίποτα, και πως το µόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. Η ουσία της Σωκρατικής µεθόδου ήταν να πείθει το συνοµιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγµατικότητα δεν ήξερε.
Η πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήµα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά µε οτιδήποτε, αν κατέχεται από την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Ο κόσµος παραπονιόταν ότι η συζήτηση µε το Σωκράτη τους νάρκωνε, όπως µια ηλεκτρική εκκένωση. Εφ όσον ο Σωκράτης θεωρούσε αποστολή του στη ζωή να περιφέρεται και να πείθει τους ανθρώπους για την άγνοια τους, δεν είναι εκπληκτικό το πως έγινε αντιδηµοκρατικός, ούτε µπορούµε να κατηγορήσουµε εξ ολοκλήρου τους Αθηναίους – όσο κι αν ήταν τραγικό το σφάλµα τους – γιατί τον µπέρδεψαν µε τους Σοφιστές και ξέχυσαν πάνω του το µίσος που οι Σοφιστές τους προκαλούσαν.
Αυτοί πίστευαν πως η γνώση δεν ήταν δυνατή· αυτός έδειχνε στον καθένα ότι δεν ξέρει τίποτε. Η διαφορά πραγµατικά ήταν βαθειά γιατί η δράση του Σωκράτη βασιζόταν στην παθιασµένη πίστη ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλά ότι τα ερείπια των µισοµαθηµένων και παραπλανηνητικών ιδεών, που γέµιζαν τα κεφάλια των περισσότερων ανθρώπων, πρέπει να παραµεριστούν, πριν καταστεί δυνατό να αρχίσει οποιαδήποτε έρευνα για τη γνώση. Αυτό που πρόβαλλε εµπρός στους ανθρώπους, σε γερή αντίθεση προς τον σοφιστικό σκεπτικισµό, ήταν «ένα ιδεώδες για γνώση που δεν έχει ακόµη κατακτηθεί».
Άπαξ και αντιλαµβάνονταν ποιος ήταν ο δρόµος για το στόχο, ήταν πρόθυµος να τον αναζητήσει µαζί τους και η όλη φιλοσοφία για τον Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνοµιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόµα την αλήθεια, αλλά αρκεί να πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα µπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν µαζί, µε την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Ο γνήσιος Σωκρατισµός αντιπροσωπεύει πρώτα και πρώτιστα µια στάση του πνεύµατος, µια πνευµατική ταπεινοφροσύνη που εύκολα την συγχέει κανείς µε την αλαζονία, εφ όσον ο αληθινά Σωκρατικός φιλόσοφος είναι πεπεισµένος για την άγνοια όχι µόνο του εαυτού του, αλλά και όλης της ανθρωπότητας.
Αυτή περισσότερο απ’ οποιοδήποτε σώµα θετικής φιλοσοφικής θεωρίας είναι η συµβολή του Σωκράτη. Επιστρέφουµε τώρα στην επιµονή του ότι, αν επιθυµούµε να αποκτήσουµε την «αρετή», ουσιώδη προϋπόθεση αποτελεί το να ανακαλύψουµε και να καθορίσουµε το σκοπό ή τη λειτουργία του ανθρώπου: δεν θα περιµένουµε βέβαια να βρούµε αυτόν το σκοπό να ορίζεται σαφώς και ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Σωκράτη. Αποστολή του ήταν να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την ανάγκη αυτή, και να προτείνει µια µέθοδο µε την οποία να αναζητήσουν τον απαιτούµενο ορισµό, ώστε και ο ίδιος και οι συν-ερευνητές του να µπορούν να ξεκινήσουν για να τον βρουν.
Στη σύγχυση της ηθικής διανόησης που χαρακτήριζε την εποχή του, ένα γεγονός ξεχώριζε ως κατ’ εξοχήν επιζήµιο. Η συζήτηση των ανθρώπων είχε αναµειχθεί µε µια µεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίµευαν να πει-γράψουν ηθικές έννοιες – δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία, κ.ο.κ. Ξεκίνησα, λέει ο Σωκράτης, πιστεύοντας µες στην αθωότητα µου πως ήξεραν τι σήµαιναν αυτοί οι όροι, εφ όσον τους χρησιµοποιούσαν τόσο άνετα, και ήµουν γεµάτος ελπίδες ότι θα το έλεγαν και σ’ εµένα, που δεν ήξερα. Όταν τους ρωτούσε όµως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν µπορούσε να του δώσει µια σωστή ερµηνεία.
Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγµατι σηµασία· αλλά εάν έτσι έχει το πράγµα, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταµατήσουν να τους χρησιµοποιούν. Εάν εξ άλλου είχαν κάποια σταθερή σηµασία, τότε όσοι τις χρησιµοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σηµαίνουν. Δεν µπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά µόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιµοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγµατα, συζητούν χωρίς να συνενοούνται και το µόνο αποτέλεσµα θα είναι η σύγχυση.
Η σύγχυση θα είναι ταυτόχρονα και εννοιολογική (γνωστική) και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς µε κάποιον που χρησιµοποιεί τους όρους του µε σηµασία διαφορετική από τη δική σου δεν µπορεί να οδηγήσει πουθενά – εκτός ίσως από τη φιλονικία· και από ηθική άποψη, όταν οι αµφισβητούµενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, µόνο αναρχία µπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήµατος, γνωστική (intellectual) και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης µε το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση.
Τόσο καθαρό εξ άλλου ήταν το µυαλό του και σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο ότι, αν οι άνθρωποι µπορούσαν να φτάσουν στο σηµείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόµατα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους καταφέρει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφηµο του ρητό, ότι κανείς δεν κάνει µε τη θέληση του το κακό. Αν η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και µόνο.
Πώς λοιπόν θα ξεκινήσουµε για να κατακτήσουµε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη, κλπ; Ο Σωκράτης, ήταν έτοιµος να προτείνει µια µέθοδο, και για τους άλλους και για τον εαυτό του. Η γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης µπορεί δικαιολογηµένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγµατα, την επαγωγή και τον γενικό ορισµό. Αυτοί οι κάπως ξηροί λογικοί όροι, που ασφαλώς θα εξέπλητταν τον ίδιο το Σωκράτη, δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση µε την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική.
Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγµατα, για τα οποία – συµφωνούν και οι δύο συζητητές – µπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούµενο). Τότε τα συγκεντρωµένα παραδείγµατα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφτεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτόν το χαρακτηρισµό. Η κοινή ιδιότητα,ή – το πιθανότερο – µια οµάδα ή µια δέσµη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων.
Συνιστά πράγµατι αυτή (αν αφαιρεθούν οι τυχαίες ιδιότητες, που οφείλονται στο χρονικό σηµείο ή στην περίσταση και που ανήκουν σε κάθε µια από τις δίκαιες πράξεις µεµονωµένα) τον ορισµό της δικαιοσύνης. Έτσι η επαγωγή αποτελεί, όπως το λέει και η ελληνική λέξη (επί + άγω) µια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουµε και τις δούµε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού των όρου.
Το σφάλµα που εύρισκε ο Σωκράτης στα θύµατα αυτού του ακούραστου ερωτηµατολογίου ήταν ότι θεωρούσαν επαρκές να επιτελούν το πρώτο στάδιο µόνο, δηλ. να αναφέρουν µερικά σκόρπια παραδείγµατα και να λένε «Αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη». Τον τύπο αυτόν αντιπροσωπεύει ο Ευθύφρων, ο οποίος στον οµώνυµο πλατωνικό διάλογο παρουσιάζεται να συζητεί µε το Σωκράτη για το νόηµα της ευσέβειας· το θέµα προέκυψε σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι ο Ευθύφρων είχε παρακινηθεί απ. ό,τι θεώρησε καθήκον του, να διώξει δηλ. δικαστικά τον πατέρα του για «ανθρωποκτονία εξ αµελείας».
Ερωτώµενος ο Ευθύφρων ποιο νόηµα δίνει στη λέξη «ευσέβεια» απαντά «ευσέβεια είναι αυτό που κάνω τώρα εγώ». Σε έναν άλλο διάλογο ο Σωκράτης λέει στο συνοµιλητή του «Σε ρώτησα για ένα µόνο πράγµα, την αρετή, κι εσύ µου έδωσες ένα ολόκληρο σµήνος αρετών». Προσπαθούσε να τους κάνει να δουν ότι, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγµατα ορθής ενέργειας, πρέπει όµως όλα αυτά να έχουν µια κοινή ιδιότητα ή έναν χαρακτήρα κοινό, βάσει του οποίου και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόηµα.
Αυτός ήταν ο στόχος των ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδηµοτικό – να φτάσει από το σµήνος των αρετών στον ορισµό του ενός, της αρετής. Μοιάζει µε άσκηση λογικής, αλλά ήταν στην πράξη ο µόνος τρόπος µε τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεµούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόµοια ερωτήµατα, όπως «τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα» είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα υποστήριζαν ότι ο µόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρµητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο.
Κανόνες µε την παραδεγµένη έννοια δεν υπάρχουν. Το λογικό σόφισµα οδηγούσε κατ’ ευθείαν σε ηθική αναρχία. Ο Σωκράτης πλήρωσε το τίµηµα του να προπορεύεται της εποχής του. Η σαφής και ευθεία σκέψη του ταξινοµήθηκε µαζί µε τη σκέψη των ίδιων των Σοφιστών, εναντίον των οποίων έστρεψε την ειρωνεία του, και δυο αντιδραστικοί πολίτες τον κατηγόρησαν ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης. Πρέπει να παραδεχτούµε ότι οι διασηµότεροι από τους µαθητές και εταίρους του δεν βοήθησαν την υπόληψη του. Ο ένας ήταν ο Αλκιβιάδης, για τον οποίο δεν χρειάζεται να πούµε περισσότερα.
Ο άλλος ήταν ο Κριτίας, ο οξύς και εκδικητικός ολιγαρχικός, που γύρισε από την εξορία µετά την ήττα των Αθηνών το 404 π.Χ. και υπήρξε κατά µέγα µέρος υπεύθυνος για τις αιµατηρές εκκαθαρίσεις που συνέβησαν υπό την εξουσία των λεγόµενων «Τριάκοντα Τυράννων», από τους οποίους υπήρξε ο βιαιότερος και πιο ακραίος. Κατά την αθηναϊκή συνήθεια είχε τη δυνατότητα ο Σωκράτης να προτείνει για τον εαυτό του µια ηπιότερη ποινή και οι δικαστές απέµενε να αποφασίσουν µια από τις δυο. Η πρόταση του όµως ήταν να τον ελευθερώσει η πόλη ως δηµόσιο ευεργέτη. Όπως και να ’ναι, είπε, δεν είχε χρήµατα για να πληρώσει ένα επαρκές πρόστιµο.
Με την ένθερµη προτροπή του Πλάτωνα και άλλων φίλων του πρότεινε ένα πρόστιµο που αυτοί θα πλήρωναν, αλλά δεν ανελάµβανε την υποχρέωση να σταµατήσει να «διαφθείρει» τους νέους, µε βάση το ότι γι’ αυτόν οι δραστηριότητες αυτές ήταν σπουδαιότερες από την ίδια τη ζωή. Το τελευταίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια εκλογής στους δικαστές και τον έστειλαν στη φυλακή, να περιµένει την εκτέλεση. Άλλη µια φορά ακόµα εµφανίζονται οι φίλοι του, αυτή τη φορά µε ένα σχέδιο που θα διευκόλυνε την απόδραση του.
Είναι πιθανό πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, από όσους τον αποδοκίµαζαν να µην επιθυµούσαν να τον δουν να πεθαίνει και θα ήταν κάτι πάρα πάνω από ευχαριστηµένοι, αν ο Σωκράτης πειθόταν να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει ήρεµα κάπου αλλού. Εκείνος όµως απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή είχε καρπωθεί τα ευεργετήµατα που οι νόµοι της Αθήνας πρόσφεραν στους πολίτες της και τώρα, που οι ίδιοι αυτοί νόµοι θεώρησαν σωστό να πεθάνει, θα ήταν και άδικο και αχάριστο εκ µέρους του να ξεφύγει από την εκτέλεση της αποφάσεως τους. Και εκτός αυτού, ποιος µπορούσε να πει αν δεν θα περνούσε έτσι σε µια πολύ καλύτερη ύπαρξη από αυτή που είχε γνωρίσει ως τότε;
Μέσα σε αυτή την ήρεµη πνευµατική κατάσταση ήπιε το κώνειο το 399 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών. Το τέλος του Σωκράτη προκάλεσε τόσο βαθειά εντύπωση σε έναν από τους νεαρούς φίλους του, ώστε επεσφράγισε την απροθυµία του να ασχοληθεί µε την πολιτική ζωή, για την οποία φαίνονταν να τον προορίζουν η καταγωγή του και η ιδιοφυΐα του. Απογοητευµένος – όπως και να ’χει το πράγµα -από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη του και τις υπερβολές των τελευταίων τους αρχόντων, έκρινε ο Πλάτων ότι το κράτος που µπορούσε να καταδικάσει έναν τέτοιο άνθρωπο σε θάνατο δεν ήταν τέτοιο στο οποίο να µπορέσει ο ίδιος να παίζει ρόλο ενεργό.
Αντί γι’ αυτό αφοσιώθηκε στη συγγραφή αυτών των εκπληκτικών διαλόγων του και αναπτύσσει, επιβεβαιώνει και διευρύνει τη διδασκαλία του Σωκράτη µε λόγια που θέτει στο ίδιο το στόµα του µεγάλου ανθρώπου. Η εξιδανίκευση του Σωκράτη, η οικοδόμηση του μύθου του, έγινε μετά τον θάνατό του από την πρώτη γενιά των αφοσιωμένων μαθητών του. Ο Σωκράτης ήταν ο εμπνευστής όλων των φιλοσοφικών σχολών που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα: των Κυνικών, των Κυρηναϊκών, των Μεγαρικών, της Πλατωνικής Ακαδημίας.
Ενώ ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε, οι μαθητές του συνέθεσαν την εκτεταμένη «Σωκρατική» γραμματεία, μια πληθώρα δηλαδή διαλογικών κειμένων με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Ορισμένα από τα «σωκρατικά» κείμενα ήταν λογοτεχνικά και φιλοσοφικά αριστουργήματα, διαβάστηκαν με πάθος και αφοσίωση από γενιές ολόκληρες αναγνωστών και άσκησαν βαθιά επίδραση στη μεταγενέστερη σκέψη – οι πλατωνικοί διάλογοι είναι το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της γραμματείας. Από εδώ αντλούμε τη μορφή του Σωκράτη, με την οποία έχουμε και εμείς εξοικειωθεί.
Η μορφή αυτή είναι τόσο υποβλητική, ώστε εύκολα ξεχνούμε ότι ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα δεν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο αλλά ένα λογοτεχνικό προσωπείο. Πρωταρχικός στόχος των σωκρατικών διαλόγων ήταν η αποκατάσταση της μνήμης του δασκάλου. Θα έπρεπε λοιπόν, μέσα από τα κείμενα αυτά, να καταδειχθεί πόσο αβάσιμες και άδικες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του, πόσο ο αληθινός Σωκράτης διέφερε από τον «διαφθορέα των νέων» και τον «εισηγητή καινών δαιμονίων» τον οποίο οι Αθηναίοι καταδίκασαν.
Για να αποκατασταθεί ο Σωκράτης έπρεπε κυρίως να φανεί η ριζική διαφορά του από τους σοφιστές. Ο πραγματικός κίνδυνος για την Αθήνα και τις αξίες της δεν προερχόταν από τον ολιγαρκή, νομοταγή, αλλόκοτο και ειρωνικό Σωκράτη, από τον Σωκράτη που διακήρυσσε σε κάθε ευκαιρία την άγνοιά του, αλλά από τους επηρμένους, παντογνώστες και τυχοδιώκτες σοφιστές.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι βασικοί άξονες της σκέψης του Σωκράτη εντάσσονται στο πνευµατικό κίνηµα του σοφιστικού διαφωτισµού. Η ενδότερη συγγένειά του µε τους σοφιστές είναι περισσότερο αισθητή σε θέµατα που σχετίζονται µε την κριτική του µύθου, τη φιλοσοφική κατανόηση του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους της κοινότητας, την καλλιέργεια πολιτικών και παιδαγωγικών ενδιαφερόντων, την παιδευτική σηµασία του λόγου και του έλλογου πράττειν.
Αλλά και η πρακτική όψη της φιλοσοφικής του δραστηριότητας παρουσιάζει τα ίδια σχεδόν γνωρίσµατα µε εκείνα των σοφιστών: η διδασκαλία του συνδέεται µε τις έγνοιες και τους προβληµατισµούς των νέων ανθρώπων, οι συζητήσεις µε τους συµπολίτες του, όπως π.χ εκείνη µε τον Ευθύφρονα, λαµβάνουν συχνά διαφωτιστικό χαρακτήρα, η κριτική διάθεση της σκέψης του τείνει να αυτοθεµελιώνει τον διαπαιδαγωγητικό της ρόλο, η θεωρητική του βλέψη αµφισβητεί ευθέως την προσήλωση σε εδραιωµένα δόγµατα και αναζητεί νέα παιδευτικά πρότυπα. Κι όµως ο Σωκράτης διαφέρει ουσιαστικά από τους σοφιστές.
Η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τις δύο πλευρές προωθεί νέους αναπροσδιορισµούς στη φιλοσοφική κατανόηση της παιδείας και σε γνωσιο-οντο-λογικό επίπεδο επιδρά καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασµού. Οι σοφιστές οµιλούν για µόρφωση, ο Σωκράτης για δια-µόρφωση. Οι πρώτοι υπερασπίζονται την υποκειµενικότητα της γνώµης και την απόλυτη σχετικότητα της γνώσης, ο δεύτερος υπερασπίζεται την υποκειµενικότητα της σκέψης στη βάση της διαµόρφωσης ελεύθερης αυτοσυνείδησης ή πνευµατικής απελευθέρωσης του εαυτού.
Εκείνοι υποτάσσουν το λόγο στην υπηρεσία της ρητορικής και ανασηµαίνουν τα πράγµατα δυνάµει της λεκτικής τους αναπαράστασης· ο Σωκράτης ανευρίσκει στο λόγο τη λογική µέθοδο πρωτίστως και δι. αυτής προχωρεί στη σύλληψη της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο λόγος για τους σοφιστές είναι αντί-λογος, για τον Σωκράτη στοχαστικός κριτής των ανθρώπων και των πραγµάτων.
Με δεδοµένη αυτή την αντιθετική ενότητα σκέψης, από την οποία εκπήγασε ο Σωκρατικός διάλογος, θα προσπαθήσουµε να δείξουµε ότι αυτή η χρονικά πρώτη µορφή διασκεπτικού φιλοσοφείν δεν αποτελεί απλώς στιγµή -έστω και σηµαντική- της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά κυρίως αναγκαία µεθοδολογική αρχή για να πραγµατοποιείται η φιλοσοφία ως ολοκληρωµένη παιδεία του ανθρώπου.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο Σωκράτης δεν δίδασκε με την κλασσική μέθοδο της αγόρευσης όπως έκαναν οι υπόλοιποι, αλλά με διάλογο. Όπως η μαμή βοηθά να ξεγεννήσει η μάνα, έτσι και ο Σωκράτης βοηθούσε τον μαθητή στο να ξεγεννήσει από μέσα του την γνώση. Οι οδύνες του τοκετού παραλληλίζονταν με την οδύνη του μαθητή να μπορέσει να βγάλει στην επιφάνεια την συνειδητοποίηση της αγνοίας μας. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε μαιευτική. Σε κάθε συζήτηση ο Σωκράτης προσποιείται ότι αγνοεί ένα θέμα και ρωτά να μάθει περί τίνος πρόκειται.
Ο συνομιλητής δίνει τον ορισμό σίγουρος για τον εαυτό του και ο Σωκράτης ξεκινά με τις ερωτήσεις του να του δείξει ότι νομίζει ότι ξέρει, και ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτε, οπότε να του ξυπνήσει την αυτογνωσία της άγνοιας δηλ το «γνώθι εις εαυτόν» που είναι η αρχή της γνώσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο «Μένων» όπου ο Πλάτωνας καταγράφει την συνομιλία του Σωκράτη με τον Θεσσαλό στρατηγό Μένων. Ο Σωκράτης προσποιείται ότι δεν γνωρίζει την έννοια της λέξης αρετή. Ο Μένων πρόθυμος του δίνει τον ορισμό σίγουρος για τον εαυτό του.
Ο Σωκράτης με την μαιευτική αναγκάζει τον Μένωνα να αυτοδιαψεύδεται συνεχώς. Ο Σωκράτης αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν να αποκαλούμε κάποιον ως ̈καλό ̈ όταν δεν ξέρουμε τι είναι καλό, ή έξυπνο όταν δεν ξέρουμε τι είναι εξυπνάδα, ή τίμιο όταν δεν ξέρουμε τι είναι τιμιότητα, ευτυχία κτλ. Ο Σωκράτης έψαχνε την πραγματική έννοια, δηλαδή την ουσία των πραγμάτων σε βάθος, αντί της επιφανειακής έννοιας που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας. Σε μια συζήτηση, ο Ευθύφρωνας ορίζει την έννοια ̈οσιότητα ̈ ως ̈όσιο είναι αυτό που ευχαριστεί τους θεούς ̈.
Ο Σωκράτης όμως του λέει ότι εφόσον διαφορετικοί θεοί ευχαριστιούνται με διαφορετικά και πολλές φορές με αλληλοσυγκρουόμενα πράγματα, ο ορισμός αυτός επιτρέπει αντιφατικές συμπεριφορές να είναι όσιες…Καταλήγει λοιπόν ότι δεν μπορεί να υπάρχει σύγκρουση του θείου (λόγω ότι το θείον έχει απόλυτη γνώση) και ρωτά τον Ευθύφρωνα αν άραγε όσιο είναι κάτι επειδή το αγαπούν οι θεοί ή οι θεοί το αγαπούν επειδή είναι όσιο; Έτσι η έννοια αυτονομείται από το θείο αλλά συγχρόνως οι θεοί είναι όλοι όσιοι.
Ο Σωκράτης ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ηθική. Προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τι είναι ευδαιμονία, πως πρέπει αν ζούμε; Ποια είναι η καλύτερη ζωή για τον άνθρωπο; Ο Σωκράτης υποστήριζε με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν εξαρτάται από υλικά αγαθά αλλά από την κατάσταση της ψυχής, και η κατάσταση της ψυχής από την καλοσύνη και την αγαθότητα.
Ο ΟΡΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο όρος διδασκαλία έχει εντελώς διαφορετική βάση από την σημερινή. Ο Σωκράτης συνήθιζε να λέει ότι κάνει την ίδια εργασία με την μητέρα του την μαμή. Βέβαια δεν ξεγεννούσε παιδία όπως η Φαιναρέτη, αλλά αυτό που έκανε ήταν να ξεγεννά – εκμαιεύει ιδέες και σκέψεις μέσα από την ψυχή (υποσυνείδητο) του συνομιλητή του. Η μαία βοηθά την γυναίκα, μέσα από τις οδύνες να ξεγεννήσει, έτσι ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την εικόνα αυτή και την παραλληλίζει με την φιλοσοφική «μέθοδο της μαιευτικής».
Ο Σωκράτης βοηθά τον συνομιλητή να βγάλει στην επιφάνεια τις σκέψεις και τις ιδέες. Οι οδύνες για τον συνομιλητή είναι η διαδικασία που υποβάλει τον νου του να αντιληφθεί και βρει την σωστή σκέψη, ενώ η γέννηση παραλληλίζεται με την εύρεση της αλήθειας. Όπως η μαμή δεν βοηθά στην σύλληψη αλλά βοηθά με την τέχνη της στην γέννηση, έτσι και ο Σωκράτης δεν μεταφέρει έτοιμη γνώση αλλά βοηθά τον συνομιλητή να ξεγεννήσει τις δικές του ιδέες. Σήμερα με τον όρο διδασκαλία εννοούμε την μετάδοση γνώσης από τον δάσκαλο στον μαθητή.
Ο Μαθητής αυτό που κάνει είναι να απομνημονεύσει – παπαγαλίσει την έτοιμη γνώση που του δίνει ο δάσκαλος. Με αυτόν τον τρόπο δεν αυτενεργεί, αλλά οικειοποιείται την ξένες ιδέες, απόψεις, θέσεις και προφανώς προσωπικότητα. Στην Σωκρατική μέθοδο ο μαθητής ανακαλύπτει μόνος του την γνώση, πράγμα που τον βοηθά να ισχυροποιεί την προσωπικότητα του. Καλλιεργείται η ικανότητα να σκέπτεται μόνος του, να κρίνει μόνος του, δηλαδή να σκέπτεται ελεύθερος, άρα να ανεβαίνει σε άλλα επίπεδα γνώσεων.
Οι ερωτήσεις του Σωκράτη είχαν σκοπό να βγάλουν στην επιφάνεια από το υποσυνείδητο στο συνειδητό, την εσωτερική σύγχυση του συνομιλητή, και να καταδείξει τις αντιθέσεις των πεποιθήσεων που υπάρχουν μέσα του, να τις δει, να τις συγκρίνει, να αποβάλει τις κακές, και με τις καλές που απέμειναν να κρίνει τις πράξεις του. Ήταν ένας έλεγχος συμβατότητας των πεποιθήσεων, διότι είναι διαφορετικό το να ελέγχουμε αν οι πεποιθήσεις είναι συμβατές μεταξύ τους και άλλο αν είναι σωστές. Από την ασυμβατότητα και αντιφατικότητα των πεποιθήσεων μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ψεύδος.
Η διδασκαλία του Σωκράτη ήταν ένα είδος ταξινόμησης του εσωτερικού κόσμου σε πρώτο επίπεδο, κάθαρσης σε δεύτερο. Η κάθαρση από τις ψευδής πεποιθήσεις ώστε να είμαστε σε θέση για ερεύνα που θα οδηγήσει στην αλήθεια, και εφόσον έχουμε απαλλαχθεί από την πλάνη θα συνειδητοποιήσουμε την άγνοια μας.̈ Ουδείς εκών κακός ̈ δηλαδή κανείς δεν είναι κακός με την θέληση του, και ̈Η κακία είναι άγνοια ̈, ήταν από τα Σωκρατικά παράδοξα, που στο βάθος δεν ήταν καθόλου παράδοξα…
Στο μεν πρώτο έλεγε ότι ένας άνθρωπος ευφυής, εάν γεννηθεί σε ένα περιβάλλον αδίκων θα γίνει και αυτός άδικος, ενώ ο ίδιος εάν γεννιόταν σε ένα περιβάλλον δικαίων θα γινόταν δίκαιος…άρα ο ίδιος άνθρωπος έγινε άδικος παρά την θέληση του, άλλωστε κανείς δεν θέλει να είναι άθλιος με την θέλησή του. Για το δε δεύτερο, δηλαδή ότι η κακία είναι άγνοια έλεγε ότι εάν οι άνθρωποι που πράττουν την κακία είχαν γνώση της πραγματικότητας = αλήθειας δεν θα έπρατταν αυτήν. Η άγνοια τους είναι αυτή που τους οδηγεί στην κακία.
Στην πολιτεία μας είπε την ιστορία με την σπηλιά, ότι δηλ εν ολίγης η πραγματικότητα του καθενός είναι διαφορετική ανάλογα το γνωστικό επίπεδο που έχει μεγαλώσει. Αυτή η πραγματικότητα, μέσω των πράξεων μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα είτε την γαλήνη είτε την ταραχή – αθλιότητα. Και ενώ η απόλυτη πραγματικότητα έξω από εμάς είναι μια, εμείς οι άνθρωποι ζούμε μέσα στον δικό μας κόσμο. Όταν αυτός ο κόσμος μας είναι γαλήνιος εμείς ζούμε γαλήνια, ενώ αντιθέτως αν ο κόσμος μας είναι μη γαλήνιος περνάμε την ζωή μας μέσα στην ταραχή.
Τα πάθη και οι έμμονες ιδέες που είναι αντίθετες με την ηθική, αρετή και δικαιοσύνη μας προτρέπουν να γίνουμε άδικοι για το δικό μας καλό, ένα καλό που το κρίνουμε σύμφωνα με την άγνοια μας. Ο Σωκράτης πιστεύει ότι είναι καλύτερο να βλάπτεσαι παρά να βλάπτεις, και αυτό γιατί όταν βλάπτεις κάποιον, έχεις βλάψει νωρίτερα και την δική σου ψυχή, και επειδή η ψυχή είναι σημαντικότερη όλων διότι από αυτήν προέρχεται η γαλήνη και η ισορροπία, καλύτερα να βλάπτεσαι παρά να βλάπτεις.
Η γνωστή «Σωκρατική ειρωνεία» δεν έχει σχέση με την σημερινή της έννοια. Ο Σωκράτης απέφευγε να λοιδορεί τους συνομιλητές του, και αν ακόμη άκουγε κάποια βλακεία από κάποιον, φρόντιζε να μην τον θίξει αλλά να τον διορθώσει βοηθώντας τους να σκέπτεται ορθά. Ο Σωκράτης σάρκαζε μόνον αυτούς που προσπαθούσαν αν του πουλήσουν πνεύμα.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Στην έννοια της παιδείας έβλεπε κανείς την εποχή του Σωκράτη κι ακόµα περισσότερο βλέπει σήµερα µια πολύτροπη πράξη που αφορά την ανατροφή των παιδιών, την εκπαίδευση, τη µόρφωση, την αγωγή, τη διδασκαλία, τα µαθησιακά αποτελέσµατα, το διδαχθέν αντικείµενο, την ειδική γνώση στην επιστήµη και στην τέχνη, τη γενική και καθολική κουλτούρα.
Στην ουσία πρόκειται για µια ανεξάντλητη πράξη, η οποία, επειδή είναι τόσο ανεξάντλητη, δεν µπορεί να προσδιορίζεται επακριβώς γι’ αυτό και κάθε απόπειρα οριστικής εννόησης της παιδείας έχει νόηµα περισσότερο ως ιδεολογική περιχαράκωση της παρά ως αυθεντική σύλληψη της. Θα µπορούσε κανείς ωστόσο να ξεκινήσει από ορισµένες διαχρονικές σταθερές, οι οποίες αναδείχνουν την παιδεία, ανεξάρτητα από την επί µέρους κατηγοριοποίηση της σε εκπαίδευση, µόρφωση, αγωγή κ.λπ., ως συστατική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πρώτη σταθερά είναι ότι η παιδεία αποτελεί καθαρά ανθρώπινο επίτευγµα και θεµελιώνεται ως σχέση ανάµεσα σε δύο πρόσωπα: ανάµεσα σε ένα Εγώ και σε ένα Εσύ, ανάµεσα στη µητέρα και στο παιδί, ανάµεσα στο δάσκαλο και στο µαθητή. Κατά τη δεύτερη σταθερά, η παδεία ως σχέση συνιστά µια σχέση συνείδησης, η οποία εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του πεπερασµένου βίου και διακρίνεται για την αµοιβαία ευθύνη και ελευθερία των συνιστωσών της.
Μια τρίτη σταθερά έχει να κάνει µε τον παιδαγωγικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης, µε τη µάθηση, την ηθική ενέργεια, την αισθητική καλλιέργεια, τις µετα-φυσικές ανησυχίες και µε κάθε παρόµοιο έργο που ανυψώνει το ανθρώπινο ον πάνω από τη φυσική του ατοµικότητα, δηλαδή το καθιστά πρόσωπο. Μια τέταρτη σταθερά αφορά τις µορφές γνώσης που του καλλιεργούν το νου και το χαρακτήρα, έτσι ώστε να µπορεί να θεωρεί τα όντα και να κατακτά την πνευµατική του αυτονοµία. Μια πέµπτη σταθερά σχετίζεται µε τη γενικότερη σηµασία των αξιών στην αγωγή και παιδεία του ανθρώπου.
Αυτές οι σταθερές συνέχονται και αλληλονοηµατοδοτούνται υπό την ισχύ του ερωτήµατος «τι είναι παιδεία». Το ίδιο το ερώτηµα ως τέτοιο ανάγεται απευθείας στο σωκρατικό ερώτηµα «τί εστίν;»· έχει εποµένως φιλοσοφικό υπόβαθρο και συνάπτει τις διερευνήσεις γύρω από την έννοια της παιδείας µε την ποιοτική κατεύθυνση του σωκρατικού ερωτήµατος. Αλλά εδώ µπορούµε να διερωτηθούµε: Ποια γνωρίσµατα της ποιοτικής του κατεύθυνσης οντοθέτει το Σωκρατικό ερώτηµα;
Οντοθέτει την αµφισβήτηση του δεδοµένου ή ιδεολογικοποιηµενού, την αποµυθοποίηση της παντοδυναµίας του, την απελευθέρωση της ουσίας του πράγµατος από την ανύποπτη βεβαιότητα της αναπόδεικτης γνώµης αλλά και από την δεσπόζούσα επαγγελµατικο- τεχνική γνώση που στήριζε το όλο κοινωνικο-πολιτικό οικοδόµηµα, την ανάδειξη της εκάστοτε παρουσίας του σε αντικείµενο του κριτικού λόγου.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θεµελιώδης προϋπόθεση παιδείας συµπίπτει µε την εκδίπλωση της ζωντανής σκέψης και µε µια διαλογιστική διείσδυση, η οποία ορθώνει απέναντι στη σοφιστική µέθοδο της υποκειµενικής οριοθέτησης της αλήθειας τη διαλογική µέθοδο απορητικής ζήτησης της αλήθειας και καλλιεργεί έτσι την ικανότητα -όχι απλώς τη δεξιότητα- για αυτοκατευθυνόµενη αγωγή του ανθρώπου.
Αλλά ποιο συγκεκριµένο νόηµα λαµβάνει η καλλιέργεια αυτής της ικανότητας; Μια ουσιαστική θεώρηση του σωκρατικού ερωτήµατος, κατ. αρχάς, δείχνει ότι το ερώτηµα εν γένει µαρτυρείται µέσα στην ηθική συνείδηση και υποδηλώνει συγκεκριµένα αξιολογικά και γνωσιολογικά κριτήρια για να εκπληρώνει η συνείδηση την πιο πάνω προϋπόθεση παιδείας.
Τέτοια κριτήρια τοποθετούν τη γνώση και το αγαθό σε µια συνδυαστική κλίµακα λογικής έρευνας και εσωτερικής σύνεσης. Στο βαθµό που αυτά δεν τα εγγυάται κανένα είδος αγωγής από τα κυρίαρχα στην κοινωνία της Αθήνας και δεν θα µπορούσε να τα εγγυάται γιατί η ίδια θα αυτοκαταργούνταν, η πρόσκτηση τους ανατίθεται σε εκείνη τη φιλοσοφική άσκηση της συνείδησης, δια της οποίας η ίδια µπορεί να αυτοχειραγωγείται και να αυτοκατευθύνεται.
Έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής διδασκαλίας, αυτή η άσκηση έχει το προβάδισµα, διότι εργάζεται µε την προοπτική της αδιάψευστης αλήθειας, του απόλυτου αγαθού, και όχι µε βάση εφήµερες ή πιθανές λύσεις. Γι. αυτό αποτείνεται στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, κυριολεκτικά στην υποστασιακή του δοµή, κι αγκαλιάζει το σύνολο της ζωής του και της εµπειρικής του ύπαρξης. Αναγνωρίζει έτσι στην καθηµερινή παρουσία της τελευταίας το έργο της κατά Λόγο θεµελίωσης της οντολογικής και ηθικής της εξέτασης.
Αυτό, κατά δεύτερο, δείχνει ότι η ύπαρξη του παιδευτικού φαινοµένου είναι γενικά συνυφασµένη µε την έµφυτη ικανότητα του ανθρώπου να σκέπτεται, να υπόκειται σε άσκηση, να µορφώνεται και να διαµορφώνεται, αλλά και στη δυνατότητα του να αντιµετωπίζει µε ελευθερία και ευθύνη της πρακτικής του συνείδησης την εµπράγµατη κατάσταση του. Αυτή τη δυνατότητα δεν αξιοποίησε ο Σωκράτης, όταν έπρεπε να αντιµετωπίσει τη δική του εµπράγµατη κατάσταση που συνοψιζόταν στο δίληµµα: να αποδράσει ή να µην αποδράσει και υπάκουσε αταλάντευτα στον «βέλτιστο λόγο»;
Η καλλιέργεια, κατά συνέπεια, της ικανότητας για αυτοαγωγή συνδέεται µε τη διαµόρφωση των λογικών προϋποθέσεων για µια αυτόνοµη και κατά εσωτερική αναγκαιότητα µεθόδευση της παιδευτικής στάσης του ανθρώπου: εισάγει τον τελευταίο στην οδό της οµο-λογούµενης άγνοιας και τον θέτει εντελώς µόνο απέναντι σε αυτό που ο ίδιος είναι ως γνωρίζον υποκείµενο, για να τον ανυψώνει στη γνώση αυτού που γνωρίζει και στη γνώση που γνωρίζει τα όρια της και µέσω αυτής στην αυτενεργό προσέγγιση των πραγµάτων.
Πού στηρίζεται όµως αυτή η µεθόδευση και πώς συλλαµβάνεται στην πρακτική της διάσταση; Στηρίζεται στους λόγους, οι οποίοι συναρθρώνονται κατά το διάλογο ερωτώντος και ερωτώµενου και παριστούν το λόγο να συγκροτεί την ενδοσυνάφεια των πραγµάτων. Συλλαµβάνεται δε, ως διαλογική πράξη γνωριµίας των διαλεγοµένων και των πραγµάτων συγχρόνως. Πρόσωπο και πραγµατικότητα δεν νοούνται χωριστά. Προσπαθώντας να γνωρίσει ή να εξετάσει κανείς την πραγµατικότητα, γνωρίζει ή εξετάζει συνάµα τον εαυτό του και αντίστροφα.
Η ενύπαρξη του λόγου ως ενιαίας ρυθµιστικής αρχής της σχέσης προσώπων και πραγµάτων προσδίδει διυποκειµενικό χαρακτήρα στην πιο πάνω µεθόδευση της παιδευτικής στάσης και δεν αφήνει περιθώρια να νοείται η παιδεία του προσώπου έξω από την κοινότητα των σκοπών του διαλόγου και του διαλογικού πράττειν.
Αυτό παραπέµπει στην ουσία του πράγµατος: η σωκρατική µεθ-όδευση παιδείας οντολογικά θεµελιώνεται σε µια ορθολογική κατάκτηση της ενότητας του εαυτού µε την κοινότητα, ήτοι σε µια ενότητα, που αναδύεται ως βαθιά µέριµνα του εαυτού, συνακόλουθα ως µια φιλοσοφική (λογική) ανάγνωση «της αλήθειας του ανθρώπου καθώς και της αλήθειας καθεαυτήν και διεαυτήν», και τον φέρει σε διαστοχαστική επικοινωνία µε τον εαυτό του και µε τους άλλους.
Λαµπρό παράδειγµα εδώ είναι η διαλογική-διαστοχαστική επαφή Σωκράτη και Κρίτωνα στον Ευθύδηµο, η οποία έφερε στην επιφάνεια την ενδότερη σηµασία της φιλοσοφικής δραστηριότητας για τη σωστή µεθόδευση της παιδείας. Γνωσιολογικά δε κατανοείται ως µια συγκεκριµένη, βήµα προς βήµα, διαδικασία προσωπικής παίδευσης του ανθρώπου και προαγωγής των παιδευτικών του σχέσεων.
Πιο ειδικά, η διαδικασία τούτη, στηριζόµενη στον φιλοσοφικό διάλογο, επιχειρεί να ανασύρει το ανθρώπινο άτοµο από τον αυτοπεριορισµό του σε απόλυτους σχετικισµούς, από την πνευµατική του ακινησία µέσα στους ρόλους µιας κατά συνθήκη τεχνογνωσίας, από τη µονοδιάστατη συνείδηση µιας τεχνητής συµβίωσης. Η αυθεντικότητα της, εν τέλει, ηχεί ως µια αλυσιτελής προσπάθεια του ανθρώπου να πραγµατοποιεί τον εσωτερικό του µετασχηµατισµό και να µετατρέπει κάθε επί µέρους έργο σε ενσυνείδητη πράξη γενικής οµοθυµίας και συνεννόησης.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ
Μια τέτοια πραγµατοποίηση δεν αναζητείται κυρίως στην προβολή νέων θεωριών ή στην ατελεύτητη σώρευση γνώσεων όσο στη διαλεκτική διερεύνηση των γνωσιολογικών προϋποθέσεων, που έχει ανάγκη ο καθένας για να ενεργοποιεί τις λανθάνουσες δυνάµεις της ατοµικής του ψυχής και να υψώνεται πάνω από τον εµπειροτεχνισµό της καθηµερινότητας. Στην πράξη πρόκειται για µια µεθοδική συµπόρευση «γνώσης και φρόνησης».
Όπου ο εξαντικειµενισµός της γνώσης δεν γίνεται αυτοσκοπός, αλλά µεταβατικό στάδιο για να αποκτά το ανθρώπινο άτοµο συνείδηση της περιοριστικής χρήσης του αντικειµενικού λόγου και να περιάγεται σε κατάσταση ριζικής αµφιβολίας. Έτσι, συµβαίνει µπροστά στην πλήρη αβεβαιότητα των πραγµάτων να θέτει το ερώτηµα για τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή να στρέφεται προς τη συνείδηση του εαυτού και να µετασχηµατίζει τη γνώση που έχει για το Είναι. Η στροφή αυτή είναι εκείνο που επιζητεί πάντοτε η ολοκλήρωση της ατοµικής ύπαρξης και πάνω στο οποίο θεµελιώνεται η φιλοσοφική ιδέα της παιδείας.
Η σύλληψη και η πραγµάτωση της έννοιας αυτής της στροφής αντιστοιχεί στην ίδια τούτη τη φιλοσοφική ιδέα· γι’ αυτό και η τελευταία δεν µπορεί να ταυτίζεται µε τα διάφορα περιεχόµενα γνώσης ή προγράµµατα εκπαίδευσης, αλλά ενσαρκώνει τη γνώση ως επίγνωση των ορίων της ανθρώπινης γνώσης και ερευνά την ουσία του ανθρώπινου ατόµου στη διαλογική προσέγγιση της διαφορετικότητας του Εγώ και του Εσύ. Ικανοποιητική εικόνα αυτής της φιλοσοφικής θεµελίωσης µας δίνει ο Πλάτων στην Απολογία του:
Ο Σωκράτης δεν πιστεύει ότι υπερέχει σε σοφία, όπως π.χ. πιστεύει ο Πρωταγόρας, και ότι έχει να µεταδώσει κάποια ειδική γνώση στους νέους της εποχής του ή γενικότερα στους συνανθρώπους του· γι’ αυτό και δεν έσπευσε να υιοθετήσει άκριτα το χρησµό του µαντείου των Δελφών ότι είναι ο σοφότερος όλων, αλλά προτίµησε να ακούσει την εσωτερική του φωνή, δηλαδή να οδηγηθεί από την ελεύθερη ενέργεια της συνείδησης του, για να µην υπολείπεται της προσδοκίας του χρησµού, και να προχωρήσει σε δι-ερευνητικό διάλογο µε υποτιθέµενους ειδήµονες και σοφούς.
Το όλο διαλογικό του εγχείρηµα οµιλεί τη γλώσσα µιας φιλοσοφικής παιδείας που αναζητεί την ουσία της στην εννοιακή ανοιχτότητα της γνώσης (γνώση της αρετής, του αγαθού, του εαυτού) και όχι στην εννοιολογική περιχαράκωση των όρων της (ρητορική, σοφιστική, πολιτική τέχνη)· πραγµατοποιεί δε αυτή την αναζήτηση ως µέθοδος γνώσης, ήτοι ως δια-πόρευση από ερώτηµα σε νέο ερώτηµα, από προβληµατισµό σε βαθύτερο προβληµατισµό, από τη βεβαιότητα της γνώµης στην αβεβαιότητα του στοχασµού, από τη δεσµευτικότητα των οριστικά διατυπωµένων γνώσεων στη φωτεινότητα των αποσαφηνισµένων σκέψεων.
Στη συζήτηση που είχε µε τους πολιτικούς, τους ποιητές και τους τεχνίτες διαπίστωσε ότι και οι τρεις αυτές κατηγορίες πολιτών δεν απέκτησαν ποτέ συνείδηση αυτού που είναι και αυτού που πραγµατικά γνωρίζουν, δεν µπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στην έννοια της γνώσης και να την αντικρίσουν στην καθολικότητα της· γι’ αυτό και δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το στάδιο της απαιδευσίας και της αφροσύνης: αν και δεν διέθεταν καµιά διαστοχαστική εµπειρία του Είναι, εν τούτοις πίστευαν ότι διαθέτουν ανήγαγαν έτσι, κατά ψευδή συνείδηση, τις µερικές ή αποσπασµατικές τους γνώσεις σε απόλυτη γνώση και αυτονοµιµοποιούνταν να γνωµοδοτούν ασυγκράτητα για τα πιο σηµαντικά ζητήµατα της πόλης.
Ενώ γενικότερα ο Σωκράτης αναγνώριζε τις ορισµένες γνώσεις των τεχνιτών και την αναγκαιότητα να καλλιεργούνται οι δεξιότητες, θεωρούσε άκρως επικίνδυνο για τις πολιτικές υποθέσεις της πόλης – για τα «µέγιστα» – να εισακούγονται εκείνοι οι οποίοι ταύτιζαν την κατοχή συγκεκριµένων δεξιοτήτων µε την αρµοδιότητα να παρουσιάζονται ειδικοί και σε ζητήµατα ξένα προς την ειδικότητα τους. Στον Πρωταγόρα ο φιλόσοφος δείχνεται να λέει ότι οι Αθηναίοι χρησιµοποιούν τους ειδικούς, όπου χρειάζονται τεχνικές γνώσεις, αλλά σε ζητήµατα σχετικά µε τη διοίκηση της πόλης δέχονται να τους συµβουλεύει «το ίδιο ξυλουργός και σιδηρουργός και σκυτοτόµος, έµπορος και ναυτικός, πλούσιος και φτωχός, ευγενής και ταπεινός».
Απέναντι σε τέτοια σαθρά σχήµατα δοµών και αντιλήψεων, οι προσφερόµενες µορφές γνώσης, όπως οι πολλαπλές εκδοχές της σοφιστικής, εξαντλούνταν στο να εκπαιδεύουν συναισθηµατικά και διανοητικά τους νέους για να επιτύχουν στον πολιτικό στίβο και να τηρούν τους κανόνες της συµβατικής ηθικής· τα κριτήρια παιδείας που αφορούσαν τόσο τις µορφές γνώσης όσο και την αξία τους δεν απαιτούσαν ιδίαν κριτική σκέψη ως προς το εάν η µια ή η άλλη πολιτική επιλογή είναι σωστή, ως προς το εάν οι νόµοι είναι δίκαιοι ή άδικοι κ.λπ., γιατί δεν προωθούσαν τη διείσδυση του λόγου ως τα θεµέλια των σκέψεων και των πράξεων της κοινότητας και των µελών της.
Απ. αυτή την άποψη υστερούν σε ριζοσπαστικότητα έναντι της Σωκρατικής θεώρησης, η οποία αναγνωρίζει την αξιολογική κλίµακα της γνώσης και τη θέση του ανθρώπου µέσα στο Είναι της, ώστε να µην αποτυγχάνει στο έργο του «εαυτόν πλάττειν». Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης εγκατοικει µέσα στο διάλογο και είναι αυτός που ανυψώνει τη γνώση σε φιλοσοφικό θεµέλιο παιδείας: οδηγώντας τη σκέψη της εµπειρικής ύπαρξης στα όρια της αυτοκατάλυσής της ως διχοτοµηµένης συνείδησης -εδώ βρίσκει έκφραση η φιλοσοφική διάσταση της Σωκρατικής αυτογνωσίας – υποχρεώνει το υποκείµενο να αναστατώνεται εσωτερικά και να οµολογεί το διχασµό του.
Έτσι το εξοπλίζει µε ισχυρές προϋποθέσεις για να αντιµετωπίζει ως φιλοσοφικό αίτηµα ζωής την αναίρεση κάθε ετερόνοµης δέσµης πεποιθήσεων, να αποδυναµώνει την εξουσία του αντικειµενικού κόσµου απέναντι στον εαυτό του και να ακυρώνει κάθε εξουσιαστική αξίωση της γλώσσας αυτού του κόσµου να επιβάλλει ως οριστικά αληθινό και πραγµατικό ό,τι είναι ήδη εξαντικειµενισµένο και παγιωµένο.
Για την ατοµικότητα που ορέγεται την ανάκτηση της ενότητας της, αυτό σηµαίνει ότι εκτίθεται στην κίνηση της γνώσης, η οποία, αφήνοντας πίσω της την απώλεια των αντικειµένων «πλούτος και άλλα αγαθά, ιδιωτικά και δηµόσια», αποκηρύσσει τον αντικειµενοποιηµένο χαρακτήρα της (δοξασίες, θεωρίες, κοσµοαντιλήψεις, δόγµατα) και συστηµατοποιείται σε φιλοσοφική παίδευση (συγκρότηση) του υποκειµένου. Το προσανατολίζει σταθερά, υψώνοντας το στη λογικότητα της έννοιας, στο να αποκαθιστά ελεύθερη πρόσβαση στον κατανοητικό στοχασµό (begreifendes Denken) και να αξιολογεί τα (περι)ορισµένα νοήµατα των πραγµάτων µε βάση την ολόκληρη συνείδηση, την καθολική του φύση.
Μαθαίνει, κατ’ αυτό τον τρόπο, να µη στέκεται γενικά και αφηρηµένα απέναντι στον κόσµο, αλλά να εισδύει στον εαυτό του, να τον αντιµετωπίζει στη συγκεκριµένη του ανθρωπινότητα, να τον ανα-λύει και να τον εκθέτει σε α-πορία. Κατ’ αυτή την έννοια, ο διάλογος γίνεται γλώσσα και πράξη της παιδείας του ανθρώπου.
Πρακτικά σηµαίνει ότι παρακινεί το συνοµιλητή να συµµετέχει στην αφαιρετική εργασία της γλώσσας και να δοκιµάζεται στην αυτόνοµη παραγωγή φιλοσοφικής γνώσης· κατά τη δοκιµασία δε τούτη να µην εξαρπάζεται από εφήµερα επιτηδεύµατα, αλλά να διακρίνει τα λεπτά σήµατα της γλώσσας του κόσµου, να ανοίγεται πλήρως στο εννοιακό τους βάθος και µέσα από τη διαύγαση των φιλοσοφικών προτάσεων να καθιστά προσιτή στη γλώσσα την κοινή ζήτηση της ουσίας του πράγµατος. Αυτή η λογική χρήση της γλώσσας συνιστά ήδη µια πρωταρχική πηγή γνώσης, διότι αυξάνει στο συνοµιλητή τη συνείδηση αγνωσίας και διανοίγει νέες προοπτικές ερµηνείας της αντικειµενικής του σχέσης.
Συγκεκριµένα τον φέρνει σε ζωντανή επικοινωνία, ως σκεπτόµενο υποκείµενο, µε την ιδέα του πράγµατος, η οποία υπάρχει ήδη µέσα στο υποκείµενο υπό τη µορφή ακαθόριστης σύλληψης, αυξάνει την εσωτερίκευση της διαλογικής του εµπειρίας, κυρίως ως αναγνώριση της άγνοιας του, και συνακόλουθα την επίγνωση ότι υπάρχει κάτι περισσότερο απ. αυτό που γνωρίζει· άρα ενισχύει την αυτοσυναίσθηση ότι, ως φορέας γνώσης, δεν είναι µόνο αυτό που φαίνεται ή πιστεύει πως είναι.
Εµβαθύνοντας λοιπόν ο ίδιος σε τούτη την κατάσταση του συνειδητού-Είναι του, ουσιαστικά γίνεται όλο και περισσότερο ρεαλιστική αυτοσυνείδηση που ανακαλύπτει, εντός αυτής της ρεαλιστικότητας, την ανώλεθρη γλωσσική ισχύ, ώστε να διαµορφώνεται σε αυθεντικό συνοµιλητή µέσα στη δίνη της συζήτησης και να µην εκφυλίζεται σε απλό ακροατή που απλώς συγκατατίθεται. Από εδώ συνάγεται ότι ο διάλογος διδάσκει στους διαλεγοµένους την ευθύτητα της σκέψης και δύναται έτσι να τους υποβάλλει σε µια πολλαπλή λογική διεργασία, η οποία εξελίσσεται σε ερευνητική µέθοδο εξέτασης του
Είναι του όντος, εξέτασης του άλλου και του εαυτού. Τι είναι όµως αυτό που στη σωκρατική πρακτική της φιλοσοφίας αναδεικνύει το διάλογο σε µοναδική µεθοδολογική προϋπόθεση για να πραγµατοποιείται η φιλοσοφία ως παιδεία του ανθρώπου; Είναι το ερώτηµα που κατευθύνει το υποκείµενο στην αγωγή συνείδησης και στην ορθόφρονη κρίση, καθώς και η γνώση ως ικανότητα να θέτει και να απαντά κανείς στο ερώτηµα.
Το ερώτηµα ανταγωνίζεται την κυριαρχία της απαιδευσίας και την ανηθικότητα που αυτή συνεπαγόταν για την Αθήνα και συνεπάγεται για κάθε κοινωνία, ανεξάρτητα από τους επί µέρους αυτοχαρακτηρισµούς της (δηµοκρατική, συντηρητική κ.λπ.)· για αµφότερους δε τους συνοµιλητές λειτουργεί ως κίνητρο αυτογνωσίας, εσωτερικής πλήρωσης και κατά συνέπεια ως παιδαγωγικό κριτήριο για την εννοιακή ενότητα της συζήτησης.
Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι η σχέση ερωτώντος-ερωτώµενου χωρεί πέρα από την ιεραρχικά δοµηµένη σχέση γνώσης, ειδικά όταν αυτή νοείται ως επιβολή του δασκάλου πάνω στο µαθητή, και ευδοκιµεί ως µια εµπρόσωπη, όχι εκπρόσωπη σχέση· γι’ αυτό αποτελεί και ένα µέτρο κρίσης για την ποιότητα των µορφών γνώσης. Η γνώση ως ικανότητα για να θέτουµε το ερώτηµα αντιστρατεύεται τη συµβατικότητα όσο και την επιδεξιότητα, γιατί είναι ενδιάθετη γνώση συνυφασµένη µε την εσωτερική λογική που κυβερνά τον άνθρωπο και τα πράγµατα.
Σε τούτη τη γνώση στηρίζει ο Σωκράτης τη µαιευτική του τέχνη και αυτή επιχειρεί να εκµαιεύσει από τους συνοµιλητές του, µε το να δοκιµάζει να την φέρνει στο φως έτσι όπως έχει πρωτοϋπάρξει ως λογισµός του ανθρώπου και ενυπάρχει µέσα στον καθένα ως όχι ακόµη γνώση. Αυτή η γνώση συγκροτεί το λογικό υπόβαθρο των ερωτηµάτων και θέτει σε εσωτερική δράση τον διαλεγόµενο, ώστε να καθιστά δυνατή για τον εαυτό του «µια γνώση της µη-γνώσης (όχι ακόµα γνώσης) και συγχρόνως έτσι την αποποίηση του εµπειρικού πεδίου (σοφιστικής σύλληψης της γνώσης) ως θεωρητικά ατελούς».
Η παιδευτική αξία λοιπόν που προσλαµβάνει η γνώση υπό τη µορφή του φιλοσοφικού διαλόγου, επιβεβαιώναµενη διαρκώς από την ελεγκτική ισχύ του ερωτήµατος, εξουδετερώνει το χάσµα ανάµεσα στο θεωρητικό και πρακτικό βίο –ένα χάσµα που (ανα)παράγει η λογική του ακτιβισµού – µε το να αποδοµεί τις απατηλές αυτοβεβαιότητες της βιολογικής ατοµικότητας, να αποσυνθέτει τη φαινοµενική αλήθεια, να αποκαλύπτει την ανεπάρκεια µεθόδων σκέψης και πράξης που υπηρετούσαν την πολιτική κυρίως σκοπιµότητα παρά οδηγούσαν σε ένα «λόγο της ουσίας» και να στρέφει τον άνθρωπο προς τον «έλεγχο του βίου».
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η αξία των εννοιών που συνδοµούν τη διαλογική προσέγγιση – π.χ. η αξία της ρητορικής, της φιλοσοφίας, της πολιτικής του ενάρετου βίου κ.λπ.- αναγνωρίζεται ως παιδευτικά αναγκαία για την αυτοεξέταση και την αυτοκατανόηση, διότι αναδύεται από εκείνη ακριβώς τη γραµµή σκέψης που κάνει πράξη την ερευνητική δυνατότητα της ανθρώπινης σχέσης ως πολύτροπης θεωρητικοπρακτικής δραστηριότητας, αµφισβητώντας εξ υπαρχής τον χρησιµοθηρικό περιορισµό του µορφωτικού ιδεώδους, τα απόλυτα µεγέθη των πολιτικών αποφάσεων, τη λογική στενότητα της προνοµιακής «σοφίας» (πολιτικής, επιστηµονικής, θρησκευτικής) και τις ωραίες αυταπάτες της κοινωνικής ηθικής.
Η ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Όπως φαίνεται και από ένα απόσπασμα από την Απολογία του Σωκράτη και από την περίφημη φράση του «Έν οιδα οτι ούδέν οιδα», ο ίδιος δε θεωρούσε τον εαυτό του σοφό. Όταν λοιπόν το μαντείο των Δελφών υπέδειξε στον φίλο του Χαιρεφώντα τον Σωκράτη ως το σοφότερο όλων, ο ίδιος αποφάσισε να το ψάξει. Για το λόγο αυτό πλησίαζε κάποιους από αυτούς που θεωρούνταν τότε σοφοί, αλλά διαπίστωνε μέσα από τις ερωτήσεις τους ότι τελικά δεν ήταν και τόσο σοφοί· προσπαθούσε μάλιστα να τους δείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφοί όσο νόμιζαν κι αυτή του η στάση ήταν που ενέπνευσε αντιφατικά αισθήματα και μίση ακόμη εναντίον του.
Ένας άνθρωπος που βάζει σκοπό της ζωής του να αποδείξει την άγνοια όσων σπουδαίων περνιούνται για σοφοί σίγουρα θα κινήσει το μίσος των θιγόμενων και των οπαδών τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι απειλή. Ο Σωκράτης έκανε την ειρωνεία όπλο της σκέψης, όπλο της αναζήτησης της φιλοσοφικής έρευνας. Ίσως στην αμφισβήτηση να έμοιαζε με τους σοφιστές. Κι αυτοί αρνούνταν να δεχτούν ως δεδομένες τις παραδεδεγμένες αλήθειες. Αλλά η αμφισβήτησή τους κατέληγε στην άρνηση: αφού δεν μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια, αλήθεια δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει δεν έχει καμία σημασία δεν έχει, διότι δε μας επηρεάζει.
Απέναντι στην αμφισβήτηση αυτή ο Σωκράτης αντιπαραθέτει μια θετική αμφισβήτηση (των σοφιστών είναι αρνητική η αμφισβήτηση, αφού αμφισβητούν την αλήθεια, αλλά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, την αρνούνται): αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αξίες και τις παραδοσιακές αρχές, αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο, αναζητά την πρώτη αλήθεια, την αναλλοίωτη, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες, που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο. H μέθοδος του Σωκράτη για την αναζήτηση της αλήθειας, κατά την εφαρμογή της, εμφανίζεται με δύο μορφές:
α) Αρνητική, ως ειρωνεία. Σύμφωνα με αυτή, παριστάνοντας τον εαυτό του να αγνοεί και να έχει ανάγκη από διδασκαλία, με συνεχείς ερωτήσεις οδηγούσε αυτόν με τον οποίο διαλεγόταν σε αντιφάσεις και τελικά τον εξανάγκαζε να ομολογήσει την άγνοια του.
β) Θετική, ως μαιευτική. Μεταφέροντας την τέχνη της μητέρας του σε πνευματικό έδαφος, κατόρθωνε να εκμαιεύσει από το συνομιλητή του σκέψεις για τις οποίες δεν είχε μέχρι τότε καμιά συνείδηση αυτός, δηλαδή ο συνομιλητής. Με την καθοδήγηση του άλλου στην εύρεση και τον καθορισμό της έννοιας, με τη βοήθεια της επαγωγής, έγινε συγχρόνως και ο εισηγητής της.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης, στους Πλατωνικούς διαλόγους, δεν αποφαίνεται ο ίδιος εκ των προτέρων, δεν παραθέτει ο ίδιος εξαρχής κάποια θεωρία ή άποψη. Αντίθετα, όλη η διανοητική προσπάθεια της συζήτησης στρέφεται στο να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο Σωκράτης ονόμαζε μαιευτική. Μαιευτική βεβαίως είναι η δουλειά της μαίας, της μαμής που συμπαραστέκεται και βοηθάει την ετοιμόγεννη γυναίκα στον τοκετό.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τη δουλειά της μητέρας του, που ήταν μαία, ο Σωκράτης ισχυριζόταν πως καμία φιλοσοφική θεωρία δεν «γέννησε» ο ίδιος, αλλά πως, σαν μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να «γεννήσει» από μέσα του την αλήθεια. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως για τον Σωκράτη ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, την Ιδέα, και πως η προσπάθεια της φιλοσοφικής σκέψης έγκειται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να την ξαναθυμηθεί, να την επαναφέρει στη μνήμη του.
Σε ποια θέματα επικέντρωσε το ενδιαφέρον του ο Σωκράτης και σε τι διαφέρει η προσέγγισή του στα θέματα αυτά από την προσέγγιση των προγενεστέρων φιλοσόφων και ιδίως των σοφιστών; Ο Σωκράτης επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στον ίδιο τον άνθρωπο και στην κοινωνία του. Έχει μάλιστα λεχθεί ότι «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια ότι, χάρη στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα.
Ο Αριστοτέλης μάλιστα, στο έργο του Περί ζώων μορίων, έγραψε πως «με τον Σωκράτη έληξε η περίοδος αναζήτησης των φυσικών πραγμάτων και οι φιλοσοφούντες ασχολήθηκαν με την αρετή που είναι χρήσιμη και την πολιτική – με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία». Η αλήθεια είναι πως με τα πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα ηθικής απασχόλησαν και τον Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε τον φιλοσοφικό στοχασμό κατ’ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα.
Ο λόγος που τα Σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά ανεξίτηλο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στο σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν απλώς για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε στο προσωπικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα από τους σοφιστές, που το ενδιαφέρον τους ήταν καθαρά χρησιμοθηρικό, ο Σωκράτης αναζήτησε ένα σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο να καθοριστεί αυστηρά και αμετάκλητα κάθε έννοια καλού, αρετής και σοφίας.
Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ούτε από τη δυνατότητα αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο απορρίπτοντας το σχετικό, την ουσία της ηθικής κι όχι τα ηθικά φαινόμενα. Η συμβολή του Σωκράτη στη λογική είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η επεξεργασία της επαγωγικής μεθόδου με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών.
Όπως λέει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικό του, ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι έπακτικοί λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (το όρίζεσθαι καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από τα παραδείγματα, συνήθως παρμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια απόλυτη γνώση του θέματος.
Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός , δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Έτσι ο άνθρωπος που ισχυριζόταν πως το μόνο πράγμα που γνωρίζει ήταν η ίδια του η άγνοια, σημάδεψε οριστικά την πορεία της φιλοσοφίας υποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη κι όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την αλήθεια, προς το καθολικό και το αιώνιο.
Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
O Σωκράτης είναι ο σπουδαιότερος ερωτητής στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, ένας «αιώνιος ερωτητής».Έθετε κυρίως ερωτήματα, παρά έδινε απαντήσεις. Αρκετοί σύγχρονοι ηθικοί φιλόσοφοι αρχίζουν την προβληματική τους στην κανονιστική ηθική, τη μεταηθική και την εφαρμοσμένη ηθική θέτοντας και πάλι τα ριζικά ερωτήματα του Σωκράτη. H έγνοια του για το «τι εστίν» κάθε πράγματος, έννοιας και αρετής, ανάλογο με το Αριστοτελικό «διότι» στον χώρο της επιστήμης, κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη στην ανθρωπότητα ως θεμελιακή αφετηρία της φιλοσοφίας.
Και η αγωνία του για το «πως βιωτέον» και «όντινα τρόπον χρη ζην» αποτέλεσαν τα καταστατικά προβλήματα τόσο της ηθικής φιλοσοφίας όσο και της ηθικής πράξης. Ο Σωκράτης δεν πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο «ηθική», που καθιερώνεται ως επίθετο από τον Αριστοτέλη και ως ουσιαστικό από την Ακαδημία και τους στωικούς, εκφράζοντας το πράγμα ως «επιμέλεια αρετής» και ως «ψυχής θεραπεία», με την προσωπική του ηθική έννοια της ψυχής και σε αντιδιαστολή με το σοφιστικό «επάγγελμα αρετής».
O Σωκράτης, ωστόσο, πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο φιλοσοφία, που για πρώτη φορά απαντά στον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη και τον Ξενοφώντα, καίτοι από τον Διογένη Λαέρτιο αποδίδεται στον Πυθαγόρα, ενώ τόσο οι όροι «φιλόσοφος» (Ηράκλειτος) και φιλοσοφώ» (Ηρόδοτος) είναι αρκετά παλαιότεροι. Μέχρι την εποχή του τον όρο μάλλον απέδιδε η λέξη «σοφία», αλλά για τον Σωκράτη «σοφός είναι μόνο ο θεός». Το πρόβλημα της διακρίβωσης της προσωπικής φιλοσοφίας του Σωκράτη είναι ότι δεν έγραψε τίποτα κι έτσι δεν μας άφησε τη δυνατότητα της εξερεύνησης και ερμηνείας μιας δικής του αυθεντικής φιλοσοφίας.
Αναμφισβήτητα, ωστόσο, ο Σωκράτης προσπάθησε να θεμελιώσει την ηθική φιλοσοφία γνωσιοκρατικά, με τη γνωστή «σωκρατική μέθοδο», τη θρυλική μαιευτική, και με μια διαλεκτική διαμετρικά αντίθετη από τη σοφιστική. Η γνωστή από τον Κικέρωνα «προσγείωση» της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη δεν σημαίνει ότι ο λόγος του έπεσε σ’ ένα απέραντο κενό.
Όπως ήδη τονίσαμε, ψήγματα φιλοσοφικού ηθικού προβληματισμού βρίσκουμε σε μερικούς Προσωκρατικούς (Ξενοφάνη, Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, Πυθαγόρειους), σε ποιητές και σοφιστές και, παράλληλα, καίτοι ανεξάρτητα, στον σύγχρονο του Δημόκριτο, στον οποίο ανιχνεύονται κάποιες σωκρατικού τύπου ενοράσεις υπό μορφή αφορισμών, η γνώση των οποίων δεν είναι βέβαιο πόσο εφικτή ήταν στην Αθήνα της εποχής του.
O Σωκράτης ωστόσο με κριτήριο τον «λόγο» θεμελίωσε την αυτονομία της ηθικής, διαχωρίζοντας το όσιο και το αγαθό από το θέλημα του θεού και την ενότητα της αρετής, αντιδιαστέλλοντας την «καθόλου» αρετή από το «σμήνος των αρετών». Επιχειρηματολόγησε σχετικά με το διδακτό της αρετής και υποστήριξε την κυριαρχικότητα ή επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία σε όλους τους Σωκρατικούς διάλογους.
Κι αυτό τον φέρνει εξαιρετικά κοντά στο καίριο αίτημα της εποχής μας για μια, αν όχι αντικειμενική, τουλάχιστον διϋποκειμενική ηθική, για μια οικουμενική ηθική, με υπέρβαση του πολιτισμικού, θρησκευτικού και ηθικού σχετικισμού, για έναν κώδικα κοινών αξιών, αναγκαίων για την επιβίωση του ανθρώπου ως Ανθρώπου. Η σχετική με την ηθική αποκλειστικά Σωκρατική βιβλιογραφία, με τη μορφή μονογραφιών, είναι συγκριτικά περιορισμένη σε σύγκριση με τη βιβλιογραφία για ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας του, για τη δίκη και τον θάνατο του, ενώ αφθονούν τα άρθρα σε επιμέρους θέματα της ηθικής φιλοσοφίας του.
Με βάση ωστόσο τους έστω συναισθηματικά φορτισμένους και με πολεμικό χαρακτήρα πρώιμους Πλατωνικούς διάλογους, που γενικώς αναγνωρίζονται ως Σωκρατικοί, κυρίως με την Απολογία και τον Κρίτωνα, αλλά και με τον Ευθύφρονα, τον Λάχη, τον Λύσι, τον Χαρμίδη, τον Πρωταγόρα, τον Ευθύδημο, τον Γοργία και κάποιους ελάσσονες άλλους που δεν επικεντρώνονται στην ηθική, με προσφυγή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, στον βαθμό που δεν διαφωνούν ριζικά με την πλατωνική εικόνα – παρά το ότι ζωγραφίζουν έναν Σωκράτη ελάχιστα απορητικό – και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις νηφάλιες κριτικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη.
Αλλά και με αναφορές στην προσωπικότητα, το ήθος και τη μέθοδο του Σωκράτη σε άλλους, ακόμη και μέσους διάλογους του Πλάτωνα, μπορεί κανείς με υπομονή και επιμονή, με φαντασία και τόλμη, μέσα από τους πολλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τα προσωπεία και τις μάσκες πίσω από τις οποίες μας εμφανίζεται-, να ανασυνθέσει το αίνιγμα «Σωκράτης» και να κωδικοποιήσει τις εσώψυχες προσωπικές του παραδοχές, που κρύβονταν πίσω από τις αναρίθμητες ερωτήσεις που υπέβαλε στους συνομιλητές του και τελικά έμειναν αναπάντητες.
Να ανακαλύψει δηλαδή τι κρυβόταν πίσω από το σμήνος των κάποτε αθώων, κάποτε ηθελημένα αφελών και ερμητικά εφτασφράγιστων ερωτημάτων του. Να ανασυνθέσει τελικά μια κάποια εικόνα που να αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τον ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη. Να βάλει σε μια λογική και οριστική σειρά τις έννοιες που κυκλικά αλληλοκαθορίζονταν και αλληλοεξαρτιόνταν: «αρετή, γνώση, αγαθό, ευδαιμονία.
Πρόσθετη δυσκολία για τη λύση του γρίφου της ιεράρχησης και των προτεραιοτήτων των αξιών του αποτελεί και η έστω μεθοδολογική αρχή του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», η ομολογία του ότι δεν υπήρξε δάσκαλος με την καθιερωμένη έννοια κανενός και η ματαιοπονία να συναχθεί μια απάντηση μέσα από μια αρμαθιά αναπάντητων ερωτήσεων. Χρήσιμος για μια πρώτη χαρτογράφηση των φιλοσοφικών προβλημάτων που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη των απαρχών της ηθικής φιλοσοφίας με τον Σωκράτη είναι ο Αριστοτέλης.
Από τον Πλάτωνα κυρίως του προσγράφεται η διαβόητη πια ειρωνεία, κυρίως ως προσποίηση από μέρους του άγνοιας κι έτσι ως μεθοδολογική αρχή αναζήτησης της ουσίας του αντικειμένου της συζήτησης, και η χρήση αναλογικών επιχειρημάτων. Από τον Αριστοτέλη η αναζήτηση καθολικού ορισμού των ηθικών κυρίως εννοιών και η εφαρμογή της επαγωγής για τα ηθικά του παράδοξα, όπως η αρετή είναι επιστήμη – γνώση, επαρκής για την ευδαιμονία, κανείς δεν κάνει κακό θεληματικά, η ακρασία ανάγεται τελικά στην άγνοια και την αμάθεια κλπ.
Για την ερμηνεία, την εξήγηση και τη δικαίωση αυτών των παραδοχών-συμπερασμάτων αναπάντητων ερωτήσεων χρειάζεται η επιστράτευση προσωπικής κατανόησης του μελετητή, γιατί το τι ήθελε να πει κάθε φορά ο Σωκράτης μας έρχεται από δεύτερο και τρίτο χέρι, με αποτέλεσμα ελάχιστα να συμφωνούν οι εκάστοτε ερμηνείες. Μια καλή εικόνα ωστόσο της Σωκρατικής μεθόδου και συγχρόνως μια επαλήθευση της Αριστοτελικής ετυμηγορίας μας δίνουν οι πρώτοι «απορητικοί» Πλατωνικοί διάλογοι. Στους διάλογους αυτούς ο Σωκράτης διερευνά με τους εκάστοτε συνομιλητές του το περιεχόμενο κάθε φορά μιας ηθικής έννοιας ή αρετής.
Στον Ευθύφρονα, λ.χ., εξετάζει την έννοια του «όσιου», στον Λύσι την έννοια της φιλίας, στον Λάχη την έννοια της ανδρείας, στον Ιππία Μείζονα την έννοια του ωραίου, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας την έννοια της δικαιοσύνης, στον Μένωνα την αρετή γενικά, στον Γοργία τη ρητορική και τη δικαιοσύνη, στον Πρωταγόρα την ενότητα της αρετής και το διδακτό της, στον Ευθύδημο τη σχέση των αγαθών με την ευδαιμονία κλπ. H Σωκρατική διαλεκτική συνίσταται στον έλεγχο στον οποίο υποβάλλει ο Σωκράτης τον συνομιλητή του και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του κι έτσι να παραδεχτεί την άγνοια του.
O διάλογος συνήθως αρχίζει με τον ορισμό μιας έννοιας ή μιας ηθικής αρετής, ο οποίος στη συνέχεια αναιρείται. Προτείνονται άλλοι ορισμοί, που επίσης ανασκευάζονται, και στο τέλος διαπιστώνεται άγνοια της αρετής γενικά ή της συγκεκριμένης ηθικής αρετής ή έννοιας και συνήθως το θέμα μένει ανοιχτό για μια άλλη συζήτηση. Κατά τη συζήτηση προκύπτουν αρκετά «Σωκρατικά παράδοξα», δηλαδή αξιώσεις αντίθετες με τις κοινές ενοράσεις.
Πρέπει να τονιστεί ότι με τη διαλεκτική του μέθοδο δεν αναζητεί ο Σωκράτης το λεξικογραφικό νόημα του όρου που εξετάζει, αλλά, «μια μοναδική εξήγηση που εφαρμόζεται σε όλους τους ενάρετους ανθρώπους και στις πράξεις τους και δείχνει σε τι έγκειται σε κάθε περίπτωση η αρετή». Αναζητεί, δηλαδή, ένα κριτήριο, ένα σταθερό χαρακτηριστικό σε αναφορά με το οποίο κρίνονται όλα τα πρόσωπα και όλες οι πράξεις. Από τη συναίνεση των πηγών προκύπτουν ως Σωκρατικές οι θέσεις ότι η αρετή είναι γνώση, ίσως γνώση αγαθών και κακών, ή γνώση του αγαθού.
Όπως θα προσθέσει αργότερα ο Πλάτωνας, ότι κανείς δεν είναι κακός εκούσια αλλά επειδή αγνοεί το αγαθό, έχει εσφαλμένη αντίληψη γι’ αυτό και κάνει λάθος, ότι σημαντικά είναι μόνο ή κυρίως τα αγαθά της ψυχής και όχι του σώματος, ότι η αρετή είναι γνώση («επιστήμη») και είναι επαρκής, αν όχι αυτάρκης, για την ευδαιμονία ως εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας – όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι -, ότι το δίκαιο συμφέρει εκείνον που το ασκεί, ότι είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο και αναγκαίο για το ευ ζην να είναι κανείς ηθικός και προπαντός η απόρριψη του παραδοσιακού ανταποδοτικού δικαίου και η ανάγκη υποταγής στον νόμο με οποιοδήποτε τίμημα.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την – πολύ βολική στα δύσκολα – αρχή ότι καθένας μας έχει τον δικό του Σωκράτη, ο σπουδαιότερος κατά τη γνώμη μου μελετητής του Σωκράτη ως ηθικού φιλοσόφου στην εποχή μας, με αναλυτική μέθοδο και έμφαση στην επιχειρηματολογία, φαίνεται να εντοπίζει τη σωκρατική συμβολή κυρίως στην κυριαρχικότητα ή την επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία και στην απόρριψη της ανταπόδοσης.
Διαχωρίζοντας το «παράδοξο της φρόνησης», που αφορά στα «καλά και κακά για κάποιον πράγματα» με όρους ωφέλειας και βλάβης, από το «ηθικό παράδοξο», όπου εγείρονται ζητήματα δικαιοσύνης και αδικίας, ορθού και σφάλματος, δηλαδή με το νεότερο πνεύμα ζητήματα ηθικά, «τη Σωκρατική ηθική απαρτίζουν κατά βάση δύο κύριες απόψεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η αρετή είναι γνώση, ή τα αποκαλούμενα ‘σωκρατικά παράδοξα’, κι εκείνη που δηλώνει ότι η αρετή φέρνει ευτυχία και η κακία δυστυχία».
O Terence Irwin. μιλά για τον ευδαιμονισμό του Σωκράτη, επισημαίνοντας τη συνάρτηση της ευδαιμονίας με τον λόγο και την αναγωγή της όχι στην ηδονή με την κοινή έννοια ή στην απλή ικανοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας, αλλά στην πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης, στην εκπλήρωση του φυσικού δυναμικού του ατόμου, με βάση την αρχή ότι η αρετή είναι επαρκής για την απόκτηση της ευδαιμονίας και με την πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη και η ηθικότητα συνιστούν το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου.
Σε παρόμοια πορίσματα καταλήγουν και άλλοι μελετητές, μερικοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν τις θέσεις αυτές με σύγχρονα λογικά, ψυχολογικά και λογικά κριτήρια, επισημαίνοντας και κάποιες επιστημολογικές και λογικές ανεπάρκειες στη σωκρατική επιχειρηματολογία, απότοκες οπωσδήποτε του Σωκρατικού ηθικού ντετερμινισμού, της τελεολογίας και της νοησιοκρατίας.
Οι θέσεις όμως αυτές αποτέλεσαν τον καταστατικό χάρτη της ηθικής για τη Μετασωκρατική Ελληνική ηθική φιλοσοφία, η οποία, παρά την κάποτε κριτική στάση της, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και περισσότερο των επικούρειων, επιδόθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία και συμπλήρωση τους, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα, των κυνικών και ιδιαίτερα της Στοάς. Ωστόσο, δεν είναι τόσο οι θέσεις καθεαυτές που εξηγούν τη μοναδικότητα και την επικαιρότητα του Σωκράτη – ίσως ο Αριστοτέλης και κυρίως οι στωικοί, ακόμη και μερικοί σοφιστές, να είναι εγγύτεροι στο νεωτερικό πνεύμα – όσο η πρωτοτυπία.
Η μέθοδος, οι προθέσεις, το ήθος, το πάθος και η μαστοριά του κορυφαίου Αθηναίου φιλοσόφου και κυρίως η ανάδειξη της δικαιοσύνης σε λυδία λίθο λόγου και πράξης και προπαντός το παράδειγμα συνέπειας λόγων και βίου που κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Τα πρωτόγνωρα αυτά, που υπαινίχτηκε περισσότερο παρά που έθεσε, κινητοποίησαν τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνα να τα φτάσει στα όρια τους και του Αριστοτέλη να τα ξεκαθαρίσει, των κυνικο-στωικών να τα αναβαπτίσουν, με αποτέλεσμα η λαμπαδηδρομία της φιλοσοφίας του να τρέχει ακαταπόνητα μέχρι σήμερα.
Μπορεί να είναι υπερβολικός ο λόγος για το φαινόμενο Σωκράτης, όχι τόσο, γι’ αυτά τα λίγα θετικά στοιχεία που συνιστούν τον φιλοσοφικό πυρήνα της ηθικής του φιλοσοφίας, πολλά από τα οποία δεν τα συμμερίζονται αρκετοί φιλόσοφοι σήμερα, αλλά για το πώς «δεν τα είπε», και πότε τα βίωσε και τα έδωσε ως χρησμούς στους επίγονους, ώστε ο Σωκράτης να είναι και σήμερα η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ταυτόσημος με τη φιλοσοφία.
«Χωρίς τον Σωκράτη δεν θα είχε υπάρξει ο Πλάτων ως ο κατ’ εξοχήν δημιουργός της αίδιας φιλοσοφίας, δεν θα είχε υπάρξει άρα ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η φαντασμαγορία της έκτοτε Ιστορίας της Φιλοσοφίας…. Και αντίστροφα χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα είχε αποκτήσει ο Σωκράτης όποια ιστορική μεγαλοσύνη έχει ως την εποχή μας, ως ακήρατη μορφή αυθεντικού ήρωος και μάρτυρος της φιλοσοφίας».
Αρκετές ηθικές θέσεις του Σωκράτη ανιχνεύονται στην Απολογία και στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Ουσιώδη και προσωπικά χαρακτηριστικά της μεθόδου της Σωκρατικής ηθικής φιλοσοφίας είναι, η Σωκρατική «ειρωνεία», ο «έλεγχος», «η επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία», η «απόρριψη της ανταπόδοσης», «η αρετή είναι γνώση», «ουδείς εκών κακός» και όσες άλλες ο κάθε μελετητής θα κατορθώσει να συναγάγει.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ο σωκρατικός διάλογος µπορεί να µην οδηγεί σε οριστικά αποτελέσµατα και να µην επιδιώκει κάτι τέτοιο, αλλά κατορθώνει -και αυτό είναι ένα από τα κύρια επιτεύγµατα του- να προτείνει µια µέθοδο έρευνας που συνάπτει την ιδέα της παιδείας µε τη φιλοσοφική πράξη της συνείδησης, µε τη διαλεκτική ακύρωση κάθε απόπειρας σύγχυσης ή ασάφειας σε αντιλήψεις και στόχους και µε τον αδιάλειπτο επαναπροσδιορισµό της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάµει της κατακτώµενης αλήθειας της και όχι της στενής της ειδίκευσης.
Αυτό αποτρέπει την εγκατάλειψη της αγωγής του προσώπου στην αντίληψη ότι η παιδεία είναι απλή εκπαίδευση για την κατάληψη µιας θέσης µέσα στους µηχανισµούς της κοινωνίας· σε ένα δε ευρύτερο πεδίο ανατιµά το φιλοσοφείν ως καθολική πράξη αµφισβήτησης που υπάγει την εφαρµογή της στην εσωτερική απαίτηση της σκεπτόµενης συνείδησης να µην υποκύπτει σε υποτιθέµενες αλήθειες ή σε πράξεις που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς τα αληθινά νοήµατα της ζωής: «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω».
Γιατί όµως τέτοια αµφισβήτηση; Επειδή η κοινωνική, πολιτική και πολιτισµική πραγµατικότητα που ζούσε ο Σωκράτης είχε οδηγήσει το ανθρώπινο άτοµο σε απόλυτη καταρράκωση, τον κόσµο σε επικίνδυνο χωρισµό και τη λειτουργία των θεσµών σε παραλυτικό λήθαργο. Η καθηµερινή συµπεριφορά συνακόλουθα και η γενική κουλτούρα αναπαρήγαγαν την απατηλή συνείδηση και την ψευδαίσθηση της γνώσης.
Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια η σωκρατική διδασκαλία, αντί για αυθεντική κίνηση φιλοσοφικής κατανόησης και προσωπικής ζήτησης παιδείας, να αντιµετωπίζεται από πολλούς µε προκατάληψη και να διαστρεβλώνεται εύκολα µε συνειδητές ή ασυνείδητες παραποιήσεις σχετικά µε µορφωτικά, ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά ζητήµατα.
Αλλά στην πραγµατικότητα η φιλοσοφική πρακτική της αµφιβολίας δεν περιοριζόταν σε εξωτερικές αρνήσεις: στην άρνηση της δεσπόζουσας µορφωτικής βλέψης για εκµάθηση της πολιτικής τέχνης και για επιτυχή ανάµειξη στα πολιτικά πράγµατα ή σε µια θεωρητική απόρριψη της αντίληψης περί µόρφωσης, την οποία έτεινε να εκπληρώνει η διαφωτιστική δραστηριότητα των σοφιστών απεναντίας αποσκοπούσε στο να συνδέσει τη σχέση γνώσης του ανθρώπου µε την οντολογική ζωτικότητα της εσωτερικότητας του και µε την κατάκτηση της φιλοσοφικής διαύγειας ως προϋπόθεσης για την επιδίωξη του άριστου και βέλτιστου.
Η ανασκευή εξάλλου των επί µέρους ορισµών κατά τη συζήτηση επιτύγχανε να ρευστοποιεί κάθε µονοδιάστατη αξίωση για γνώση και να προωθεί την αξιακή ολοκλήρωση της αυτογνωσίας ως γνωσιοθεωρητικής αρχής «για µια θέση του ατόµου µέσα στον κόσµο» και συνακόλουθα για τη ζωτική αναγέννηση του πολιτισµικού και πολιτικού όλου, την οποία είχε τόσο ανάγκη η πολιτική κοινωνία της Αθήνας.
Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η κατηγορία εναντίον του Σωκράτη ήταν ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, αλλά εισήγαγε καινά (καινούργια) δαιμόνια· επίσης ότι αδικεί και διαφθείρει τους νέους. Η μήνυση κατά του Σωκράτη έγινε από τον Μέλητο, έναν ποιητή του οποίο μοναδική δόξα αποτελεί το γεγονός ότι υπήρξε κατήγορος του φιλοσόφου. Κατήγοροι ήταν επίσης ο Άνυτος και ο Λύκων. Ο πρώτος ήταν πλούσιος βυρσοδέψης και γνωστός πολιτικός, που είχε εκλεγεί και στρατηγός το 409 π.Χ. και είχε εξοριστεί από τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο δεύτερος ήταν ρήτορας.
Πού στήριξαν οι μηνυτές του Σωκράτη την κατηγορία για «διαφθορά» των νέων; Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτίας δίωξης του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος ασφαλώς και δε διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν. Όμως, όπως λέει και ο ίδιος στην Απολογία του, κατά Πλάτωνα, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και των δημαγωγών γοητεύονταν από αυτό το «παιχνίδι» που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας.
Και, εξίσου φυσικά, ως απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις του θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν «διαφθορά». Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή. Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ’ όλους, ήταν μεν δημοκρατικός, αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δε δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες.
Πολλοί φίλοι του Σωκράτη, από την άλλη μεριά, τάχθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας κι ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των «μαθητών».
Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για αθεΐα και για διαφθορά των νέων, όμως δεν ήταν αυτοί οι πραγματικοί λόγοι της δίωξής του. Ειδικά αναφορικά με την αθεΐα, η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν είχε ιερά βιβλία και ιερατείο, «κανόνες» δηλαδή με τους κανείς συμφωνεί ή τους παραβαίνει. Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτίας δίωξης του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος ασφαλώς και δε διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν.
Όμως, όπως λέει και ο ίδιος στην Απολογία του, κατά Πλάτωνα, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και των δημαγωγών γοητεύονταν από αυτό το «παιχνίδι» που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας. Και, εξίσου φυσικά, ως απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις του θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν «διαφθορά». Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή.
Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ’ όλους, ήταν μεν δημοκρατικός, αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δε δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες. Πολλοί φίλοι του Σωκράτη, από την άλλη μεριά, τάχθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας κι ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των «μαθητών».
Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, που απαρτιζόταν από 500 δικαστές κληρωμένους από το σύνολο των πιο ηλικιωμένων πολιτών, έκρινε τον Σωκράτη ένοχο με μέτρια πλειοψηφία (281 έναντι 220). Στη δεύτερη ψηφοφορία, που αφορούσε την ποινή, η καταδίκη σε θάνατο ψηφίστηκε από περισσότερους (300 έναντι 201). Η Σωκρατική ειρωνεία δεν ήταν άσχετη με την εξέλιξη αυτή: όταν του δόθηκε ο λόγος προκειμένου, κατά το νόμο, να προτείνει και αυτός μια ποινή, ο Σωκράτης , αντί να προτείνει λ.χ. την εξορία, πρότεινε την περιφρόνησή του και προς το δικαστήριο και προς το θάνατο.
Είπε, χαρακτηριστικά, ότι θα έπρεπε να τον βάλουν στο πρυτανείο και να τον τρέφουν δωρεάν. Εξηγώντας στη συνέχεια γιατί ένας άνθρωπος της ηλικίας του κανένα λόγο δεν έχει να φοβάται το θάνατο, προτείνει για τυπικούς λόγους το πρόστιμο της μιας μνας. Το ποσό αυτό ανέβασαν στις 30 μνες ο Πλάτωνας, ο Κρίτωνας και οι φίλοι του, που μπήκαν εγγυητές, αφού η περιουσία του Σωκράτη δεν ξεπερνούσε τις 5 μνες. Μετά την καταδίκη του ο Σωκράτης έμεινε περίπου έναν μήνα στο κρατητήριο. Τις μέρες εκείνες γίνονταν στο ιερό νησί του Απόλλωνα, την Δήλο, τα Δήλια.
Οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί θεωρία (επίσημη αποστολή σε ιερή τελετή) αντιπροσώπους της πόλης και το ένα από τα δύο ιερά πλοία τους, την Πάραλο. Κατά το έθιμο, δεν μπορούσε να γίνει εκτέλεση μέχρι την επιστροφή του πλοίου. Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο Πλάτωνας στον Κρίτωνα, ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του.
Οι Κατήγοροι του Σωκράτη
Οι κατήγοροι λοιπόν ήταν τρείς, Ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύκωνας.
Ο Μέλητος ήταν ένας νεαρός άσημος, πιθανότατα ποιητής, από τον δήμο Πίτθου της Αττικής ο οποίος ήταν εντελώς άγνωστος στον Σωκράτη. Στην συνομιλία του με τον Ευθύφρωνα ο Σωκράτης λέει, ότι νομίζει ότι είναι κάποιος με ίσιο μακρύ μαλλί, αραιό γένι και καμπυλωτή μύτη. Αυτός ο Μέλητος δεν έχει καμία σχέση με τον Μέλητο τον τραγικό ποιητή. Επειδή ο Μέλητος απέδωσε την γραφή μίλησε πρώτος στο δικαστήριο, και φυσικά δέχθηκε τα συντριπτικά επιχειρήματα του Σωκράτη, σε τέτοιο βαθμό που εσιώπησε ο Μέλητος, λέγοντας του ο Σωκράτης ̈βλέπεις Μέλητε, σιωπάς και δεν μπορείς να απαντήσεις . Μετά την θανάτωση του Σωκράτη, και όταν πια μεταμελήθησαν οι Αθηναίοι κυνήγησαν τον Μέλητο και τον σκότωσαν δια λιθοβολισμού.
Ο Άνυτος ήταν γιός του πλουσίου Ανθεμίωνος. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μια μεγάλη περιουσία και ένα βυρσοδεψείο. Ο Ανθεμίωνας ήταν κατά τον Σωκράτη άνθρωπος αυτοδημιούργητος, αξιοπρεπής, μετριόφρων αν και πλούσιος. Ο Άνυτος ασχολήθηκε με την πολιτική (δημοκρατικούς). Το 409 π.Χ. έγινε Στρατηγός και πήγε με 30 πλοία προς βοήθεια της Πύλου που πολιορκούσαν οι Σπαρτιάτες. Η αποστολή απέτυχε και τον κατηγόρησαν για προδοσία, αλλά αθωώθηκε επειδή πλήρωσε τους δικαστές όπως μας ενημερώνει ο Αριστοτέλης.
Όταν ανέλαβαν οι τριάκοντα έφυγε από την Αθήνα μαζί με τους δημοκράτες, και επέστρεψε πάλι όταν η δημοκρατία επανήλθε το 403 π.Χ. Μαζί με τον Θρασύβουλο και τον Αρχίνο διετέλεσε αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος. Με τον Σωκράτη δεν ήταν άγνωστοι διότι ο Άνυτος είναι ένας από τους βασικούς συνομιλητές στο έργο «Μένων ̈ (Ο Μένωνας ήταν Θεσσαλός Στρατηγός). Η συνομιλία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στο μίσος του Άνυτου, το οποίο στηρίζεται σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αρχικώς, για να περάσει και σε προσωπικό επίπεδο διότι ο Σωκράτης ήταν καυστικός.
Στο έργο λοιπόν, ο Σωκράτης επαινεί τον πατέρα του, αλλά επικρίνει ταυτόχρονα τον ίδιο, που κληρονόμησε την περιουσία (δηλ δεν την δημιούργησε ο ίδιος) παρόλα αυτά ήταν αλαζόνας. Ακόμα ο Σωκράτης του δείχνει ότι δεν θαυμάζει την μόρφωση και την ανατροφή του, με την οποία εξαπατά τον όχλο για να τον εκλέγουν σε κρατικά αξιώματα. Ο Άνυτος δεν μπορεί πια να συγκρατηθεί και ξεσπά λέγοντας του να φυλάγεται διότι στην πόλη αυτή μπορεί κανείς ευκολότερα να βλάπτει παρά να ευεργετεί. Ο Σωκράτης αντιλαμβάνεται την απειλή που αργότερα πραγματοποιείται. Παρόλα αυτά ο Σωκράτης λέει στον Μενωνα με ειρωνικό ύφος:
̈Ω Μένων, Άνυτος μεν μοί δοκεί χαλεπαίνειν ̈ δηλαδή ̈Ω Μένων, νομίζω ότι ο Άνυτος εθύμωσε… ̈.
Ο Σωκράτης στην συνέχεια γελοιοποίησε στον διάλογο τον Άνυτο, και του απέδειξε ότι παρά την μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του ότι είναι ένας μικρός και εντελώς ανόητος που νομίζει κενώς ότι κάποιος είναι. Ο Άνυτος επίσης δεν είχε καλό τέλος, αφού οι Αθηναίοι τον εξόρισαν, πήγε στην Ηράκλεια του Πόντου και εκεί τον λιθοβόλησαν.
Ο Λύκων ήταν ένας δημαγωγός που προετοίμασε τα στοιχεία για την δίκη, κάτι σαν δικηγόρος κατηγορίας θα λέγαμε σήμερα. Τα στοιχεία που έχουμε γι αυτόν είναι τα λιγότερα από τους τρείς κατηγόρους. Κατά την διάρκεια του Συμποσίου (Ξενοφών ̈Συμπόσιον ̈) ο Λύκων επαίνεσε τον Σωκράτη λέγοντας του ̈Μα την Ήρα Σωκράτη, μου φαίνεται ότι είσαι καλός και αγαθός άνθρωπος ̈. Βέβαια στην δίκη είπε τα αντίθετα. Οι Αθηναίοι μετά εξόρισαν τον Λύκωνα όπως και τον Άνυτο.
Η Κατηγορία
Ο Μέλητος λοιπόν υπέβαλε στο δικαστήριο την μήνυση που έγραφε τα εξής: Τάδε εγράψατο και αντωμόσατο Μέλητος ο Μελήτου Πιθεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζειν θεούς ου νομίζον, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα Θάνατος. Δηλαδή ότι ο Σωκράτης δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, εισάγει καινούριους θεούς, είναι ένοχος επιπλέον διότι διαφθείρει τους νέους. Ποινή Θάνατος. Η λέξη ̈νομίζω ̈ στα αρχαία δεν σημαίνει απλά πιστεύω, αλλά και απονέμω τιμές προς τους θεούς.
Η κατηγορία της ασέβειας ήταν βαρύ παράπτωμα κατά τους αρχαίους, δεύτερη κατηγορία δηλ για την διαφθορά των νέων, είχε να κάνει με την περιφρόνηση προς το πολίτευμα δηλ την δημοκρατία, που ήταν και το ουσιαστικό πάτημα για την καταδίκη του. Όμως ο πραγματικός λόγος ήταν ότι επειδή ο Σωκράτης δεν τους επαινούσε αλλά τους έβγαζε στην επιφάνεια τα λάθη και τα ηθικά παραπτώματα που ήταν πολλά, αρχής γενομένης με τον Άνυτο, και στην συνέχεια με τους ίδιους τους δικαστές.
Η Ηλιαία ήταν το ανώτατο δικαστήριο των Αθηνών (Ηλιαία ή Αλία εκ του αλιάζεσθαι δηλ συναθροίζεσθαι), και οι δικαστές ονομάζονταν Ηλιαστές. Ήταν 6.000 άτομα τα οποία εξελέγοντο κάθε χρόνο με κλήρο. Έπρεπε να έχουν συμπληρώσει το 30στό έτος ηλικίας τους, να μην όφειλαν στο δημόσιο, να μην στερούντο πολιτικών δικαιωμάτων και να έκαναν την σχετική αίτηση. Η Ηλιαία δίκαζε κατά τμήματα απαρτιζόμενα από 501 δικαστές. Στα δικαστήρια που ονομάζοντο »τιμηταί» (όπως αυτό προς τον Σωκράτη, όπου ο κατήγορος πρότεινε την ποινή) και σε δικαστήρια που ο νόμος πρότεινε την ποινή που ονομαζόταν »ατίμητοι».
Η ψηφοφορία ήταν δυαδική, δηλ είτε διάτρητος (καταδικαστική) είτε άτρητος (αθωωτική). Αν το αποτέλεσμα ήταν καταδικαστικό, ακολουθούσε μια δεύτερη ψηφοφορία για τον προσδιορισμό της ποινής, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να προτείνει την ποινή του. Εάν κατά την πρώτη ψηφοφορία το 1/5 του συνόλου άτρητος (αθωωτική), ο μηνυτής ετιμωρείτο με 1000 δρχ. πρόστιμο και στέρηση μερικών δικαιωμάτων.
Σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών ο Σωκράτης για πρώτη φορά εκκλήθηκε να μιλήσει μπροστά σε δικαστές και σε τόσο μεγάλο κοινό. Αυτό όμως δεν τον πτόησε να είναι όπως στην καθημερινή του ζωή. Η Απολογία υπολογίζεται να κράτησε περίπου έξι ώρες, και μαζί με τις υπόλοιπες διαδικασίες η δίκη κράτησε όλη μέρα. Ο Ξενοφώντας μας πληροφορεί ότι δημιουργήθηκε στον αέρα θόρυβος μεταξύ των δικαστών που εξελίχθηκε σε φθόνο κατά του Σωκράτη λόγω ότι έλεγε πράγματα που δεν τους άρεσαν, πράγμα που σημαίνει ότι ο Σωκράτης χτύπαγε τον εγωισμό τους.
Με την γνωστή λογική του ο Σωκράτης αντικρούει όλα τα σαθρά επιχειρήματα που οι εχθροί προσπάθησαν να στηρίξουν κατηγορίες. Μια από όλες τις κατηγορίες ήταν ότι έπαιρνε χρήματα για να διδάξει, όμως ο Σωκράτης είπε ότι μεγαλύτερη απόδειξη ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει είναι η φτώχεια του, άλλωστε κανείς δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας να πει ότι πλήρωσε την Σωκράτη. Ο Σωκράτης λέει στο δικαστήριο ότι ο Χαιρεφών πήγε στους Δελφούς και ρώτησε την Πυθία ποιος είναι ο σοφότερος όλων, και η Πυθία είπε ̈ανδρών πάντων Σωκράτης σοφότερος, και προς επιβεβαίωση έφερε ως μάρτυρα τον αδερφό του Χαιρέφωνα, Χαιρεκράτη διότι ο Χαιρεφών είχε πεθάνει ήδη.
Ο χρησμός αυτός των Δελφών, δεν έπεισε τον Σωκράτη ότι ίσχυε, και αναζήτησε να βρει τους λόγους για τους οποίους ελέχθη, εφόσον ήξερε ότι έλειπαν αρκετές γνώσεις από την βιβλιοθήκη του μυαλού του για να ονομαστεί σοφός. Στην πορεία όμως, συζήτησε με πολλούς που έλεγαν ότι ήταν σοφοί, και με την γνωστή μέθοδο τους απεδείκνυε ότι δεν ήταν. Τότε αντιλήφτηκε τον λόγο για τον οποίο η Πυθία τον αποκάλεσε σοφότερο όλων, τον αποκάλεσε διότι είχε επίγνωση της αγνοίας του, δηλαδή το περίφημο »εν οίδα, ουδέν οίδα » οπότε είχε μια σωστή εκκίνηση για την εξέλιξη των γνώσεων του.
Γύρω από το όνομα του Σωκράτη είχε υπάρξει μια διαβαλλόμενη δυσφήμιση η οποία ήταν δύσκολο να αλλάξει μέσα σε 6 ώρες. Οι δικαστές δεν είχαν την ευκαιρία να δουν πίσω από τα λόγια αν οι πράξεις ήταν ανάλογες. Σε αυτή την δυσφήμιση ρόλο είχαν παίξει διάφοροι κωμικοί ποιητές όπως ο Αριστοφάνης, όπου στο έργο »Νεφέλες» πάνω στην διακωμώδηση είχε αναφερθεί ότι ο Σωκράτης »έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος ̈ και ότι ̈αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων» δηλαδή αυτά που επικαλέσθηκαν οι τρείς κατήγοροι στο δικαστήριο 30 χρόνια αργότερα από το θεατρικό έργο.
Στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να κάνει ερωτήσεις στους κατήγορους του, έτσι ο Μέλητος κατατροπώθηκε πολλές φορές και παρέμεινε σιωπηλός μην έχοντας κάτι να πει. Ο Σωκράτης στην συνέχεια προκαλεί τον θόρυβο των δικαστών λέγοντας τους ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τρόπο ζωής έστω και αν μέλλει να πεθάνει πολλές φορές, και στην συνέχεια τους λέει να μην θορυβούν και να τον ακούσουν με προσοχή διότι θα ωφεληθούν. Εκεί λέει και το ιστορικό ότι είναι σαν αλογόμυγα που προσπαθεί να ξυπνήσει το δυνατό αλλά νωθρό άλογο που είναι η Αθήνα, και ότι δεν θα βρουν άλλον σαν αυτόν.
Μετά τους λέει ότι για χάρη τους παραμέλησε την οικογένεια του και σαν πατέρας ή μεγάλος αδελφός προσπαθεί να πείσει τους αγαπητούς του Αθηναίους να φροντίσουν για την αρετή. Είπε επίσης ότι δεν ασχολήθηκε με την πολιτική διότι δεν τον άφησε το δαιμόνιο (θεότητα που τον συμβούλευε), και ορθώς, διότι αν μετείχε στα κοινά προ πολλού θα ήταν κατεστραμμένος ηθικά και δεν θα μπορούσε να ωφελήσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Οι δικαστές για μια ακόμη φορά οργίζονται. Ο Σωκράτης κρίνεται ένοχος με 281 κατά και 220 υπέρ, οπότε και ξεκινά το δεύτερο μέρος της διαδικασίας.
Καλείται λοιπόν ο Μέλητος για να δώσει εκ νέου την προτεινόμενη τιμωρία. Και πάλι χωρίς ίχνος ηθικού σθένους ενώ θα μπορούσε να προτείνει ελαφρότερη τιμωρία, προτείνει θάνατο. Τότε οι δικαστές ως όριζε ο νόμος, ζητούν από τον Σωκράτη να προτείνει την τιμωρία που ο ίδιος νομίζει ότι του αξίζει. Ο Σωκράτης τους λέει ότι σε έναν άνθρωπο που προσπαθούσε μια ζωή να κάνει τους Αθηναίους ηθικότερους, το μόνο που του αξίζει είναι να σιτίζεται δωρεάν από το Πρυτανείο, όπως οι φιλοξενούμενοι του κράτους, οι ευεργέτες, οι Ολυμπιονίκες, οι Στρατηγοί κτλ. Οι δικαστές εξεγείρονται για ακόμα μια φορά.
Οι μαθητές και φίλοι του Πλάτων, Κρίτων, Κριτόβουλος, Απολλόδωρος παρακαλούν τον Σωκράτη να ορίσει ένα οποιοδήποτε χρηματικό ποσό το οποίο θα διέθεταν εκείνοι αντ αυτού, τότε ο Σωκράτης ορίζει τις τριάκοντα μνες. Το δικαστήριο με διαφορά 80 ψήφων κατά, καταδικάζει τον Σωκράτη εις θάνατον. Η διαδικασία επερατώθη, ο Σωκράτης τους λέει ότι έτσι και αλλιώς ο φυσικός θάνατος δεν είναι μακριά οπότε θα μπορούσαν να περιμένουν. Τα αρμόδια όργανα παραλαμβάνουν τον Σωκράτη, απευθυνόμενος στους δικαστές λέει:
»Έφτασε λοιπόν η ώρα για να απέλθωμεν, εγώ μεν για να αποθάνω, εσείς δε για να ζήσετε. Ποιός όμως από τους δυο πηγαίνει σε καλλίτερο μέρος μόνον ο Θεός γνωρίζει».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Πολλοί είναι εκείνοι οι σύγχρονοι μελετητές που σκοπίμως δεν αναφέρονται λεπτομερειακώς στον τρόπο θανάτου του μεγάλου φιλοσόφου. Απλά λέγεται ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε και θανατώθηκε, ότι δηλαδή εκτελέστηκε η ποινή του. Το γεγονός όμως ότι ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεξε να πεθάνει αρκετές ώρες νωρίτερα από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή εκτέλεσης της ποινής του, σε τι σκέψεις μας οδηγεί; Το ότι είχε τη δυνατότητα διαφυγής και δεν το έπραξε;
Ας εξετάσουμε όμως τις τελευταίες υπερήφανες στιγμές του Σωκράτη, όπως διατυπώνονται αυθεντικά μέσα από τον πλατωνικό «Φαίδωνα»: »Και ο Κρίτων είπε: «Σωκράτη, ο ήλιος είναι ακόμα πάνω στα βουνά και δεν έχει δύσει. Εγώ πάλι γνωρίζω και άλλους που εκτελούν την ποινή αργά, όποτε τυχόν τους αναγγελθεί η εντολή, αφού δειπνήσουν και πιουν πολύ καλά και ικανοποιήσουν όποιες τυχόν επιθυμίες έχουν. Γι αυτό λοιπόν μη βιάζεσαι, υπάρχει ακόμα χρόνος.».
Και ο Σωκράτης απαντώντας είπε: «Κρίτων, εκείνοι βέβαια που λες εσύ πράττουν κατ αυτό τον τρόπο -διότι πιστεύουν ότι κερδίζουν με την καθυστέρηση-, αλλά εγώ τουλάχιστο είμαι πεπεισμένος ότι δε θα πράξω έτσι. Διότι δε νομίζω ότι θα κερδίσω τίποτα με το να πιω το δηλητήριο αργότερα, προσπαθώντας να σώσω μια ζωή που ήδη είναι χαμένη. Μόνο που θα ξεγελούσα τον εαυτό μου με αυτό. Εμπρός λοιπόν, άκουσέ με και μην πράξεις διαφορετικά.». Και ο Κρίτων, αφού άκουσε αυτά, έγνεψε στο παιδί που ήταν κοντά και εκείνο βγήκε από το κελί και παρέμεινε για μερική ώρα.
Ύστερα γύρισε φέρνοντας τον φύλακα που κουβαλούσε ένα ποτήριο δηλητήριο. Ο Σωκράτης, αφού είδε τον άνθρωπο, είπε: «Εσύ, καλέ μου φίλε, που κατέχεις αυτά τα ζητήματα, οδήγησέ με για το τι πρέπει να κάνω.». Τότε ο φύλακας απάντησε: «Τίποτα άλλο δεν πρέπει να κάνεις, παρά να περπατήσεις ωσότου βαρύνουν τα πόδια σου και μετά θα πέσεις κάτω και το δηλητήριο θα επενεργήσει.». Και αμέσως έδωσε το ποτήρι με το δηλητήριο στο Σωκράτη. Δεν αξίζει στον πρωτεργάτη της διαλεκτικής το μονόχνοτο σχήμα καταδίκη – θάνατος.
Είναι ίσως και αδόκιμο. Ο Σωκράτης δεν καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Αθηναίους δικαστές, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως η ιστορία και οι ιστορικοί μας δηλώνουν περίτρανα το πρώτο. Επειδή όμως δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που ανήκει αποκλειστικά στη δεδομένη ιστορική στιγμή, αλλά σε όλη τη διαχρονία της ανθρώπινης υπάρξεως, το μόνο που καταφέρνει η επιστήμη της ιστορίας -αλλά και η στείρα φιλολογία- είναι επιεικώς μια επικίνδυνη παρερμηνεία. Δεν εξαπατήθηκαν οι δικαστές από τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.
Η ζωή του Σωκράτη ποτέ δεν αποτέλεσε γι αυτόν αυτοσκοπό, όσο παράξενο κι αν αυτό ακούγεται σήμερα, για τους σύγχρονους ανθρώπους. Η ζωή η δική του ήταν η ζωή όλων. Η ύπαρξή του είχε αφιερωθεί πρόδηλα στον κόσμο. Ο ίδιος έλεγε πως δεν ήταν πολίτης της Αθήνας, αλλά πολίτης του κόσμου. Όταν είδε στα τελευταία του χρόνια ότι οι άνθρωποι τον απαρνούνται, ότι δηλαδή απαρνούνται τη διαλεκτική, την επαγωγή, την υψηλή σκέψη και την ίδια την αλήθεια, δεν υπήρχε λόγος περαιτέρω ύπαρξης. Ο θάνατος του Σωκράτη επήλθε από την ίδια την κατηγορία και όχι από την απόφαση του δικαστηρίου.
Και δεν έφταιξε γι αυτό η δικαιοσύνη, δεν έφταιξαν γι αυτό οι δικαστές. Καθώς ο Σωκράτης ήταν ο άνθρωπος του κόσμου, ενώπιόν του βρισκόταν το δικαστήριο του κόσμου και όχι το αρχαίο Αθηναϊκό δικαστήριο. Από τη μια πλευρά βρίσκονταν οι κοινοί άνθρωποι με τις γεμάτες τύψεις στενές ψυχές τους. Από την άλλη όμως βρισκόταν εκείνο το στοιχείο που τους θύμιζε την πραγματική ουσία του ανθρώπου, εκείνο που τους καταδείκνυε την άσχημη ζωή τους. Άλλοι το λένε συνείδηση, άλλοι το λένε αυτοέλεγχο, ο Σωκράτης το είπε αλογόμυγα, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Επρόκειτο λοιπόν για μια από τις πολλές φορές στην ιστορία, όπου οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εξαγνιστούν, αλλά να σκοτώσουν τον εξαγνιστή, πράγμα φυσικά ευκολότερο και ανώδυνο: «Ο Σωκράτης ήταν ένα τραγικό πρόσωπο. Όχι γιατί ήπιε το κώνειο, αλλά γιατί ήξερε ότι στη φύση υπάρχει και το κώνειο. Όχι γιατί τον δικάσανε οι συμπολίτες του, αλλά γιατί ήξερε ότι η φύση δικάζει το λευκό γιασεμί στον κήπο να μαραίνεται το χειμώνα, και το λευκό χιόνι στο όρος να λειώνει το καλοκαίρι… Δεν εξαπατήθηκαν οι Αθηναίοι να τον δικάσουνε άδικα. Ο ίδιος εξαπάτησε τους Αθηναίους να τον δικάσουνε δίκαια. Ο φρόνιμος ένας μεταχειρίστηκε σαν εργαλείο τους άφρονες πολλούς…».
Σχετικά με τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, οφείλουμε μια ευχαριστήρια θυσία στον Ασκληπιό, έναν πετεινό. Κάντε το, και μην το ξεχάσετε.»). «Τι υπονοεί τούτη η παράξενη κουβέντα: Ολάκερη η ζωή μου εστάθηκε μια αρρώστια. Τώρα που φεύγω, εκείνο που στην ουσία φεύγει δεν είναι η ζωή αλλά η αρρώστια. Σε ποιον άλλο λοιπόν χρωστώ να ομολογήσω χάρη, παρά στο γιατρό που με γιάτρεψε; Στον Ασκληπιό, το θεό της υγείας. Μόνο που ο Σωκράτης εκείνη την ώρα δε μιλούσε για λογαριασμό του μόνο.
Μιλούσε για κείνους, που ενώ γεννιούνται ζώα όπως όλοι μας, καθώς τελειώνουν, φτάνουν να γίνουν άνθρωποι, όπως λίγοι από εμάς.». Τα τελευταία αυτά όμως λόγια αυτοσυνειδησίας του Σωκράτη θα προσέθετα ότι περιέχουν κυρίαρχο το αίσθημα της πικρίας. Η ζωή του ήταν η ζωή όλων. Εφόσον οι όλοι αποδείχθηκαν άρρωστοι, και η δική του ζωή αισθανόταν ότι καταδικάστηκε σε ασθένεια. Και ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο, μαζί του όμως πέθαινε και ολόκληρος ο κόσμος.
Για το δίκαιο των πραγμάτων όμως κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε και μια αντιπροσωπευτική άποψη εκείνων των διανοητών που δεν έδωσαν όμοια -με την προαναφερθείσα- ερμηνεία στα τελευταία του αυτά λόγια. Θα μας πει ο Frιedrich Nietzsche στη Φιλοσοφία του:
«Ο Σωκράτης δεν ήταν μονάχα ο σοφότερος φλύαρος, υπήρξε μεγάλος και στη σιωπή. Θα προτιμούσα να σώπαινε και στις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Αυτή η γελοία και τρομερή τελευταία λέξη σημαίνει, για όποιον μπορεί να την καταλάβει: Κρίτων η ζωή είναι μια αρρώστια. Είναι δυνατόν; Ένας άνθρωπος σαν αυτόν που είχε ζήσει χαρούμενος μέσα στον κόσμο, σα στρατιώτης, αυτός ο άνθρωπος πεσιμιστής. Ο Σωκράτης, ναι ο Σωκράτης υπόφερε από τη ζωή. Αλίμονο φίλοι. Πρέπει να ξεπεράσουμε ακόμα και τους Έλληνες».
Όχι λοιπόν, δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως μας τα εξηγεί ο Nietzsche. Δεν ήταν πεσιμισμός τα τελευταία λόγια του Σωκράτη, αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα μείγμα αυτογνωσίας και πικρίας για τη ζωή των ανθρώπων που χάνεται στο σύνολό της. Αυτά ήταν γνήσια και σπάνια ανθρώπινα συναισθήματα. Αν είναι κάτι να ξεπεραστεί, πρόκειται για τη μικρότητα του πλήθους και όχι για τη μεγαλοσύνη του διαχρονικού και αληθινού ανθρώπου, του Σωκράτη.
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Δεν ξέρω, άνδρες Αθηναίοι, αν οι κατήγοροί μου σας επηρέασαν. Γιατί κι εμένα, λίγο ακόμα και θα με έκαναν να ξεχάσω ποιος είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσαν. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν είπαν τίποτα το αληθινό. Πιο μεγάλη εντύπωση όμως από όλα τα ψέματα που είπαν μου έκανε αυτό: που έλεγαν ότι πρέπει να με προσέχετε, για να μην σας εξαπατήσω επειδή είμαι τάχα δεινός ρήτορας.
Αυτό μου φάνηκε το πιο αδιάντροπο ψέμα, γιατί είναι βέβαιο ότι θα διαψευσθούν ευθύς αμέσως έμπρακτα, καθώς θα αποδειχθεί ότι δεν είμαι τρομερός στο να μιλάω, εκτός αν αυτοί λένε δεινό ρήτορα όποιον λέει την αλήθεια. Αν λοιπόν θέλουν να πουν αυτό θα συμφωνούσα πως είμαι ρήτορας, αλλά όχι με τον τρόπο το δικό τους. Έτσι λοιπόν σας λέω, αυτοί είπαν, ελάχιστα ή και καθόλου, την αλήθεια, εσείς όμως από εμένα θα την ακούσετε ολόκληρη. Όχι, μα το Δία, άνδρες Αθηναίοι με δημηγορίες σαν τις δικές τους, ούτε καλλωπισμένα λόγια με κομψές φράσεις και λέξεις.
Αλλά θα ακούσετε τα σωστά λόγια, όπως μου έρθουν στο μυαλό, γιατί πιστεύω ότι είναι δίκαια όσα λέγω. Και κανείς σας να μην περιμένει τίποτε άλλο. Γιατί δεν είναι σωστό, άνδρες, σε αυτήν την ηλικία που βρίσκομαι, να έρθω σε σας πλάθοντας όμορφα λόγια σαν να ήμουν νεαρός. Και πρέπει να σας ζητήσω, άνδρες Αθηναίοι, μια χάρη από εσάς. Αν με ακούσετε να μιλάω με τα ίδια λόγια που έχω συνηθίσει να μιλάω και στην αγορά και στα τραπέζια, να μην απορήσετε και να μην θορυβηθείτε.
Γιατί συμβαίνει αυτό: Αν και είμαι εβδομήντα χρονών για πρώτη φορά ανεβαίνω σε βήμα δικαστηρίου. Δεν ξέρω λοιπόν την τέχνη της γλώσσας που χρησιμοποιείτε εδώ. Έτσι λοιπόν, όπως εάν πραγματικά ήμουν ξένος θα μου συγχωρούσατε το ότι θα μίλαγα με τη γλώσσα και με τον τρόπο που θα είχα ανατραφεί, έτσι και τώρα αυτό ακριβώς σας ζητώ, γιατί αυτό είναι δίκαιο, να με αφήσετε να εκφραστώ με τον τρόπο που θέλω, ίσως ωραία, ίσως άσχημα, όμως εσείς τούτο να προσέχετε και να έχετε στο νου σας, αν μιλάω δίκαια ή όχι. Γιατί αυτή είναι του δικαστή η αρετή, του ρήτορα δε είναι να λέγει τα αληθινά. Πρώτα λοιπόν είναι σωστό να απολογηθώ, άνδρες Αθηναίοι, για τις παλιότερες κατηγορίες που είπαν για μένα άδικα οι πρώτοι μου κατήγοροι, και μετά για τις επόμενες και τους επόμενους κατηγόρους.
Γιατί πολλοί κατήγοροί μου ήρθαν σε σας και στα περασμένα χρόνια, χωρίς να λένε τίποτα το αληθινό, και τους οποίους εγώ φοβάμαι περισσότερο παρά αυτούς που βρίσκονται τώρα γύρω από τον Άνυτο, αν και αυτοί εδώ είναι αρκετά επικίνδυνοι με τον τρόπο τους. Αλλά εκείνοι, οι παλιοί, είναι φοβερότεροι, άνδρες, οι οποίοι αφού παρέλαβαν πολλούς από εσάς από παιδιά ακόμη, σας έπειθαν και με κατηγορούσαν χωρίς να λένε καμιά αλήθεια, ότι τάχα υπάρχει κάποιος Σωκράτης, σοφός άνδρας, που ασχολείται με τα ουράνια φαινόμενα και έχει ψάξει όλα όσα βρίσκονται κάτω από τη γη, και κάνει τα άδικα λόγια να φαίνονται δίκαια.
Αυτοί, άνδρες Αθηναίοι, που έχουν διαδώσει αυτή τη φήμη, αυτοί είναι οι πιο φοβεροί μου κατήγοροι. Γιατί όσοι τους ακούνε νομίζουν ότι αυτοί που αναζητούν αυτά τα πράγματα δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν θεοί. Έπειτα αυτοί οι κατήγοροι είναι πολλοί και με κατηγορούν επί πολλά χρόνια, και ακόμη αυτά τα έλεγαν σε σας όταν ήσασταν σε μια ηλικία που εύκολα τους πιστεύατε, επειδή πολλοί από εσάς ήσασταν παιδιά, και μάλιστα μερικοί μωρά. Και κατηγορούσαν έναν απόντα που δεν μπορούσε να απολογηθεί για καμιά κατηγορία. Το πιο παράλογο από όλα είναι ότι ούτε τα ονόματά τους δεν γνωρίζω να πω εκτός από κάποιον ποιητή κωμωδιών.
Όσοι δε με έχουν διαβάλλει από φθόνο και σας έπειθαν, και όσοι έχοντας οι ίδιοι πεισθεί μετά έπειθαν κι άλλους, αυτοί είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Γιατί δεν μπορώ ούτε να φέρω εδώ κανέναν από αυτούς ούτε να τον ελέγξω αλλά πρέπει να απολογούμαι σαν να παλεύω με σκιές και να κάνω ερωτήσεις χωρίς να παίρνω απάντηση. Θεωρήστε λοιπόν κι εσείς, σαν δεδομενο, αυτό που λέω κι εγώ, ότι οι κατήγοροί μου είναι δυο ειδών, αυτοί που με κατηγόρησαν τώρα τελευταία, κι εκείνοι που με κατηγορούν από παλιά, για τους οποίους σας μίλησα πριν λίγο.
Και να καταλάβετε ότι για εκείνους πρώτα πρέπει να απολογηθώ, γιατί κι εσείς εκείνους είχατε ακούσει πρώτα να με κατηγορούν, και μάλιστα για πολύ περισσότερο καιρό, απ’ ότι αυτοί εδώ οι πρόσφατοι. Ας είναι. Πρέπει λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να απολογηθώ και να επιχειρήσω να εξαφανίσω την ψεύτικη κατηγορία που τόσο πολύ χρόνο ακούγατε για μένα, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου.
Θα ήθελα λοιπόν να γίνει έτσι, αν το θεωρείτε σωστό και για σας και για μένα, και να απολογηθώ με επιτυχία. Ξέρω όμως ότι είναι δύσκολο και βλέπω αρκετά καλά γιατί. Ας γίνει όμως όπως θέλει ο θεός. Εγώ πρέπει να υπακούσω στο νόμο και να απολογηθώ. Ας εξετάσουμε λοιπόν από την αρχή ποια είναι η κατηγορία από την οποία ξεκίνησε η διαβολή εναντίον μου, στην οποία πιστεύοντας ο Μέλητος έκανε αυτή την καταγγελία. Ας δούμε τι έλεγαν οι κατήγοροί μου εκείνοι. Πρέπει λοιπόν, σαν να ήταν αληθινοί κατήγοροι, να σας διαβάσω το κατηγορητήριό τους.
«Ο Σωκράτης είναι ένοχος και ερευνά ψάχνοντας αυτά που βρίσκονται κάτω από τη γη και στον ουρανό, επίσης κάνει τον άδικο λόγο να φαίνεται δίκαιος, και αυτά τα διδάσκει και σε άλλους».
Κάπως έτσι είναι. Γιατί αυτά βλέπετε και σεις οι ίδιοι στην κωμωδία του Αριστοφάνη, δηλαδή κάποιον Σωκράτη να περιφέρεται εκεί, να συζητά, να αεροβατεί και να φλυαρεί, πράγματα για τα οποία εγώ δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Και δεν τα λέω αυτά για να υποτιμήσω την επιστήμη αυτή, αν κάποιος είναι σοφός σε τέτοια ζητήματα – ούτε βέβαια για να αποφύγω αυτές τις κατηγορίες του Μελήτου – αλλά επειδή εγώ, άνδρες Αθηναίοι, δεν έχω καμιά σχέση με αυτά.
Έχω για μάρτυρες τους περισσότερους από εσάς, και σας παρακαλώ να πληροφορήσετε ο ένας τον άλλον και να μιλήσουν όσοι με άκουσαν ποτέ να συζητάω. Και υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας τέτοιοι. Πείτε λοιπόν μεταξύ σας, αν κανείς από σας με άκουσε να συζητάω ποτέ, έστω και για λίγο, γι’ αυτά τα θέματα. Και απ’ αυτό θα καταλάβετε ότι τέτοιου είδους είναι και τα άλλα που λέει για μένα ο κόσμος. Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι αλήθεια ούτε και αυτό αν το ακούσατε είναι αληθινό, ότι δηλαδή εγώ εκπαιδεύω ανθρώπους και παίρνω χρήματα γι’ αυτή τη δουλειά.
Παρόλο που και αυτό μου φαίνεται ότι είναι καλό, αν δηλαδή κάποιος είναι ικανός να εκπαιδεύσει ανθρώπους, όπως ο Γοργίας, ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Γιατί ο καθένας από αυτούς άνδρες Αθηναίοι, μπορεί, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, να πείθει τους νέους – οι οποίοι έχουν την δυνατότητα, χωρίς να πληρώσουν τίποτα να συναναστρέφονται οποιονδήποτε θέλουν από τους συμπολίτες τους – να αφήνουν τις παρέες τους για να συναναστρέφονται αυτούς, πληρώνοντας χρήματα, και να τους χρωστούν από πάνω και ευγνωμοσύνη.
Επίσης υπάρχει κι ένας άλλος άνδρας σοφός εδώ, από την Πάρο καταγόμενος, που έμαθα ότι βρίσκεται στην πόλη μας. Έτυχε κάποτε να συναντήσω κάποιον άνθρωπο που έχει πληρώσει στους σοφιστές πολύ περισσότερα χρήματα από όσα όλοι οι άλλοι μαζί, τον Καλλία του Ιππονίκου. Τον ρώτησα λοιπόν – επειδή έχει και δυο γιους – : «Καλλία, αν αντί για τους δυο γιους σου είχες δυο πουλάρια ή δυο μοσχαράκια, δεν θα ήταν δύσκολο να βρούμε σε ποιον να τα εμπιστευτούμε και ποιον να μισθώσουμε για να μεγαλώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Θα ήταν κάποιος εκπαιδευτής αλόγων ή κάποιος κτηματίας. Τώρα όμως που πρόκειται για ανθρώπους, σε ποιον πρόκειται να τους εμπιστευτείς; Ποιος είναι γνώστης αυτής της αρετής, που ταιριάζει στον άνθρωπο και στον πολίτη; Φαντάζομαι ότι θα έχεις σκεφτεί, αφού έχεις παιδιά. Υπάρχει κάποιος κατάλληλος ή όχι;
- Και βέβαια, μου είπε.
- Ποιος είναι, του είπα. Από πού κατάγεται; Και με πόσα χρήματα διδάσκει;
- Ο Εύηνος, απάντησε, Σωκράτη, από την Πάρο, με πέντε μνες.
Κι εγώ μακάρισα τον Εύηνο, αν όντως κατέχει αυτήν την τέχνη και διδάσκει τόσο καλά. Εγώ ο ίδιος θα υπερηφανευόμουν πολύ αν είχα δεξιότητες και γνώσεις τέτοιου είδους. Αλλά δεν έχω, άνδρες Αθηναίοι. Θα με ρωτούσε ίσως κάποιος από σας: «Μα Σωκράτη, εσύ με τι ασχολείσαι; Πως γεννήθηκαν αυτές οι κατηγορίες εναντίον σου; Γιατί βέβαια αν δεν σε απασχολούσαν πράγματα που δεν απασχολούν άλλους δεν θα δημιουργούσες τόση φήμη, ούτε θα γινόταν τόσος λόγος για σένα, αν δεν έκανες πράγματα που οι πολλοί δεν τα κάνουν. Πες μας λοιπόν τι είναι αυτό, για να μην υποθέτουμε εμείς διάφορα πράγματα για σένα».
Μου φαίνεται ότι σωστά θα μιλούσε όποιος έλεγε αυτά, και θα προσπαθήσω κι εγώ να βρω τι είναι αυτό που δημιούργησε τη φήμη μου και τις εναντίον μου κατηγορίες. Ακούτε λοιπόν προσεκτικά. Ίσως φανεί σε μερικούς από εσάς ότι αστειεύομαι. Να ξέρετε καλά όμως ότι θα σας πω όλη την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, απέκτησα αυτό το όνομα απ’ τη σοφία μου και μόνο. Και ποια είναι αυτή η σοφία; Αυτή που είναι, νομίζω, η ανθρώπινη σοφία. Πράγματι ίσως να την κατέχω αυτή τη σοφία. Ενώ αυτοί, για τους οποίους μιλούσα πριν λίγο, είναι σοφοί με μια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη, αλλιώς δεν ξέρω τι να πω.
Γιατί εγώ δεν τη γνωρίζω αυτή τη σοφία, τη δική τους, και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο λέει ψέματα και το κάνει για να με διαβάλει. Και μην διαμαρτυρηθείτε με φωνές, άνδρες Αθηναίοι, αν σας φανεί ότι σας λέω κάτι υπερβολικό. Γιατί δεν είναι δικά μου τα λόγια που θα πω αλλά κάποιου πολύ αξιόπιστου. Γιατί της δικής μου σοφίας, αν έχω κάποια σοφία, όποια κι αν είναι, θα παρουσιάσω για μάρτυρα τον θεό των Δελφών. Γνωρίζετε βέβαια τον Χαιρεφώντα.
Αυτός ήταν παιδικός μου φίλος και ήταν και δικός σας φίλος, του λαού, και είχε εξοριστεί τότε μαζί σας, και ξαναγύρισε μαζί σας εδώ. Και ξέρετε βέβαια τι χαρακτήρα είχε ο Χαιρεφώντας, πόσο υπερβολικός ήταν σε ό,τι έκανε. Κάποτε λοιπόν που πήγε στους Δελφούς, τόλμησε να ρωτήσει το μαντείο το εξής: – γι’ αυτό που θα πω μην βάλετε τις φωνές, άνδρες – ρώτησε λοιπόν αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από μένα. Απάντησε τότε η Πυθία ότι κανένας δεν είναι σοφότερος. Και γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάρτυρας αυτός εδώ, ο αδελφός του, γιατί εκείνος έχει πεθάνει.
Προσέξτε τώρα γιατί σας τα λέω αυτά. Γιατί πρόκειται να σας εξηγήσω πως γεννήθηκε η ψεύτικη κατηγορία εναντίον μου. Όταν τα άκουσα λοιπόν αυτά, σκέφτηκα έτσι: «Τι είναι αυτά που λέει ο Θεός και τι να εννοεί; Γιατί εγώ ξέρω πως δεν είμαι καθόλου σοφός. Τι λέει λοιπόν πως είμαι πιο σοφός απ’ όλους; Δεν μπορεί βέβαια να λέει ψέματα. Δεν είναι δυνατόν αυτό». Και για πολύν καιρό απορούσα τι ήθελε να πει. Πολύ αργότερα άρχισα να εξετάζω το ζήτημα με τον τρόπο που θα σας πω.
Πήγα σε κάποιον απ’ αυτούς που θεωρούνται σοφοί, γιατί ίσως εκεί θα μπορούσα να ελέγξω το μαντείο και να πω στον χρησμό: «Αυτός εδώ είναι σοφότερος από μένα, ενώ εσύ είπες ότι εγώ είμαι». Εξετάζοντάς τον λοιπόν σε βάθος αυτόν – δεν χρειάζεται να πω το όνομά του, – ήταν κάποιος από τους πολιτικούς – εξετάζοντάς τον λοιπόν και συζητώντας μαζί του, έπαθα το εξής, άνδρες Αθηναίοι: μου φάνηκε ότι αυτός ο άνδρας φαινόταν σοφός και σε πολλούς άλλους ανθρώπους και προπαντός στον εαυτό του, ενώ δεν ήταν. Και έπειτα προσπαθούσα να του αποδείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, ενώ δεν ήταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως με αντιπάθησε και αυτός και πολλοί από τους παρόντες.
Εγώ λοιπόν καθώς έφευγα σκεφτόμουν ότι: «Απ’ αυτόν τον άνθρωπο εγώ είμαι σοφότερος. Γιατί, όπως φαίνεται, κανένας από τους δύο μας δεν γνωρίζει τίποτα σπουδαίο. Όμως αυτός νομίζει ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει. Ενώ εγώ δεν γνωρίζω βέβαια τίποτα, αλλά ούτε και νομίζω ότι γνωρίζω. Φαίνεται ότι από εκείνον, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είμαι λίγο σοφότερος, γιατί εκείνα που δεν γνωρίζω δεν νομίζω ότι τα γνωρίζω. Μετά πήγα σε κάποιον άλλον, από εκείνους που θεωρούνται σοφότεροι απ’ αυτόν, και κατάλαβα ότι συμβαίνει και μ’ αυτόν ακριβώς το ίδιο. Έτσι με αντιπάθησε κι εκείνος και πολλοί άλλοι.
Μετά απ’ αυτά συνέχισα να πηγαίνω και σε άλλους, παρ’ όλο που ένιωθα – και λυπόμουν και φοβόμουν – πως γινόμουν μισητός, ωστόσο μου φαινόταν ότι ήταν αναγκαίο να προτιμήσω να ερευνήσω τα λόγια του θεού. Έπρεπε λοιπόν να πάω, εξετάζοντας τι θέλει να πει ο χρησμός, σε όλους που θεωρούνταν ότι γνωρίζουν κάτι.
Και μα τον Κύνα, άνδρες Αθηναίοι, – γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια – να τι μου συνέβη: Οι πιο φημισμένοι μου φάνηκαν να ξέρουν σχεδόν τα λιγότερα, όταν τους εξέταζα σύμφωνα με τα λόγια του θεού, ενώ άλλοι, που φαίνονταν κατώτεροι, ήταν πιο συνετοί άνδρες. Πρέπει λοιπόν αυτή την περιπλάνησή μου να σας τη διηγηθώ, σαν άθλους που κατόρθωσα να πραγματοποιήσω, για να μην αφήσω ανεπιβεβαίωτο το χρησμό. Μετά λοιπόν από τους πολιτικούς, πήγα στους ποιητές, κι εκείνους των τραγωδιών κι εκείνους των διθυράμβων και τους άλλους, με σκοπό να πιάσω εδώ τον εαυτό μου να είμαι αμαθέστερος απ’ αυτούς.
Φέρνοντας λοιπόν μαζί μου εκείνα από τα ποιήματά τους που μου φαινόταν ότι τα έχουν δουλέψει περισσότερο, τους ζητούσα να μου εξηγήσουν τι λένε, για να μάθω ταυτόχρονα και κάτι απ’ αυτούς. Ντρέπομαι λοιπόν να σας πω, άνδρες, την αλήθεια. Πρέπει όμως να σας την πω.
Με λίγα λόγια, σχεδόν όλοι όσοι είναι παρόντες θα μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα για τα έργα τους απ’ αυτούς τους ίδιους. Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών. Γιατί πράγματι αυτοί λένε πολλά και καλά, αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτά που λένε. Αυτό μου φαίνεται ότι έχουν πάθει και οι ποιητές. Και ταυτόχρονα κατάλαβα ότι εξαιτίας του ποιητικού τους ταλέντου νομίζουν ότι και στα άλλα είναι οι πιο σοφοί από τους ανθρώπους, ενώ δεν είναι. Έφυγα λοιπόν και από εκεί με τη σκέψη ότι έχω το ίδιο πλεονέκτημα απέναντί τους, όπως και με τους πολιτικούς.
Στο τέλος πήγα στους χειροτέχνες. Γιατί ήξερα ότι εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, ήξερα όμως ότι αυτούς θα τους εύρισκα να γνωρίζουν πολλά και καλά. Και σ’ αυτό δεν διαψεύστηκα, γιατί γνώριζαν αυτά που εγώ δεν γνώριζα και ως προς αυτά ήταν σοφότεροι από εμένα. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, μου φάνηκαν να έχουν το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές και οι καλοί καλλιτέχνες. Επειδή ασκούσε καλά την τέχνη του ο καθένας απ’ αυτούς, νόμιζε ότι και στα άλλα είναι πάρα πολύ σοφός, και αυτό το σφάλμα τους σκίαζε κι εκείνη τη σοφία που πράγματι κατείχαν.
Έτσι λοιπόν κατέληξα να αναρωτιέμαι – για να δικαιώσω το χρησμό – τι από τα δύο θα προτιμούσα, να είμαι όπως είμαι, δηλαδή να μην είμαι ούτε σοφός με τη δικιά τους σοφία αλλά ούτε και αμαθής με τη δικιά τους αμάθεια, ή να είμαι και σοφός και αμαθής όπως εκείνοι. Απαντούσα λοιπόν και στον εαυτό μου και στον χρησμό ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι. Από αυτήν τη συνήθεια, άνδρες Αθηναίοι, γεννήθηκαν πολλές έχθρες εναντίον μου και μάλιστα τόσο δυσάρεστες και βαριές, ώστε να γεννηθούν απ’ αυτές πολλές συκοφαντίες και να μου βγει η φήμη ότι είμαι σοφός.
Γιατί κάθε φορά που αποδεικνύω την άγνοια κάποιου, νομίζουν οι παρόντες ότι είμαι σοφός σ’ αυτά που εκείνος δεν γνωρίζει. Όπως φαίνεται όμως, άνδρες, ο θεός μόνο είναι πράγματι σοφός και μ’ αυτόν το χρησμό αυτό λέει, ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία, ίσως και καμία. Και πιθανόν να υποδεικνύει τον Σωκράτη, και να χρησιμοποιεί το όνομά μου φέροντάς με για παράδειγμα, σα να ήθελε να πει: «Εκείνος από σας είναι, άνθρωποι, ο σοφότερος που, σαν το Σωκράτη, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διόλου σοφός».
Όλα αυτά λοιπόν εγώ ακόμα και τώρα τα στριφογυρίζω στο μυαλό μου, τα εξετάζω και τα ερευνώ, ακολουθώντας τα λόγια του θεού, κάθε φορά που νομίσω ότι κάποιος είναι σοφός, είτε συμπολίτης μας είτε ξένος. Και όταν έχω την αίσθηση ότι δεν είναι σοφός, βοηθώ τον θεό αποδεικνύοντάς το. Έτσι, όντας απασχολημένος μ’ αυτό το έργο δεν ευκαιρώ ούτε για την πόλη να κάνω τίποτα αξιόλογο ούτε για την οικογένειά μου, αλλά βρίσκομαι σε φοβερή φτώχεια υπηρετώντας το θεό.
Εκτός από αυτά όμως οι νέοι που με ακολουθούν με τη θέλησή τους – και είναι εκείνοι που έχουν τον περισσότερο χρόνο διαθέσιμο, οι πιο πλούσιοι – ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω τους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί. Προσπαθούν έπειτα, να εξετάσουν και οι ίδιοι, άλλους. Και βρίσκουν, όπως φαίνεται, μεγάλη αφθονία από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν κάτι, ενώ λίγα πράγματα μόνο γνωρίζουν ή ακόμα και τίποτα. Τότε όσοι εξετάζονται εξοργίζονται με εμένα αλλά όχι μ’ εκείνους. Λένε μάλιστα ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους.
Και όταν τους ρωτάει κανείς τι κάνει και τι διδάσκει για να πετυχαίνει κάτι τέτοιο, δεν έχουν τι να απαντήσουν γιατί δεν το ξέρουν. Για να μη φανεί όμως ότι δεν έχουν τι να πουν, λένε ό,τι έχουν πρόχειρο εναντίον των φιλοσόφων γενικώς, «πως ερευνά ό,τι συμβαίνει στον ουρανό και κάτω από τη γη», «ότι δεν πιστεύει στους θεούς» και «ότι κάνει αυτό που είναι λάθος να φαίνεται για σωστό». Γιατί την αλήθεια νομίζω, δεν θα ήθελαν να πουν, ότι δηλαδή προσποιούνται ότι γνωρίζουν, ενώ τίποτα δεν γνωρίζουν. Καθώς είναι λοιπόν φιλόδοξοι και φανατικοί και πολλοί, και μιλάνε όλοι μαζί και πειστικά για μένα, έχουν γεμίσει τα αυτιά σας και από παλιά και τώρα συκοφαντώντας με άγρια.
Απ’ αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν, ο Μέλητος οργιζόμενος για λογαριασμό των ποιητών, ο Άνυτος υπερασπιζόμενος τους πολιτικούς και ο Λύκων τους ρήτορες. Ώστε, όπως έλεγα στην αρχή, θα απορούσα αν κατόρθωνα να βγάλω από το μυαλό σας σε τόσο λίγο χρόνο αυτές τις συκοφαντίες που έχουν συσσωρευτεί. Αυτή είναι, άνδρες Αθηναίοι, η αλήθεια, και σας τη λέω χωρίς να σας κρύψω τίποτα απολύτως και χωρίς να παραποιήσω τίποτα. Παρ’ όλο που ξέρω ότι για τον ίδιο λόγο σας γίνομαι μισητός. Αυτό άλλωστε είναι απόδειξη ότι λέω την αλήθεια και ότι από εδώ ξεκινούν οι συκοφαντίες και ότι αυτές είναι οι αιτίες τους.
Και είτε τώρα είτε άλλοτε να εξετάσετε αυτά, θα βρείτε ότι έτσι είναι. Για όσα λοιπόν με κατηγορούσαν οι πρώτοι μου κατήγοροι, αρκεί για σας αυτή μου η απολογία. Στον Μέλητο τώρα, τον καλό και αφοσιωμένο στην πόλη, όπως λένε, και στους πρόσφατους κατηγόρους μου, θα προσπαθήσω να απολογηθώ. Πάλι λοιπόν, επειδή πρόκειται για διαφορετικούς κατηγόρους, ας ακούσουμε το κατηγορητήριό τους. Λέει λοιπόν περίπου τα εξής: Λένε ότι ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, αλλά σε άλλες καινούργιες θεότητες.
Αυτή λοιπόν είναι η κατηγορία. Ας την εξετάσουμε λεπτομερώς. Λέει λοιπόν ότι είμαι ένοχος επειδή διαφθείρω τους νέους. Εγώ όμως, λέω, άνδρες Αθηναίοι, ότι είναι ένοχος ο Μέλητος, επειδή αστειεύεται σοβαρά, σέρνοντας με μεγάλη επιπολαιότητα ανθρώπους στα δικαστήρια, προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα για τα οποία ποτέ δε νοιάστηκε. Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω ότι πράγματι έτσι είναι. Έλα λοιπόν, Μέλητε, και πες μας: Υπάρχει τίποτα άλλο που να σε ενδιαφέρει πιο πολύ από τη βελτίωση των νέων;
- Όχι βέβαια. Έλα λοιπόν, πες σ’ αυτούς εδώ, ποιος τους κάνει καλύτερους; Γιατί είναι φανερό ότι το ξέρεις, αφού ενδιαφέρεσαι. Έχοντας βρει εκείνον που τους διαφθείρει, όπως λες, με φέρνεις εδώ ενώπιον των δικαστών και με κατηγορείς. Έλα, πες μας τώρα, ποιος τους κάνει καλύτερους. Φανέρωσέ τον σ’ όσους μας ακούν.
Βλέπεις, Μέλητε, ότι σιωπάς, ότι δεν έχεις τι να πεις; Δεν νομίζεις ότι η σιωπή σου είναι ντροπή, ότι αποτελεί αρκετή απόδειξη για τον ισχυρισμό μου, ότι δε νοιάζεσαι καθόλου γι’ αυτό το ζήτημα; Αλλά πες μας, φίλε μου, ποιος κάνει τους νέους καλύτερους;
- Οι νόμοι.
- Μα δεν ρωτάω αυτό, αγαπητέ μου, αλλά ποιος άνθρωπος, ο οποίος βέβαια θα έχει πρώτα μάθει και τους νόμους.
- Αυτοί, Σωκράτη, οι δικαστές.
- Τι λες, Μέλητε; Αυτοί εδώ είναι ικανοί να μορφώνουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους;
- Ασφαλώς.
- Όλοι γενικά ή μόνο μερικοί απ’ αυτούς;
- Όλοι γενικά.
- Καλά τα λες, μα την Ήρα. Μεγάλη έχουμε αφθονία από ωφέλιμους ανθρώπους. Και αυτοί εδώ οι ακροατές τους κάνουν καλύτερους ή όχι;
- Και αυτοί.
- Και οι βουλευτές;
- Και οι βουλευτές.
- Μήπως τότε, Μέλητε, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές, διαφθείρουν τους νεότερους; Ή κι εκείνοι, όλοι γενικά, τους κάνουν καλύτερους;
- Κι εκείνοι.
- Όλοι λοιπόν, όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι τους κάνουν καλούς και άξιους εκτός από μένα, και μόνον εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες;
- Έτσι ακριβώς.
- Πόσο δυστυχισμένο με θεωρείς! Απάντησέ μου όμως: νομίζεις ότι και με τα άλογα συμβαίνει το ίδιο ; Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, και μόνο ένας είναι που τα χαλάει; Ή συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, και μόνο ένας μπορεί να τα κάνει καλύτερα, ή πολύ λίγοι μόνο, οι ιπποκόμοι; Ενώ οι άλλοι, οι πολλοί, όταν ασχολούνται με άλογα και τα χρησιμοποιούν, τα χαλάνε; Δεν ισχύει αυτό, Μέλητε, και για τα άλογα και για όλα τα άλλα ζώα; Ισχύει, είτε το παραδεχτείτε εσύ κι ο Άνυτος είτε όχι. Θα ήταν λοιπόν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν ένας μόνο τους διέφθειρε και όλοι οι άλλοι τους ωφελούσαν.
Αλλά όμως, Μέλητε, είναι ολοφάνερο πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και απέδειξες καθαρά την αμέλειά σου, ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για τα πράγματα για τα οποία με κατηγορείς. Πες μας ακόμα, στο όνομα του Δία, Μέλητε, τι είναι καλύτερο, να ζεις ανάμεσα σε καλούς πολίτες ή σε κακούς; Έλα φίλε μου, απάντησε. Δεν σε ρωτάω τίποτα δύσκολο. Οι κακοί δεν βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους, και οι καλοί δεν τους ωφελούν;
- Ασφαλώς.
- Υπάρχει λοιπόν κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται από τους δικούς του, και όχι να ωφελείται; Απάντησε, αγαπητέ μου. Ο νόμος προστάζει να απαντήσεις. Υπάρχει κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται;
- Όχι βέβαια.
- Έλα λοιπόν, πες μας, με κατηγορείς εδώ ότι διαφθείρω τους νέους και τους κάνω κακούς; Γίνεται αυτό με τη θέλησή μου ή χωρίς τη θέλησή μου;
- Με τη θέλησή σου βέβαια.
- Τι είναι αυτά που λες, Μέλητε; Είσαι τόσο σοφότερος εσύ από μένα, παρ’ όλο που είσαι τόσο νεότερός μου, ώστε ενώ ξέρεις ότι οι κακοί βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους και οι καλοί τους ωφελούν, λες ότι εγώ έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο αμάθειας που με το να μην με ενδιαφέρει αν κάνω κάποιον από τους γύρω μου να γίνει κακός, μπαίνω κι εγώ ο ίδιος στον κίνδυνο να μου κάνει κάτι κακό; Και αυτό το τόσο μεγάλο κακό το κάνω, όπως λες, με τη θέλησή μου; Δεν με πείθεις γι’ αυτό, Μέλητε, και θαρρώ πως κανέναν άλλον δεν πείθεις. Αλλά ή δεν τους διαφθείρω, ή, αν τους διαφθείρω, το κάνω χωρίς να το θέλω. Πάντως εσύ και στις δύο περιπτώσεις λες ψέματα.
Αν όμως τους διαφθείρω χωρίς τη θέλησή μου, για τέτοια αθέλητα σφάλματα ο νόμος δεν ορίζει να με φέρεις στο δικαστήριο, αλλά να με πάρεις ιδιαιτέρως, και να με συμβουλεύσεις και να με νουθετήσεις. Γιατί είναι φανερό ότι, αφού το καταλάβω, θα πάψω να κάνω ό,τι έκανα ακούσια.
Εσύ όμως απέφυγες να το κάνεις αυτό και δεν θέλησες να έρθεις να με βρεις και να με νουθετήσεις. Και με φέρνεις σ’ αυτό το δικαστήριο, όπου ο νόμος ορίζει να φέρνουν εκείνους που χρειάζονται τιμωρία και όχι εκείνους που χρειάζονται νουθεσία. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, είναι πια φανερό εκείνο που ήδη έλεγα, ότι δηλαδή ο Μέλητος δε νοιάστηκε ποτέ στο ελάχιστο γι’ αυτά. Όμως πες μας: Με ποιον τρόπο Μέλητε, λες ότι διαφθείρω τους νεότερους; Όπως φαίνεται και από την καταγγελία σου, διδάσκοντάς τους να μην πιστεύουν στους Θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά σε άλλους καινούργιους δαίμονες; Δεν λες ότι διδάσκοντας αυτά τους διαφθείρω;
- Ακριβώς αυτά λέω.
- Στο όνομα λοιπόν αυτών των Θεών για τους οποίους γίνεται τώρα λόγος, Μέλητε, εξήγησέ μας με μεγαλύτερη σαφήνεια και σε μένα και σ’ αυτούς εδώ τους άνδρες, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις να πεις. Λες ότι διδάσκω να πιστεύουν ότι υπάρχουν μερικοί Θεοί – άρα και εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν Θεοί και δεν είμαι εντελώς άθεος και δεν μπορώ να κατηγορηθώ γι’ αυτό -αλλά ότι δεν είναι αυτοί της πόλης, αλλά άλλοι, και γι’ αυτό ακριβώς με κατηγορείς, επειδή είναι άλλοι; Ή ισχυρίζεσαι ότι δεν έχω πίστη στους Θεούς, πράγμα που διδάσκω και στους άλλους;
- Ακριβώς, λέω ότι δεν πιστεύεις καθόλου στους Θεούς.
- Καλέ μου Μέλητε, πως τα λες αυτά;
Δεν πιστεύω λοιπόν ούτε για τον ήλιο ούτε για τη σελήνη ότι είναι θεοί, όπως οι άλλοι άνθρωποι;
- Μα τον Δία, άνδρες δικαστές, για τον ήλιο λεει ότι είναι πέτρα και για τη σελήνη ότι είναι γη.
- Τον Αναξαγόρα νομίζεις ότι κατηγορείς, αγαπητέ μου Μέλητε. Και τόσο μικρή ιδέα έχεις γι’ αυτούς εδώ, τους θεωρείς τόσο αγράμματους, ώστε να μη γνωρίζουν ότι τα βιβλία του
Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα από τέτοια λόγια; Από εμένα θα τα μάθαιναν αυτά οι νέοι, ενώ θα μπορούσαν, όποτε ήθελαν, να αγοράσουν τα βιβλία αυτά από την ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή, και να κοροϊδεύουν το Σωκράτη, αν υποστηρίζει ότι είναι δικά του, πράγματα μάλιστα τόσο περίεργα. Αλλά, στο όνομα του Δία, έτσι σου φαίνομαι; Ότι δεν πιστεύω σε κανένα Θεό;
- Όχι, μα το Δία, σε κανέναν απολύτως.
- Ούτε τον εαυτό σου, Μέλητε, μου φαίνεται ότι δεν πιστεύεις πια. Αυτός εδώ μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι σας περιφρονεί πολύ και ότι είναι τελείως αναίσχυντος, και ότι έκανε αυτή την καταγγελία από αλαζονεία και αναισχυντία και νεανική επιπολαιότητα. Φαίνεται σα να έχει φτιάξει ένα γρίφο για να με δοκιμάσει:
«Θα καταλάβει άραγε ο Σωκράτης ο σοφός ότι αστειεύομαι και ότι αντιφάσκω ή θα τον εξαπατήσω και αυτόν και τους άλλους που με ακούνε;» Γιατί νομίζω πως είναι φανερό ότι ίδιος αντιφάσκει στην καταγγελία του και είναι σαν να έλεγε: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους Θεούς, πιστεύοντας όμως στους Θεούς». Μα είναι αστείο. Εξετάστε κι εσείς μαζί μου, άνδρες, πως αντιλαμβάνομαι αυτά που λέει. Κι εσύ απάντησέ μας, Μέλητε. Όσο για σας, θυμηθείτε αυτό που σας ζήτησα από την αρχή, και μη διαμαρτύρεσθε όταν μιλάω με το συνηθισμένο μου τρόπο.
Είναι κανένας, Μέλητε, από τους ανθρώπους που να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; Ας μου απαντήσει, άνδρες, και ας μη διαμαρτύρεται λέγοντας άλλα αντί άλλων. Είναι κανένας που να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άλογα, αλλά να πιστεύει ότι υπάρχει ιππασία; Ή που ενώ δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αυλητές, πιστεύει ότι υπάρχει αυλητική τέχνη; Δεν είναι δυνατόν αυτό, φίλε μου. Κι αν εσύ δεν θέλεις να απαντήσεις, στο λέω εγώ, και σ’ εσένα και σ’ αυτούς εδώ. Απάντησέ μου όμως τουλάχιστον σ’ αυτό που σε ρωτάω τώρα: είναι κανείς που να πιστεύει στη δύναμη των θεοτήτων και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν θεότητες;
- Δεν είναι δυνατόν αυτό.
Με βοηθάς απαντώντας έτσι, έστω και με το ζόρι, επειδή αναγκάζεσαι απ’ αυτούς εδώ να το κάνεις. Λες λοιπόν ότι και πιστεύω στη δύναμη των Θεοτήτων, και διδάσκω ότι υπάρχουν, είτε πρόκειται για καινούργιες είτε για παλιές, αλλά πάντως πιστεύω στη δύναμη των Θεοτήτων, σύμφωνα με τα λόγια σου, και μάλιστα αυτό το αναφέρεις και στην ένορκη καταγγελία σου.
Αλλά αν πιστεύω στη δύναμή τους, είναι απολύτως αναγκαίο να πιστεύω ότι υπάρχουν Θεότητες.
Δεν είναι έτσι; Ασφαλώς. Σε βάζω να συμφωνείς μαζί μου, επειδή δεν απαντάς. Τις Θεότητες λοιπόν δεν τις θεωρούμε είτε Θεούς είτε παιδιά των Θεών; Συμφωνείς ή όχι;
- Βέβαια.
- Αν λοιπόν πιστεύω στις Θεότητες, όπως λες εσύ, αν μεν είναι κάποιοι Θεοί οι δαίμονες, τότε δεν ισχύει ο ισχυρισμός μου, ότι μιλάς με γρίφους και μας κοροϊδεύεις; Γιατί λες ότι εγώ δεν πιστεύω στους Θεούς αλλά ταυτόχρονα και ότι πιστεύω, εφόσον πιστεύω στις Θεότητες. Αν πάλι οι Θεότητες είναι παιδιά θεών, είτε νόθα είτε από νύμφες είτε από άλλες μητέρες, όπως λένε, ποιος από τους ανθρώπους θα πίστευε ότι ενώ υπάρχουν παιδιά των Θεών, δεν υπάρχουν Θεοί;
Το ίδιο παράλογο θα ήταν να πίστευε κανείς ότι υπάρχουν παιδιά των αλόγων και των γαϊδουριών, τα μουλάρια, αλλά να μην πίστευε ότι υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια. Όχι, Μέλητε, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψες αυτά στην καταγγελία σου για άλλο λόγο παρά μόνο γιατί δεν έβρισκες κανένα αληθινό αδίκημα για να με κατηγορήσεις. Αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πείσεις κάποιον άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει ελάχιστη νοημοσύνη, ότι μπορεί κάποιος που πιστεύει στη δύναμη των Θεοτήτων να μην πιστεύει στη δύναμη των θεών, ή το αντίθετο, ότι μπορεί κάποιος που δεν πιστεύει σε Θεότητες να πιστεύει είτε στους Θεούς είτε στους ήρωες.
Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω με περισσότερα επιχειρήματα ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία του Μέλητου. Αρκούν αυτά που είπα. Εκείνο όμως που έλεγα προηγουμένως, ότι προκάλεσα τη μεγάλη εχθρότητα πολλών ανθρώπων, είναι απολύτως αληθινό. Και αυτό είναι που θα με καταστρέψει, αν με καταστρέψει: δεν θα είναι ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος, αλλά οι συκοφαντίες και ο φθόνος των πολλών. Αυτά στ’ αλήθεια κατέστρεψαν και νομίζω θα καταστρέψουν στο μέλλον πολλούς άλλους δίκαιους ανθρώπους.
Γιατί δεν πιστεύω ότι θα σταματήσει σ’ εμένα το κακό.
Θα μπορούσε όμως να πει κανείς: «Δεν ντρέπεσαι, Σωκράτη, που έχεις κάνει τέτοια πράγματα ώστε τώρα να κινδυνεύεις να πεθάνεις;» Κι εγώ τότε θα του έδινα τη σωστή απάντηση, λέγοντας ότι: «Κάνεις λάθος, άνθρωπε, αν νομίζεις πως ένας άνδρας που θέλει να ωφελήσει έστω και λίγο τους άλλους πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Ενώ το μόνο που πρέπει να σκέφτεται, όταν ενεργεί, είναι αν ενεργεί δίκαια ή άδικα και αν η συμπεριφορά του είναι καλού ή κακού ανθρώπου.
Γιατί τότε θα ήταν ανάξιοι, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, όσοι από τους ημίθεους σκοτώθηκαν στην Τροία, και όλοι οι άλλοι, και ο γιος της Θέτιδας. Αυτός τόσο πολύ περιφρονούσε τον κίνδυνο, μπροστά στο ενδεχόμενο να ντροπιαστεί, ώστε, όταν του είπε η μητέρα του, που ήταν Θεά, τότε που ήθελε να σκοτώσει τον Έκτορα, τα εξής παρακάτω – αν θυμάμαι καλά – λόγια:
«Παιδί μου, αν εκδικηθείς το φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα, θα πεθάνεις κι εσύ. Γιατί αμέσως μετά τον Έκτορα θα έρθει και το δικό σου τέλος», εκείνος – ενώ τα άκουσε αυτά – αδιαφόρησε για τον θάνατο και τον κίνδυνο, και πιο πολύ φοβήθηκε να ζήσει σαν δειλός που εκδίκηση δεν παίρνει για τους φίλους του.
«Ας πεθάνω αμέσως, είπε, φτάνει να τιμωρήσω εκείνον που έφταιξε και να μη μένω πια εδώ ντροπιασμένος, κοντά στα καμπυλόπρυμνα καράβια, βάρος της γης». Νομίζεις ότι νοιάστηκε αυτός για τον θάνατο και τον κίνδυνο; Και πράγματι, άνδρες Αθηναίοι, έτσι είναι. Εκεί που θα ταχθεί κανείς, είτε από μόνος του, επειδή πιστεύει ότι πράττει το καλύτερο, είτε από κάποιον άρχοντα, εκεί οφείλει, θαρρώ, να παραμείνει, διακινδυνεύοντας και χωρίς να λογαριάζει ούτε θάνατο ούτε τίποτα άλλο, μπροστά στην ατίμωση.
Θα είχα λοιπόν κάνει πολύ άσχημα, άνδρες Αθηναίοι, αν όταν με διέταξαν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε, να πολεμήσω στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη, στο Δήλιο, έμενα τότε στο καθήκον που μου όριζαν, όπως και οι άλλοι, και έβαζα σε κίνδυνο τη ζωή μου, και όταν μου όριζε ο Θεός – κατά τη δική μου πάντα αντίληψη -ότι πρέπει να ζω φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, να φοβόμουν είτε το θάνατο είτε οτιδήποτε άλλο, και να εγκατέλειπα τη θέση μου.
Θα ήταν φοβερό, και πράγματι τότε θα ήταν δίκαιο να με φέρει κανείς στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι δεν πιστεύω στους Θεούς και ότι δεν υπακούω στον χρησμό, και ότι φοβάμαι τον θάνατο και ότι νομίζω πως είμαι σοφός ενώ δεν είμαι. Γιατί το να φοβάται κανείς τον θάνατο, άνδρες, δεν είναι τίποτα άλλο από το να νομίζει κανείς ότι είναι σοφός χωρίς να είναι. Να νομίζει ότι γνωρίζει αυτά που δε γνωρίζει. Γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε αν συμβαίνει να είναι το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, κι όμως τον φοβούνται σα να ξέρουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό.
Και δεν είναι αμάθεια αυτό επονείδιστη, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει;
Εγώ όμως, άνδρες, σ’ αυτό ακριβώς διαφέρω ίσως από τους περισσότερους και αν λέω ότι είμαι σε κάτι σοφότερος από κάποιον άλλον είναι σ’ αυτό το σημείο, ότι μη γνωρίζοντας αρκετά για τον Άδη, παραδέχομαι την άγνοιά μου. Γνωρίζω όμως ότι είναι κακό και ντροπή να βλάπτει κανείς έναν καλύτερο και να μην υπακούει σ’ αυτόν, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος Έτσι λοιπόν ποτέ δεν θα φοβηθώ και δεν θα αποφύγω να κάνω κάτι, διαπράττοντας κακές πράξεις που γνωρίζω ότι είναι κακές, για να επιτύχω άλλες που δεν γνωρίζω αν είναι πράγματι καλές.
Ώστε ακόμα κι αν με αφήνατε τώρα ελεύθερο, μη πιστεύοντας στον Άνυτο, ο οποίος σας είπε ότι είτε από την αρχή δεν έπρεπε καθόλου να δικαστώ, ή, αφού δικάζομαι, δεν είναι δυνατόν να μη με καταδικάσετε σε θάνατο. Γιατί, πρόσθεσε, αν γλιτώσει, οι γιοι σας, που ήδη κάνουν ό,τι τους διδάσκει ο Σωκράτης, θα καταστραφούν όλοι εντελώς. Αν λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, μου λέγατε: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστέψουμε τον Άνυτο και θα σε αφήσουμε ελεύθερο, με τον εξής όμως όρο, ότι δεν θα περνάς πια την ώρα σου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας.
Κι αν πιαστείς να το κάνεις αυτό το πράγμα, θα πεθάνεις». Αν λοιπόν, όπως είπα, μ’ αυτόν τον όρο μ’ αφήνατε ελεύθερο, θα σας έλεγα ότι: «Εγώ, άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον Θεό κι όχι σε σας, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε από σας τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι: «Πως εσύ, αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πως θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην ενδιαφέρεσαι ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;»
Και αν κάποιος από σας αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως ούτε θα φύγω, αλλά θα του υποβάλλω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρ’ όλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα. Αυτά θα τα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, είτε είναι νεότερος είτε μεγαλύτερος, είτε ξένος είτε συμπολίτης μας, και κυρίως στους συμπολίτες μας, που είναι πιο δικοί μου. Γιατί αυτά με προστάζει ο θεός καταλάβετέ το καλά.
Και εγώ πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για σας και για την πόλη από αυτήν την υπηρεσία μου που προσφέρω στον Θεό. Γιατί περιφέρομαι μη κάνοντας τίποτα άλλο από το να πείθω τους νεότερους και τους πιο ηλικιωμένους ανάμεσά σας να μην φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τα χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή τους, πως θα γίνει καλύτερη, λέγοντας τους ότι η αρετή δεν γίνεται από τα χρήματα, αλλά τα χρήματα και όλα τα άλλα ανθρώπινα αγαθά, και τα ιδιωτικά και τα δημόσια, από την αρετή.
Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά. Κι αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ άλλα λέω και όχι ό,τι σας είπα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, άνδρες Αθηναίοι, ή να ακούσετε τον Άνυτο ή να μην τον ακούσετε, και ή να μ’ αφήσετε ελεύθερο ή να μη μ’ αφήσετε, γιατί εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω σε ό,τι κάνω, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές.
Μη διαμαρτύρεσθε, άνδρες Αθηναίοι, κάντε ό,τι σας παρακάλεσα. Μην διαμαρτύρεσθε για ό,τι λέω, αλλά ακούτε. Γιατί πιστεύω ότι ακούγοντάς με θα ωφεληθείτε. Γι’ αυτά τα άλλα που πρόκειται να σας πω θα βάλετε ίσως τις φωνές, αλλά να μην το κάνετε. Να ξέρετε καλά όμως, ότι αν με θανατώσετε, και είμαι πράγματι αυτός που λέω εγώ, δεν θα βλάψετε τόσο εμένα όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Γιατί εμένα σε τίποτε δεν μπορούν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος. Δεν θα είχαν τη δυνατότητα, γιατί πιστεύω ότι δεν γίνεται ο χειρότερος άνθρωπος να βλάψει έναν καλύτερο.
Θα μπορούσε βέβαια να με σκοτώσει ίσως ή να με εξορίσει ή και να μου στερήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα. Αυτά τα πράγματα ίσως αυτός ή κάποιος άλλος να τα θεωρεί μεγάλο κακό. Όχι όμως εγώ. Θεωρώ πολύ χειρότερο να κάνει κανείς ό,τι κάνει αυτός τώρα, προσπαθώντας να σκοτώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν απολογούμαι καθόλου για χάρη του εαυτού μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για χάρη σας, για να μην αμαρτήσετε προς τον θεό, καταδικάζοντάς με, περιφρονώντας αυτό που σας έδωσε.
Γιατί αν με σκοτώσετε, άλλον σαν κι εμένα δεν θα βρείτε – για να το πω απλά αλλά κι αστεία -που να τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει νωθρό μεγάλο άλογο ράτσας και χρειάζεται αλογόμυγα να την ξυπνάει. Νομίζω ότι σαν τέτοια με έχει βάλει στην πόλη ο θεός, να μη σταματώ όλη τη μέρα να σας ξυπνώ, να σας πείθω και τον καθένα χωριστά να επικρίνω τριγυρίζοντας παντού.
Δεν θα βρεθεί λοιπόν εύκολα άλλος τέτοιος για σας, άνδρες, και αν με πιστεύετε, πρέπει να με αθωώσετε. Ίσως όμως να βαρεθείτε γρήγορα, όπως όσοι ξυπνάνε νυσταγμένοι, και, έχοντας πειστεί από τον Άνυτο, με ένα χτύπημα να με σκοτώσετε εύκολα. Και έπειτα θα περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας κοιμώμενοι, αν δεν σας φροντίσει ο θεός και δεν σας στείλει κάποιον άλλον.
Το ότι πράγματι εγώ είμαι εκείνος που έδωσε ο Θεός στην πόλη γι’ αυτόν τον σκοπό, μπορείτε να το καταλάβετε εύκολα: γιατί δεν φαίνεται ανθρώπινο να έχω παραμελήσει όλες τις υποθέσεις μου και να ανέχομαι να είναι τόσα χρόνια παραμελημένοι οι δικοί μου, για να φροντίζω εσάς, πλησιάζοντας τον καθένα χωριστά, σαν να ήμουν πατέρας σας ή μεγαλύτερος αδελφός σας, για να σας πείθω να ασχοληθείτε με την αρετή. Αν βέβαια είχα κάποιο όφελος απ’ αυτό και σας παρακινούσα να το κάνετε παίρνοντας αμοιβή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω. Τώρα όμως, βλέπετε οι ίδιοι, ότι οι κατήγοροι, ενώ για όλα τα άλλα τόσο αναίσχυντα με κατηγορούν, γι’ αυτό δεν τόλμησαν να με κατηγορήσουν και να βρουν κάποιον μάρτυρα, πως εγώ είτε πήρα ποτέ αμοιβή είτε ζήτησα.
Κι αυτό γιατί, όπως νομίζω, διαθέτω έναν αρκετά αξιόπιστο μάρτυρα, την φτώχεια μου. Ίσως λοιπόν να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ τριγυρνώντας ανάμεσά σας σας συμβουλεύω ιδιαιτέρως και μιλώ για πολλά πράγματα, δημόσια δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο πλήθος να συμβουλεύσω την πόλη. Αιτία αυτού του πράγματος είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή, αυτό το έγραψε και στην καταγγελία του διακωμωδώντας το ο Μέλητος.
Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή είναι που με εμποδίζει να ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να το ξέρετε καλά, άνδρες Αθηναίοι. Αν εγώ από παλιά είχα επιχειρήσει να ασχοληθώ με την πολιτική, από παλιά θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου.
Και μη μου θυμώνετε που λέω την αλήθεια. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να διασωθεί, είτε από σας είτε από οποιοδήποτε άλλο πλήθος, όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια και εμποδίζει να γίνονται στην πόλη πολλά άδικα πράγματα και παράνομα. Αλλά είναι αναγκαίο εκείνος που πράγματι μάχεται για το δίκαιο, αν πρέπει να διασωθεί για λίγο χρονικό διάστημα, να παραμείνει ιδιώτης και να μην συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Και θα σας δώσω μεγάλες αποδείξεις γι’ αυτό, όχι λόγια, αλλά εκείνα που εσείς εκτιμάτε περισσότερο, έργα.
Ακούστε λοιπόν αυτά που μου συνέβησαν, για να δείτε ότι δεν υποχωρώ σε τίποτα που να είναι αντίθετο στο δίκαιο από το φόβο του θανάτου, ακόμα κι αν μη υποχωρώντας θα πέθαινα. Θα σας μιλήσω και με λόγια κοινά και με τη γλώσσα των δικαστηρίων, αλλά θα σας πω την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν κατέλαβα ποτέ κανένα άλλο αξίωμα στην πόλη, διετέλεσα όμως κάποτε βουλευτής και έτυχε να πρυτανεύει η δική μας η φυλή, η Αντιοχίς, τότε που εσείς, τους δέκα στρατηγούς που δεν μάζεψαν τους ναυαγούς μετά τη ναυμαχία, θέλατε να τους δικάσετε όλους μαζί, παράνομα, όπως αργότερα το καταλάβατε όλοι σας.
Τότε, μόνος από όλους τους πρυτάνεις σας εναντιώθηκα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να κάνετε τίποτα αντίθετο προς τους νόμους, και ψήφισα ενάντια στη θέλησή σας. Και ενώ ήταν έτοιμοι οι ρήτορες να με καταγγείλουν και να στείλουν να με συλλάβουν, και εσείς τους παροτρύνατε με φωνές, έκρινα ότι είναι προτιμότερο να διακινδυνεύσω όντας με την πλευρά του νόμου και του δικαίου, παρά να είμαι με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεφτόσαστε δίκαια, από φόβο μήπως φυλακισθώ ή θανατωθώ.
Και αυτά συνέβαιναν ενώ ακόμα υπήρχε δημοκρατία στην πόλη. Αλλά και όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα πάλι, αφού με κάλεσαν μαζί με τους άλλους τέσσερις στη Θόλο, μας διέταξαν να πάμε να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον σκοτώσουν. Τέτοιες διαταγές έδιναν συχνά και σε πολλούς άλλους, επειδή ήθελαν να εμπλέξουν στα εγκλήματά τους όσο το δυνατόν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ, όχι με τα λόγια, αλλά έμπρακτα, απέδειξα πάλι ότι εμένα – για να μιλήσω πιο καθαρά – δεν με ενδιαφέρει διόλου ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω κάτι άδικο κι ανόσιο.
Γιατί εμένα εκείνο το καθεστώς, παρά την ισχύ του, δεν με φόβισε τόσο ώστε να αναγκαστώ να κάνω κάτι άδικο. Αλλά αφού βγήκαμε από τη Θόλο, ενώ οι τέσσερις πήγαν στη Σαλαμίνα και έφεραν τον Λέοντα, εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και ίσως να είχα πεθάνει γι’ αυτή μου την πράξη, αν δεν είχε καταλυθεί σύντομα η εξουσία τους. Γι’ αυτά μπορούν να σας μιλήσουν πολλοί μάρτυρες.
Νομίζετε λοιπόν ότι θα είχα φτάσει σ’ αυτήν την ηλικία, αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική και αν πράττοντας ως τίμιος άνθρωπος υποστήριζα το δίκαιο και αν, όπως πρέπει, φρόντιζα γι’ αυτό περισσότερο απ’ όλα; Κάθε άλλο, άνδρες Αθηναίοι. Ούτε και κανένας άλλος άνθρωπος.
Αλλά εγώ σε όλη μου τη ζωή, και όταν έπραξα κάτι δημόσια τέτοιος αποδείχτηκα, και το ίδιο και στην ιδιωτική μου ζωή : ποτέ δεν έκανα καμιά υποχώρηση σε κανέναν μπροστά στο δίκαιο, ούτε σε κάποιον άλλον ούτε και σε κανέναν απ’ αυτούς που εκείνοι που με κατηγορούν λένε ότι είναι μαθητές μου. Άλλωστε εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός. Κι αν κάποιος όταν μιλάω και όταν λέω τα δικά μου επιθυμούσε να με ακούει, είτε νεότερος είναι είτε μεγαλύτερος, δεν το αρνήθηκα ποτέ σε κανέναν.
Ούτε μιλάω μονάχα όταν παίρνω χρήματα, και όταν δεν παίρνω δεν μιλάω, αλλά προσφέρομαι το ίδιο και σε πλούσιους και σε φτωχούς, να με ρωτάνε, ή αν θέλει κανείς απαντώντας μου να ακούει αυτά που λέω. Και γι’ αυτούς εγώ, είτε κάποιος τους γίνει καλός είτε όχι, είναι άδικο να κατηγορούμαι, γιατί ποτέ δεν υποσχέθηκα σε κανέναν τίποτα, ούτε δίδαξα κανένα μάθημα. Και αν κάποιος ισχυρίζεται ότι από εμένα ποτέ είτε έμαθε είτε άκουσε κάτι ιδιαιτέρως, που δεν το άκουσαν και όλοι οι άλλοι, να ξέρετε καλά ότι δεν λέει την αλήθεια.
Αλλά γιατί τότε μερικοί ευχαριστιούνται να περνούν πολύ χρόνο μαζί μου;Το ακούσατε, άνδρες Αθηναίοι. Σας είπα όλη την αλήθεια, ότι ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί, ενώ δεν είναι. Δεν είναι κι άσχημο αυτό. Εμένα λοιπόν αυτό, σας το βεβαιώνω, μου το έχει ορίσει ο θεός να το κάνω και με χρησμούς και με όνειρα και με κάθε τρόπο, με τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να πράττουν. Αυτά, άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και εύκολα να ελεγχθούν.
Αν όμως εγώ άλλους από τους νέους διαφθείρω και άλλους τους έχω ήδη διαφθείρει, πρέπει βέβαια μερικοί απ’ αυτούς, αφού μεγάλωσαν και κατάλαβαν ότι όταν ήταν νέοι τους είχα δώσει εγώ κάποτε κακές συμβουλές, να ανεβούν τώρα στο βήμα και να με κατηγορήσουν και να με τιμωρήσουν. Και αν δεν το ήθελαν οι ίδιοι, όποιος θέλει από τους δικούς τους, είτε πατέρες είτε αδερφοί είτε και άλλοι συγγενείς, αν έπαθαν οι δικοί τους κάποιο κακό από μένα, να το θυμηθούν τώρα και να με τιμωρήσουν.
Πάντως είναι παρόντες εδώ πολλοί απ’ αυτούς, τους οποίους εγώ τώρα βλέπω, πρώτον απ’ όλους αυτόν εδώ τον Κρίτωνα, που είναι συνομήλικός μου και συνδημότης μου και πατέρας του Κριτόβουλου, που κι αυτός είναι παρών.
Έπειτα κι ο Λυσανίας ο Σφήττιος, ο πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη. Ακόμα και αυτός εδώ ο Αντιφώντας από την Κηφισιά, ο πατέρας του Επιγένη. Και άλλοι είναι εδώ που οι αδερφοί τους σύχναζαν κοντά μου, ο Νικόστρατος του Θεοζοτίδου, ο αδερφός του Θεοδότου – ο Θεόδοτος έχει πεθάνει, κι έτσι δεν μπορεί να τον εμποδίσει με τα παρακάλια του – κι ο Πάραλος του Δημοδόκου, που ήταν αδερφός του ο Θεάνης. Να και ο Αδείμαντος του Αρίστωνος, που αδελφός του είναι αυτός ο Πλάτων, και ο Αιαντόδωρος, που αδερφός του είναι ο Απολλόδωρος.
Και άλλους πολλούς μπορώ να σας αναφέρω, και κάποιον απ’ αυτούς έπρεπε να ορίσει ο Μέλητος για μάρτυρα στην κατηγορία του. Κι αν το ξέχασε τότε, ας τον ορίσει τώρα, εγώ το αφήνω, και ας μας το πει αν έχει κανέναν. Αλλά θα τους βρείτε όλους τελείως αντίθετους, άνδρες, όλοι τους είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν εμένα που διαφθείρω τους δικούς τους και τους βλάπτω, όπως λένε ο Μέλητος και ο Άνυτος.
Και εκείνοι που έχουν διαφθαρεί ίσως θα είχαν κάποιον λόγο να με βοηθήσουν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν διαφθαρεί, και που είναι ήδη ώριμοι άνδρες, οι συγγενείς τους, ποιον άλλον λόγο έχουν να με βοηθούν, εκτός από το να υποστηρίζουν το σωστό και το δίκαιο, επειδή ξέρουν ότι ο Μέλητος λέει ψέματα, ενώ εγώ την αλήθεια. Αρκετά, άνδρες Αθηναίοι. Είπα ό,τι είχα να πω για ν’ απολογηθώ, ίσως θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παρόμοια.
Δεν αποκλείεται όμως να αγανακτήσει κανείς από σας αν σκεφτεί τον εαυτό του, που και σε μικρότερης σημασίας δίκη απ’ αυτήν εδώ θα παρακαλούσε και θα ικέτευε τους δικαστές με πολλά δάκρυα, φέρνοντας στο βήμα και τα παιδιά του, για να τον λυπηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, και άλλους πολλούς συγγενείς και φίλους, ενώ εγώ δεν θα κάνω τίποτα απ’ όλα αυτά, παρ’ όλο που διατρέχω, όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ίσως λοιπόν κανείς, αν αναλογιστεί αυτά τα πράγματα, να γίνει πιο σκληρός απέναντί μου και να οργιστεί γι’ αυτά και να δώσει με οργή την ψήφο του.
Αν λοιπόν κάποιος από σας αισθάνεται έτσι – πράγμα που δεν θέλω να το πιστέψω – αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα μπορούσα νομίζω να του πω ότι: «Κι εγώ, αγαπητέ μου, έχω κάποιους συγγενείς. Γιατί ισχύει και για μένα εκείνο που είπε ο Όμηρος, «δεν γεννήθηκα ούτε από καμιά βελανιδιά ούτε από καμιά πέτρα», αλλά από ανθρώπους, ώστε να έχω και συγγενείς, και γιους, άνδρες Αθηναίοι, τρεις, ο ένας είναι ήδη έφηβος, οι άλλοι δύο παιδιά. Αλλά όμως κανέναν απ’ αυτούς δεν ανέβασα στο βήμα για να σας παρακαλέσω να με αθωώσετε. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτα απ’ αυτά;
Όχι από υπεροψία, άνδρες Αθηναίοι, ούτε για να σας ντροπιάσω. Αν αντιμετωπίζω τον θάνατο θαρραλέα, είναι άλλη υπόθεση. Για τη φήμη όμως, και τη δική μου και τη δική σας κι ολόκληρης της πόλης, δεν νομίζω ότι είναι πρέπον να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είναι πρέπον στην ηλικία μου αλλά και στο όνομα που έχω αποκτήσει, αληθινό ή ψεύτικο. Γιατί, υπάρχει η γνώμη ότι ο Σωκράτης σε κάτι διαφέρει από το πλήθος των ανθρώπων.
Θα είναι ντροπή να αποδειχθούν κατώτεροι της φήμης τους όσοι από σας θεωρείται πως διαφέρουν στη σοφία, την ανδρεία ή οποιαδήποτε άλλη αρετή. Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους, που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν σπουδαίοι, κάνουν πράγματα ανάρμοστα, σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό αν πεθάνουν, ως εάν επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν δεν τους σκοτώνατε εσείς.
Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη, γιατί θα μπορούσαν να κάνουν έναν ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους, και εκλέγονται από τους συμπολίτες τους για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις, σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γυναίκες. Άνδρες Αθηναίοι, εμείς που έχουμε κάποιο όνομα δεν πρέπει να κάνουμε τέτοια πράγματα αλλά κι αν τα κάνουμε, εσείς δεν πρέπει να το επιτρέπετε. Αντίθετα πρέπει να δείξετε ότι είστε αποφασισμένοι να καταψηφίσετε όποιον παίζει αυτά τα ελεεινά δράματα μπροστά σας γελοιοποιώντας την πόλη αλλά όχι όποιον φέρεται με αξιοπρέπεια.
Αλλά και εκτός από το θέμα της φήμης, άνδρες, δεν μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά εξηγώντας του και πείθοντάς τον. Γιατί δεν βρίσκεται για το σκοπό αυτό σ’ αυτή τη θέση ο δικαστής, για να απονέμει τη δικαιοσύνη κάνοντας χάρες, αλλά για να κρίνει. Και έχει ορκιστεί να μην κάνει χάρες σ’ όποιον του αρέσει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν, ούτε εμείς να σας εθίζουμε στην επιορκία ούτε κι εσείς να τη συνηθίζετε.
Γιατί τότε κανένας μας δεν θα έπραττε σύμφωνα με τη θέληση των Θεών. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση, άνδρες Αθηναίοι, να συμπεριφέρομαι απέναντί σας με τρόπο που ούτε εγώ θεωρώ ότι είναι σωστός ή δίκαιος ή αρεστός στους θεούς, και μάλιστα, μα τον Δία, τη στιγμή που κατηγορούμαι απ’ αυτόν εδώ τον Μέλητο για ασέβεια προς τους Θεούς. Γιατί είναι φανερό ότι, αν σας έπειθα παρακαλώντας σας, θα σας έκανα να παραβείτε τον όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν Θεοί. Και απολογούμενος μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν σαν να κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους Θεούς.
Αλλά κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Γιατί πιστεύω, άνδρες Αθηναίοι, όσο κανείς από τους κατηγόρους μου, και επαφίεμαι σ’ εσάς και στον θεό για να αποφασίσετε αυτό που είναι το καλύτερο και για μένα και για σας.
(Η Απόφαση ο Σωκράτης Κρίνεται Ένοχος)
Ο Σωκράτης κάνει προτάσεις για την ποινή που μπορεί να του επιβληθεί
Το ότι δεν αγανακτώ, άνδρες Αθηναίοι, για το γεγονός ότι με κρίνατε ένοχο, οφείλεται σε πολλούς λόγους και στο ότι είναι κάτι που το περίμενα. Εκείνο όμως που με κάνει να απορώ είναι ο αριθμός των ψήφων και από τις δυο μεριές. Γιατί δεν πίστευα ότι θα καταδικαζόμουν με τόσο μικρή πλειοψηφία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη. Τώρα όμως, όπως φαίνεται, αν τριάντα μόνο ψήφοι είχαν πέσει αλλιώς, θα είχα αθωωθεί Όσον αφορά την κατηγορία του Μέλητου, νομίζω ότι έχει ήδη αποδειχθεί η αθωότητά μου. Και όχι μόνο έχει αποδειχθεί η αθωότητά μου, αλλά είναι σ’ όλους φανερό ότι, αν δεν είχαν παρουσιαστεί για να με κατηγορήσουν ο Άνυτος και ο Λύκων, θα χρώσταγε και χίλιες δραχμές πρόστιμο, επειδή δεν θα έπαιρνε ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων.
Προτείνει λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να με καταδικάσετε σε θάνατο. Ας είναι. Κι εγώ τι θα σας αντιπροτείνω, άνδρες Αθηναίοι; Προφανώς αυτό που μου αξίζει. Τι είναι λοιπόν αυτό; Τι πρέπει να πάθω, ποια ποινή πρέπει να μου επιβληθεί, επειδή έκρινα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ήσυχη ζωή και να παραμελήσω όλα εκείνα για τα οποία φροντίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα, οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, και όλα τα άλλα αξιώματα και τις πολιτικές συμμαχίες και φατρίες;
Επειδή πιστεύοντας ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο από το να εξασφαλιστώ ασχολούμενος με τέτοια πράγματα, δεν ασχολήθηκα μ’ αυτά -που άμα το έκανα ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα καθόλου αλλά πηγαίνοντας σε κάθε ένα χωριστά του χάριζα τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ευεργεσία; Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για καμιά άλλη υπόθεσή του πριν φροντίσει τον εαυτό του, πως θα γίνει δηλαδή καλύτερος και συνετότερος, ούτε για τις υποθέσεις της πόλης. Αλλά για την ίδια την πόλη, και για όλα τα άλλα να φροντίζει με αυτόν τον τρόπο.
Τι μου αξίζει λοιπόν για αυτό που είμαι; Κάτι καλό, άνδρες Αθηναίοι, αν πρέπει στ’ αλήθεια να τιμηθώ σύμφωνα με την αξία μου. Και να είναι βέβαια καλό που να μου ταιριάζει. Τι ταιριάζει σ’ ένα φτωχό άνθρωπο που σας έχει ευεργετήσει και χρειάζεται να έχει χρόνο ελεύθερο για να σας παροτρύνει; Τίποτα άλλο, άνδρες Αθηναίοι, από τη δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο, και μάλιστα σε τέτοιον άνδρα αυτό αρμόζει πιο πολύ παρά σε κάποιον από εσάς που νίκησε στην Ολυμπία σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες με δυο ή με τέσσερα άλογα. Γιατί αυτός σας κάνει να φαίνεστε ευτυχείς, ενώ εγώ σας κάνω ευτυχείς. Άλλωστε εκείνος δεν έχει ανάγκη να τον τρέφουν, ενώ εγώ έχω.
Εφόσον λοιπόν, πρέπει με δικαιοσύνη να μου αποδώσετε ό,τι μου αξίζει, σας προτείνω τη σίτισή μου στο Πρυτανείο. Ίσως να νομίσετε ότι αυτά, και τα άλλα περί οίκτου και ικεσιών, τα λέω από αλαζονεία. Όμως δεν είναι αυτό, άνδρες Αθηναίοι, αλλά το εξής: είμαι βέβαιος ότι κανέναν άνθρωπο δεν έχω αδικήσει με τη θέλησή μου, ωστόσο δεν μπορώ να σας πείσω γι’ αυτό. Ο λόγος είναι ότι μου δόθηκε λίγος χρόνος να σας μιλήσω. Αν ο νόμος όριζε, όπως σε άλλες πόλεις, σε περίπτωση θανάτου, να μην κρατάει η κρίση μόνο μια μέρα αλλά πολλές, νομίζω ότι θα είχατε πειστεί.
Τώρα όμως δεν είναι εύκολο σε λίγο χρόνο να διαλύσει κανείς μεγάλες συκοφαντίες. Όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω και τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να μιλήσω εναντίον του και να πω ότι μου αξίζει να πάθω κάτι κακό προτείνοντας μάλιστα κάποια ποινή. Τι έχω να φοβηθώ; Μην πάθω εκείνο που προτείνει ο Μέλητος και που δεν ξέρω καλά καλά, όπως είπα, αν είναι καλό ή κακό; Αντ’ αυτού να προτιμήσω πράγματα τα οποία ξέρω ότι είναι κακά και να τα προτείνω; Μήπως τη φυλακή;
Και τι θα με ωφελούσε να ζω μέσα στη φυλακή όντας δούλος εκείνων που θα ορίζονταν κάθε φορά να με φυλάνε, των Έντεκα; Μήπως χρηματική ποινή, και να βρίσκομαι στη φυλακή μέχρι να τα πληρώσω όλα; Αλλά και πάλι καταλήγουμε στα ίδια που σας έλεγα πριν από λίγο. Δεν έχω χρήματα για να πληρώσω. Μήπως τότε να προτείνω εξορία;
Ίσως να δεχόσαστε να με καταδικάσετε σε εξορία. Θα έπρεπε να αγαπάω πάρα πολύ τη ζωή μου, για να είμαι τόσο ασυλλόγιστος ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ ότι ενώ εσείς που είσαστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε τον τρόπο ζωής μου και τα λόγια μου, και δυσανασχετήσατε και οργισθήκατε ώστε να ζητάτε τώρα να απαλλαγείτε από αυτά, θα υπήρχαν άλλοι που θα που θα μπορούσαν να τα ανεχτούν ευχαρίστως. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, άνδρες Αθηναίοι. Τι ωραία, αλήθεια, θα ήταν η ζωή μου, αν άνθρωπος σ’ αυτήν την ηλικία έφευγα από εδώ και ζούσα πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, διωγμένος από παντού!
Γιατί ξέρω καλά ότι, όπου κι αν πάω, άμα μιλάω θα με ακούνε οι νέοι όπως και εδώ. Κι αν προσπαθήσω να τους απομακρύνω, αυτοί οι ίδιοι θα με διώξουν πείθοντας τους πιο ηλικιωμένους. Κι αν δεν τους απομακρύνω, θα το κάνουν γι’ αυτούς οι πατέρες τους και οι συγγενείς τους. Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς: «Δεν μπορείς, Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και να ζήσεις ήσυχα σωπαίνοντας;» Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω σε μερικούς από σας. Γιατί αν σας πω ότι αυτό είναι σα να παρακούω τον θεό και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε νομίζοντας ότι σας ειρωνεύομαι.
Αν πάλι σας πω ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό για τον άνθρωπο το να μιλάει κάθε μέρα για την αρετή και για τα άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητάω εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, και ότι η ζωή χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμα λιγότερο. Ωστόσο έτσι είναι, όπως σας τα λέω, άνδρες, και να σας πείσω δεν είναι εύκολο. Εγώ πάντως δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου άξιο για οποιαδήποτε ποινή.
Αν είχα βέβαια χρήματα, θα πρότεινα να δώσω ένα χρηματικό ποσό που θα μπορούσα να το πληρώσω. Αυτό δεν θα με έβλαπτε καθόλου. Τώρα όμως δεν έχω. Αν πάντως θέλετε να μου ορίσετε ένα πρόστιμο που θα μπορούσα να το πληρώσω, θα μπορούσα ίσως να σας πληρώσω μια ασημένια μνα. Τόσο λοιπόν προτείνω. Αυτός εδώ ο Πλάτων, άνδρες Αθηναίοι, και ο Κρίτων και ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος με προτρέπουν να προτείνω τριάντα μνες, και θα εγγυηθούν αυτοί. Προτείνω λοιπόν αυτό το ποσό. Και εγγυητές για τα χρήματα θα είναι αυτοί οι αξιόπιστοι άνθρωποι.
(Το Δικαστήριο Επιβάλλει την Ποινή του Θανάτου στον Σωκράτη)
Ο Σωκράτης σχολιάζει την ποινή του Επειδή δεν κάνατε λίγο καιρό ακόμα υπομονή, άνδρες Αθηναίοι, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και τη μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την πόλη πως θανάτωσε τον Σωκράτη, άνδρα σοφό. Γιατί θα πουν ότι είμαι σοφός, ακόμα κι αν δεν είμαι, εκείνοι που θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε όμως λίγο καιρό, από μόνο του θα είχε γίνει αυτό. Γιατί βλέπετε την ηλικία μου, ότι βρίσκομαι ήδη μακριά από τη ζωή και κοντά στο θάνατο. Δεν απευθύνομαι σε όλους σας, αλλά σ’ εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο.
Στους ίδιους έχω να πω και το εξής: θα νομίζατε ίσως, άνδρες, ότι καταδικάστηκα επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, εφόσον πίστευα ότι πρέπει να πω και να κάνω τα πάντα για να αποφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Καταδικάστηκα όχι επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα κατάλληλα λόγια, αλλά επειδή δεν μπόρεσα να φανώ θρασύς και αναιδής, και επειδή δεν θέλησα να σας πω πράγματα που θα τα ακούγατε πολύ ευχαρίστως, να κλαίω και να οδύρομαι, να πράττω και να λέω πολλά άλλα, κατά τη γνώμη μου ανάξιά μου, σαν αυτά που έχετε συνηθίσει να ακούτε από άλλους.
Αλλά ούτε τότε πίστεψα ότι έπρεπε λόγω του κινδύνου να πράξω κάτι ανάρμοστο, για ελεύθερο άνθρωπο, ούτε και τώρα μετανιώνω, για τον τρόπο που απολογήθηκα. Προτιμώ να πεθάνω, έχοντας απολογηθεί όπως το έκανα, παρά να ζω αλλιώς. Γιατί ούτε σε δίκη ούτε σε πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει εγώ ή άλλος κανένας να μηχανεύεται πως, με κάθε μέσο, θα αποφύγει το θάνατο.
Γιατί και στις μάχες, πολλές φορές γίνεται φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει το θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τους εχθρούς. Υπάρχουν σ’ όλες τις επικίνδυνες καταστάσεις, πολλοί άλλοι τρόποι, για να ξεφύγει κανείς από το θάνατο, αν έχει το θράσος να πει και να πράξει οτιδήποτε. Δεν είναι λοιπόν κάτι το δύσκολο, άνδρες, το να αποφύγει κανείς το θάνατο, είναι όμως πολύ δυσκολότερο να αποφύγει το κακό. Γιατί το κακό τρέχει γρηγορότερα από το θάνατο.
Εμένα τώρα, αργό και γέροντα, με έχει προφτάσει το πιο αργό απ’ τα δύο. Τους κατηγόρους μου όμως, που είναι φοβεροί και γρήγοροι, το χειρότερο, η κακία. Εγώ λοιπόν φεύγω έχοντας καταδικαστεί από σας σε θάνατο, αλλά εκείνοι από την αλήθεια, σε μοχθηρία και αδικία. Φυσικά, εγώ θα υπομείνω την ποινή μου, το ίδιο κι εκείνοι. Ίσως έτσι να έπρεπε να γίνει και νομίζω ότι καλώς έγινε ό,τι έγινε.
Θέλω όμως σε σας που με καταψηφίσατε, να δώσω κι έναν χρησμό για το μέλλον. Γιατί ήδη βρίσκομαι στο σημείο που οι άνθρωποι – σαν πρόκειται να πεθάνουν – αποκτούν τη δυνατότητα να προλέγουν καλύτερα. Λέω λοιπόν, σε όσους από σας, άνδρες, με σκοτώσατε, ότι αμέσως μετά το θάνατό μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, μα τον Δία, απ’ όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντάς με. Γιατί τώρα με την πράξη σας αυτή νομίζετε ότι θα απαλλαγείτε από το να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Αλλά ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί, όπως εγώ σας τα λέω.
Γιατί, πλέον, θα αυξηθούν εκείνοι που θα σας ελέγχουν, τους οποίους εγώ μέχρι τώρα, χωρίς να το καταλαβαίνετε, εμπόδιζα. Και όσο πιο νέοι είναι τόσο πιο ενοχλητικοί θα σας γίνονται, κι εσείς πιο πολύ θα αγανακτήσετε. Γιατί αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας ανθρώπους θα γλιτώσετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας, δεν σκέφτεστε σωστά. Η μέθοδος αυτή απαλλαγής δεν είναι ούτε πολύ αποτελεσματική ούτε καλή. Εκείνη που είναι καλύτερη και ευκολότερη είναι να μην εμποδίζετε τους άλλους να σας επικρίνουν, αλλά να προετοιμάζετε τον εαυτό σας ώστε να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος. Προλέγοντας αυτά για όσους από σας με καταδικάσατε, σας χαιρετώ.
Όσο γι’ αυτούς που με αθώωσαν, ευχαρίστως θα μιλούσα μαζί τους για ό,τι συνέβη, ενώ οι άρχοντες θα είναι απασχολημένοι και μέχρι να πάω στον τόπο όπου πρέπει να πεθάνω. Γι’ αυτό, άνδρες, μείνετε λίγο χρόνο ακόμα μαζί μου. Γιατί τίποτα δεν μας εμποδίζει, όσο είναι δυνατόν, να μιλάμε μεταξύ μας. Θέλω λοιπόν σε σας, που είσαστε φίλοι μου, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό που μου συνέβη.
Σ’ εμένα λοιπόν, άνδρες δικαστές – και ονομάζοντάς σας δικαστές πολύ σωστά σας ονομάζω έτσι – συνέβη κάτι θαυμαστό. Η συνηθισμένη μου μαντική ικανότητα, του δαιμονίου, άλλοτε εμφανιζόταν πολύ συχνά, και ακόμα και για μικρά πράγματα με εμπόδιζε, αν επρόκειτο να πράξω κάτι που δεν ήταν σωστό. Τώρα όμως μου συνέβη αυτό εδώ που βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι, που θα το νόμιζε κανείς το χειρότερο από τα κακά, και τέτοιο θεωρείται.
Εμένα όμως ούτε το πρωί που έφυγα από το σπίτι μου δεν με εμπόδισε το σημείο του θεού, ούτε όταν ερχόμουν εδώ στο δικαστήριο, ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που επρόκειτο να πω. Ενώ σε άλλες ομιλίες μου πολλές στιγμές με σταμάτησε καθώς μιλούσα. Τώρα όμως, σ’ αυτήν την υπόθεση, πουθενά δεν με εμπόδισε, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Που το αποδίδω αυτό; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς.
Και έχω την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό: Γιατί δεν είναι δυνατόν να μη με είχε εμποδίσει το οικείο αυτό θείο σημείο, αν επρόκειτο να κάνω κάτι που δεν είναι καλό. Ας κατανοήσουμε λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα ό,τι έγινε να είναι καλό. Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος: ή δεν είναι τίποτα και όποιος πεθαίνει δεν έχει καμία συναίσθηση, ή, όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλον. Και είτε δεν υπάρχει καμιά αίσθηση, αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει ούτε όνειρο, τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος.
Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια νύχτα που κοιμήθηκε χωρίς να δει ούτε ένα όνειρο, και τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, αν έπρεπε να τις αντιπαραβάλλει με τη νύχτα εκείνη και να σκεφτεί και να πει πόσα καλύτερα και πιο ευχάριστα μερόνυχτα έχει ζήσει στη ζωή του απ’ αυτή τη νύχτα, νομίζω ότι όχι μόνο ο τυχαίος ιδιώτης αλλά κι ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα τα έβρισκε πολύ λίγα σε σχέση με τη νύχτα εκείνη.
Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι η αιωνιότητα όλη δεν φαίνεται παρά σαν μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι αναχώρηση από εδώ για έναν άλλον τόπο κι είναι αλήθεια τα λεγόμενα ότι εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν πεθάνει, τι μεγαλύτερο καλό θα υπήρχε από αυτό, άνδρες δικαστές;
Αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί απ’ αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθο, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους; Θα ήταν μήπως άσχημη αυτή η αναχώρηση; Ή πάλι, και ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο;
Εγώ πάντως πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω αν όλα αυτά αληθεύουν, γιατί σ’ εμένα τουλάχιστον, φαίνεται θαυμαστή η παραμονή σε μέρος που θα μπορούσα να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα του Τελαμώνα κι όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματά μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, να εξετάζω και να ερευνώ, όπως κάνω και για τους εδώ, ποιος απ’ αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι.
Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ηγήθηκε της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσσυφο – ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες – να μιλάει μ’ αυτούς και να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει; Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία; Πάντως, για τέτοιες αιτίες, όσοι βρίσκονται εκεί δεν θανατώνουν. Εκείνοι, είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι απ’ τους εδώ, για το λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν φυσικά όσα λέγονται είναι αλήθεια. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να σκέφτεστε με ελπίδα τον θάνατο και να καταλάβετε ότι η αλήθεια είναι μόνο μία:
Ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι δεν αμελούν οι Θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις του. Και ούτε τα δικά μου τώρα συνέβησαν από μόνα τους, αλλά μου είναι φανερό ότι για μένα πια το να πεθάνω και το να απαλλαγώ από τα πράγματα αυτά είναι το καλύτερο. Γι’ αυτό και το σημείο του θεού δεν με απέτρεψε καθόλου, και εγώ σ’ εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου δεν κρατάω καμία κακία. Παρ’ όλο που δεν με καταδίκασαν και δεν με κατηγόρησαν μ’ αυτήν τη σκέψη, αλλά επειδή πίστευαν ότι έτσι θα με έβλαπταν. Για το λόγο αυτό είναι αξιοκατάκριτοι.
Απ’ εκείνους ένα μόνο ζητώ: τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στεναχωρώντας τους μ’ εκείνα που σας στεναχώρησα κι εγώ, αν σας φανούν ότι νοιάζονται πιο πολύ για τα χρήματα ή για κάποιο άλλο πράγμα απ’ ό,τι για την αρετή. Και αν νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνετε, όπως κι εγώ εσάς, που δεν φροντίζουν για εκείνα που πρέπει και που νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν αξίζουν. Έτσι να πράξετε, κι ότι πάθω εγώ και οι γιοι μου από εσάς θα το έχω πάθει δίκαια.
Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιο από τα δύο είναι το καλύτερο, είναι άγνωστο σε μας. Μόνο ο Θεός το γνωρίζει.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Σωκράτης γεννήθηκε την 6 του μηνός Θαργηλίωνος το τέταρτο έτος της 77ης Ολυμπιάδας (δηλ 470 π.Χ.) και θανατώθηκε την 10η Θαργηλίωνος του πρώτου έτους της 95ης Ολυμπιάδας (δηλ 399 π.Χ.). Ο πατέρας του ονομάζετο Σωφρονίσκος και η μητέρα του Φαιναρέτη. Ο πατέρας του ήταν λιθοξόος ή λαξόος (λας = πέτρα). Συγκεκριμένα η δουλειά του λιθοξόου ήταν να πάρει το πρωτογενές μάρμαρο και να το φέρει σε κάποια μορφή, ούτως ώστε να το αναλάβει ύστερα ο γλύπτης για να κατασκευάσει αγάλματα ή ανδριάντες.
Η μητέρα του ήταν γνωστή μαία των Αθηνών, η οποία πριν τον Σωφρονίσκο είχε ξαναπαντρευτεί κάποιον Χαιρέδημο και είχε ένα παιδί από τον γάμο αυτόν τον Πατροκλέα, που ο Σωκράτης τον αναγνώριζε ως αδελφό ομομήτριο αλλά όχι ομοπάτριο. Ο Σωκράτης έμενε οικογενειακώς στον δήμο Αλωπεκής (κάπου κοντά στα σύνορα Άνω Ν. Σμύρνης και Φαλήρου). Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, μικρός διέθετε φυσική ευφυΐα για όλα τα πράγματα χωρίς να έχει λάβει καμία εκπαίδευση. Επίσης σαν παιδί δεν είχε καλή διαγωγή ήταν άτακτος.
Μεγαλώνοντας ασχολήθηκε όπως ήταν επόμενο με την εργασία του πατέρα του Σωφρονίσκου ως λιθοξόος, μάλιστα, όπως μας ενημερώνει ο Πορφύριος, δεν υπάκουε τον πατέρα του όταν εκείνος τον καλούσε να μεταφέρει τα εργαλεία σε κάποιο μέρος, αλλά περιφέρετο όπου του άρεσε. Ο Παυσανίας μας δίνει μια πληροφορία, ότι στα Προπύλαια της ακρόπολης υπήρχε ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που ήταν οι Τρείς Χάριτες, το οποίο έλεγαν ότι το είχε φτιάξει ο Σωκράτης, πληροφορία η οποία διασταυρώνει και από άλλους. Ο Σωκράτης ενώ ξεκίνησε ως λιθοξόος έγινε μετά και γλύπτης αλλά τα παράτησε.
Όταν μια φορά ο φιλόσοφος Αρχέλαος εισήλθε στο εργαστήριο που ήταν ο Σωκράτης έτυχε να τον ακούσει να διεκδικεί με ενδιαφέροντα επιχειρήματα τα δικαιώματα του, ως προς την αμοιβή του, ώστε εντυπωσιάστηκε και τον κάλεσε να γίνει μαθητής του. Τότε ο Σωκράτης ήταν περίπου 17 ετών. Ωστόσο ο Σωκράτης είχε πει ότι είχε εκπαιδευτεί και από τον Πρόδικο, στον οποίο πλήρωνε δίδακτρα. Στον Σωκράτη δεν άρεσε να ταξιδεύει όπως συνήθιζαν οι φιλόσοφοι, και έλεγε ότι δεν θα τον ωφελήσει σε τίποτα το να βλέπει δένδρα.
Λάτρευε την Αθήνα, και εκαυχάτο ότι είχε βγει έξω από αυτήν λιγότερες φορές από τους κουτσούς, τυφλούς και ανάπηρους. Όσες φορές βγήκε ήταν για σοβαρούς λόγους, μια φορά στους Δελφούς, στον Ισθμό, εξ αιτίας του Πελοποννησιακού, και σε άλλες μάχες. Ο Σωκράτης ήταν σκληραγωγημένος. Ο Αλκιβιάδης στο Πλατωνικό συμπόσιο ανάφερε ότι άντεχε περισσότερο από όλους τις κακουχίες και την βαρυχειμωνιά. Μάλιστα οι άλλοι οπλίτες όταν τον έβλεπαν να περπατά άνετα ξυπόλητος πάνω στους πάγους τον στραβοκοίταζαν γιατί υπέθεταν ότι τους κορόιδευε.
Στην μάχη της Ποτίδαιας, ο Σωκράτης έδειξε αξιοθαύμαστη ανδρεία, και κατόρθωσε να σώσει τον Αλκιβιάδη. Μετά την νίκη των Αθηναίων οι αθηναίοι στρατηγοί παρασημοφόρησαν τον Αλκιβιάδη ο οποίος είπε να δοθεί το παράσημο στον Σωκράτη, πράγμα που ο φιλόσοφος δεν δέχθηκε, και γενικώς δεν ήθελε κάτι που του έφερε μεγάλη διάκριση όπως μας ενημερώνει ο Αριστοτέλης. Ο Σωκράτης απασχολούσε τους συμπολεμιστές του με την συμπεριφορά του. Μια μέρα από τα χαράματα μέχρι το άλλο πρωί στεκότανε όρθιος και ακίνητος για να βρει λύση σε κάτι που τον απασχολούσε. Μαζί του ξενύχτησαν και οι υπόλοιποι από περιέργεια να δουν αν θα κοιμηθεί.
Κατόπιν πολέμησε στην σφοδρή μάχη του Δηλίου. Για την οικογένεια του Σωκράτη τα στοιχεία είναι λίγο θολά. Ξέρουμε ότι νυμφεύτηκε την Ξανθίππη αλλά υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι αργότερα νυμφεύτηκε και την Μυρτώ. Λέγεται επίσης ότι λόγο της λειψανδρίας που δημιούργησε ο πόλεμος, ψηφίστηκε ειδικός νόμος που επέτρεπε στους Αθηναίους να έχουν μια σύζυγο αλλά να μπορούν να τεκνοποιήσουν και με ακόμα μία γυναίκα, οπότε ενδέχεται να ήταν με αυτές τις δυο γυναίκες και παράλληλα.
Ο Πλάτων και ο Ξενοφών πάντως αναφέρουν μόνο την Ξανθίππη, και όπως φαίνεται από έναν διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη, όπου ο Αλκιβιάδης απορεί πως αντέχει τις φωνές της Ξανθίππης, ο Σωκράτης απαντά «όπως και συ υποφέρεις τις φωνές από τις χήνες, αλλά σου δίνουν αυγά και χηνόπουλα, έτσι και μένα η Ξανθίππη μου κάνει παιδιά». Στοιχείο που καταρρίπτει την εκδοχή της δεύτερης γυναίκας διότι οι υποστηρικτές αυτής της εκδοχής υποστήριζαν ότι από την Ξανθίππη απέκτησε μόνον τον Λαμπροκλέα, ενώ από την Μυρτώ τους Μενέξενο και Σωφρονίσκο.
Είχε γίνει δεκτό από όλους τους φιλοσόφους ότι τα τρία παιδιά του Σωκράτη δεν διακρίθηκαν σε τίποτα, και ο Αριστοτέλης τους κατηγορεί για πνευματική νωθρότητα και οκνηρία. Την Ξανθίππη, την αναφέρει ο Ξενοφώντας στο έργο «Συμπόσιο», όπου ο Αντισθένης την χαρακτηρίζει ως την πλέον δύστροπη από όλες τις γυναίκες που υπάρχουν, που υπήρξαν και θα υπάρξουν.
Ο Σωκράτης ερωτηθής πως την αντέχει, απάντησε ότι όπως εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν οι καλύτεροι ιππείς διαλέγουν τα πιο ατίθασα και άγρια άλογα, επειδή αν καταφέρουν και χαλιναγωγήσουν αυτά θα μπορέσουν ευκολότερα τα υπόλοιπα, έτσι και αυτός αν καταφέρει να υποφέρει την Ξανθίππη ευκόλως θα μπορεί να αντιμετωπίσει όλους γενικώς τους ανθρώπους.
Την Ξανθίππη επίσης αναφέρει ο Πλάτων στο έργο «Φαίδων», μέσα στο δεσμωτήριο την ημέρα που θα έπινε ο Σωκράτης το κώνειο, να λέει μόλις είδε τους φίλους του να έρχονται: «Για τελευταία φορά Σωκράτη θα σε χαιρετήσουν οι φίλοι σου και συ αυτούς». Ο Σωκράτης δεν της απάντησε όπως συνήθιζε, αλλά εστράφη προς τον Κρίτωνα και του ζήτησε να την οδηγήσει στην οικία. Στην απολογία ανέφερε τους τρείς γιούς και τις ηλικίες τους, τον μεγαλύτερο Λαμπροκλέα που ήταν μειράκιον (14 – 21 ετών) και δύο παιδιά (1 – 7 ετών) Μενέξενο και Σωφρονίσκο.
Από κει φαίνεται με έναν πρόχειρο υπολογισμό ότι ο Σωκράτης νυμφεύτηκε σε μεγάλη ηλικία, περίπου στα 55 , αφαιρώντας την ηλικία του γιού του Λαμπροκλέα από την ηλικία του Σωκράτη το 399 μ.Χ. Η οικονομική κατάσταση του Σωκράτη δεν ήταν ανθηρή, διότι δεν έκανε κάποια εργασία, αλλά ούτε δεχόταν αμοιβή για την διδασκαλία του. Στην απολογία του αναφέρει στους δικαστές ότι εξ αιτίας της αποστολής του να ελέγχει τους ανθρώπους, δεν του έμεινε καιρός να ασχοληθεί ούτε με τα κοινά ούτε με τις οικογενειακές υποθέσεις, με αποτέλεσμα να είναι φτωχός.
Επίσης δεν δεχόταν δώρα από τους φίλους που προθύμως και με ειλικρινή χαρά του έδιναν, ούτε ακόμα και τους ικέτες (δούλους για εργασία στην οικία) που του πρόσφερε ο Χαρμίδης, για να έχει ένα εισόδημα, όπως ακόμα και όταν ο Αρίστιππος του έστειλε 20 μνες τους τις έστειλε πίσω, ούτε δέχθηκε τα δώρα του βασιλιά των Μακεδόνων Αρχέλαου και αρνήθηκε να μεταβεί στην αυλή του, όταν τον προσκάλεσε εκεί που ήδη φιλοξενούσε τον Ευριπίδη, τον επικό ποιητή Χοίριλο, τον ποιητή Αγάθωνα και τον κιθαρωδό Τιμόθεο κ.α. Έχουμε την πληροφορία όμως ότι από κάπου είχε κάποιο εισόδημα για τα απαραίτητα.
Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς δίνει την πληροφορία ότι ο Σωκράτης είχε ιδιόκτητη οικία και εβδομήντα μνες τις οποίες διαχειριζόταν ο Κρίτωνας και από κει ελάμβανε εισόδημα. Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου όλοι οι Αθηναίοι καταστράφηκαν οικονομικώς, έτσι και η περιουσία του Σωκράτη ελαττώθηκε, παρόλα αυτά είπε στον αρκετά πλούσιο Κριτόβουλο, ότι δεν έχει ανάγκη χρημάτων και ότι είναι πλούσιος αρκετά. Δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά τον προκάλεσε και από πάνω λέγοντας του ότι αυτός είναι πιο πλούσιος από τον Κριτόβουλο, πράγμα που του προκάλεσε γέλιο.
Τότε του είπε ο Σωκράτης ότι η περιουσία τους μπορεί να είναι ένα προς εκατό αλλά σημασία έχει ότι ο Σωκράτης ήταν ολιγαρκής και μπορούσε να ζήσει με λίγα, ενώ ο Κριτόβουλος λόγω του τρόπου ζωής και της κοινωνικής θέσης του, χρειαζόταν τριπλάσια περιουσία από αυτήν που έχει για να ζήσει.
Η δυνατότητα του Σωκράτη να συμμετάσχει στις εκστρατείες ως οπλίτης, όπου έπρεπε να αγοράσει πανοπλία και όπλα, επιβεβαιώνει την ύπαρξη περιουσίας ή κάποιου εισοδήματος.
Οι νομισματικές διαβαθμίσεις κατά την Αθήνα την εποχή του Σόλωνα είχαν ως εξής: Οβολός (0,728 γραμμάρια αργύρου) 6 Οβολοί = 1 Δραχμή (4,368 γραμμάρια αργύρου) 100 Δραχμές = 1 Μνα (436,8 γραμμάρια αργύρου) 60 Μνες = 1 Τάλαντο (26 κιλά και 208 γραμμάρια αργύρου). Ο Σωκράτης αγαπούσε την σχόλη (σχόλη σημαίνει ελεύθερος χρόνος), για να μπορεί να ασχοληθεί με αυτά που του άρεσαν, και θεωρούσε την σχόλη ως το κάλλιστο των αποκτημάτων. Οι πρόγονοί μας επεδίωκαν να τακτοποιήσουν έτσι τις βιοτικές ανάγκες ούτως ώστε να έχουν ελεύθερο χρόνο για γυμναστική, φιλοσοφικές συζητήσεις, καλλιτεχνίες, πολιτική κτλ.
Και περιφρονούσαν αν κάποιος στερείτο σχόλης. Η εξωτερική εμφάνιση του Σωκράτη δεν ήταν ωραία χωρίς να είναι όμως αντιπαθής. Ήταν μετρίου αναστήματος, με πεταχτά μάτια (για να μπορεί να βλέπει άνετα και πλαγίως όπως αυτοσαρκαζόταν), η μύτη του ήταν πιεσμένη με ανασηκωμένα ρουθούνια (πράγμα που τον διευκόλυνε να δέχεται οσμές από όλες τις κατευθύνσεις), είχε μεγάλο κεφάλι χωρίς πολλά μαλλιά, με περιποιημένη γενειάδα. Είναι βέβαιο ότι γυμναζόταν συστηματικώς, καθώς πίστευε ότι η διανόηση έχει ανάγκη υγιούς σώματος.
Επέκρινε δριμύτατα όσους παραμελούσαν να γυμνάζονται, όπως πχ τον μαθηματικό Επιγένη που αδιαφορούσε και ήταν καχεκτικός. Είχε ιδιόρρυθμο βηματισμό, περπατούσε με το κεφάλι σηκωμένο πάντα ψηλά, και έριχνε πλάγια βλέμματα διαπεραστικά σαν του ταύρου όπως μας ενημερώνει ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο». Ο Αριστοφάνης επίσης στις «Νεφέλες» έλεγε ότι περπατούσε στους Αθηναϊκούς δρόμου κορδωμένος (βρενθύει = περπατά κορδωμένος) και «ρίχνων λοξοματιάς». Αντιθέτως με τον Αριστοτέλη, Ο Σωκράτης περιφρονούσε τις πολυτελείς περιβολές.
Φορούσε έναν τρίβωνα (τραχύ Σπαρτιάτικο ιμάτιο) που συμβόλιζε την σκληραγωγημένη ζωή γεμάτη στερήσεις. (αργότερα ο τρίβωνας χρησιμοποιήθηκε και από τους κυνικούς, για να καταλήξει να γίνει σύμβολο πενίας αλλά και φιλοσοφίας). Ο Αριστοφάνης από την μια, τον διακωμωδούσε ως άπλυτο και ξυπόλητο, ενώ ο Διογένης του είχε πει ότι ζει βίο τραφηλό επειδή πότε πότε φορούσε πολυτελή σανδάλια. Ο Σωκράτης δεν ήταν βρώμικος απλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του σχολαστική καθαριότητα και αρώματα.
Ξυπόλητος περπατούσε για σκληραγώγηση, αλλά αν υπήρχε λόγος όπως όταν ήταν καλεσμένος σε δείπνο στην οικία του Αγάθωνος πήγε καλλωπισμένος. Ο Αιλιανός μας ενημερώνει ότι όταν παίζονταν κωμωδίες στο θέατρο δεν πήγαινε να τις δει, διότι δεν τον ευχαριστούσαν οι ύβρεις και οι χλευασμοί, εν αντιθέσει με τις παραστάσεις τραγωδίας του Ευριπίδη που πήγαινε πάντοτε. Επίσης πήγαινε πάντα και στον ποιητικό διαγωνισμό και όταν γινόταν και στον Πειραιά. Κατά τα Διονύσια του 423 π.Χ., ο Αριστοφάνης παρουσίασε την κωμωδία «Νεφέλαι».
Ο ίδιος ο Αριστοφάνης πίστευε ότι ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του, το διόρθωσε ριζικά με σκοπό να το ξαναπαρουσιάσει στο κοινό. Οι «Νεφέλαι» που σώζονται μέχρι σήμερα είναι η δεύτερη εκδοχή. Στο έργο αυτό λοιπόν ο Αριστοφάνης καυτηριάζει τους σοφιστές και την παιδεία που δίνουν, με κεντρικό πρόσωπο τον ίδιο τον Σωκράτη λέγοντας πολλά ψεύδη εις βάρος του. Όταν το αντιλαμβάνεται αυτό ο Σωκράτης και ακούει κάποιους ξένους να ρωτούν να μάθουν ποιος είναι αυτός ο Σωκράτης, σηκώνεται όρθιος να τον δουν όλοι ότι ήταν αυτός. Βλέποντας και το προσωπείο που φορούσε ο ηθοποιός όλοι κατάλαβαν.
Έτσι στάθηκε λοιπόν όρθιος καθ όλη την διάρκεια της παράστασης και έτσι οι ξένοι αντί να κοιτάνε την σκηνή και τους ηθοποιούς, κοιτούσαν τον Σωκράτη και την αντίδρασή του, με την οποία έκλεψε την παράσταση προκαλώντας αγανάκτηση στους ηθοποιούς και κωμικούς ποιητές με το ύφος του που έδειχνε την περιφρόνηση του προς αυτούς. Ο Αριστοφάνης είναι κωμικός ποιητής και δεν τον ενδιαφέρει να δείξει την πραγματικότητα αλλά αντιθέτως να την παρουσιάσει με έναν τρόπο εξευτελίζοντας την να προκαλέσει γέλιο.
Παρουσιάζει λοιπόν τον Σωκράτη ως άπλυτο σοφιστή, που διαφθείρει τους νέους με τις νέες ιδέες-θεότητες που μοιάζουν ελαφρές και θαμπές σαν τις νεφέλες και αλλάζει τους θεούς με νέους θεούς. Που να ήξερε ο Αριστοφάνης ότι θα ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης στους κατήγορους του Σωκράτη. «Αδικεί Σωκράτης, ούς μεν η πόλις νομίζει θεούς ού νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγού-μενος. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος»(Διογένης Λαέρτιος) Ήταν η κατηγορία μερικά χρόνια αργότερα.
Παρόλο που στην Αθήνα η γυναίκα δεν είχε την ανάλογη θέση που είχε στην Σπάρτη, ο Σωκράτης είχε πολλές φορές συνομιλήσει με αυτές. Και μάλιστα θαύμαζε την ρητορική δεινότητα της Ασπασίας. Ευφυέστατος διάλογος είναι αυτός με την εταίρα Θεοδότη, καθώς και η απάντηση που έδωσε στην άλλη εταίρα Καλλιστώ, που του είπε ότι μπορεί να πάρει όλους τους φίλους του ενώ ο Σωκράτης δεν μπορεί να της πάρει τους δικούς της. Τότε ο Σωκράτης της είπε «είναι λογικό… διότι εγώ τους οδηγώ στον ανήφορο ενώ εσύ στον κατήφορο».
Στον Αντιφώντα είπε κάποτε ότι όπως κάποιος ευχαριστείται στο να έχει ένα άλογο ή σκύλο, έτσι αυτός αντίστοιχα στο να έχει καλούς φίλους, και αν μπορούσε να τους βοηθήσει σε τίποτα θα ήταν μεγάλο ψυχικό κέρδος γι αυτόν. Ο τόπος που συνήθιζε να κυκλοφορεί ήταν η αγορά. Στην αρχαία αγορά δεν υπήρχαν μαγαζάκια που πουλούσαν κάτι, η λέξη αγορά προέρχεται από το ρήμα αγείρω ή αγύρω στα Αιολικά δηλ συναθροίζω, (εξου και το παν-ήγυρης ή αγορεύω) εκεί λοιπόν μαζεύονταν για να συζητήσουν και να βρουν λύσεις για προβλήματα απλά και μη.
Όπως πληροφορούμεθα από αξιόπιστες περιγραφές η αγορά ήταν μεγαλοπρεπή συγκροτήματα κτιρίων, με αγάλματα, βωμούς, περιστύλια, πλατάνια, ναούς και τεράστιους κίονες που πλαισίωναν επιβλητικώς την περιοχή. Η είσοδος απαγορευόταν σε καταδικασμένους για ατιμωτικά αδικήματα, σε ανθρώπους με ανάξιο βίο και κίναιδους διότι ο χώρος ραντιζότανε για εξαγνισμό. Όταν έφευγε από την αγορά πήγαινε στα γυμνάσια (γυμναστήρια) τα οποία ήταν δημόσια. Τρία ήταν τα γνωστά το Λύκειο, η Ακαδημία και το Κυνοσάργες.
Τα γυμνάσια ήταν επιβλητικά κτίσματα με περιστύλια, θερμά και ψυχρά λουτρά, παλαίστρες, αποδυτήρια, αίθουσες αναψυχής, βάρη, ανδριάντες πρωταθλητών, αγάλματα θεών και δη του Ερμή ο οποίος ήταν ο προστάτης των γυμνασίων (ενώ σήμερα είναι ο Άγιος Νεκτάριος). Το Λύκειο το οποίο είχε ιδρύσει ο Πεισίστρατος προς τιμήν του Λυκείου Απόλλωνος στο οποίο είχε αναπτυχθεί ονειρώδης βλάστηση με πανύψηλους πλατάνους. Σε αυτό το σημείο αργότερα εγκατέστησε την σχολή του ο Αριστοτέλης.
Στα γυμνάσια λοιπόν οι αρχαίοι πρόγονοι μας συνδύαζαν την σωματική γυμναστική και την πνευματική δηλ. με λίγα λόγια το «νους υγιής εν σώματι υγιές» (εν αντιθέσει με τους σημερινούς ιερείς που αντιτίθενται στην σωματική εκγύμναση με την δικαιολογία ότι είναι λατρεία της σαρκός πράγμα φαινομενικά σωστό αλλά στην πραγματικότητα ρηχό). Το λύκειο ήταν το αρχαιότερο γυμνάσιο των Αθηνών, το οποίο βρισκόταν ανατολικά κοντά στον Ιλισσό ( κοντά στην Ριζάρειο σχολή )με μεγάλη έκταση διότι εκεί έκανε ασκήσεις και επιδείξεις το ιππικό.
Το άλλο γυμνάσιο που σύχναζε ο Σωκράτης ήταν το Κυνοσάργες (εκεί που ακόμα και σήμερα ονομάζεται Κυνοσάργες – Νέος Κόσμος). Ο τόπος πήρε το όνομα του από ένα τυχαίο κάποιο γεγονός που έλαβε χώρα. Κάποτε και ενώ οι Αθηναίοι θυσίαζαν στον Ηρακλή, ένας σκύλος με άσπρο στιλπνό τρίχωμα (αργός) άρπαξε ένα κομμάτι από το θυσιαζόμενο ζώο, το οποίο καταδιωκόμενος το παράτησε κάπου. Για να εξιλεωθούν οι Αθηναίοι ανήγειραν ιερό του Ηρακλή και γυμνάσιο στο σημείο που ο σκύλος εγκατέλειψε την λεία του, όπως ζήτησε ο χρησμός.
Τέλος ο Σωκράτης μετέβαινε και στο γυμνάσιο της Ακαδημία (προάστιο που είχε πάρει το όνομα του από τον από τον ήρωα Ακάδημο) κοντά στην σημερινή λαχαναγορά. Η περιοχή εκεί ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά και ήταν γεμάτη από το ιερό δένδρο της, την ελιά. Ο Κίμωνας είχε φροντίσει ιδιαιτέρως το μέρος αυτό, και το είχε μετατρέψει σε βαθύισκιο δάσος, με βωμούς και αγάλματα. Κάπου εκεί μέσα στον ελαιώνα ετάφη ο Πλάτων ο οποίος εκεί κοντά (Κολωνό) είχε την εξοχική του κατοικία.
Όταν έπεφτε σιγά σιγά το φως του ήλιου, οι Αθηναίοι λόγω του πλούτου, συνήθιζαν να οργανώνουν συμπόσια για να εορταστεί κάποιο σημαντικό γεγονός πχ κάποια επιτυχία σε Ολυμπιακούς αγώνες, η επιστροφή από κάποιο ταξίδι ενώ αργότερα το διοργάνωναν για ψυχαγωγία ή φιλοσοφική συζήτηση. Το συμπόσιο δεν ήταν συνεστίαση μεταξύ φίλων, αλλά άγυρις κοινή. Κατά την διάρκεια του δείπνου δεν έπιναν κρασί.
Μόλις τελείωναν το φαγητό, έκαναν μια σπονδή, έριχναν από το ποτήρι το ποτό τους αναλόγως τον θεό ή τον σκοπό με για τον οποίο ετελούντο το όργιο μια ωδή προς τον θεό/α (ή λέξη όργιο είναι μια από τις πολλές που στο πέρασμα του χρόνου έχει αλλοιωθεί η έννοια της. Όργιο ήταν η τελετουργία προς κάποιον Θεό/α. Αργότερα οι Ρωμαίοι κατά την διάρκεια οργίου –τελετής- προς κάποιο/α Θεά της σαρκικής απόλαυσης προστέθηκε η σαρκική πράξη και έτσι παρέμεινε λανθασμένα η έννοια).
Η σπονδή αφιερωνόταν στον αγαθό δαίμονα ή την υγεία. (Δαίμον είναι ακόμα μια αλλοιωμένη λέξη-έννοια. Δαίμον ή δαήμον σημαίνει γνώστης. Η λέξη αλλοιώθηκε και πήρε την σημερινή διαβολική της μορφή από τους χριστιανούς (για την ακρίβεια Παυλιστές) οι οποίοι ήθελαν να σταματήσουν την γνώση (ευδαιμονία) του λαού για ευνόητους λόγους. Έτσι σταμάτησαν το Ελληνικό πνεύμα καταστρέφοντας αγάλματα και αρχαίους ναούς με την δικαιολογία ότι διώχνουν τα δαιμόνια μακριά παραποιώντας τις έννοιες και την πραγματικότητα κατά το συμφέρον τους).
Στην συνέχεια λοιπόν οι δούλοι έπαιρναν τα τραπέζια, καθάριζαν τον χώρο και έφερναν νερό και αρωματικό σμήγμα (σαπούνι) για να πλυθούν οι καλεσμένοι. Εξελέγετο ο άρχον του πότου ή Συμποσίαρχος, ο οποίος φρόντιζε για την επιτυχία του συμποσίου, δηλαδή επέλεγε τις ωδές που θα τραγουδούσαν, πόσο κρασί θα έπινε ο καθένας διότι στο συμπόσιο δεν έπινες όσο ήθελες αλλά όσο σου όριζαν, όριζε παιχνίδια (σκάκι, ζάρια αινίγματα ερωτήσεις γνώσεων) και κυρίως το θέμα της συζήτησης.
Το δείπνο περιλάμβανε ξηρούς καρπούς, ποικιλίες τυριών, πίτες κτλ. Στα συμπόσια προσέρχονταν ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί, γελωτοποιοί και συχνά απρόσκλητοι επισκέπτες (παράσιτοι). Επικρατούσε ευθυμία, και έπαιζαν παιχνίδια όπως σκάκι (πεττοί), ζάρια (κύβους) κτλ, ενώ αν κάποιος δεν έλυνε κάποιο αίνιγμα ή έδινα λάθος απάντηση σε παιχνίδια γνώσεων η τιμωρία ήταν να πιεί ένα ποτήρι κρασί με αλάτι απνευστί (χωρίς να πάρει αέρα). Εκτός από τα επιτραπέζια παιχνίδια, τους ακροβάτες τους γελωτοποιούς κτλ, στα συμπόσια διεξήγοντο και υψηλού επιπέδου φιλοσοφικές συζητήσεις.
Στα συμπόσια παρίσταντο μορφωμένοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, πολιτικοί οι οποίοι συζητούσαν αξιόλογα επιστημονικά θέματα. Κατά τα χαράματα έληγε το όργιο (τελετή), έκαναν σπονδή στον υπνοδότη Ερμή ο οποίος με το κηρύκειο χάριζε γλυκό ύπνο, έτσι λοιπόν σχημάτιζαν μια πομπή – ομάδα (Κώμος) και τραγουδώντας (Ωδή) στους Αθηναϊκούς δρόμους (αυτό παρέμεινε στους αιώνες μέχρι και πριν 50 χρόνια γνωστή ως «καντάδα») έχοντας μια ευχάριστη διάθεση και ευθυμία.
Από αυτές τις έννοιες λοιπόν (Κώμος, Ωδές) και την ευχάριστη και εύθυμη διάθεση που υπήρχε κατά την πομπή, πήραν κάποια θεατρικά ποιήματα το όνομά τους και ονομάστηκαν «Κωμωδίες» .
Πολλές φορές, οι φίλοι του Σωκράτη πληροφορούντο ότι δίνει διαλέξεις κάποιος σοφός ή σοφιστής, έφερναν τον Σωκράτη εκεί για να κονταρομαχήσουν διαλεκτικώς και να παρακολουθήσουν την συνομιλία. Επειδή ο Σωκράτης δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για να πληρώσει ούτως ώστε να δεχθεί ο άλλος σοφός ή σοφιστής την συνομιλία, πλήρωναν αντʼ αυτού το τίμημα. Συχνά συνέβαινε Αθηναίος πλούσιος να φιλοξενεί κάποιον ξένο (Έλληνα από άλλη πόλη) διαπρεπή φιλόσοφο. Τότε διαπραγματεύοντο οι συναντήσεις και οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις που συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της φιλοσοφίας και γενικώς στην πνευματική ανάπτυξη.
Παραδείγματος χάριν ο πλούσιος Πυθόδωρος, που στην οικία του στον Κεραμεικό, ο Σωκράτης συνομίλησε με τον Ζήνωνα και τον Παρμενίδη για το πολύπλοκο θέμα της υπάρξεως των ιδεών και της σχέσεων των προς τα αισθητά πράγματα. Η βάση στην φιλοσοφία του Σωκράτη υπήρξε το γνωμικό «γνώθι εις εαυτόν» που ήταν γραμμένο με ολόχρυσα γράμματα στα προπύλαια του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, δηλαδή να γνωρίσουμε ώστε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Ο Θαλής νωρίτερα όταν τον είχαν ρωτήσει τι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είχε πει « να γνωρίσεις τον εαυτό σου». και όντως… στον διπλανό ή στον απέναντι εύκολα μπορείς να διακρίνεις κάποιο λάθος ή κάποια αδυναμία ή τι θα ήταν το σωστότερο να κάνει, στον εαυτό μας όμως είναι σαν να μπαίνει ένα πέπλο στο μυαλό μας το οποίο μας εμποδίζει να δούμε. Το γνωμικό λοιπόν αυτό ακριβώς μας ωθεί… να νικήσουμε αυτή την μεγάλη και ίσως μεγαλύτερη αδυναμία μας.
Ο Σωκράτης λοιπόν βασισμένος σε αυτό το γνωμικό βοηθούσε τους συνανθρώπους του να μπορέσουν να «δουν» τον εαυτό τους με την μαιευτική μέθοδο του. Ο Αριστοτέλης έγραψε ειδικά στο έργο του «μετά τα φυσικά» για τον δάσκαλο του δασκάλου του, ότι ασχολήθηκε με την ηθική και όχι με θέματα της φύσης. Άλλωστε ο άνθρωπος προέχει των λοιπών. Αξιοπερίεργο είναι ότι ο Σωκράτης στο έργο «Φαίδων» ή «περί ψυχής» περιγράφει την γη από ψηλά, και δίνει τον νόμο της βαρύτητας που αργότερα παρουσίασε για δικό του ο Ισαάκ Νεύτων.
Την άποψη του Σωκράτη, ότι πρέπει να κοιτάξουμε πρωτίστως τα εδώ, δηλ. να βελτιώσουμε εμάς για να δημιουργήσουμε μια ανθρώπινη κοινωνία κατ επέκταση, υιοθέτησε και ο διαπρεπής Κύπριος φιλόσοφος ο Δημώναξ. Ο Δημώναξ λοιπόν ανέφερε το «ελεύθερον όστις ούτε ελπίζει τι, ούτε φοβείται τι» απόφθεγμα που ο Ν. Καζαντζάκης έβαλε να χαράξουν στον τάφο του ως δικό του.
H Προσωπικότητα του Σωκράτη
Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι ο Σωκράτης υπήρξε τύπος ιδιόρρυθμος, σχεδόν εκκεντρικός. Διέθετε, εκτός από έναν απόλυτα ενεργοποιημένο κοινό νου, χιούμορ, φαντασία, πνευματική δύναμη και μια αγάπη για την αλήθεια τόσο θερμή, που μερικές φορές μπορούσε να φτάσει μέχρι την έκσταση. H εμφάνιση του θύμιζε μυθικό Σάτυρο, ενώ φίλοι και αντίπαλοι τον περιγράφουν ως ιδιαίτερα καρτερικό και εγκρατή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια άλλη πλευρά του, αυτή του έντονα θρησκευόμενου πολίτη.
Χαρισματικός στην επικοινωνία του με τους νέους, ασκούσε μεγάλη επιρροή στους φίλους του. Αυτήν του τη γοητεία δείχνουν τα λόγια που βάζει στο στόμα του Αλκιβιάδη ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο του: H τε καρδία πηδά και δάκρυα εκχείται υπό των λόγων των τούτου (Και η καρδιά αναπηδά και τα δάκρυα τρέχουν από τα λόγια του). O Σωκράτης με το λεγόμενο «παιδαγωγικό έρωτα» ξεχώρισε από τους αντιπάλους του σοφιστές στη σχέση δάσκαλου – μαθητή, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν είχε οικονομική βάση.
Ήταν από πεποίθηση νομιμόφρων, για αυτό δεν δίστασε πολλές φορές να αντιταχθεί στις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, σε μια εποχή που ο σημαντικός αυτός θεσμός της Αθηναϊκής πολιτείας ελεγχόταν από διάφορους δημαγωγούς. Όταν κατείχε το αξίωμα του επιστάτη των πρυτάνεων το 406 π.Χ., εναντιώθηκε με σφοδρότητα στην παράλογη απόφαση των Αθηναίων να εκτελέσουν τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών, επειδή δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς από τη θάλασσα. Υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις αυθαιρεσίες των Τριάκοντα, στοιχείο που καταδεικνύει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
O Σωκράτης και το Θείον
O Σωκράτης ήταν απόλυτα πιστός στην πατρογονική λατρεία. Πολύ συχνά οι συμπολίτες του τον έβλεπαν να κάνει θυσίες σε δημόσιους βωμούς. H θέση του όμως αυτή στηριζόταν σε ιδέες και απόψεις ιδιαίτερα φωτισμένες. Αντίθετα με τους περισσότερους, οι οποίοι πίστευαν πως η ...ικανότητα γνώσης των θεών ήταν μάλλον περιορισμένη στο χώρο και το χρόνο, ο Σωκράτης διακήρυσσε ότι οι θεοί βρίσκονται παντού και γνωρίζουν τα πάντα.
Αυτό μάλιστα που χαρακτηρίζει το Σωκράτη ως άνθρωπο αλλά και ως διανοούμενο είναι το περίφημο «δαιμόνιον», το οποίο, όπως υποστήριζε ο ίδιος, ήταν μια εσωτερική αποτροπή και καμιά φορά προειδοποίηση που τον προφύλασσε από οποιαδήποτε παρέκκλιση από το σωστό δρόμο. H πίστη αυτή του Σωκράτη στο μεγαλείο και τη σοφία του θεού ενισχύθηκε με το επιχείρημα του προορισμού. O κόσμος είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και το κάθε μέρος, το κάθε κομμάτι του ανθρώπου είναι προσαρμοσμένο σε έναν καλό σκοπό.
Άρα, λοιπόν, όλα τα πράγματα που υπάρχουν είναι δημιουργήματα ενός σοφού τεχνίτη, ο οποίος αγαπάει όλα τα ζωντανά όντα. O άνθρωπος όμως είναι το ανώτερο από όλα τα πλάσματα και για αυτό το λόγο η θεότητα έχει λάβει ιδιαίτερη μέριμνα για αυτόν. Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Σωκράτης αισθανόταν υποχρεωμένος να κάνει ευχαριστήριες θυσίες, αλλά πίστευε ότι η χαρά των θεών είναι ανάλογη με την αγιότητα αυτού που πραγματοποιούσε τη θυσία ή έκανε την προσευχή του. Επειδή μάλιστα οι θεοί γνώριζαν καλά το δικό του συμφέρον, συνήθιζε να προσεύχεται απλά: «Δώστε μου, θεοί, ό,τι είναι καλύτερο για μένα».
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΕΙΣ
Με το Σωκράτη αρχίζει η ανθρωπολογική περίοδος της Ελληνικής φιλοσοφίας, γιατί αυτός δεν ασχολείται, όπως οι πριν από αυτόν, με τα προβλήματα για την αρχή του κόσμου, αλλά μόνο με τον άνθρωπο. Επιδιώκει να γεννήσει σε αυτόν την εσωτερική ανησυχία και να αφυπνίσει τον έρωτα για τη σοφία, προς την αρετή. Βασική θέση της Σωκρατικής φιλοσοφίας ήταν ότι η αληθινή γνώση δεν είναι μόνο πηγή, αλλά η ουσία της αρετής. Για αυτό προτιμούσε να αναζητεί εκείνο το είδος της αλήθειας που θα καθόριζε τη διαγωγή των ανθρώπων.
Έτσι, προσπαθούσε να βρει απάντηση στα ερωτήματα: «Τι είναι ευσέβεια και τι ασέβεια;», «Τι είναι το ωραίο και ποιο το άσχημο;», «Τι είναι κυβερνήτης ανθρώπων και ποιος δεσποτικός χαρακτήρας;» κ.λ.π. H Σωκρατική μέθοδος έρευνας γινόταν πάντα μέσω της συζήτησης με κάποιον από τους συντρόφους του. Επειδή ήταν εκπληκτικός χειριστής του λόγου, χωρίς δυσκολία μπορούσε να αποδείξει στο συνομιλητή του πως ήταν ακατατόπιστος στο θέμα που συζητούσαν. Αφού είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της συζήτησης, προχωρούσε επαγωγικά στο να θεμελιώσει ακριβείς ορισμούς γενικών όρων.
Έτσι, ενώ δήλωνε πλήρη άγνοια για όλα τα θέματα, συγχρόνως προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κύρια βάση ηθικής επιστήμης που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός στον εαυτό του και στους άλλους. Αμφισβητώντας όλα τα πράγματα, βρισκόταν κοντά στους σοφιστές. Όμως εκείνος υποδείκνυε τη λογική μάλλον παρά τις αισθήσεις ως το καθολικό και αιώνιο στοιχείο μέσα στον άνθρωπο και για αυτό αποτελούσε το μοναδικό αλάθητο κριτήριο της αλήθειας.
Επειδή όμως η πνευματική μόρφωση μπορούσε να μεγαλώνει τη δύναμη του ανθρώπου για να πράξει το κακό, προσπάθησε πρώτα από όλα να διδάξει στους μαθητές του τον αυτοέλεγχο και να τους εμπνεύσει πνεύμα σωφροσύνης στις σχέσεις τους με τους θεούς. Πρέπει να γυρεύουμε, ισχυριζόταν, τη σοφία και τη δικαιοσύνη όχι γιατί είναι χρήσιμες στους ανθρώπους, αλλά και γιατί είναι αρεστές στους θεούς. Κοντολογίς τα διδάγματα του ήταν σχεδόν στον ίδιο βαθμό θρησκευτικά αλλά και φιλοσοφικά. Αναλυτικότερα ο Σωκράτης είναι περισσότερο γνωστός από την άποψη του ότι «η αρετή είναι γνώση». Οι κυρίως αντίπαλοι του, οι σοφιστές, υποστήριζαν δύο πράγματα:
α) Ότι οι ίδιοι μπορούσαν να διδάξουν ή να μεταδώσουν την αρετή,
β) Ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που μπορούσε να διδαχτεί, ήταν μια χίμαιρα.
Εξισώνοντας, λοιπόν αρετή και γνώση ο Σωκράτης με το ρητό του εμφανίζεται να τους προκαλεί. Για να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του επέμενε να στρέφει τη συζήτηση σε ταπεινούς και φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, όπως ήταν οι τσαγκάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγμή που οι συνομιλητές του ρωτούσαν να μάθουν τι σήμαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε κάτι ανάλογο της ηθικής υποχρέωσης. Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγκάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο που είναι απαραίτητο να μάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του.
Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη μέθοδο χρησιμοποίησης τους, αν δεν έχεις σχηματίσει πριν στο νου σου μια σαφή και λεπτομερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να κατασκευάσεις και ποια λειτουργία θα έχει αυτό το αντικείμενο να εκτελέσει. Δηλαδή η αρετή του τσαγκάρη εξαρτάται από την κατοχή αυτής της γνώσης. Ήταν πολύ φυσικό για το Σωκράτη να μιλάει για την αρετή ενός τσαγκάρη, όπως ακριβώς θα μπορούσε να μιλήσει για την αρετή ενός στρατηγού ή πολιτικού.
H λέξη αρετή σήμαινε αυτό που τους έκανε καλούς στο συγκεκριμένο τους επάγγελμα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγματα των πρακτικών τεχνών, ο Σωκράτης μπορούσε εύκολα να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάνει με τη γνώση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού της δημιουργίας.
Αν, λοιπόν, υπάρχει αποδεκτή σημασία βάσει της οποίας μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη αρετή, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι σοφιστές – εννοώντας ότι με την αρετή μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή – έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργημα που όλοι μας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουμε. H πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουμε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουμε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δίνει ο Σωκράτης άραγε απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα; H απάντηση είναι μονολεκτική: Όχι.
Είναι σύμφωνο με το χαρακτήρα του Σωκράτη να μην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτε και ότι το μόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. H ουσία της Σωκρατικής μεθόδου ήταν να πείθει το συνομιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγματικότητα δεν ήξερε. H πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά με οτιδήποτε, αν έχει την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη.
Άπαξ και αντιλαμβανόταν ποιος ήταν ο δρόμος για το στόχο, ήταν πρόθυμος να τον αναζητήσει μαζί τους και η όλη φιλοσοφία για το Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνομιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόμα την αλήθεια, αλλά, αν πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα μπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν μαζί, με την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Αυτή η πίστη για την άγνοια όχι μόνο του εαυτού του αλλά και όλης της ανθρωπότητας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί τη συμβολή του Σωκράτη στη φιλοσοφική σκέψη.
H συζήτηση των ανθρώπων της εποχής του είχε αναμειχθεί με μια μεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίμευαν για να περιγράψουν ηθικές έννοιες – δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία κ.ο.κ. O Σωκράτης ξεκινούσε πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι ήξεραν π σήμαιναν αυτοί οι όροι, εφόσον τους χρησιμοποιούσαν καθημερινά, και ήλπιζε ότι θα το έλεγαν και σε αυτόν που δεν το γνώριζε. Όταν τους ρωτούσε όμως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν μπορούσε να του δώσει μια σωστή ερμηνεία.
Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγματι σημασία, αλλά, εάν ίσχυε αυτό, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταματήσουν να τους χρησιμοποιούν. Εάν εξάλλου είχαν κάποια σταθερή σημασία, τότε όσοι τις χρησιμοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σημαίνουν. Δεν μπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά μόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγματα, συζητούν χωρίς να συνεννοούνται, το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η σύγχυση.
H σύγχυση θα είναι γνωστική αλλά – το σημαντικότερο – και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς με κάποιον που χρησιμοποιεί τους όρους του με σημασία διαφορετική από τη δική σου δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά και, από ηθική άποψη, όταν οι αμφισβητούμενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, τότε μόνο αναρχία μπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήματος, γνωστική και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης με το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση.
Τόσο καθαρό εξάλλου ήταν το μυαλό του και τόσο σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο το γεγονός όπου, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόματα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους πείσει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφημο ρητό του, ότι κανείς δεν κάνει με τη θέληση του το κακό. Av η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και μόνο.
Πώς, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε για να κατακτήσουμε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη κ.λπ.; O Σωκράτης ήταν έτοιμος να προτείνει μια μέθοδο και για τους άλλους και για τον εαυτό του. H γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης μπορεί δικαιολογημένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγματα, την επαγωγή και το γενικό ορισμό. Αυτοί οι λογικοί όροι δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση με την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική.
Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγματα, για τα οποία -συμφωνούν και οι δύο συζητητές – μπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούμενο). Τότε τα συγκεντρωμένα παραδείγματα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφθεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτό το χαρακτηρισμό. H κοινή ιδιότητα, ή μια ομάδα ή μια δέσμη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων. Συνιστά πράγματι αυτή τον ορισμό της δικαιοσύνης.
Έτσι, η επαγωγή αποτελεί μια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουμε και τις δούμε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού όρου. Το σφάλμα που έβρισκε ο Σωκράτης στις απαντήσεις των συνομιλητών του ήταν ότι θεωρούσαν αρκετό να ολοκληρώνουν το πρώτο στάδιο μόνο, δηλαδή να αναφέρουν μερικά παραδείγματα και να λένε, π.χ., «αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη» και για αυτό προσπαθούσε να τους κάνει να δουν, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγματα ορθής ενέργειας, πρέπει όλα αυτό να έχουν μια κοινή ιδιότητα ή ένα χαρακτήρα κοινό, με βάση τον οποίο και χαρακτηρίζονται ορθά.
Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόημα. Αυτός ήταν ο στόχος των επίμονων και καμιά φορά ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδημοτικό – να φτάσει από το σμήνος των αρετών στον ορισμό του ενός, της αρετής. Μοιάζει με άσκηση λογικής, αλλά στην πράξη ήταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεμούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόμοια ερωτήματα, όπως «Τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα», είναι ακριβώς αυτοί που θα υποστήριζαν ότι ο μόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρμητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο.
Κανόνες με την παραδεδεγμένη έννοια δεν υπήρχαν. Το λογικό σόφισμα οδηγούσε κατευθείαν σε ηθική αναρχία. Σχηματικά ο Σωκράτης πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και οι ηθικές έννοιες λανθάνουν στο εσωτερικό του και αποτελούν ένα αντικειμενικό κριτήριο. O άνθρωπος, εάν εμβαθύνει στον εαυτό του, θα βρει τους ηθικούς κανόνες (γνώθι σ’ αυτόν) και θα γίνει ενάρετος. Έπειτα από αυτό οι πράξεις του θα είναι αγαθές, γιατί δεν μπορεί να είναι κακός, αφού αυτό συγκρούεται με την εσώτατη φύση του.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Την κοσμολογική περίοδο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας (που αφορούσε το κύριο μέλημα των Προσωκρατικών ή αλλιώς φυσικών φιλοσόφων να λύσουν το μεταφυσικό πρόβλημα της φύσης και της γένεσης του κόσμου) ακολούθησε η ανθρωποκεντρική περίοδος. Η περίοδος αυτή τοποθετείται στην Αθήνα, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη – κράτος και το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Και φυσικά εγκαινιάζεται από τον κορυφαίο φιλόσοφο Σωκράτη, ο οποίος θα στρέψει οριστικά πλέον την προσοχή από τη φύση στον ίδιο τον άνθρωπο και στο νόημα της ύπαρξής του.
Με τη διδασκαλία του πραγματοποίησε μια σειρά από μοναδικά επιτεύγματα τα οποία έθεσαν περαιτέρω τα θεμέλια της δυτικής σκέψης και φιλοσοφίας: Θεμελίωσε επιστημονικά την ηθική, δίνοντας έμφαση σε ηθικά ζητήματα, στην αυτογνωσία και στον εσωτερικό στοχασμό. Καθιέρωσε έναν νέο τρόπο του σκέπτεσθαι, την αφηρημένη σκέψη, με την αναζήτηση της καθολικότητας και της αφαίρεσης μέσα από την ποικιλία τού επί μέρους και του συγκεκριμένου. Υποστήριξε τα πρωτεία της μεθόδου και άνοιξε τον δρόμο για τη γένεση της λογικής.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στην Αθήνα από το 431 π.Χ. και μετά είναι διαφορετικές, και βεβαίως γεννούν άλλους ανθρώπινους προβληματισμούς και συμπεριφορά, ενώ το ενδιαφέρον πλέον των πολιτών στρέφεται στην προσπάθεια εξασφάλισης προσωπικής επιτυχίας και επικράτηση στη δημόσια ζωή της Αθήνας. Όταν λοιπόν κάνει την είσοδό του ο Σωκράτης στην Αθηναϊκή φιλοσοφική σκηνή, επικρατούν οι σοφιστές – εισηγητές της υποκειμενικής σχετικοκρατίας και του γνωσιολογικού μηδενισμού και οι ίδιοι ισχυριζόμενοι ότι μπορούν να διδάξουν την «αρετή», δηλαδή την επιδεξιότητα για υπεροχή και προσωπική επιτυχία στη ζωή.
Ο Σωκράτης θεωρούσε αυτόν τον σχετικισμό ιδιαίτερα επικίνδυνο και από γνωσιολογική αλλά και από ηθική πλευρά. Έτσι, αντιπρότεινε το περίφημο αξίωμά του: «η αρετή είναι γνώση», ήτοι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί μέσα από την απόλυτη και ορθή γνώση. Πίστευε ότι υπάρχει δυνατότητα για αληθινή και απόλυτη γνώση, διότι, όπως ο ίδιος έλεγε, υπάρχει μια ηθική συνείδηση, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, όπου όλες οι ηθικές αρχές και έννοιες (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, αυτοκυριαρχία, κ.ά.) βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση και είναι καθορισμένες σύμφωνα με καθολικά –αποδεκτά, αντικειμενικά– κριτήρια, που αποτελούν απόλυτα ηθικά πρότυπα.
Μόλις οι άνθρωποι κατόρθωναν να αποσαφηνίσουν και να κατακτήσουν τη γνώση αυτή που υπάρχει μέσα τους θα ήταν σε θέση να ανακαλύψουν τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής και να αποκτήσουν τη γενική ανθρώπινη αρετή. Ο Σωκράτης έθεσε σκοπό της ζωής του να βοηθήσει σε αυτό και, σε αντίθεση με τους Προσωκρατικούς, εισήγαγε τη θεωρία της γνώσης, όχι επί τη βάσει υλικών αρχών αλλά ηθικών εννοιών οι οποίες κυβερνούν τις πράξεις των ανθρώπων.
Άλλο ένα σημαντικό αξίωμα του Σωκράτη ήταν η «ενότητα των αρετών», ότι δηλαδή οι ηθικές αρετές είναι αλληλένδετες – αν έχεις αποκτήσει τη μία, τις έχεις αποκτήσει όλες, αφού οι διάφορες αρετές έχουν ως κίνητρο την ίδια ορθολογική σκέψη και αποτελούν απλώς εκφράσεις της μιας και μοναδικής αρετής. Στο επιχείρημα αυτό μια τελευταία βαθμίδα ήταν ότι «η αρετή είναι ευδαιμονία», εφόσον κάθε άνθρωπος με ορθή γνώση θα αναζητήσει τις πράξεις εκείνες που οδηγούν προς την ευδαιμονία. Αυτό οδήγησε προς το άλλο «Σωκρατικό παράδοξο», ότι «ουδείς εκών κακός», επειδή η κακία οφείλεται στην άγνοια κατά τον φιλόσοφο.
Η μέθοδος διδασκαλίας που χρησιμοποιούσε ήταν εξίσου αξιόλογη και νεωτεριστική: διατυπώνει ερωτήσεις σε όλους τους ανθρώπους ενώ συγχρόνως διδάσκει (Σωκρατική ειρωνεία) και καθοδηγεί τον συνομιλητή του να αναζητήσει ηθικές πράξεις σχετικά με την έννοια που εξετάζει και με επαγωγικό συλλογισμό να εξάγει έναν γενικό ορισμό ο οποίος αντιστοιχεί σε ένα απόλυτα ηθικό πρότυπο (μαιευτική) για να βαδίσει στον δρόμο της αλήθειας (διαλεκτική). Για αυτόν τον λόγο ο μέγας φιλόσοφος δεν έγραψε απολύτως τίποτε.
Μια μεγάλη ακόμη συμβολή του Σωκράτη ήταν ίδια η προσωπικότητά του, η ταπεινοφροσύνη, η αξιοπρέπειά του, το γεγονός ότι αναγνώριζε την άγνοιά του (εν οίδα ότι ουδέν οίδα), την οποία αντέταξε στην αλαζονική παντογνωσία των σοφιστών.
ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Πλησιάσαµε τώρα το δεύτερο µισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Σωκράτης είναι µεσήλικας, ο Πλάτων γεννιέται ή κοντεύει να γεννηθεί (Γεννήθηκε το 427 π.Χ.). Είναι η εποχή που αρχίζει η αντίδραση κατά της φυσικής έρευνας και οι φιλόσοφοι άρχισαν να κατευθύνουν τις σκέψεις τους προς την ανθρώπινη ζωή. Ένας λόγος για την αλλαγή αυτή δεν είναι δυσπρόσιτος. Ήταν η επανάσταση του κοινού νου κατά του απόµακρου και ακατανόητου κόσµου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι.
Ο κοινός άνθρωπος αντιµετώπιζε το πρόβληµα: να πιστέψει µαζί µε τον Παρµενίδη ότι κάθε κίνηση ήταν αυταπάτη και η πραγµατικότητα ένα ακίνητο και πλήρες ον ή αλλιώς «να σώσει τα φαινόµενα» (όπως οι άλλοι είχαν το θράσος να πουν) µε το να παραδεχτεί ως µόνες πραγµατικότητες τα άτοµα -αόρατα, άχρωµα, άοσµα, άηχα άτοµα- και το κενό. Καµιά από τις δύο εικόνες δεν ήταν ούτε ενθαρρυντική, ούτε ιδιαίτερα πιστευτή. Όπως και να ’ναι, αν θα έπρεπε να πιστέψουµε τους φυσικούς φιλοσόφους, τότε ό,τι ονόµαζαν «φύσιν» ή πραγµατική ουσία των πραγµάτων ήταν κάτι το απολύτως µακριά από τον κόσµο στον οποίο φαίνεται να ζούµε.
Αν είχαν δίκιο, τότε η φύση του πραγµατικού κόσµου αποδεικνυόταν να έχει πολύ λίγες συνέπειες για τον άνθρωπο, που έπρεπε να έχει δοσοληψίες καθηµερινές µε έναν κόσµο τελείως διαφορετικό. Για να κατανοήσουµε αυτή τη στάση, θα πρέπει βέβαια να θυµίσουµε στον εαυτό µας ότι εντελώς απουσίαζε οποιαδήποτε πειραµατική απόδειξη για τους ισχυρισµός τους, και επίσης κάθε µορφή εφαρµοσµένης επιστήµης.
Οι λόγοι αυτής της µεταβολής ήταν κατ’ ανάγκην σύνθετοι. Η Αθήνα είχε γίνει στον πνευµατικό τοµέα και σε άλλους ο αδιαµφισβήτητος ηγέτης του Ελληνικού κόσµου, έτσι που και οι διανοητές από άλλες περιοχές του Ελληνισµού, όπως ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας, έτειναν vα προσελκυστούν στην τροχιά της Αθήνας και να ζήσουν εκεί. Αλλά η Αθήνα, από το 431 μ.Χ. και µετά, είχε εµπλακεί στον µακρό και φοβερό πόλεµο που θα οδηγούσε στην πτώση της τριάντα χρόνια αργότερα, και αµέσως µετά την έκρηξη του δοκίµασε όλη τη φρίκη του λοιµού.
Αν η αµερόληπτη επιστηµονική έρευνα απαιτεί, όπως σωστά λέει ο Αριστοτέλης, τουλάχιστον ένα ελάχιστο άνεσης και άνετων υλικών συνθηκών, τότε η Αθήνα δεν ήταν πια τόπος άνετης διαβίωσης, αλλά µάλλον µια πόλη στην οποία οι προβληµατισµοί για την ανθρώπινη ζωή και πράξη όλο και επεκτείνονταν. Επιπλέον η Αθήνα ήταν δηµοκρατία, δηµοκρατία αρκετά µικρή ώστε να εξασφαλίζει πραγµατικά τη συµµετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στην πολιτική ζωή και όχι απλώς την εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων κάθε τόσα χρόνια.
Ορισµένα αξιώµατα δίνονταν µε κλήρο και ο κάθε πολίτης µπορούσε να νιώθει ότι είχε αρκετή πιθανότητα να παίξει ενεργό ρόλο στην πορεία των κρατικών υποθέσεων. Τούτο µε τη σειρά του τροφοδοτούσε τη φιλοδοξία τους να µάθουν περισσότερα για τις αρχές που πάνω τους στηρίζεται η πολιτική ζωή και για τις τέχνες που θα τους εξασφάλιζαν την επιτυχία στην πολιτική.
Η βάση της φυσικής επιστήµης στην Ελλάδα, ήταν η έρευνα για µια µονιµότητα ή σταθερότητα και για µια υποκρυπτόµενη ενότητα σε έναν κόσµο επιφανειακά µεταβλητό και ασταθή, συναποτελούµενο απλώς από µια πολλαπλότητα που πολύ µας µπερδεύει. Ο κοινός άνθρωπος θα πρέπει να πίστευε ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι είχαν σαφώς αποτύχει. Του πρόσφεραν τη δυνατότητα της εκλογής ανάµεσα στον Παρµενίδη και τους ατοµικούς. Ή θα δεχόταν την ενότητα του κόσµου, µε τίµηµα να αρνηθεί να πιστεύει σε ό,τι του φαινόταν πραγµατικό και να παραδεχτεί ότι όλες του οι αισθήσεις ήταν απατηλές.
Ή θα ακολουθούσε όσους είχαν εγκαταλείψει κάθε άποψη για το ενιαίο του κόσµου πίσω από την πολλότητα, και δηµιουργούσαν έναν κόσµο συνιστάµενο από άπειρη και µόνο πολλότητα· και ούτε καν δέχονταν το χαρακτηρισµό της πραγµατικότητας για τις δευτερεύουσες ιδιότητες που συνιστούσαν µέγα µέρος του κόσµου της εµπειρίας του, του κόσµου τον οποίο θα µπορούσαν να δουν και ακροαστούν και οσφρανθούν και γευθούν. Η αντίδραση και η στροφή προς τον ανθρωποκεντρισµό συνδυάζεται µε την άνοδο µιας νέας τάξης, των Σοφιστών.
Συχνά τονίζεται ότι οι Σοφιστές δεν αποτελούσαν χωριστή φιλοσοφική σχολή, αλλά µάλλον επαγγελµατική τάξη. Ήταν περιφερόµενοι δάσκαλοι που κέρδιζαν το ψωµί τους χάρη στην πείνα για καθοδήγηση σε πρακτικά θέµατα, πείνα που παρουσιάστηκε εκείνη την εποχή από τις αιτίες που ανέφερα: τις αυξανόµενες ευκαιρίες να πάρει κάποιος µέρος στην πολιτική δράση, την αναπτυσσόµενη δυσαρέσκεια προς τους φυσικούς φιλοσόφους και (θα µπορούσε να προσθέσει κανείς) έναν αυξανόµενο σκεπτικισµό απέναντι στο κύρος της παραδοσιακής θρησκευτικής διδασκαλίας µε τις ωµά ανθρωποµορφικές παραστάσεις των θεών.
Η λέξη «σοφιστής» («πρακτικός δάσκαλος της σοφίας») δεν είχε ως τότε καθόλου προσβλητική σηµασία. Ήταν πράγµατι η λέξη που χρησιµοποιούσαν για τους επτά σοφούς της παράδοσης. Η αντιδηµοτικότητα των Σοφιστών του 5ου αιώνα έδωσε στη λέξη την απόχρωση που έχει έκτοτε. Αν και δεν µπορεί κανείς να θεωρήσει τους Σοφιστές χωριστή φιλοσοφική σχολή, είχαν κάποια συγκεκριµένα κοινά σηµεία.
Ένα ήταν η ουσιαστικά πρακτική φύση της διδασκαλίας τους· ως τέτοια παρουσίαζαν την εναποτύπωση στο νου των νέων της «αρετής». Συζητήσαµε κιόλας για το νόηµα αυτής της λέξης, που η πρακτική της σηµασία φαίνεται καθαρά στην ιστορία του Σοφιστή Ιππία που, για να διαφηµίσει κατά κάποιο τρόπο ζωντανό τις δυνατότητες του, παρουσιάστηκε στους Ολυµπιακούς αγώνες να φορεί µόνο ό,τι είχε ο ίδιος κατασκευάσει, µέχρι και το δαχτυλίδι του. Κατά δεύτερο λόγο, οι Σοφιστές συµµερίζονταν κάτι που µπορεί επιτυχέστερα να ονοµαστεί φιλοσοφική στάση, συγκεκριµένα έναν κοινό σκεπτικισµό, µια έλλειψη εµπιστοσύνης στη δυνατότητα της απόλυτης γνώσης.
Αυτό ήταν φυσική συνέπεια του αδιεξόδου στο οποίο, ως φαίνεται, είχε φτάσει η φυσική φιλοσοφία. Η γνώση εξαρτάται από δύο πράγµατα: την κατοχή ικανοτήτων, που µπορούν να µας φέρουν σε επαφή µε την πραγµατικότητα, και την ύπαρξη µιας σταθερής πραγµατικότητας που θέλουµε να γνωρίσουµε. Ως όργανα της γνώσης οι αισθήσεις είχαν αντιµετωπίσει τώρα πια αυστηρή µεταχείριση, και τίποτε άλλο δεν είχε ως τώρα µπει στη θέση τους.
Και η πίστη στην ενότητα και τη σταθερότητα του Σύµπαντος είχε υπονοµευτεί, χωρίς ακόµα να έχει αναδυθεί η άποψη ότι µπορεί να υφίσταται µια µόνιµη και προσιτή στη γνώση πραγµατικότητα έξω και πέρα από τον φυσικό κόσµο. Αίµα της φιλοσοφίας είναι η αµφισβήτηση. Άπαξ και τα πρώτα της ξεκινήµατα έγιναν παρελθόν, κάθε καινούρια εξέλιξη αντιπροσωπεύει συνήθως µια αντίδραση στην προηγούµενη διανόηση. Αυτό αληθεύει για τους µεγαλύτερους Έλληνες – τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να ξοδέψουµε κάποιο χρόνο, όπως και ξοδέψαµε, για τους άµεσους προδρόµους των, για να εννοήσουµε τις πηγές και της δικής τους σκέψης· και για τον ίδιο λόγο έχει ιδιαίτερη σηµασία να συλλάβουµε το σηµείο, στο οποίο φτάσαµε τώρα, ότι δηλ. η ηθική και πολιτική φιλοσοφία πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα (και αυτό σηµαίνει: πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ευρώπη) µέσα σε µια ατµόσφαιρα σκεπτικισµού. Αυτόν τον σκεπτικισµό έκαµαν έργο της ζωής τους να καταπολεµήσουν ο Σωκράτης και οι διάδοχοι του.
Στο φυσικό πεδίο ο Δηµόκριτος είχε πει ότι τα αισθήµατα του γλυκού και του πικρού, του θερµού και του ψυχρού δεν ήταν παρά συµβατικοί όροι. Δεν ανταποκρίνονταν σε κάτι πραγµατικό. Γι. αυτόν το λόγο ό,τι σ’ εµένα φαινόταν γλυκό, ίσως φαινόταν σ’ εσένα πικρό, ή και σ. εµένα, αν δεν ήµουν καλά, και το ίδιο νερό ίσως το νιώσω θερµό στο ένα µου χέρι και ψυχρό στο άλλο. Το κάθε τι εξαρτάται από το πώς συµβαίνει να είναι τακτοποιηµένα τα άτοµα στο σώµα µας και από το πώς αυτά αντιδρούν στον εξίσου πρόσκαιρο συνδυασµό των ατόµων στο λεγόµενο αισθητό αντικείµενο.
Η µεταφορά της αντίληψης αυτής στο πεδίο της ηθικής ήταν πολύ εύκολη και την πραγµατοποίησε τότε περίπου, αληθινά, αν πρέπει να πιστέψουµε τη µεταγενέστερη παράδοση, ένας Αθηναίος µε το όνοµα Αρχέλαος, µαθητής του Αναξαγόρα. Αν το θερµό και το ψυχρό, το γλυκό και το πικρό, δεν υπάρχουν στη φύση, αλλ. είναι απλώς θέµα του πώς τα αισθανόµαστε κατά περίπτωση, τότε – υποστήριξε – δεν θα πρέπει να υποθέσουµε ότι το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος έχουν ύπαρξη εξίσου υποκειµενική και µη-πραγµατική; Δεν µπορεί να υπάρχουν στη φύση απόλυτες αρχές που να κυβερνούν τις σχέσεις µεταξύ ανθρώπων.
Το παν εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς κάτι. Μπορούµε να διασαφηνίσουµε τη σκεπτικιστική άποψη των Σοφιστών, αν µνηµονεύσουµε χωρία δύο από τους πιο γνωστούς Σοφιστές, που άσκησαν και τη µεγαλύτερη επιρροή, το Γοργία και τον Πρωταγόρα. Ο τίτλος που προτιµούσε να δώσει ένας φυσικός φιλόσοφος στο έργο του ήταν «Περί φύσεως ή περί του όντος». Συνειδητά παρωδώντας τα πολλά έργα µε τον ίδιο τίτλο ο Γοργίας έγραψε ένα έργο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Περί φύσεως είτε περί του µη όντος», και σε αυτό προσπάθησε να αποδείξει τρία πράγµατα:
α) Ότι τίποτε δεν υπάρχει·
β) Ότι κι αν υπήρχε κάτι, δεν θα µπορούσαµε να το γνωρίσουµε·
γ) Κι αν ακόµη µπορούσαµε να γνωρίσουµε κάτι, δε θα µπορούσαµε να το µεταδώσουµε στο γείτονα µας.
Ο Πρωταγόρας εξέφρασε ως εξής τις απόψεις του για τη θρησκεία: «Για τους θεούς, δεν µπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή όχι ούτε πώς είναι· γιατί πολλά µε εµποδίζουν να το µάθω. µεταξύ των οποίων και το σκοτεινό του πράγµατος και η συντοµία της ανθρώπινης ζωής». Ο ίδιος ήταν που είπε το περίφηµο απόφθεγµα «Ο άνθρωπος είναι το µέτρο όλων των πραγµάτων», που σήµαινε – αν πρέπει να εµπιστευθούµε την ερµηνεία του Πλάτωνα – ότι ο τρόπος µε τον οποίο βλέπει ο α΄ τα πράγµατα, αποτελεί γι’ αυτόν την αλήθεια, και ο τρόπος που τα βλέπει ο β΄, αποτελεί γι. αυτόν την αλήθεια.
Δεν µπορεί ο ένας να πείσει τον άλλο ότι έχει λάθος, γιατί αν ο ένας βλέπει τα πράγµατα µε τον α΄ τρόπο, τότε αυτά υπάρχουν γι. αυτόν όπως τα αντιλαµβάνεται, κι ας τα βλέπει διαφορετικά ο γείτονας του. Η αλήθεια είναι απολύτως σχετική. Ο Πρωταγόρας όµως άφηνε χώρο για τις παραδοσιακές απόψεις περί αλήθειας και ηθικής προσθέτοντας ότι, µολονότι καµιά γνώµη δεν είναι αληθέστερη από τις άλλες, µπορεί η µια γνώµη να είναι καλύτερη από την άλλη. Αν στα µάτια ενός που υποφέρει από ίκτερο όλα τα πράγµατα φαίνονται κίτρινα, είναι γι’ αυτόν πράγµατι κίτρινα και κανείς δεν έχει το δικαίωµα να του πει πως δεν είναι.
Αξίζει όµως τον κόπο ένας γιατρός να µεταβάλει τον κόσµο αυτού του ανθρώπου βελτιώνοντας τη σωµατική του κατάσταση, ώστε τα πράγµατα να πάψουν να είναι γι. αυτόν κίτρινα. Παρόµοια αν ένας άνθρωπος ειλικρινά πιστεύει ότι είναι σωστό να κλέβει, τότε η γνώµη του αυτή είναι γι’ αυτόν σωστή όσο την πιστεύει. Αλλά η µεγάλη πλειονότητα, για την οποία η κλοπή και φαίνεται και είναι κακό, θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει την κατάσταση του πνεύµατος του και να το οδηγήσει να δεχτεί απόψεις που δεν είναι αληθινά ορθότερες, αλλά καλύτερες.
Εγκαταλείπεται ο έλεγχος της αλήθειας ή του ψεύδους για ένα πράγµα, και αντικαθίσταται από τον έλεγχο της χρησιµότητας του. Ο ανευλαβής σκεπτικισµός των Σοφιστών επηρέασε το ως τώρα αναµφισβήτητο κύρος του νόµου, που βασιζόταν στην πίστη ότι ο νόµος είχε θεία καταγωγή. Τους πρωιµότερους νοµοθέτες, όπως ο Λυκούργος, ο παραδοσιακός θεµελιωτής της Σπάρτης, θεωρούσαν ότι τους είχε φωτίσει ο Απόλλων και αποτελούσε ακόµα έθιµο οι νοµοθέτες να προσφεύγουν στα µαντείο του στους Δελφούς και να εξασφαλίζουν αν όχι τη συµβουλή του, τουλάχιστον την επικύρωση εκ µέρους του των σχεδίων τους.
Αυτή τη θρησκευτική θεµελίωση του νόµου υπονόµευε τώρα όχι µόνο η αθεϊστική ροπή της φυσικής φιλοσοφίας – την οποία ροπή οι Σοφιστές ανέλαβαν να συνεχίσουν µε τόσο πολύ ζήλο – αλλά και οι εξωτερικές περιστάσεις, όπως ήταν η αυξανόµενη επαφή των Ελλήνων µε τις ξένες χώρες και το µέγα σώµα της σύγχρονης νοµοθεσίας της συνδεόµενης µε την ίδρυση των αποικιών. Οι Σοφιστές ήταν τέκνα της εποχής τους. Η επαφή τους δίδαξε τις θεµελιώδεις διαφορές που µπορούσαν να υπάρχουν µεταξύ νοµοθεσιών και λαών που ζούσαν σε διαφορετικά κλίµατα.
Όσο για τις νέες νοµοθεσίες, ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι κατέβαιναν από τον ουρανό, όταν οι φίλοι κάποιου (ή, ακόµη χειρότερα, οι εχθροί του) είχαν λάβει εντολή να νοµοθετήσουν. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είχε λάβει εντολή το 443 π.Χ. να συντάξει νόµους για τη νέα αθηναϊκή αποικία, τους Θούριους στην Κάτω Ιταλία. Δεν είναι εκπληκτικό ότι ήταν ο πρώτος που διέδωσε τη θεωρία της καταγωγής του δικαίου, την οποία σήµερα γνωρίζουµε µε τον τίτλο «κοινωνικό συµβόλαιο».
Είτε ότι οι άνθρωποι, για να προστατευτούν από τα άγρια ζώα και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αναγκάστηκαν σε ένα πρώιµο στάδιο να ενωθούν σε κοινότητες. Ως τότε δεν είχαν ούτε ηθικούς κανόνες ούτε νόµους, αλλά η ζωή στις κοινωνίες αποδείχτηκε πως θα ήταν αδύνατη, αν ίσχυαν οι νόµοι της ζούγκλας και έτσι, µε αργά και κοπιαστικά βήµατα, έµαθαν την αναγκαιότητα των νόµων και των συµβάσεων µε τα οποία οι ισχυρότεροι δεσµεύτηκαν να µην επιτίθενται και ληστεύουν τους αδύνατους για µόνο το λόγο ότι αυτοί είναι οι ισχυρότεροι.
Με δεδοµένη αυτή την αρχική υπόθεση, ότι οι νόµοι και οι ηθικοί κώδικες δεν είχαν θεία καταγωγή αλλά ανθρώπινη και ατελή, ήταν δυνατόν να καταλήξει κάποιος σε πρακτικά συµπεράσµατα πολύ διαφορετικά. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας είπε ότι οι νόµοι δηµιουργήθηκαν, γιατί ήταν απαραίτητοι. Προασπίσθηκε λοιπόν το κοινωνικό συµβόλαιο και ζήτησε υποταγή στους νόµους. Άλλοι ριζοσπαστικότεροι Σοφιστές απέκρουσαν τη θεωρία και υποστήριξαν το φυσικό δικαίωµα του ισχυρότερου να επικρατήσει. Ποικίλα συµπεράσµατα θα µπορούσαν να αντληθούν σχετικά, αλλά η µείζων πρόταση ήταν η ίδια για όλα.
Όλα παρόµοια ξεκινούσαν από την πλήρη απουσία απόλυτων αξιών και προτύπων, είτε στηρίζονταν σε θεολογικές ιδέες είτε όχι. Κάθε ανθρώπινη ενέργεια την αντιµετώπιζαν οι Σοφιστές ως στηριζόµενη στην πείρα και µόνο, και επιβαλλόµενη µόνο και µόνο από το κοινό συµφέρον. Ορθό και λάθος, σοφία, δικαιοσύνη και καλοσύνη δεν ήταν παρά λέξεις, έστω και αν θα µπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι σε ορισµένες περιπτώσεις ήταν φρόνιµο να συµπεριφερθούµε σαν να ήταν κάτι περισσότερο από λέξεις.
Σε έναν τέτοιο κόσµο ιδεών εµφανίστηκε ο Σωκράτης. Αυτή η σοφιστική άποψη του φάνηκε ταυτόχρονα και λανθασµένη και ηθικά επικίνδυνη και θεώρησε έργο ζωής γι’ αυτόν να την πολεµήσει. Ο Σωκράτης πιθανόν είναι κυρίως γνωστός από το περίφηµο ρητό του ότι «η αρετή είναι γνώση», και το να ανακαλύψουµε τι σηµαίνει αυτό αποτελεί προσέγγιση στον πυρήνα της φιλοσοφίας του εξ ίσου καλή όσο και οποιαδήποτε άλλη.
Κατανοούµε το ρητό τοποθετώντας το ιστορικά, δηλαδή συσχετίζοντας το µε τα προβλήµατα, µε τα οποία η προγενέστερη και σύγχρονη σκέψη και οι περιστάσεις του καιρού του τον ανάγκασαν να ασχοληθεί, και τα οποία προσπαθούσε, όσο µπορούσε, να λύσει. Ξέρουµε τώρα ότι η Αγγλική λέξη «virtue» δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην Eλληνική «αρετή», που σήµαινε αρχικά επάρκεια σε κάποιο ειδικό έργο. Είδαµε επίσης ότι οι αντίπαλοι εναντίον των οποίων στρεφόταν η σωκρατική διδασκαλία υποστήριζαν δύο πράγµατα:
α) Ότι οι ίδιοι µπορούσαν να διδάξουν ή µεταδώσουν την «αρετή»,
β) Ότι η γνώση, τουλάχιστον αυτή που µπορούσε να διδαχτεί, ήταν µια χίµαιρα.
Δεν υπήρχε τέτοιο πράγµα. Εξισώνοντας λοιπόν «αρετή» και γνώση ο Σωκράτης µε το ρητό του εµφανίζεται να τους προκαλεί σκόπιµα, και την πρόκληση αυτή µπορούµε να συλλάβουµε µόνο, αν µεταφερθούµε µε τη σκέψη µας στους καιρούς στους οποίους έζησε. Ένα από τα πράγµατα τα σχετικά µε τον Σωκράτη που ερέθιζε τον ευαίσθητο, πρακτικό Αθηναίο ήταν ότι επέµενε να στρέφει τη συζήτηση σε τέτοιους ταπεινούς και φαινοµενικά άσχετους ανθρώπους, όπως οι τσαγγάρηδες και οι ξυλουργοί, τη στιγµή που ό,τι ζητούσαν εκείνοι να µάθουν ήταν τι σήµαινε πολιτική ικανότητα ή αν υπήρχε ένα τέτοιο πράγµα σαν την ηθική υποχρέωση.
Αν θέλεις να γίνεις καλός τσαγγάρης, έλεγε ο Σωκράτης, το πρώτο πράγµα που είναι απαραίτητο να µάθεις είναι τι είναι παπούτσι και ποιος ο σκοπός του. Δεν έχει αξία να προσπαθείς να αποφασίσεις για το καλύτερο είδος εργαλείων ή υλικού και για την καλύτερη µέθοδο χρησιµοποιήσεως τους, αν δεν έχεις σχηµατίσει πριν στο νου σου µια σαφή και λεπτοµερειακή έννοια για το τι ξεκίνησες να παραγάγεις και ποια λειτουργία θα έχει να εκτελέσει. Για να χρησιµοποιήσουµε την ελληνική λέξη, η «αρετή» του υποδηµατοποιού εξαρτάται πρώτα και πρώτιστα από την κατοχή αυτής της γνώσης.
Έπρεπε να µπορεί να περιγράψει µε καθαρούς όρους τη φύση του πράγµατος που σκόπευε να κατασκευάσει και ο ορισµός αυτός θα όφειλε να περικλείει καθορισµό της χρησιµότητας που θα είχε το προϊόν. Ήταν πολύ φυσικό να µιλούµε για την «αρετή» ενός υποδηµατοποιού, όπως ακριβώς θα µπορούσαµε να µιλήσουµε για την «αρετή» ενός στρατηγού ή πολιτικού. Σε τέτοια περίπτωση η λέξη αυτή δεν είχε αναγκαία οποιαδήποτε σχέση µε την ηθική πλευρά των δραστηριοτήτων τους, όπως θα υπονοούσε η αντίστοιχη αγγλική λέξη «virtue».
Η λέξη «αρετή» σήµαινε αυτό που τους καθιστούσε καλούς στο συγκεκριµένο τους επάγγελµα και, ξεκινώντας από τα ταπεινά παραδείγµατα των πρακτικών τεχνών, µπορούσε εύκολα ο Σωκράτης να δείξει ότι σε κάθε περίπτωση η απόκτηση αυτής της ικανότητας είχε να κάµει µε τη γνώση, και πως η πρώτη και αναγκαιότερη γνώση ήταν η γνώση σε κάθε περίπτωση του σκοπού – τι ξεκινούσε να δηµιουργήσει ο άνθρωπος. Αν µας δοθεί να κατανοήσουµε σωστά το σκοπό, µπορεί στη συνέχεια να κατανοήσουµε τα µέσα που πρέπει να χρησιµοποιηθούν, αλλά όχι αντίστροφα.
Εποµένως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η «αρετή» εξαρτάται πρώτα από το να έχουµε ένα συγκεκριµένο έργο να εκτελέσουµε, και κατά δεύτερο λόγο από το να ξέρουµε απόλυτα ποιο είναι το έργο και σε τι στοχεύει. Αν λοιπόν (συνέχιζε ο Σωκράτης) υπάρχει αποδεκτή σηµασία βάσει της οποίας µπορούµε να µιλούµε για «αρετή» απόλυτη, όπως επαγγέλλονταν ότι διδάσκουν οι Σοφιστές – εννοώντας ότι µε την «αρετή» µπορούσε ο κάθε άνθρωπος να τα βγάλει πέρα ικανοποιητικά στη ζωή – έπεται ότι πρέπει να υπάρχει σκοπός ή λειτούργηµα που όλοι µας, ως ανθρώπινα όντα, πρέπει να επιτελέσουµε.
Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια, αν είναι να αποκτήσουµε αυτή τη γενική ανθρώπινη αρετή, είναι να ανακαλύψουµε ποιος είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Δεν θα υποστήριζα τώρα ότι στις καταγραφές της σωκρατικής διδασκαλίας, που έχουµε στα γραπτά κείµενα των µαθητών του (γιατί ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα, πιστεύοντας ότι το µόνο που αξίζει είναι η ζωντανή ανταλλαγή ιδεών µε ερωταποκρίσεις µεταξύ δύο προσώπων που βρίσκονται σε προσωπική επαφή), βρίσκουµε την απάντηση σε αυτό το πρωταρχικό ερώτηµα για τον γενικό σκοπό ή στόχο της ανθρώπινης ζωής.
Η έλλειψη αυτή στη Σωκρατική διδασκαλία ήταν, ένας λόγος που έκανε τον θετικότερο Πλάτωνα να θεωρήσει καθήκον του όχι µόνο να παρουσιάσει τη διδασκαλία του δασκάλου του, αλλά και να την µεταφέρει ένα στάδιο πιο εκεί. Είναι σύµφωνο µε το χαρακτήρα του Σωκράτη να µην έχει δώσει την απάντηση. Είχε συνηθίσει να λέει πως ο ίδιος δεν εγνώριζε τίποτα, και πως το µόνο στο οποίο ήταν σοφότερος από τους άλλους ήταν πως είχε συνείδηση της άγνοιας του, ενώ αυτοί δεν είχαν της δικής τους. Η ουσία της Σωκρατικής µεθόδου ήταν να πείθει το συνοµιλητή του ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην πραγµατικότητα δεν ήξερε.
Η πεποίθηση της άγνοιας είναι το απαραίτητο πρώτο βήµα για την απόκτηση της γνώσης, γιατί κανείς δεν αναζητεί τη γνώση σχετικά µε οτιδήποτε, αν κατέχεται από την αυταπάτη ότι την κατέχει ήδη. Ο κόσµος παραπονιόταν ότι η συζήτηση µε το Σωκράτη τους νάρκωνε, όπως µια ηλεκτρική εκκένωση. Εφ όσον ο Σωκράτης θεωρούσε αποστολή του στη ζωή να περιφέρεται και να πείθει τους ανθρώπους για την άγνοια τους, δεν είναι εκπληκτικό το πως έγινε αντιδηµοκρατικός, ούτε µπορούµε να κατηγορήσουµε εξ ολοκλήρου τους Αθηναίους – όσο κι αν ήταν τραγικό το σφάλµα τους – γιατί τον µπέρδεψαν µε τους Σοφιστές και ξέχυσαν πάνω του το µίσος που οι Σοφιστές τους προκαλούσαν.
Αυτοί πίστευαν πως η γνώση δεν ήταν δυνατή· αυτός έδειχνε στον καθένα ότι δεν ξέρει τίποτε. Η διαφορά πραγµατικά ήταν βαθειά γιατί η δράση του Σωκράτη βασιζόταν στην παθιασµένη πίστη ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλά ότι τα ερείπια των µισοµαθηµένων και παραπλανηνητικών ιδεών, που γέµιζαν τα κεφάλια των περισσότερων ανθρώπων, πρέπει να παραµεριστούν, πριν καταστεί δυνατό να αρχίσει οποιαδήποτε έρευνα για τη γνώση. Αυτό που πρόβαλλε εµπρός στους ανθρώπους, σε γερή αντίθεση προς τον σοφιστικό σκεπτικισµό, ήταν «ένα ιδεώδες για γνώση που δεν έχει ακόµη κατακτηθεί».
Άπαξ και αντιλαµβάνονταν ποιος ήταν ο δρόµος για το στόχο, ήταν πρόθυµος να τον αναζητήσει µαζί τους και η όλη φιλοσοφία για τον Σωκράτη συνίστατο σε αυτή την ιδέα της «κοινής έρευνας». Ούτε ο συνοµιλητής του ούτε ο ίδιος ήξερε ακόµα την αλήθεια, αλλά αρκεί να πειθόταν ο άλλος ότι αυτό ήταν έτσι, θα µπορούσαν και οι δύο να ξεκινήσουν µαζί, µε την ελπίδα πάντοτε να βρουν την αλήθεια. Ο γνήσιος Σωκρατισµός αντιπροσωπεύει πρώτα και πρώτιστα µια στάση του πνεύµατος, µια πνευµατική ταπεινοφροσύνη που εύκολα την συγχέει κανείς µε την αλαζονία, εφ όσον ο αληθινά Σωκρατικός φιλόσοφος είναι πεπεισµένος για την άγνοια όχι µόνο του εαυτού του, αλλά και όλης της ανθρωπότητας.
Αυτή περισσότερο απ’ οποιοδήποτε σώµα θετικής φιλοσοφικής θεωρίας είναι η συµβολή του Σωκράτη. Επιστρέφουµε τώρα στην επιµονή του ότι, αν επιθυµούµε να αποκτήσουµε την «αρετή», ουσιώδη προϋπόθεση αποτελεί το να ανακαλύψουµε και να καθορίσουµε το σκοπό ή τη λειτουργία του ανθρώπου: δεν θα περιµένουµε βέβαια να βρούµε αυτόν το σκοπό να ορίζεται σαφώς και ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Σωκράτη. Αποστολή του ήταν να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι την ανάγκη αυτή, και να προτείνει µια µέθοδο µε την οποία να αναζητήσουν τον απαιτούµενο ορισµό, ώστε και ο ίδιος και οι συν-ερευνητές του να µπορούν να ξεκινήσουν για να τον βρουν.
Στη σύγχυση της ηθικής διανόησης που χαρακτήριζε την εποχή του, ένα γεγονός ξεχώριζε ως κατ’ εξοχήν επιζήµιο. Η συζήτηση των ανθρώπων είχε αναµειχθεί µε µια µεγάλη ποικιλία γενικών όρων, ιδιαίτερα αυτών που χρησίµευαν να πει-γράψουν ηθικές έννοιες – δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία, κ.ο.κ. Ξεκίνησα, λέει ο Σωκράτης, πιστεύοντας µες στην αθωότητα µου πως ήξεραν τι σήµαιναν αυτοί οι όροι, εφ όσον τους χρησιµοποιούσαν τόσο άνετα, και ήµουν γεµάτος ελπίδες ότι θα το έλεγαν και σ’ εµένα, που δεν ήξερα. Όταν τους ρωτούσε όµως, ανακάλυπτε ότι κανείς τους δεν µπορούσε να του δώσει µια σωστή ερµηνεία.
Ίσως υπό το φως της σοφιστικής διδασκαλίας θα έπρεπε να υποτεθεί ότι αυτοί οι όροι δεν είχαν πράγµατι σηµασία· αλλά εάν έτσι έχει το πράγµα, οι άνθρωποι θα έπρεπε να σταµατήσουν να τους χρησιµοποιούν. Εάν εξ άλλου είχαν κάποια σταθερή σηµασία, τότε όσοι τις χρησιµοποιούν θα έπρεπε να είναι σε θέση να πουν τι σηµαίνουν. Δεν µπορείς να συζητάς για ενέργειες σοφές, δίκαιες ή χρηστές, παρά µόνο αν ξέρεις τι είναι σοφία, δικαιοσύνη ή χρηστότητα. Αν, όπως υποψιαζόταν ο Σωκράτης, οι διάφοροι άνθρωποι χρησιµοποιώντας τις ίδιες λέξεις εννοούν διαφορετικά πράγµατα, συζητούν χωρίς να συνενοούνται και το µόνο αποτέλεσµα θα είναι η σύγχυση.
Η σύγχυση θα είναι ταυτόχρονα και εννοιολογική (γνωστική) και ηθική. Από γνωστική άποψη το να συζητάς µε κάποιον που χρησιµοποιεί τους όρους του µε σηµασία διαφορετική από τη δική σου δεν µπορεί να οδηγήσει πουθενά – εκτός ίσως από τη φιλονικία· και από ηθική άποψη, όταν οι αµφισβητούµενοι όροι παίρνουν τη θέση ηθικών εννοιών, µόνο αναρχία µπορεί να προκύψει. Αυτή τη διπλή όψη του προβλήµατος, γνωστική (intellectual) και ηθική, ήθελε να εκφράσει ο Σωκράτης µε το ρητό του ότι η αρετή είναι γνώση.
Τόσο καθαρό εξ άλλου ήταν το µυαλό του και σταθερός ο χαρακτήρας του, ώστε του φαινόταν αυταπόδεικτο ότι, αν οι άνθρωποι µπορούσαν να φτάσουν στο σηµείο να δουν αυτή την αλήθεια, θα διάλεγαν αυτόµατα το σωστό. Ό,τι χρειαζόταν ήταν να τους καταφέρει κάποιος να κάνουν τον κόπο να βρουν ποιο είναι το σωστό. Από εδώ προκύπτει το δεύτερο περίφηµο του ρητό, ότι κανείς δεν κάνει µε τη θέληση του το κακό. Αν η αρετή είναι γνώση, η κακία οφείλεται στην άγνοια και µόνο.
Πώς λοιπόν θα ξεκινήσουµε για να κατακτήσουµε τη γνώση του τι είναι αρετή, δικαιοσύνη, κλπ; Ο Σωκράτης, ήταν έτοιµος να προτείνει µια µέθοδο, και για τους άλλους και για τον εαυτό του. Η γνώση κατακτάται σε δύο στάδια, στα οποία αναφέρεται ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι ο Σωκράτης µπορεί δικαιολογηµένα να προβάλει ως δικά του δύο πράγµατα, την επαγωγή και τον γενικό ορισµό. Αυτοί οι κάπως ξηροί λογικοί όροι, που ασφαλώς θα εξέπλητταν τον ίδιο το Σωκράτη, δεν φαίνονται να έχουν και πολλή σχέση µε την ηθική, αλλά για το Σωκράτη η σχέση ήταν ζωτική.
Το πρώτο στάδιο ήταν να συγκεντρωθούν παραδείγµατα, για τα οποία – συµφωνούν και οι δύο συζητητές – µπορεί να ισχύσει ο όρος «δικαιοσύνη» (αν η δικαιοσύνη είναι το ζητούµενο). Τότε τα συγκεντρωµένα παραδείγµατα των δίκαιων πράξεων εξετάζονται για να ανακαλυφτεί σε αυτά κάποια κοινή ιδιότητα, χάρη στην οποία οι πράξεις φέρουν αυτόν το χαρακτηρισµό. Η κοινή ιδιότητα,ή – το πιθανότερο – µια οµάδα ή µια δέσµη από κοινές ιδιότητες, συνιστά την ουσία τους ως δίκαιων πράξεων.
Συνιστά πράγµατι αυτή (αν αφαιρεθούν οι τυχαίες ιδιότητες, που οφείλονται στο χρονικό σηµείο ή στην περίσταση και που ανήκουν σε κάθε µια από τις δίκαιες πράξεις µεµονωµένα) τον ορισµό της δικαιοσύνης. Έτσι η επαγωγή αποτελεί, όπως το λέει και η ελληνική λέξη (επί + άγω) µια «πορεία» του νου από τις ειδικές περιπτώσεις, αν τις συγκεντρώσουµε και τις δούµε συνολικά, προς την κατανόηση του κοινού των όρου.
Το σφάλµα που εύρισκε ο Σωκράτης στα θύµατα αυτού του ακούραστου ερωτηµατολογίου ήταν ότι θεωρούσαν επαρκές να επιτελούν το πρώτο στάδιο µόνο, δηλ. να αναφέρουν µερικά σκόρπια παραδείγµατα και να λένε «Αυτό κι εκείνο είναι δικαιοσύνη». Τον τύπο αυτόν αντιπροσωπεύει ο Ευθύφρων, ο οποίος στον οµώνυµο πλατωνικό διάλογο παρουσιάζεται να συζητεί µε το Σωκράτη για το νόηµα της ευσέβειας· το θέµα προέκυψε σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι ο Ευθύφρων είχε παρακινηθεί απ. ό,τι θεώρησε καθήκον του, να διώξει δηλ. δικαστικά τον πατέρα του για «ανθρωποκτονία εξ αµελείας».
Ερωτώµενος ο Ευθύφρων ποιο νόηµα δίνει στη λέξη «ευσέβεια» απαντά «ευσέβεια είναι αυτό που κάνω τώρα εγώ». Σε έναν άλλο διάλογο ο Σωκράτης λέει στο συνοµιλητή του «Σε ρώτησα για ένα µόνο πράγµα, την αρετή, κι εσύ µου έδωσες ένα ολόκληρο σµήνος αρετών». Προσπαθούσε να τους κάνει να δουν ότι, έστω και αν υπάρχουν πολλά και ποικίλα παραδείγµατα ορθής ενέργειας, πρέπει όµως όλα αυτά να έχουν µια κοινή ιδιότητα ή έναν χαρακτήρα κοινό, βάσει του οποίου και χαρακτηρίζονται ορθά. Διαφορετικά, η λέξη «ορθός» δεν έχει νόηµα.
Αυτός ήταν ο στόχος των ενοχλητικών ερωτήσεων που κατέστησαν το Σωκράτη τόσο αντιδηµοτικό – να φτάσει από το σµήνος των αρετών στον ορισµό του ενός, της αρετής. Μοιάζει µε άσκηση λογικής, αλλά ήταν στην πράξη ο µόνος τρόπος µε τον οποίο πίστευε ο Σωκράτης ότι θα καταπολεµούσε τις ανατρεπτικές ηθικές συνέπειες της σοφιστικής διδασκαλίας. Αυτοί οι άνθρωποι, που σε απάντηση σε παρόµοια ερωτήµατα, όπως «τι είναι ευσέβεια;» απαντούσαν «Αυτό που κάνω τώρα» είναι ακριβώς οι άνθρωποι που θα υποστήριζαν ότι ο µόνος κανόνας για την πράξη είναι να αποφασίζεις αυθόρµητα ποιο είναι το πλεονεκτικότερο.
Κανόνες µε την παραδεγµένη έννοια δεν υπάρχουν. Το λογικό σόφισµα οδηγούσε κατ’ ευθείαν σε ηθική αναρχία. Ο Σωκράτης πλήρωσε το τίµηµα του να προπορεύεται της εποχής του. Η σαφής και ευθεία σκέψη του ταξινοµήθηκε µαζί µε τη σκέψη των ίδιων των Σοφιστών, εναντίον των οποίων έστρεψε την ειρωνεία του, και δυο αντιδραστικοί πολίτες τον κατηγόρησαν ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης. Πρέπει να παραδεχτούµε ότι οι διασηµότεροι από τους µαθητές και εταίρους του δεν βοήθησαν την υπόληψη του. Ο ένας ήταν ο Αλκιβιάδης, για τον οποίο δεν χρειάζεται να πούµε περισσότερα.
Ο άλλος ήταν ο Κριτίας, ο οξύς και εκδικητικός ολιγαρχικός, που γύρισε από την εξορία µετά την ήττα των Αθηνών το 404 π.Χ. και υπήρξε κατά µέγα µέρος υπεύθυνος για τις αιµατηρές εκκαθαρίσεις που συνέβησαν υπό την εξουσία των λεγόµενων «Τριάκοντα Τυράννων», από τους οποίους υπήρξε ο βιαιότερος και πιο ακραίος. Κατά την αθηναϊκή συνήθεια είχε τη δυνατότητα ο Σωκράτης να προτείνει για τον εαυτό του µια ηπιότερη ποινή και οι δικαστές απέµενε να αποφασίσουν µια από τις δυο. Η πρόταση του όµως ήταν να τον ελευθερώσει η πόλη ως δηµόσιο ευεργέτη. Όπως και να ’ναι, είπε, δεν είχε χρήµατα για να πληρώσει ένα επαρκές πρόστιµο.
Με την ένθερµη προτροπή του Πλάτωνα και άλλων φίλων του πρότεινε ένα πρόστιµο που αυτοί θα πλήρωναν, αλλά δεν ανελάµβανε την υποχρέωση να σταµατήσει να «διαφθείρει» τους νέους, µε βάση το ότι γι’ αυτόν οι δραστηριότητες αυτές ήταν σπουδαιότερες από την ίδια τη ζωή. Το τελευταίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια εκλογής στους δικαστές και τον έστειλαν στη φυλακή, να περιµένει την εκτέλεση. Άλλη µια φορά ακόµα εµφανίζονται οι φίλοι του, αυτή τη φορά µε ένα σχέδιο που θα διευκόλυνε την απόδραση του.
Είναι πιθανό πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, από όσους τον αποδοκίµαζαν να µην επιθυµούσαν να τον δουν να πεθαίνει και θα ήταν κάτι πάρα πάνω από ευχαριστηµένοι, αν ο Σωκράτης πειθόταν να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει ήρεµα κάπου αλλού. Εκείνος όµως απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή είχε καρπωθεί τα ευεργετήµατα που οι νόµοι της Αθήνας πρόσφεραν στους πολίτες της και τώρα, που οι ίδιοι αυτοί νόµοι θεώρησαν σωστό να πεθάνει, θα ήταν και άδικο και αχάριστο εκ µέρους του να ξεφύγει από την εκτέλεση της αποφάσεως τους. Και εκτός αυτού, ποιος µπορούσε να πει αν δεν θα περνούσε έτσι σε µια πολύ καλύτερη ύπαρξη από αυτή που είχε γνωρίσει ως τότε;
Μέσα σε αυτή την ήρεµη πνευµατική κατάσταση ήπιε το κώνειο το 399 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών. Το τέλος του Σωκράτη προκάλεσε τόσο βαθειά εντύπωση σε έναν από τους νεαρούς φίλους του, ώστε επεσφράγισε την απροθυµία του να ασχοληθεί µε την πολιτική ζωή, για την οποία φαίνονταν να τον προορίζουν η καταγωγή του και η ιδιοφυΐα του. Απογοητευµένος – όπως και να ’χει το πράγµα -από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η πόλη του και τις υπερβολές των τελευταίων τους αρχόντων, έκρινε ο Πλάτων ότι το κράτος που µπορούσε να καταδικάσει έναν τέτοιο άνθρωπο σε θάνατο δεν ήταν τέτοιο στο οποίο να µπορέσει ο ίδιος να παίζει ρόλο ενεργό.
Αντί γι’ αυτό αφοσιώθηκε στη συγγραφή αυτών των εκπληκτικών διαλόγων του και αναπτύσσει, επιβεβαιώνει και διευρύνει τη διδασκαλία του Σωκράτη µε λόγια που θέτει στο ίδιο το στόµα του µεγάλου ανθρώπου. Η εξιδανίκευση του Σωκράτη, η οικοδόμηση του μύθου του, έγινε μετά τον θάνατό του από την πρώτη γενιά των αφοσιωμένων μαθητών του. Ο Σωκράτης ήταν ο εμπνευστής όλων των φιλοσοφικών σχολών που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα: των Κυνικών, των Κυρηναϊκών, των Μεγαρικών, της Πλατωνικής Ακαδημίας.
Ενώ ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε, οι μαθητές του συνέθεσαν την εκτεταμένη «Σωκρατική» γραμματεία, μια πληθώρα δηλαδή διαλογικών κειμένων με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Ορισμένα από τα «σωκρατικά» κείμενα ήταν λογοτεχνικά και φιλοσοφικά αριστουργήματα, διαβάστηκαν με πάθος και αφοσίωση από γενιές ολόκληρες αναγνωστών και άσκησαν βαθιά επίδραση στη μεταγενέστερη σκέψη – οι πλατωνικοί διάλογοι είναι το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της γραμματείας. Από εδώ αντλούμε τη μορφή του Σωκράτη, με την οποία έχουμε και εμείς εξοικειωθεί.
Η μορφή αυτή είναι τόσο υποβλητική, ώστε εύκολα ξεχνούμε ότι ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα δεν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο αλλά ένα λογοτεχνικό προσωπείο. Πρωταρχικός στόχος των σωκρατικών διαλόγων ήταν η αποκατάσταση της μνήμης του δασκάλου. Θα έπρεπε λοιπόν, μέσα από τα κείμενα αυτά, να καταδειχθεί πόσο αβάσιμες και άδικες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του, πόσο ο αληθινός Σωκράτης διέφερε από τον «διαφθορέα των νέων» και τον «εισηγητή καινών δαιμονίων» τον οποίο οι Αθηναίοι καταδίκασαν.
Για να αποκατασταθεί ο Σωκράτης έπρεπε κυρίως να φανεί η ριζική διαφορά του από τους σοφιστές. Ο πραγματικός κίνδυνος για την Αθήνα και τις αξίες της δεν προερχόταν από τον ολιγαρκή, νομοταγή, αλλόκοτο και ειρωνικό Σωκράτη, από τον Σωκράτη που διακήρυσσε σε κάθε ευκαιρία την άγνοιά του, αλλά από τους επηρμένους, παντογνώστες και τυχοδιώκτες σοφιστές.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι βασικοί άξονες της σκέψης του Σωκράτη εντάσσονται στο πνευµατικό κίνηµα του σοφιστικού διαφωτισµού. Η ενδότερη συγγένειά του µε τους σοφιστές είναι περισσότερο αισθητή σε θέµατα που σχετίζονται µε την κριτική του µύθου, τη φιλοσοφική κατανόηση του ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους της κοινότητας, την καλλιέργεια πολιτικών και παιδαγωγικών ενδιαφερόντων, την παιδευτική σηµασία του λόγου και του έλλογου πράττειν.
Αλλά και η πρακτική όψη της φιλοσοφικής του δραστηριότητας παρουσιάζει τα ίδια σχεδόν γνωρίσµατα µε εκείνα των σοφιστών: η διδασκαλία του συνδέεται µε τις έγνοιες και τους προβληµατισµούς των νέων ανθρώπων, οι συζητήσεις µε τους συµπολίτες του, όπως π.χ εκείνη µε τον Ευθύφρονα, λαµβάνουν συχνά διαφωτιστικό χαρακτήρα, η κριτική διάθεση της σκέψης του τείνει να αυτοθεµελιώνει τον διαπαιδαγωγητικό της ρόλο, η θεωρητική του βλέψη αµφισβητεί ευθέως την προσήλωση σε εδραιωµένα δόγµατα και αναζητεί νέα παιδευτικά πρότυπα. Κι όµως ο Σωκράτης διαφέρει ουσιαστικά από τους σοφιστές.
Η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τις δύο πλευρές προωθεί νέους αναπροσδιορισµούς στη φιλοσοφική κατανόηση της παιδείας και σε γνωσιο-οντο-λογικό επίπεδο επιδρά καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασµού. Οι σοφιστές οµιλούν για µόρφωση, ο Σωκράτης για δια-µόρφωση. Οι πρώτοι υπερασπίζονται την υποκειµενικότητα της γνώµης και την απόλυτη σχετικότητα της γνώσης, ο δεύτερος υπερασπίζεται την υποκειµενικότητα της σκέψης στη βάση της διαµόρφωσης ελεύθερης αυτοσυνείδησης ή πνευµατικής απελευθέρωσης του εαυτού.
Εκείνοι υποτάσσουν το λόγο στην υπηρεσία της ρητορικής και ανασηµαίνουν τα πράγµατα δυνάµει της λεκτικής τους αναπαράστασης· ο Σωκράτης ανευρίσκει στο λόγο τη λογική µέθοδο πρωτίστως και δι. αυτής προχωρεί στη σύλληψη της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο λόγος για τους σοφιστές είναι αντί-λογος, για τον Σωκράτη στοχαστικός κριτής των ανθρώπων και των πραγµάτων.
Με δεδοµένη αυτή την αντιθετική ενότητα σκέψης, από την οποία εκπήγασε ο Σωκρατικός διάλογος, θα προσπαθήσουµε να δείξουµε ότι αυτή η χρονικά πρώτη µορφή διασκεπτικού φιλοσοφείν δεν αποτελεί απλώς στιγµή -έστω και σηµαντική- της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά κυρίως αναγκαία µεθοδολογική αρχή για να πραγµατοποιείται η φιλοσοφία ως ολοκληρωµένη παιδεία του ανθρώπου.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο Σωκράτης δεν δίδασκε με την κλασσική μέθοδο της αγόρευσης όπως έκαναν οι υπόλοιποι, αλλά με διάλογο. Όπως η μαμή βοηθά να ξεγεννήσει η μάνα, έτσι και ο Σωκράτης βοηθούσε τον μαθητή στο να ξεγεννήσει από μέσα του την γνώση. Οι οδύνες του τοκετού παραλληλίζονταν με την οδύνη του μαθητή να μπορέσει να βγάλει στην επιφάνεια την συνειδητοποίηση της αγνοίας μας. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε μαιευτική. Σε κάθε συζήτηση ο Σωκράτης προσποιείται ότι αγνοεί ένα θέμα και ρωτά να μάθει περί τίνος πρόκειται.
Ο συνομιλητής δίνει τον ορισμό σίγουρος για τον εαυτό του και ο Σωκράτης ξεκινά με τις ερωτήσεις του να του δείξει ότι νομίζει ότι ξέρει, και ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτε, οπότε να του ξυπνήσει την αυτογνωσία της άγνοιας δηλ το «γνώθι εις εαυτόν» που είναι η αρχή της γνώσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο «Μένων» όπου ο Πλάτωνας καταγράφει την συνομιλία του Σωκράτη με τον Θεσσαλό στρατηγό Μένων. Ο Σωκράτης προσποιείται ότι δεν γνωρίζει την έννοια της λέξης αρετή. Ο Μένων πρόθυμος του δίνει τον ορισμό σίγουρος για τον εαυτό του.
Ο Σωκράτης με την μαιευτική αναγκάζει τον Μένωνα να αυτοδιαψεύδεται συνεχώς. Ο Σωκράτης αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν να αποκαλούμε κάποιον ως ̈καλό ̈ όταν δεν ξέρουμε τι είναι καλό, ή έξυπνο όταν δεν ξέρουμε τι είναι εξυπνάδα, ή τίμιο όταν δεν ξέρουμε τι είναι τιμιότητα, ευτυχία κτλ. Ο Σωκράτης έψαχνε την πραγματική έννοια, δηλαδή την ουσία των πραγμάτων σε βάθος, αντί της επιφανειακής έννοιας που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας. Σε μια συζήτηση, ο Ευθύφρωνας ορίζει την έννοια ̈οσιότητα ̈ ως ̈όσιο είναι αυτό που ευχαριστεί τους θεούς ̈.
Ο Σωκράτης όμως του λέει ότι εφόσον διαφορετικοί θεοί ευχαριστιούνται με διαφορετικά και πολλές φορές με αλληλοσυγκρουόμενα πράγματα, ο ορισμός αυτός επιτρέπει αντιφατικές συμπεριφορές να είναι όσιες…Καταλήγει λοιπόν ότι δεν μπορεί να υπάρχει σύγκρουση του θείου (λόγω ότι το θείον έχει απόλυτη γνώση) και ρωτά τον Ευθύφρωνα αν άραγε όσιο είναι κάτι επειδή το αγαπούν οι θεοί ή οι θεοί το αγαπούν επειδή είναι όσιο; Έτσι η έννοια αυτονομείται από το θείο αλλά συγχρόνως οι θεοί είναι όλοι όσιοι.
Ο Σωκράτης ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την ηθική. Προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τι είναι ευδαιμονία, πως πρέπει αν ζούμε; Ποια είναι η καλύτερη ζωή για τον άνθρωπο; Ο Σωκράτης υποστήριζε με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν εξαρτάται από υλικά αγαθά αλλά από την κατάσταση της ψυχής, και η κατάσταση της ψυχής από την καλοσύνη και την αγαθότητα.
Ο ΟΡΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο όρος διδασκαλία έχει εντελώς διαφορετική βάση από την σημερινή. Ο Σωκράτης συνήθιζε να λέει ότι κάνει την ίδια εργασία με την μητέρα του την μαμή. Βέβαια δεν ξεγεννούσε παιδία όπως η Φαιναρέτη, αλλά αυτό που έκανε ήταν να ξεγεννά – εκμαιεύει ιδέες και σκέψεις μέσα από την ψυχή (υποσυνείδητο) του συνομιλητή του. Η μαία βοηθά την γυναίκα, μέσα από τις οδύνες να ξεγεννήσει, έτσι ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την εικόνα αυτή και την παραλληλίζει με την φιλοσοφική «μέθοδο της μαιευτικής».
Ο Σωκράτης βοηθά τον συνομιλητή να βγάλει στην επιφάνεια τις σκέψεις και τις ιδέες. Οι οδύνες για τον συνομιλητή είναι η διαδικασία που υποβάλει τον νου του να αντιληφθεί και βρει την σωστή σκέψη, ενώ η γέννηση παραλληλίζεται με την εύρεση της αλήθειας. Όπως η μαμή δεν βοηθά στην σύλληψη αλλά βοηθά με την τέχνη της στην γέννηση, έτσι και ο Σωκράτης δεν μεταφέρει έτοιμη γνώση αλλά βοηθά τον συνομιλητή να ξεγεννήσει τις δικές του ιδέες. Σήμερα με τον όρο διδασκαλία εννοούμε την μετάδοση γνώσης από τον δάσκαλο στον μαθητή.
Ο Μαθητής αυτό που κάνει είναι να απομνημονεύσει – παπαγαλίσει την έτοιμη γνώση που του δίνει ο δάσκαλος. Με αυτόν τον τρόπο δεν αυτενεργεί, αλλά οικειοποιείται την ξένες ιδέες, απόψεις, θέσεις και προφανώς προσωπικότητα. Στην Σωκρατική μέθοδο ο μαθητής ανακαλύπτει μόνος του την γνώση, πράγμα που τον βοηθά να ισχυροποιεί την προσωπικότητα του. Καλλιεργείται η ικανότητα να σκέπτεται μόνος του, να κρίνει μόνος του, δηλαδή να σκέπτεται ελεύθερος, άρα να ανεβαίνει σε άλλα επίπεδα γνώσεων.
Οι ερωτήσεις του Σωκράτη είχαν σκοπό να βγάλουν στην επιφάνεια από το υποσυνείδητο στο συνειδητό, την εσωτερική σύγχυση του συνομιλητή, και να καταδείξει τις αντιθέσεις των πεποιθήσεων που υπάρχουν μέσα του, να τις δει, να τις συγκρίνει, να αποβάλει τις κακές, και με τις καλές που απέμειναν να κρίνει τις πράξεις του. Ήταν ένας έλεγχος συμβατότητας των πεποιθήσεων, διότι είναι διαφορετικό το να ελέγχουμε αν οι πεποιθήσεις είναι συμβατές μεταξύ τους και άλλο αν είναι σωστές. Από την ασυμβατότητα και αντιφατικότητα των πεποιθήσεων μπορούμε να ανιχνεύσουμε το ψεύδος.
Η διδασκαλία του Σωκράτη ήταν ένα είδος ταξινόμησης του εσωτερικού κόσμου σε πρώτο επίπεδο, κάθαρσης σε δεύτερο. Η κάθαρση από τις ψευδής πεποιθήσεις ώστε να είμαστε σε θέση για ερεύνα που θα οδηγήσει στην αλήθεια, και εφόσον έχουμε απαλλαχθεί από την πλάνη θα συνειδητοποιήσουμε την άγνοια μας.̈ Ουδείς εκών κακός ̈ δηλαδή κανείς δεν είναι κακός με την θέληση του, και ̈Η κακία είναι άγνοια ̈, ήταν από τα Σωκρατικά παράδοξα, που στο βάθος δεν ήταν καθόλου παράδοξα…
Στο μεν πρώτο έλεγε ότι ένας άνθρωπος ευφυής, εάν γεννηθεί σε ένα περιβάλλον αδίκων θα γίνει και αυτός άδικος, ενώ ο ίδιος εάν γεννιόταν σε ένα περιβάλλον δικαίων θα γινόταν δίκαιος…άρα ο ίδιος άνθρωπος έγινε άδικος παρά την θέληση του, άλλωστε κανείς δεν θέλει να είναι άθλιος με την θέλησή του. Για το δε δεύτερο, δηλαδή ότι η κακία είναι άγνοια έλεγε ότι εάν οι άνθρωποι που πράττουν την κακία είχαν γνώση της πραγματικότητας = αλήθειας δεν θα έπρατταν αυτήν. Η άγνοια τους είναι αυτή που τους οδηγεί στην κακία.
Στην πολιτεία μας είπε την ιστορία με την σπηλιά, ότι δηλ εν ολίγης η πραγματικότητα του καθενός είναι διαφορετική ανάλογα το γνωστικό επίπεδο που έχει μεγαλώσει. Αυτή η πραγματικότητα, μέσω των πράξεων μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα είτε την γαλήνη είτε την ταραχή – αθλιότητα. Και ενώ η απόλυτη πραγματικότητα έξω από εμάς είναι μια, εμείς οι άνθρωποι ζούμε μέσα στον δικό μας κόσμο. Όταν αυτός ο κόσμος μας είναι γαλήνιος εμείς ζούμε γαλήνια, ενώ αντιθέτως αν ο κόσμος μας είναι μη γαλήνιος περνάμε την ζωή μας μέσα στην ταραχή.
Τα πάθη και οι έμμονες ιδέες που είναι αντίθετες με την ηθική, αρετή και δικαιοσύνη μας προτρέπουν να γίνουμε άδικοι για το δικό μας καλό, ένα καλό που το κρίνουμε σύμφωνα με την άγνοια μας. Ο Σωκράτης πιστεύει ότι είναι καλύτερο να βλάπτεσαι παρά να βλάπτεις, και αυτό γιατί όταν βλάπτεις κάποιον, έχεις βλάψει νωρίτερα και την δική σου ψυχή, και επειδή η ψυχή είναι σημαντικότερη όλων διότι από αυτήν προέρχεται η γαλήνη και η ισορροπία, καλύτερα να βλάπτεσαι παρά να βλάπτεις.
Η γνωστή «Σωκρατική ειρωνεία» δεν έχει σχέση με την σημερινή της έννοια. Ο Σωκράτης απέφευγε να λοιδορεί τους συνομιλητές του, και αν ακόμη άκουγε κάποια βλακεία από κάποιον, φρόντιζε να μην τον θίξει αλλά να τον διορθώσει βοηθώντας τους να σκέπτεται ορθά. Ο Σωκράτης σάρκαζε μόνον αυτούς που προσπαθούσαν αν του πουλήσουν πνεύμα.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Στην έννοια της παιδείας έβλεπε κανείς την εποχή του Σωκράτη κι ακόµα περισσότερο βλέπει σήµερα µια πολύτροπη πράξη που αφορά την ανατροφή των παιδιών, την εκπαίδευση, τη µόρφωση, την αγωγή, τη διδασκαλία, τα µαθησιακά αποτελέσµατα, το διδαχθέν αντικείµενο, την ειδική γνώση στην επιστήµη και στην τέχνη, τη γενική και καθολική κουλτούρα.
Στην ουσία πρόκειται για µια ανεξάντλητη πράξη, η οποία, επειδή είναι τόσο ανεξάντλητη, δεν µπορεί να προσδιορίζεται επακριβώς γι’ αυτό και κάθε απόπειρα οριστικής εννόησης της παιδείας έχει νόηµα περισσότερο ως ιδεολογική περιχαράκωση της παρά ως αυθεντική σύλληψη της. Θα µπορούσε κανείς ωστόσο να ξεκινήσει από ορισµένες διαχρονικές σταθερές, οι οποίες αναδείχνουν την παιδεία, ανεξάρτητα από την επί µέρους κατηγοριοποίηση της σε εκπαίδευση, µόρφωση, αγωγή κ.λπ., ως συστατική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πρώτη σταθερά είναι ότι η παιδεία αποτελεί καθαρά ανθρώπινο επίτευγµα και θεµελιώνεται ως σχέση ανάµεσα σε δύο πρόσωπα: ανάµεσα σε ένα Εγώ και σε ένα Εσύ, ανάµεσα στη µητέρα και στο παιδί, ανάµεσα στο δάσκαλο και στο µαθητή. Κατά τη δεύτερη σταθερά, η παδεία ως σχέση συνιστά µια σχέση συνείδησης, η οποία εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του πεπερασµένου βίου και διακρίνεται για την αµοιβαία ευθύνη και ελευθερία των συνιστωσών της.
Μια τρίτη σταθερά έχει να κάνει µε τον παιδαγωγικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης, µε τη µάθηση, την ηθική ενέργεια, την αισθητική καλλιέργεια, τις µετα-φυσικές ανησυχίες και µε κάθε παρόµοιο έργο που ανυψώνει το ανθρώπινο ον πάνω από τη φυσική του ατοµικότητα, δηλαδή το καθιστά πρόσωπο. Μια τέταρτη σταθερά αφορά τις µορφές γνώσης που του καλλιεργούν το νου και το χαρακτήρα, έτσι ώστε να µπορεί να θεωρεί τα όντα και να κατακτά την πνευµατική του αυτονοµία. Μια πέµπτη σταθερά σχετίζεται µε τη γενικότερη σηµασία των αξιών στην αγωγή και παιδεία του ανθρώπου.
Αυτές οι σταθερές συνέχονται και αλληλονοηµατοδοτούνται υπό την ισχύ του ερωτήµατος «τι είναι παιδεία». Το ίδιο το ερώτηµα ως τέτοιο ανάγεται απευθείας στο σωκρατικό ερώτηµα «τί εστίν;»· έχει εποµένως φιλοσοφικό υπόβαθρο και συνάπτει τις διερευνήσεις γύρω από την έννοια της παιδείας µε την ποιοτική κατεύθυνση του σωκρατικού ερωτήµατος. Αλλά εδώ µπορούµε να διερωτηθούµε: Ποια γνωρίσµατα της ποιοτικής του κατεύθυνσης οντοθέτει το Σωκρατικό ερώτηµα;
Οντοθέτει την αµφισβήτηση του δεδοµένου ή ιδεολογικοποιηµενού, την αποµυθοποίηση της παντοδυναµίας του, την απελευθέρωση της ουσίας του πράγµατος από την ανύποπτη βεβαιότητα της αναπόδεικτης γνώµης αλλά και από την δεσπόζούσα επαγγελµατικο- τεχνική γνώση που στήριζε το όλο κοινωνικο-πολιτικό οικοδόµηµα, την ανάδειξη της εκάστοτε παρουσίας του σε αντικείµενο του κριτικού λόγου.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θεµελιώδης προϋπόθεση παιδείας συµπίπτει µε την εκδίπλωση της ζωντανής σκέψης και µε µια διαλογιστική διείσδυση, η οποία ορθώνει απέναντι στη σοφιστική µέθοδο της υποκειµενικής οριοθέτησης της αλήθειας τη διαλογική µέθοδο απορητικής ζήτησης της αλήθειας και καλλιεργεί έτσι την ικανότητα -όχι απλώς τη δεξιότητα- για αυτοκατευθυνόµενη αγωγή του ανθρώπου.
Αλλά ποιο συγκεκριµένο νόηµα λαµβάνει η καλλιέργεια αυτής της ικανότητας; Μια ουσιαστική θεώρηση του σωκρατικού ερωτήµατος, κατ. αρχάς, δείχνει ότι το ερώτηµα εν γένει µαρτυρείται µέσα στην ηθική συνείδηση και υποδηλώνει συγκεκριµένα αξιολογικά και γνωσιολογικά κριτήρια για να εκπληρώνει η συνείδηση την πιο πάνω προϋπόθεση παιδείας.
Τέτοια κριτήρια τοποθετούν τη γνώση και το αγαθό σε µια συνδυαστική κλίµακα λογικής έρευνας και εσωτερικής σύνεσης. Στο βαθµό που αυτά δεν τα εγγυάται κανένα είδος αγωγής από τα κυρίαρχα στην κοινωνία της Αθήνας και δεν θα µπορούσε να τα εγγυάται γιατί η ίδια θα αυτοκαταργούνταν, η πρόσκτηση τους ανατίθεται σε εκείνη τη φιλοσοφική άσκηση της συνείδησης, δια της οποίας η ίδια µπορεί να αυτοχειραγωγείται και να αυτοκατευθύνεται.
Έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής διδασκαλίας, αυτή η άσκηση έχει το προβάδισµα, διότι εργάζεται µε την προοπτική της αδιάψευστης αλήθειας, του απόλυτου αγαθού, και όχι µε βάση εφήµερες ή πιθανές λύσεις. Γι. αυτό αποτείνεται στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, κυριολεκτικά στην υποστασιακή του δοµή, κι αγκαλιάζει το σύνολο της ζωής του και της εµπειρικής του ύπαρξης. Αναγνωρίζει έτσι στην καθηµερινή παρουσία της τελευταίας το έργο της κατά Λόγο θεµελίωσης της οντολογικής και ηθικής της εξέτασης.
Αυτό, κατά δεύτερο, δείχνει ότι η ύπαρξη του παιδευτικού φαινοµένου είναι γενικά συνυφασµένη µε την έµφυτη ικανότητα του ανθρώπου να σκέπτεται, να υπόκειται σε άσκηση, να µορφώνεται και να διαµορφώνεται, αλλά και στη δυνατότητα του να αντιµετωπίζει µε ελευθερία και ευθύνη της πρακτικής του συνείδησης την εµπράγµατη κατάσταση του. Αυτή τη δυνατότητα δεν αξιοποίησε ο Σωκράτης, όταν έπρεπε να αντιµετωπίσει τη δική του εµπράγµατη κατάσταση που συνοψιζόταν στο δίληµµα: να αποδράσει ή να µην αποδράσει και υπάκουσε αταλάντευτα στον «βέλτιστο λόγο»;
Η καλλιέργεια, κατά συνέπεια, της ικανότητας για αυτοαγωγή συνδέεται µε τη διαµόρφωση των λογικών προϋποθέσεων για µια αυτόνοµη και κατά εσωτερική αναγκαιότητα µεθόδευση της παιδευτικής στάσης του ανθρώπου: εισάγει τον τελευταίο στην οδό της οµο-λογούµενης άγνοιας και τον θέτει εντελώς µόνο απέναντι σε αυτό που ο ίδιος είναι ως γνωρίζον υποκείµενο, για να τον ανυψώνει στη γνώση αυτού που γνωρίζει και στη γνώση που γνωρίζει τα όρια της και µέσω αυτής στην αυτενεργό προσέγγιση των πραγµάτων.
Πού στηρίζεται όµως αυτή η µεθόδευση και πώς συλλαµβάνεται στην πρακτική της διάσταση; Στηρίζεται στους λόγους, οι οποίοι συναρθρώνονται κατά το διάλογο ερωτώντος και ερωτώµενου και παριστούν το λόγο να συγκροτεί την ενδοσυνάφεια των πραγµάτων. Συλλαµβάνεται δε, ως διαλογική πράξη γνωριµίας των διαλεγοµένων και των πραγµάτων συγχρόνως. Πρόσωπο και πραγµατικότητα δεν νοούνται χωριστά. Προσπαθώντας να γνωρίσει ή να εξετάσει κανείς την πραγµατικότητα, γνωρίζει ή εξετάζει συνάµα τον εαυτό του και αντίστροφα.
Η ενύπαρξη του λόγου ως ενιαίας ρυθµιστικής αρχής της σχέσης προσώπων και πραγµάτων προσδίδει διυποκειµενικό χαρακτήρα στην πιο πάνω µεθόδευση της παιδευτικής στάσης και δεν αφήνει περιθώρια να νοείται η παιδεία του προσώπου έξω από την κοινότητα των σκοπών του διαλόγου και του διαλογικού πράττειν.
Αυτό παραπέµπει στην ουσία του πράγµατος: η σωκρατική µεθ-όδευση παιδείας οντολογικά θεµελιώνεται σε µια ορθολογική κατάκτηση της ενότητας του εαυτού µε την κοινότητα, ήτοι σε µια ενότητα, που αναδύεται ως βαθιά µέριµνα του εαυτού, συνακόλουθα ως µια φιλοσοφική (λογική) ανάγνωση «της αλήθειας του ανθρώπου καθώς και της αλήθειας καθεαυτήν και διεαυτήν», και τον φέρει σε διαστοχαστική επικοινωνία µε τον εαυτό του και µε τους άλλους.
Λαµπρό παράδειγµα εδώ είναι η διαλογική-διαστοχαστική επαφή Σωκράτη και Κρίτωνα στον Ευθύδηµο, η οποία έφερε στην επιφάνεια την ενδότερη σηµασία της φιλοσοφικής δραστηριότητας για τη σωστή µεθόδευση της παιδείας. Γνωσιολογικά δε κατανοείται ως µια συγκεκριµένη, βήµα προς βήµα, διαδικασία προσωπικής παίδευσης του ανθρώπου και προαγωγής των παιδευτικών του σχέσεων.
Πιο ειδικά, η διαδικασία τούτη, στηριζόµενη στον φιλοσοφικό διάλογο, επιχειρεί να ανασύρει το ανθρώπινο άτοµο από τον αυτοπεριορισµό του σε απόλυτους σχετικισµούς, από την πνευµατική του ακινησία µέσα στους ρόλους µιας κατά συνθήκη τεχνογνωσίας, από τη µονοδιάστατη συνείδηση µιας τεχνητής συµβίωσης. Η αυθεντικότητα της, εν τέλει, ηχεί ως µια αλυσιτελής προσπάθεια του ανθρώπου να πραγµατοποιεί τον εσωτερικό του µετασχηµατισµό και να µετατρέπει κάθε επί µέρους έργο σε ενσυνείδητη πράξη γενικής οµοθυµίας και συνεννόησης.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ
Μια τέτοια πραγµατοποίηση δεν αναζητείται κυρίως στην προβολή νέων θεωριών ή στην ατελεύτητη σώρευση γνώσεων όσο στη διαλεκτική διερεύνηση των γνωσιολογικών προϋποθέσεων, που έχει ανάγκη ο καθένας για να ενεργοποιεί τις λανθάνουσες δυνάµεις της ατοµικής του ψυχής και να υψώνεται πάνω από τον εµπειροτεχνισµό της καθηµερινότητας. Στην πράξη πρόκειται για µια µεθοδική συµπόρευση «γνώσης και φρόνησης».
Όπου ο εξαντικειµενισµός της γνώσης δεν γίνεται αυτοσκοπός, αλλά µεταβατικό στάδιο για να αποκτά το ανθρώπινο άτοµο συνείδηση της περιοριστικής χρήσης του αντικειµενικού λόγου και να περιάγεται σε κατάσταση ριζικής αµφιβολίας. Έτσι, συµβαίνει µπροστά στην πλήρη αβεβαιότητα των πραγµάτων να θέτει το ερώτηµα για τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή να στρέφεται προς τη συνείδηση του εαυτού και να µετασχηµατίζει τη γνώση που έχει για το Είναι. Η στροφή αυτή είναι εκείνο που επιζητεί πάντοτε η ολοκλήρωση της ατοµικής ύπαρξης και πάνω στο οποίο θεµελιώνεται η φιλοσοφική ιδέα της παιδείας.
Η σύλληψη και η πραγµάτωση της έννοιας αυτής της στροφής αντιστοιχεί στην ίδια τούτη τη φιλοσοφική ιδέα· γι’ αυτό και η τελευταία δεν µπορεί να ταυτίζεται µε τα διάφορα περιεχόµενα γνώσης ή προγράµµατα εκπαίδευσης, αλλά ενσαρκώνει τη γνώση ως επίγνωση των ορίων της ανθρώπινης γνώσης και ερευνά την ουσία του ανθρώπινου ατόµου στη διαλογική προσέγγιση της διαφορετικότητας του Εγώ και του Εσύ. Ικανοποιητική εικόνα αυτής της φιλοσοφικής θεµελίωσης µας δίνει ο Πλάτων στην Απολογία του:
Ο Σωκράτης δεν πιστεύει ότι υπερέχει σε σοφία, όπως π.χ. πιστεύει ο Πρωταγόρας, και ότι έχει να µεταδώσει κάποια ειδική γνώση στους νέους της εποχής του ή γενικότερα στους συνανθρώπους του· γι’ αυτό και δεν έσπευσε να υιοθετήσει άκριτα το χρησµό του µαντείου των Δελφών ότι είναι ο σοφότερος όλων, αλλά προτίµησε να ακούσει την εσωτερική του φωνή, δηλαδή να οδηγηθεί από την ελεύθερη ενέργεια της συνείδησης του, για να µην υπολείπεται της προσδοκίας του χρησµού, και να προχωρήσει σε δι-ερευνητικό διάλογο µε υποτιθέµενους ειδήµονες και σοφούς.
Το όλο διαλογικό του εγχείρηµα οµιλεί τη γλώσσα µιας φιλοσοφικής παιδείας που αναζητεί την ουσία της στην εννοιακή ανοιχτότητα της γνώσης (γνώση της αρετής, του αγαθού, του εαυτού) και όχι στην εννοιολογική περιχαράκωση των όρων της (ρητορική, σοφιστική, πολιτική τέχνη)· πραγµατοποιεί δε αυτή την αναζήτηση ως µέθοδος γνώσης, ήτοι ως δια-πόρευση από ερώτηµα σε νέο ερώτηµα, από προβληµατισµό σε βαθύτερο προβληµατισµό, από τη βεβαιότητα της γνώµης στην αβεβαιότητα του στοχασµού, από τη δεσµευτικότητα των οριστικά διατυπωµένων γνώσεων στη φωτεινότητα των αποσαφηνισµένων σκέψεων.
Στη συζήτηση που είχε µε τους πολιτικούς, τους ποιητές και τους τεχνίτες διαπίστωσε ότι και οι τρεις αυτές κατηγορίες πολιτών δεν απέκτησαν ποτέ συνείδηση αυτού που είναι και αυτού που πραγµατικά γνωρίζουν, δεν µπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στην έννοια της γνώσης και να την αντικρίσουν στην καθολικότητα της· γι’ αυτό και δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το στάδιο της απαιδευσίας και της αφροσύνης: αν και δεν διέθεταν καµιά διαστοχαστική εµπειρία του Είναι, εν τούτοις πίστευαν ότι διαθέτουν ανήγαγαν έτσι, κατά ψευδή συνείδηση, τις µερικές ή αποσπασµατικές τους γνώσεις σε απόλυτη γνώση και αυτονοµιµοποιούνταν να γνωµοδοτούν ασυγκράτητα για τα πιο σηµαντικά ζητήµατα της πόλης.
Ενώ γενικότερα ο Σωκράτης αναγνώριζε τις ορισµένες γνώσεις των τεχνιτών και την αναγκαιότητα να καλλιεργούνται οι δεξιότητες, θεωρούσε άκρως επικίνδυνο για τις πολιτικές υποθέσεις της πόλης – για τα «µέγιστα» – να εισακούγονται εκείνοι οι οποίοι ταύτιζαν την κατοχή συγκεκριµένων δεξιοτήτων µε την αρµοδιότητα να παρουσιάζονται ειδικοί και σε ζητήµατα ξένα προς την ειδικότητα τους. Στον Πρωταγόρα ο φιλόσοφος δείχνεται να λέει ότι οι Αθηναίοι χρησιµοποιούν τους ειδικούς, όπου χρειάζονται τεχνικές γνώσεις, αλλά σε ζητήµατα σχετικά µε τη διοίκηση της πόλης δέχονται να τους συµβουλεύει «το ίδιο ξυλουργός και σιδηρουργός και σκυτοτόµος, έµπορος και ναυτικός, πλούσιος και φτωχός, ευγενής και ταπεινός».
Απέναντι σε τέτοια σαθρά σχήµατα δοµών και αντιλήψεων, οι προσφερόµενες µορφές γνώσης, όπως οι πολλαπλές εκδοχές της σοφιστικής, εξαντλούνταν στο να εκπαιδεύουν συναισθηµατικά και διανοητικά τους νέους για να επιτύχουν στον πολιτικό στίβο και να τηρούν τους κανόνες της συµβατικής ηθικής· τα κριτήρια παιδείας που αφορούσαν τόσο τις µορφές γνώσης όσο και την αξία τους δεν απαιτούσαν ιδίαν κριτική σκέψη ως προς το εάν η µια ή η άλλη πολιτική επιλογή είναι σωστή, ως προς το εάν οι νόµοι είναι δίκαιοι ή άδικοι κ.λπ., γιατί δεν προωθούσαν τη διείσδυση του λόγου ως τα θεµέλια των σκέψεων και των πράξεων της κοινότητας και των µελών της.
Απ. αυτή την άποψη υστερούν σε ριζοσπαστικότητα έναντι της Σωκρατικής θεώρησης, η οποία αναγνωρίζει την αξιολογική κλίµακα της γνώσης και τη θέση του ανθρώπου µέσα στο Είναι της, ώστε να µην αποτυγχάνει στο έργο του «εαυτόν πλάττειν». Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης εγκατοικει µέσα στο διάλογο και είναι αυτός που ανυψώνει τη γνώση σε φιλοσοφικό θεµέλιο παιδείας: οδηγώντας τη σκέψη της εµπειρικής ύπαρξης στα όρια της αυτοκατάλυσής της ως διχοτοµηµένης συνείδησης -εδώ βρίσκει έκφραση η φιλοσοφική διάσταση της Σωκρατικής αυτογνωσίας – υποχρεώνει το υποκείµενο να αναστατώνεται εσωτερικά και να οµολογεί το διχασµό του.
Έτσι το εξοπλίζει µε ισχυρές προϋποθέσεις για να αντιµετωπίζει ως φιλοσοφικό αίτηµα ζωής την αναίρεση κάθε ετερόνοµης δέσµης πεποιθήσεων, να αποδυναµώνει την εξουσία του αντικειµενικού κόσµου απέναντι στον εαυτό του και να ακυρώνει κάθε εξουσιαστική αξίωση της γλώσσας αυτού του κόσµου να επιβάλλει ως οριστικά αληθινό και πραγµατικό ό,τι είναι ήδη εξαντικειµενισµένο και παγιωµένο.
Για την ατοµικότητα που ορέγεται την ανάκτηση της ενότητας της, αυτό σηµαίνει ότι εκτίθεται στην κίνηση της γνώσης, η οποία, αφήνοντας πίσω της την απώλεια των αντικειµένων «πλούτος και άλλα αγαθά, ιδιωτικά και δηµόσια», αποκηρύσσει τον αντικειµενοποιηµένο χαρακτήρα της (δοξασίες, θεωρίες, κοσµοαντιλήψεις, δόγµατα) και συστηµατοποιείται σε φιλοσοφική παίδευση (συγκρότηση) του υποκειµένου. Το προσανατολίζει σταθερά, υψώνοντας το στη λογικότητα της έννοιας, στο να αποκαθιστά ελεύθερη πρόσβαση στον κατανοητικό στοχασµό (begreifendes Denken) και να αξιολογεί τα (περι)ορισµένα νοήµατα των πραγµάτων µε βάση την ολόκληρη συνείδηση, την καθολική του φύση.
Μαθαίνει, κατ’ αυτό τον τρόπο, να µη στέκεται γενικά και αφηρηµένα απέναντι στον κόσµο, αλλά να εισδύει στον εαυτό του, να τον αντιµετωπίζει στη συγκεκριµένη του ανθρωπινότητα, να τον ανα-λύει και να τον εκθέτει σε α-πορία. Κατ’ αυτή την έννοια, ο διάλογος γίνεται γλώσσα και πράξη της παιδείας του ανθρώπου.
Πρακτικά σηµαίνει ότι παρακινεί το συνοµιλητή να συµµετέχει στην αφαιρετική εργασία της γλώσσας και να δοκιµάζεται στην αυτόνοµη παραγωγή φιλοσοφικής γνώσης· κατά τη δοκιµασία δε τούτη να µην εξαρπάζεται από εφήµερα επιτηδεύµατα, αλλά να διακρίνει τα λεπτά σήµατα της γλώσσας του κόσµου, να ανοίγεται πλήρως στο εννοιακό τους βάθος και µέσα από τη διαύγαση των φιλοσοφικών προτάσεων να καθιστά προσιτή στη γλώσσα την κοινή ζήτηση της ουσίας του πράγµατος. Αυτή η λογική χρήση της γλώσσας συνιστά ήδη µια πρωταρχική πηγή γνώσης, διότι αυξάνει στο συνοµιλητή τη συνείδηση αγνωσίας και διανοίγει νέες προοπτικές ερµηνείας της αντικειµενικής του σχέσης.
Συγκεκριµένα τον φέρνει σε ζωντανή επικοινωνία, ως σκεπτόµενο υποκείµενο, µε την ιδέα του πράγµατος, η οποία υπάρχει ήδη µέσα στο υποκείµενο υπό τη µορφή ακαθόριστης σύλληψης, αυξάνει την εσωτερίκευση της διαλογικής του εµπειρίας, κυρίως ως αναγνώριση της άγνοιας του, και συνακόλουθα την επίγνωση ότι υπάρχει κάτι περισσότερο απ. αυτό που γνωρίζει· άρα ενισχύει την αυτοσυναίσθηση ότι, ως φορέας γνώσης, δεν είναι µόνο αυτό που φαίνεται ή πιστεύει πως είναι.
Εµβαθύνοντας λοιπόν ο ίδιος σε τούτη την κατάσταση του συνειδητού-Είναι του, ουσιαστικά γίνεται όλο και περισσότερο ρεαλιστική αυτοσυνείδηση που ανακαλύπτει, εντός αυτής της ρεαλιστικότητας, την ανώλεθρη γλωσσική ισχύ, ώστε να διαµορφώνεται σε αυθεντικό συνοµιλητή µέσα στη δίνη της συζήτησης και να µην εκφυλίζεται σε απλό ακροατή που απλώς συγκατατίθεται. Από εδώ συνάγεται ότι ο διάλογος διδάσκει στους διαλεγοµένους την ευθύτητα της σκέψης και δύναται έτσι να τους υποβάλλει σε µια πολλαπλή λογική διεργασία, η οποία εξελίσσεται σε ερευνητική µέθοδο εξέτασης του
Είναι του όντος, εξέτασης του άλλου και του εαυτού. Τι είναι όµως αυτό που στη σωκρατική πρακτική της φιλοσοφίας αναδεικνύει το διάλογο σε µοναδική µεθοδολογική προϋπόθεση για να πραγµατοποιείται η φιλοσοφία ως παιδεία του ανθρώπου; Είναι το ερώτηµα που κατευθύνει το υποκείµενο στην αγωγή συνείδησης και στην ορθόφρονη κρίση, καθώς και η γνώση ως ικανότητα να θέτει και να απαντά κανείς στο ερώτηµα.
Το ερώτηµα ανταγωνίζεται την κυριαρχία της απαιδευσίας και την ανηθικότητα που αυτή συνεπαγόταν για την Αθήνα και συνεπάγεται για κάθε κοινωνία, ανεξάρτητα από τους επί µέρους αυτοχαρακτηρισµούς της (δηµοκρατική, συντηρητική κ.λπ.)· για αµφότερους δε τους συνοµιλητές λειτουργεί ως κίνητρο αυτογνωσίας, εσωτερικής πλήρωσης και κατά συνέπεια ως παιδαγωγικό κριτήριο για την εννοιακή ενότητα της συζήτησης.
Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι η σχέση ερωτώντος-ερωτώµενου χωρεί πέρα από την ιεραρχικά δοµηµένη σχέση γνώσης, ειδικά όταν αυτή νοείται ως επιβολή του δασκάλου πάνω στο µαθητή, και ευδοκιµεί ως µια εµπρόσωπη, όχι εκπρόσωπη σχέση· γι’ αυτό αποτελεί και ένα µέτρο κρίσης για την ποιότητα των µορφών γνώσης. Η γνώση ως ικανότητα για να θέτουµε το ερώτηµα αντιστρατεύεται τη συµβατικότητα όσο και την επιδεξιότητα, γιατί είναι ενδιάθετη γνώση συνυφασµένη µε την εσωτερική λογική που κυβερνά τον άνθρωπο και τα πράγµατα.
Σε τούτη τη γνώση στηρίζει ο Σωκράτης τη µαιευτική του τέχνη και αυτή επιχειρεί να εκµαιεύσει από τους συνοµιλητές του, µε το να δοκιµάζει να την φέρνει στο φως έτσι όπως έχει πρωτοϋπάρξει ως λογισµός του ανθρώπου και ενυπάρχει µέσα στον καθένα ως όχι ακόµη γνώση. Αυτή η γνώση συγκροτεί το λογικό υπόβαθρο των ερωτηµάτων και θέτει σε εσωτερική δράση τον διαλεγόµενο, ώστε να καθιστά δυνατή για τον εαυτό του «µια γνώση της µη-γνώσης (όχι ακόµα γνώσης) και συγχρόνως έτσι την αποποίηση του εµπειρικού πεδίου (σοφιστικής σύλληψης της γνώσης) ως θεωρητικά ατελούς».
Η παιδευτική αξία λοιπόν που προσλαµβάνει η γνώση υπό τη µορφή του φιλοσοφικού διαλόγου, επιβεβαιώναµενη διαρκώς από την ελεγκτική ισχύ του ερωτήµατος, εξουδετερώνει το χάσµα ανάµεσα στο θεωρητικό και πρακτικό βίο –ένα χάσµα που (ανα)παράγει η λογική του ακτιβισµού – µε το να αποδοµεί τις απατηλές αυτοβεβαιότητες της βιολογικής ατοµικότητας, να αποσυνθέτει τη φαινοµενική αλήθεια, να αποκαλύπτει την ανεπάρκεια µεθόδων σκέψης και πράξης που υπηρετούσαν την πολιτική κυρίως σκοπιµότητα παρά οδηγούσαν σε ένα «λόγο της ουσίας» και να στρέφει τον άνθρωπο προς τον «έλεγχο του βίου».
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η αξία των εννοιών που συνδοµούν τη διαλογική προσέγγιση – π.χ. η αξία της ρητορικής, της φιλοσοφίας, της πολιτικής του ενάρετου βίου κ.λπ.- αναγνωρίζεται ως παιδευτικά αναγκαία για την αυτοεξέταση και την αυτοκατανόηση, διότι αναδύεται από εκείνη ακριβώς τη γραµµή σκέψης που κάνει πράξη την ερευνητική δυνατότητα της ανθρώπινης σχέσης ως πολύτροπης θεωρητικοπρακτικής δραστηριότητας, αµφισβητώντας εξ υπαρχής τον χρησιµοθηρικό περιορισµό του µορφωτικού ιδεώδους, τα απόλυτα µεγέθη των πολιτικών αποφάσεων, τη λογική στενότητα της προνοµιακής «σοφίας» (πολιτικής, επιστηµονικής, θρησκευτικής) και τις ωραίες αυταπάτες της κοινωνικής ηθικής.
Η ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Όπως φαίνεται και από ένα απόσπασμα από την Απολογία του Σωκράτη και από την περίφημη φράση του «Έν οιδα οτι ούδέν οιδα», ο ίδιος δε θεωρούσε τον εαυτό του σοφό. Όταν λοιπόν το μαντείο των Δελφών υπέδειξε στον φίλο του Χαιρεφώντα τον Σωκράτη ως το σοφότερο όλων, ο ίδιος αποφάσισε να το ψάξει. Για το λόγο αυτό πλησίαζε κάποιους από αυτούς που θεωρούνταν τότε σοφοί, αλλά διαπίστωνε μέσα από τις ερωτήσεις τους ότι τελικά δεν ήταν και τόσο σοφοί· προσπαθούσε μάλιστα να τους δείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφοί όσο νόμιζαν κι αυτή του η στάση ήταν που ενέπνευσε αντιφατικά αισθήματα και μίση ακόμη εναντίον του.
Ένας άνθρωπος που βάζει σκοπό της ζωής του να αποδείξει την άγνοια όσων σπουδαίων περνιούνται για σοφοί σίγουρα θα κινήσει το μίσος των θιγόμενων και των οπαδών τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι απειλή. Ο Σωκράτης έκανε την ειρωνεία όπλο της σκέψης, όπλο της αναζήτησης της φιλοσοφικής έρευνας. Ίσως στην αμφισβήτηση να έμοιαζε με τους σοφιστές. Κι αυτοί αρνούνταν να δεχτούν ως δεδομένες τις παραδεδεγμένες αλήθειες. Αλλά η αμφισβήτησή τους κατέληγε στην άρνηση: αφού δεν μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια, αλήθεια δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει δεν έχει καμία σημασία δεν έχει, διότι δε μας επηρεάζει.
Απέναντι στην αμφισβήτηση αυτή ο Σωκράτης αντιπαραθέτει μια θετική αμφισβήτηση (των σοφιστών είναι αρνητική η αμφισβήτηση, αφού αμφισβητούν την αλήθεια, αλλά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, την αρνούνται): αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αξίες και τις παραδοσιακές αρχές, αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο, αναζητά την πρώτη αλήθεια, την αναλλοίωτη, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες, που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο. H μέθοδος του Σωκράτη για την αναζήτηση της αλήθειας, κατά την εφαρμογή της, εμφανίζεται με δύο μορφές:
α) Αρνητική, ως ειρωνεία. Σύμφωνα με αυτή, παριστάνοντας τον εαυτό του να αγνοεί και να έχει ανάγκη από διδασκαλία, με συνεχείς ερωτήσεις οδηγούσε αυτόν με τον οποίο διαλεγόταν σε αντιφάσεις και τελικά τον εξανάγκαζε να ομολογήσει την άγνοια του.
β) Θετική, ως μαιευτική. Μεταφέροντας την τέχνη της μητέρας του σε πνευματικό έδαφος, κατόρθωνε να εκμαιεύσει από το συνομιλητή του σκέψεις για τις οποίες δεν είχε μέχρι τότε καμιά συνείδηση αυτός, δηλαδή ο συνομιλητής. Με την καθοδήγηση του άλλου στην εύρεση και τον καθορισμό της έννοιας, με τη βοήθεια της επαγωγής, έγινε συγχρόνως και ο εισηγητής της.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης, στους Πλατωνικούς διαλόγους, δεν αποφαίνεται ο ίδιος εκ των προτέρων, δεν παραθέτει ο ίδιος εξαρχής κάποια θεωρία ή άποψη. Αντίθετα, όλη η διανοητική προσπάθεια της συζήτησης στρέφεται στο να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο Σωκράτης ονόμαζε μαιευτική. Μαιευτική βεβαίως είναι η δουλειά της μαίας, της μαμής που συμπαραστέκεται και βοηθάει την ετοιμόγεννη γυναίκα στον τοκετό.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τη δουλειά της μητέρας του, που ήταν μαία, ο Σωκράτης ισχυριζόταν πως καμία φιλοσοφική θεωρία δεν «γέννησε» ο ίδιος, αλλά πως, σαν μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να «γεννήσει» από μέσα του την αλήθεια. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως για τον Σωκράτη ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, την Ιδέα, και πως η προσπάθεια της φιλοσοφικής σκέψης έγκειται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να την ξαναθυμηθεί, να την επαναφέρει στη μνήμη του.
Σε ποια θέματα επικέντρωσε το ενδιαφέρον του ο Σωκράτης και σε τι διαφέρει η προσέγγισή του στα θέματα αυτά από την προσέγγιση των προγενεστέρων φιλοσόφων και ιδίως των σοφιστών; Ο Σωκράτης επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στον ίδιο τον άνθρωπο και στην κοινωνία του. Έχει μάλιστα λεχθεί ότι «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια ότι, χάρη στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα.
Ο Αριστοτέλης μάλιστα, στο έργο του Περί ζώων μορίων, έγραψε πως «με τον Σωκράτη έληξε η περίοδος αναζήτησης των φυσικών πραγμάτων και οι φιλοσοφούντες ασχολήθηκαν με την αρετή που είναι χρήσιμη και την πολιτική – με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία». Η αλήθεια είναι πως με τα πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα ηθικής απασχόλησαν και τον Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε τον φιλοσοφικό στοχασμό κατ’ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα.
Ο λόγος που τα Σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά ανεξίτηλο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στο σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν απλώς για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε στο προσωπικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα από τους σοφιστές, που το ενδιαφέρον τους ήταν καθαρά χρησιμοθηρικό, ο Σωκράτης αναζήτησε ένα σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο να καθοριστεί αυστηρά και αμετάκλητα κάθε έννοια καλού, αρετής και σοφίας.
Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζητούσαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ούτε από τη δυνατότητα αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο απορρίπτοντας το σχετικό, την ουσία της ηθικής κι όχι τα ηθικά φαινόμενα. Η συμβολή του Σωκράτη στη λογική είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η επεξεργασία της επαγωγικής μεθόδου με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών.
Όπως λέει ο Αριστοτέλης στα Μετά τα Φυσικό του, ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι έπακτικοί λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (το όρίζεσθαι καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από τα παραδείγματα, συνήθως παρμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια απόλυτη γνώση του θέματος.
Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός , δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Έτσι ο άνθρωπος που ισχυριζόταν πως το μόνο πράγμα που γνωρίζει ήταν η ίδια του η άγνοια, σημάδεψε οριστικά την πορεία της φιλοσοφίας υποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη κι όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την αλήθεια, προς το καθολικό και το αιώνιο.
Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
O Σωκράτης είναι ο σπουδαιότερος ερωτητής στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, ένας «αιώνιος ερωτητής».Έθετε κυρίως ερωτήματα, παρά έδινε απαντήσεις. Αρκετοί σύγχρονοι ηθικοί φιλόσοφοι αρχίζουν την προβληματική τους στην κανονιστική ηθική, τη μεταηθική και την εφαρμοσμένη ηθική θέτοντας και πάλι τα ριζικά ερωτήματα του Σωκράτη. H έγνοια του για το «τι εστίν» κάθε πράγματος, έννοιας και αρετής, ανάλογο με το Αριστοτελικό «διότι» στον χώρο της επιστήμης, κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη στην ανθρωπότητα ως θεμελιακή αφετηρία της φιλοσοφίας.
Και η αγωνία του για το «πως βιωτέον» και «όντινα τρόπον χρη ζην» αποτέλεσαν τα καταστατικά προβλήματα τόσο της ηθικής φιλοσοφίας όσο και της ηθικής πράξης. Ο Σωκράτης δεν πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο «ηθική», που καθιερώνεται ως επίθετο από τον Αριστοτέλη και ως ουσιαστικό από την Ακαδημία και τους στωικούς, εκφράζοντας το πράγμα ως «επιμέλεια αρετής» και ως «ψυχής θεραπεία», με την προσωπική του ηθική έννοια της ψυχής και σε αντιδιαστολή με το σοφιστικό «επάγγελμα αρετής».
O Σωκράτης, ωστόσο, πρέπει να μεταχειρίστηκε τον όρο φιλοσοφία, που για πρώτη φορά απαντά στον Πλάτωνα, τον Ισοκράτη και τον Ξενοφώντα, καίτοι από τον Διογένη Λαέρτιο αποδίδεται στον Πυθαγόρα, ενώ τόσο οι όροι «φιλόσοφος» (Ηράκλειτος) και φιλοσοφώ» (Ηρόδοτος) είναι αρκετά παλαιότεροι. Μέχρι την εποχή του τον όρο μάλλον απέδιδε η λέξη «σοφία», αλλά για τον Σωκράτη «σοφός είναι μόνο ο θεός». Το πρόβλημα της διακρίβωσης της προσωπικής φιλοσοφίας του Σωκράτη είναι ότι δεν έγραψε τίποτα κι έτσι δεν μας άφησε τη δυνατότητα της εξερεύνησης και ερμηνείας μιας δικής του αυθεντικής φιλοσοφίας.
Αναμφισβήτητα, ωστόσο, ο Σωκράτης προσπάθησε να θεμελιώσει την ηθική φιλοσοφία γνωσιοκρατικά, με τη γνωστή «σωκρατική μέθοδο», τη θρυλική μαιευτική, και με μια διαλεκτική διαμετρικά αντίθετη από τη σοφιστική. Η γνωστή από τον Κικέρωνα «προσγείωση» της φιλοσοφίας από τον Σωκράτη δεν σημαίνει ότι ο λόγος του έπεσε σ’ ένα απέραντο κενό.
Όπως ήδη τονίσαμε, ψήγματα φιλοσοφικού ηθικού προβληματισμού βρίσκουμε σε μερικούς Προσωκρατικούς (Ξενοφάνη, Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, Πυθαγόρειους), σε ποιητές και σοφιστές και, παράλληλα, καίτοι ανεξάρτητα, στον σύγχρονο του Δημόκριτο, στον οποίο ανιχνεύονται κάποιες σωκρατικού τύπου ενοράσεις υπό μορφή αφορισμών, η γνώση των οποίων δεν είναι βέβαιο πόσο εφικτή ήταν στην Αθήνα της εποχής του.
O Σωκράτης ωστόσο με κριτήριο τον «λόγο» θεμελίωσε την αυτονομία της ηθικής, διαχωρίζοντας το όσιο και το αγαθό από το θέλημα του θεού και την ενότητα της αρετής, αντιδιαστέλλοντας την «καθόλου» αρετή από το «σμήνος των αρετών». Επιχειρηματολόγησε σχετικά με το διδακτό της αρετής και υποστήριξε την κυριαρχικότητα ή επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία σε όλους τους Σωκρατικούς διάλογους.
Κι αυτό τον φέρνει εξαιρετικά κοντά στο καίριο αίτημα της εποχής μας για μια, αν όχι αντικειμενική, τουλάχιστον διϋποκειμενική ηθική, για μια οικουμενική ηθική, με υπέρβαση του πολιτισμικού, θρησκευτικού και ηθικού σχετικισμού, για έναν κώδικα κοινών αξιών, αναγκαίων για την επιβίωση του ανθρώπου ως Ανθρώπου. Η σχετική με την ηθική αποκλειστικά Σωκρατική βιβλιογραφία, με τη μορφή μονογραφιών, είναι συγκριτικά περιορισμένη σε σύγκριση με τη βιβλιογραφία για ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας του, για τη δίκη και τον θάνατο του, ενώ αφθονούν τα άρθρα σε επιμέρους θέματα της ηθικής φιλοσοφίας του.
Με βάση ωστόσο τους έστω συναισθηματικά φορτισμένους και με πολεμικό χαρακτήρα πρώιμους Πλατωνικούς διάλογους, που γενικώς αναγνωρίζονται ως Σωκρατικοί, κυρίως με την Απολογία και τον Κρίτωνα, αλλά και με τον Ευθύφρονα, τον Λάχη, τον Λύσι, τον Χαρμίδη, τον Πρωταγόρα, τον Ευθύδημο, τον Γοργία και κάποιους ελάσσονες άλλους που δεν επικεντρώνονται στην ηθική, με προσφυγή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, στον βαθμό που δεν διαφωνούν ριζικά με την πλατωνική εικόνα – παρά το ότι ζωγραφίζουν έναν Σωκράτη ελάχιστα απορητικό – και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις νηφάλιες κριτικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη.
Αλλά και με αναφορές στην προσωπικότητα, το ήθος και τη μέθοδο του Σωκράτη σε άλλους, ακόμη και μέσους διάλογους του Πλάτωνα, μπορεί κανείς με υπομονή και επιμονή, με φαντασία και τόλμη, μέσα από τους πολλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, τα προσωπεία και τις μάσκες πίσω από τις οποίες μας εμφανίζεται-, να ανασυνθέσει το αίνιγμα «Σωκράτης» και να κωδικοποιήσει τις εσώψυχες προσωπικές του παραδοχές, που κρύβονταν πίσω από τις αναρίθμητες ερωτήσεις που υπέβαλε στους συνομιλητές του και τελικά έμειναν αναπάντητες.
Να ανακαλύψει δηλαδή τι κρυβόταν πίσω από το σμήνος των κάποτε αθώων, κάποτε ηθελημένα αφελών και ερμητικά εφτασφράγιστων ερωτημάτων του. Να ανασυνθέσει τελικά μια κάποια εικόνα που να αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τον ηθικό φιλόσοφο Σωκράτη. Να βάλει σε μια λογική και οριστική σειρά τις έννοιες που κυκλικά αλληλοκαθορίζονταν και αλληλοεξαρτιόνταν: «αρετή, γνώση, αγαθό, ευδαιμονία.
Πρόσθετη δυσκολία για τη λύση του γρίφου της ιεράρχησης και των προτεραιοτήτων των αξιών του αποτελεί και η έστω μεθοδολογική αρχή του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», η ομολογία του ότι δεν υπήρξε δάσκαλος με την καθιερωμένη έννοια κανενός και η ματαιοπονία να συναχθεί μια απάντηση μέσα από μια αρμαθιά αναπάντητων ερωτήσεων. Χρήσιμος για μια πρώτη χαρτογράφηση των φιλοσοφικών προβλημάτων που αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη των απαρχών της ηθικής φιλοσοφίας με τον Σωκράτη είναι ο Αριστοτέλης.
Από τον Πλάτωνα κυρίως του προσγράφεται η διαβόητη πια ειρωνεία, κυρίως ως προσποίηση από μέρους του άγνοιας κι έτσι ως μεθοδολογική αρχή αναζήτησης της ουσίας του αντικειμένου της συζήτησης, και η χρήση αναλογικών επιχειρημάτων. Από τον Αριστοτέλη η αναζήτηση καθολικού ορισμού των ηθικών κυρίως εννοιών και η εφαρμογή της επαγωγής για τα ηθικά του παράδοξα, όπως η αρετή είναι επιστήμη – γνώση, επαρκής για την ευδαιμονία, κανείς δεν κάνει κακό θεληματικά, η ακρασία ανάγεται τελικά στην άγνοια και την αμάθεια κλπ.
Για την ερμηνεία, την εξήγηση και τη δικαίωση αυτών των παραδοχών-συμπερασμάτων αναπάντητων ερωτήσεων χρειάζεται η επιστράτευση προσωπικής κατανόησης του μελετητή, γιατί το τι ήθελε να πει κάθε φορά ο Σωκράτης μας έρχεται από δεύτερο και τρίτο χέρι, με αποτέλεσμα ελάχιστα να συμφωνούν οι εκάστοτε ερμηνείες. Μια καλή εικόνα ωστόσο της Σωκρατικής μεθόδου και συγχρόνως μια επαλήθευση της Αριστοτελικής ετυμηγορίας μας δίνουν οι πρώτοι «απορητικοί» Πλατωνικοί διάλογοι. Στους διάλογους αυτούς ο Σωκράτης διερευνά με τους εκάστοτε συνομιλητές του το περιεχόμενο κάθε φορά μιας ηθικής έννοιας ή αρετής.
Στον Ευθύφρονα, λ.χ., εξετάζει την έννοια του «όσιου», στον Λύσι την έννοια της φιλίας, στον Λάχη την έννοια της ανδρείας, στον Ιππία Μείζονα την έννοια του ωραίου, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας την έννοια της δικαιοσύνης, στον Μένωνα την αρετή γενικά, στον Γοργία τη ρητορική και τη δικαιοσύνη, στον Πρωταγόρα την ενότητα της αρετής και το διδακτό της, στον Ευθύδημο τη σχέση των αγαθών με την ευδαιμονία κλπ. H Σωκρατική διαλεκτική συνίσταται στον έλεγχο στον οποίο υποβάλλει ο Σωκράτης τον συνομιλητή του και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις του κι έτσι να παραδεχτεί την άγνοια του.
O διάλογος συνήθως αρχίζει με τον ορισμό μιας έννοιας ή μιας ηθικής αρετής, ο οποίος στη συνέχεια αναιρείται. Προτείνονται άλλοι ορισμοί, που επίσης ανασκευάζονται, και στο τέλος διαπιστώνεται άγνοια της αρετής γενικά ή της συγκεκριμένης ηθικής αρετής ή έννοιας και συνήθως το θέμα μένει ανοιχτό για μια άλλη συζήτηση. Κατά τη συζήτηση προκύπτουν αρκετά «Σωκρατικά παράδοξα», δηλαδή αξιώσεις αντίθετες με τις κοινές ενοράσεις.
Πρέπει να τονιστεί ότι με τη διαλεκτική του μέθοδο δεν αναζητεί ο Σωκράτης το λεξικογραφικό νόημα του όρου που εξετάζει, αλλά, «μια μοναδική εξήγηση που εφαρμόζεται σε όλους τους ενάρετους ανθρώπους και στις πράξεις τους και δείχνει σε τι έγκειται σε κάθε περίπτωση η αρετή». Αναζητεί, δηλαδή, ένα κριτήριο, ένα σταθερό χαρακτηριστικό σε αναφορά με το οποίο κρίνονται όλα τα πρόσωπα και όλες οι πράξεις. Από τη συναίνεση των πηγών προκύπτουν ως Σωκρατικές οι θέσεις ότι η αρετή είναι γνώση, ίσως γνώση αγαθών και κακών, ή γνώση του αγαθού.
Όπως θα προσθέσει αργότερα ο Πλάτωνας, ότι κανείς δεν είναι κακός εκούσια αλλά επειδή αγνοεί το αγαθό, έχει εσφαλμένη αντίληψη γι’ αυτό και κάνει λάθος, ότι σημαντικά είναι μόνο ή κυρίως τα αγαθά της ψυχής και όχι του σώματος, ότι η αρετή είναι γνώση («επιστήμη») και είναι επαρκής, αν όχι αυτάρκης, για την ευδαιμονία ως εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας – όλοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι -, ότι το δίκαιο συμφέρει εκείνον που το ασκεί, ότι είναι σύμφωνο με τον ορθό λόγο και αναγκαίο για το ευ ζην να είναι κανείς ηθικός και προπαντός η απόρριψη του παραδοσιακού ανταποδοτικού δικαίου και η ανάγκη υποταγής στον νόμο με οποιοδήποτε τίμημα.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την – πολύ βολική στα δύσκολα – αρχή ότι καθένας μας έχει τον δικό του Σωκράτη, ο σπουδαιότερος κατά τη γνώμη μου μελετητής του Σωκράτη ως ηθικού φιλοσόφου στην εποχή μας, με αναλυτική μέθοδο και έμφαση στην επιχειρηματολογία, φαίνεται να εντοπίζει τη σωκρατική συμβολή κυρίως στην κυριαρχικότητα ή την επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία και στην απόρριψη της ανταπόδοσης.
Διαχωρίζοντας το «παράδοξο της φρόνησης», που αφορά στα «καλά και κακά για κάποιον πράγματα» με όρους ωφέλειας και βλάβης, από το «ηθικό παράδοξο», όπου εγείρονται ζητήματα δικαιοσύνης και αδικίας, ορθού και σφάλματος, δηλαδή με το νεότερο πνεύμα ζητήματα ηθικά, «τη Σωκρατική ηθική απαρτίζουν κατά βάση δύο κύριες απόψεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η αρετή είναι γνώση, ή τα αποκαλούμενα ‘σωκρατικά παράδοξα’, κι εκείνη που δηλώνει ότι η αρετή φέρνει ευτυχία και η κακία δυστυχία».
O Terence Irwin. μιλά για τον ευδαιμονισμό του Σωκράτη, επισημαίνοντας τη συνάρτηση της ευδαιμονίας με τον λόγο και την αναγωγή της όχι στην ηδονή με την κοινή έννοια ή στην απλή ικανοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας, αλλά στην πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης, στην εκπλήρωση του φυσικού δυναμικού του ατόμου, με βάση την αρχή ότι η αρετή είναι επαρκής για την απόκτηση της ευδαιμονίας και με την πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη και η ηθικότητα συνιστούν το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου.
Σε παρόμοια πορίσματα καταλήγουν και άλλοι μελετητές, μερικοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν τις θέσεις αυτές με σύγχρονα λογικά, ψυχολογικά και λογικά κριτήρια, επισημαίνοντας και κάποιες επιστημολογικές και λογικές ανεπάρκειες στη σωκρατική επιχειρηματολογία, απότοκες οπωσδήποτε του Σωκρατικού ηθικού ντετερμινισμού, της τελεολογίας και της νοησιοκρατίας.
Οι θέσεις όμως αυτές αποτέλεσαν τον καταστατικό χάρτη της ηθικής για τη Μετασωκρατική Ελληνική ηθική φιλοσοφία, η οποία, παρά την κάποτε κριτική στάση της, όπως στην περίπτωση του Αριστοτέλη και περισσότερο των επικούρειων, επιδόθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία και συμπλήρωση τους, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα, των κυνικών και ιδιαίτερα της Στοάς. Ωστόσο, δεν είναι τόσο οι θέσεις καθεαυτές που εξηγούν τη μοναδικότητα και την επικαιρότητα του Σωκράτη – ίσως ο Αριστοτέλης και κυρίως οι στωικοί, ακόμη και μερικοί σοφιστές, να είναι εγγύτεροι στο νεωτερικό πνεύμα – όσο η πρωτοτυπία.
Η μέθοδος, οι προθέσεις, το ήθος, το πάθος και η μαστοριά του κορυφαίου Αθηναίου φιλοσόφου και κυρίως η ανάδειξη της δικαιοσύνης σε λυδία λίθο λόγου και πράξης και προπαντός το παράδειγμα συνέπειας λόγων και βίου που κληροδότησε στην ανθρωπότητα. Τα πρωτόγνωρα αυτά, που υπαινίχτηκε περισσότερο παρά που έθεσε, κινητοποίησαν τον φιλοσοφικό στοχασμό του Πλάτωνα να τα φτάσει στα όρια τους και του Αριστοτέλη να τα ξεκαθαρίσει, των κυνικο-στωικών να τα αναβαπτίσουν, με αποτέλεσμα η λαμπαδηδρομία της φιλοσοφίας του να τρέχει ακαταπόνητα μέχρι σήμερα.
Μπορεί να είναι υπερβολικός ο λόγος για το φαινόμενο Σωκράτης, όχι τόσο, γι’ αυτά τα λίγα θετικά στοιχεία που συνιστούν τον φιλοσοφικό πυρήνα της ηθικής του φιλοσοφίας, πολλά από τα οποία δεν τα συμμερίζονται αρκετοί φιλόσοφοι σήμερα, αλλά για το πώς «δεν τα είπε», και πότε τα βίωσε και τα έδωσε ως χρησμούς στους επίγονους, ώστε ο Σωκράτης να είναι και σήμερα η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ταυτόσημος με τη φιλοσοφία.
«Χωρίς τον Σωκράτη δεν θα είχε υπάρξει ο Πλάτων ως ο κατ’ εξοχήν δημιουργός της αίδιας φιλοσοφίας, δεν θα είχε υπάρξει άρα ούτε η φιλοσοφία του Αριστοτέλους, ούτε η φαντασμαγορία της έκτοτε Ιστορίας της Φιλοσοφίας…. Και αντίστροφα χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα είχε αποκτήσει ο Σωκράτης όποια ιστορική μεγαλοσύνη έχει ως την εποχή μας, ως ακήρατη μορφή αυθεντικού ήρωος και μάρτυρος της φιλοσοφίας».
Αρκετές ηθικές θέσεις του Σωκράτη ανιχνεύονται στην Απολογία και στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα. Ουσιώδη και προσωπικά χαρακτηριστικά της μεθόδου της Σωκρατικής ηθικής φιλοσοφίας είναι, η Σωκρατική «ειρωνεία», ο «έλεγχος», «η επάρκεια της αρετής για την ευδαιμονία», η «απόρριψη της ανταπόδοσης», «η αρετή είναι γνώση», «ουδείς εκών κακός» και όσες άλλες ο κάθε μελετητής θα κατορθώσει να συναγάγει.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ο σωκρατικός διάλογος µπορεί να µην οδηγεί σε οριστικά αποτελέσµατα και να µην επιδιώκει κάτι τέτοιο, αλλά κατορθώνει -και αυτό είναι ένα από τα κύρια επιτεύγµατα του- να προτείνει µια µέθοδο έρευνας που συνάπτει την ιδέα της παιδείας µε τη φιλοσοφική πράξη της συνείδησης, µε τη διαλεκτική ακύρωση κάθε απόπειρας σύγχυσης ή ασάφειας σε αντιλήψεις και στόχους και µε τον αδιάλειπτο επαναπροσδιορισµό της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάµει της κατακτώµενης αλήθειας της και όχι της στενής της ειδίκευσης.
Αυτό αποτρέπει την εγκατάλειψη της αγωγής του προσώπου στην αντίληψη ότι η παιδεία είναι απλή εκπαίδευση για την κατάληψη µιας θέσης µέσα στους µηχανισµούς της κοινωνίας· σε ένα δε ευρύτερο πεδίο ανατιµά το φιλοσοφείν ως καθολική πράξη αµφισβήτησης που υπάγει την εφαρµογή της στην εσωτερική απαίτηση της σκεπτόµενης συνείδησης να µην υποκύπτει σε υποτιθέµενες αλήθειες ή σε πράξεις που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς τα αληθινά νοήµατα της ζωής: «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω».
Γιατί όµως τέτοια αµφισβήτηση; Επειδή η κοινωνική, πολιτική και πολιτισµική πραγµατικότητα που ζούσε ο Σωκράτης είχε οδηγήσει το ανθρώπινο άτοµο σε απόλυτη καταρράκωση, τον κόσµο σε επικίνδυνο χωρισµό και τη λειτουργία των θεσµών σε παραλυτικό λήθαργο. Η καθηµερινή συµπεριφορά συνακόλουθα και η γενική κουλτούρα αναπαρήγαγαν την απατηλή συνείδηση και την ψευδαίσθηση της γνώσης.
Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια η σωκρατική διδασκαλία, αντί για αυθεντική κίνηση φιλοσοφικής κατανόησης και προσωπικής ζήτησης παιδείας, να αντιµετωπίζεται από πολλούς µε προκατάληψη και να διαστρεβλώνεται εύκολα µε συνειδητές ή ασυνείδητες παραποιήσεις σχετικά µε µορφωτικά, ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά ζητήµατα.
Αλλά στην πραγµατικότητα η φιλοσοφική πρακτική της αµφιβολίας δεν περιοριζόταν σε εξωτερικές αρνήσεις: στην άρνηση της δεσπόζουσας µορφωτικής βλέψης για εκµάθηση της πολιτικής τέχνης και για επιτυχή ανάµειξη στα πολιτικά πράγµατα ή σε µια θεωρητική απόρριψη της αντίληψης περί µόρφωσης, την οποία έτεινε να εκπληρώνει η διαφωτιστική δραστηριότητα των σοφιστών απεναντίας αποσκοπούσε στο να συνδέσει τη σχέση γνώσης του ανθρώπου µε την οντολογική ζωτικότητα της εσωτερικότητας του και µε την κατάκτηση της φιλοσοφικής διαύγειας ως προϋπόθεσης για την επιδίωξη του άριστου και βέλτιστου.
Η ανασκευή εξάλλου των επί µέρους ορισµών κατά τη συζήτηση επιτύγχανε να ρευστοποιεί κάθε µονοδιάστατη αξίωση για γνώση και να προωθεί την αξιακή ολοκλήρωση της αυτογνωσίας ως γνωσιοθεωρητικής αρχής «για µια θέση του ατόµου µέσα στον κόσµο» και συνακόλουθα για τη ζωτική αναγέννηση του πολιτισµικού και πολιτικού όλου, την οποία είχε τόσο ανάγκη η πολιτική κοινωνία της Αθήνας.
Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η κατηγορία εναντίον του Σωκράτη ήταν ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, αλλά εισήγαγε καινά (καινούργια) δαιμόνια· επίσης ότι αδικεί και διαφθείρει τους νέους. Η μήνυση κατά του Σωκράτη έγινε από τον Μέλητο, έναν ποιητή του οποίο μοναδική δόξα αποτελεί το γεγονός ότι υπήρξε κατήγορος του φιλοσόφου. Κατήγοροι ήταν επίσης ο Άνυτος και ο Λύκων. Ο πρώτος ήταν πλούσιος βυρσοδέψης και γνωστός πολιτικός, που είχε εκλεγεί και στρατηγός το 409 π.Χ. και είχε εξοριστεί από τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο δεύτερος ήταν ρήτορας.
Πού στήριξαν οι μηνυτές του Σωκράτη την κατηγορία για «διαφθορά» των νέων; Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτίας δίωξης του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος ασφαλώς και δε διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν. Όμως, όπως λέει και ο ίδιος στην Απολογία του, κατά Πλάτωνα, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και των δημαγωγών γοητεύονταν από αυτό το «παιχνίδι» που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας.
Και, εξίσου φυσικά, ως απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις του θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν «διαφθορά». Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή. Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ’ όλους, ήταν μεν δημοκρατικός, αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δε δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες.
Πολλοί φίλοι του Σωκράτη, από την άλλη μεριά, τάχθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας κι ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των «μαθητών».
Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για αθεΐα και για διαφθορά των νέων, όμως δεν ήταν αυτοί οι πραγματικοί λόγοι της δίωξής του. Ειδικά αναφορικά με την αθεΐα, η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν είχε ιερά βιβλία και ιερατείο, «κανόνες» δηλαδή με τους κανείς συμφωνεί ή τους παραβαίνει. Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτίας δίωξης του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος ασφαλώς και δε διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν.
Όμως, όπως λέει και ο ίδιος στην Απολογία του, κατά Πλάτωνα, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και των δημαγωγών γοητεύονταν από αυτό το «παιχνίδι» που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας. Και, εξίσου φυσικά, ως απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις του θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν «διαφθορά». Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη πολύ σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή.
Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ’ όλους, ήταν μεν δημοκρατικός, αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δε δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες. Πολλοί φίλοι του Σωκράτη, από την άλλη μεριά, τάχθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας κι ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των «μαθητών».
Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, που απαρτιζόταν από 500 δικαστές κληρωμένους από το σύνολο των πιο ηλικιωμένων πολιτών, έκρινε τον Σωκράτη ένοχο με μέτρια πλειοψηφία (281 έναντι 220). Στη δεύτερη ψηφοφορία, που αφορούσε την ποινή, η καταδίκη σε θάνατο ψηφίστηκε από περισσότερους (300 έναντι 201). Η Σωκρατική ειρωνεία δεν ήταν άσχετη με την εξέλιξη αυτή: όταν του δόθηκε ο λόγος προκειμένου, κατά το νόμο, να προτείνει και αυτός μια ποινή, ο Σωκράτης , αντί να προτείνει λ.χ. την εξορία, πρότεινε την περιφρόνησή του και προς το δικαστήριο και προς το θάνατο.
Είπε, χαρακτηριστικά, ότι θα έπρεπε να τον βάλουν στο πρυτανείο και να τον τρέφουν δωρεάν. Εξηγώντας στη συνέχεια γιατί ένας άνθρωπος της ηλικίας του κανένα λόγο δεν έχει να φοβάται το θάνατο, προτείνει για τυπικούς λόγους το πρόστιμο της μιας μνας. Το ποσό αυτό ανέβασαν στις 30 μνες ο Πλάτωνας, ο Κρίτωνας και οι φίλοι του, που μπήκαν εγγυητές, αφού η περιουσία του Σωκράτη δεν ξεπερνούσε τις 5 μνες. Μετά την καταδίκη του ο Σωκράτης έμεινε περίπου έναν μήνα στο κρατητήριο. Τις μέρες εκείνες γίνονταν στο ιερό νησί του Απόλλωνα, την Δήλο, τα Δήλια.
Οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί θεωρία (επίσημη αποστολή σε ιερή τελετή) αντιπροσώπους της πόλης και το ένα από τα δύο ιερά πλοία τους, την Πάραλο. Κατά το έθιμο, δεν μπορούσε να γίνει εκτέλεση μέχρι την επιστροφή του πλοίου. Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο Πλάτωνας στον Κρίτωνα, ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του.
Οι Κατήγοροι του Σωκράτη
Οι κατήγοροι λοιπόν ήταν τρείς, Ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύκωνας.
Ο Μέλητος ήταν ένας νεαρός άσημος, πιθανότατα ποιητής, από τον δήμο Πίτθου της Αττικής ο οποίος ήταν εντελώς άγνωστος στον Σωκράτη. Στην συνομιλία του με τον Ευθύφρωνα ο Σωκράτης λέει, ότι νομίζει ότι είναι κάποιος με ίσιο μακρύ μαλλί, αραιό γένι και καμπυλωτή μύτη. Αυτός ο Μέλητος δεν έχει καμία σχέση με τον Μέλητο τον τραγικό ποιητή. Επειδή ο Μέλητος απέδωσε την γραφή μίλησε πρώτος στο δικαστήριο, και φυσικά δέχθηκε τα συντριπτικά επιχειρήματα του Σωκράτη, σε τέτοιο βαθμό που εσιώπησε ο Μέλητος, λέγοντας του ο Σωκράτης ̈βλέπεις Μέλητε, σιωπάς και δεν μπορείς να απαντήσεις . Μετά την θανάτωση του Σωκράτη, και όταν πια μεταμελήθησαν οι Αθηναίοι κυνήγησαν τον Μέλητο και τον σκότωσαν δια λιθοβολισμού.
Ο Άνυτος ήταν γιός του πλουσίου Ανθεμίωνος. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μια μεγάλη περιουσία και ένα βυρσοδεψείο. Ο Ανθεμίωνας ήταν κατά τον Σωκράτη άνθρωπος αυτοδημιούργητος, αξιοπρεπής, μετριόφρων αν και πλούσιος. Ο Άνυτος ασχολήθηκε με την πολιτική (δημοκρατικούς). Το 409 π.Χ. έγινε Στρατηγός και πήγε με 30 πλοία προς βοήθεια της Πύλου που πολιορκούσαν οι Σπαρτιάτες. Η αποστολή απέτυχε και τον κατηγόρησαν για προδοσία, αλλά αθωώθηκε επειδή πλήρωσε τους δικαστές όπως μας ενημερώνει ο Αριστοτέλης.
Όταν ανέλαβαν οι τριάκοντα έφυγε από την Αθήνα μαζί με τους δημοκράτες, και επέστρεψε πάλι όταν η δημοκρατία επανήλθε το 403 π.Χ. Μαζί με τον Θρασύβουλο και τον Αρχίνο διετέλεσε αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος. Με τον Σωκράτη δεν ήταν άγνωστοι διότι ο Άνυτος είναι ένας από τους βασικούς συνομιλητές στο έργο «Μένων ̈ (Ο Μένωνας ήταν Θεσσαλός Στρατηγός). Η συνομιλία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στο μίσος του Άνυτου, το οποίο στηρίζεται σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αρχικώς, για να περάσει και σε προσωπικό επίπεδο διότι ο Σωκράτης ήταν καυστικός.
Στο έργο λοιπόν, ο Σωκράτης επαινεί τον πατέρα του, αλλά επικρίνει ταυτόχρονα τον ίδιο, που κληρονόμησε την περιουσία (δηλ δεν την δημιούργησε ο ίδιος) παρόλα αυτά ήταν αλαζόνας. Ακόμα ο Σωκράτης του δείχνει ότι δεν θαυμάζει την μόρφωση και την ανατροφή του, με την οποία εξαπατά τον όχλο για να τον εκλέγουν σε κρατικά αξιώματα. Ο Άνυτος δεν μπορεί πια να συγκρατηθεί και ξεσπά λέγοντας του να φυλάγεται διότι στην πόλη αυτή μπορεί κανείς ευκολότερα να βλάπτει παρά να ευεργετεί. Ο Σωκράτης αντιλαμβάνεται την απειλή που αργότερα πραγματοποιείται. Παρόλα αυτά ο Σωκράτης λέει στον Μενωνα με ειρωνικό ύφος:
̈Ω Μένων, Άνυτος μεν μοί δοκεί χαλεπαίνειν ̈ δηλαδή ̈Ω Μένων, νομίζω ότι ο Άνυτος εθύμωσε… ̈.
Ο Σωκράτης στην συνέχεια γελοιοποίησε στον διάλογο τον Άνυτο, και του απέδειξε ότι παρά την μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του ότι είναι ένας μικρός και εντελώς ανόητος που νομίζει κενώς ότι κάποιος είναι. Ο Άνυτος επίσης δεν είχε καλό τέλος, αφού οι Αθηναίοι τον εξόρισαν, πήγε στην Ηράκλεια του Πόντου και εκεί τον λιθοβόλησαν.
Ο Λύκων ήταν ένας δημαγωγός που προετοίμασε τα στοιχεία για την δίκη, κάτι σαν δικηγόρος κατηγορίας θα λέγαμε σήμερα. Τα στοιχεία που έχουμε γι αυτόν είναι τα λιγότερα από τους τρείς κατηγόρους. Κατά την διάρκεια του Συμποσίου (Ξενοφών ̈Συμπόσιον ̈) ο Λύκων επαίνεσε τον Σωκράτη λέγοντας του ̈Μα την Ήρα Σωκράτη, μου φαίνεται ότι είσαι καλός και αγαθός άνθρωπος ̈. Βέβαια στην δίκη είπε τα αντίθετα. Οι Αθηναίοι μετά εξόρισαν τον Λύκωνα όπως και τον Άνυτο.
Η Κατηγορία
Ο Μέλητος λοιπόν υπέβαλε στο δικαστήριο την μήνυση που έγραφε τα εξής: Τάδε εγράψατο και αντωμόσατο Μέλητος ο Μελήτου Πιθεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζειν θεούς ου νομίζον, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα Θάνατος. Δηλαδή ότι ο Σωκράτης δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, εισάγει καινούριους θεούς, είναι ένοχος επιπλέον διότι διαφθείρει τους νέους. Ποινή Θάνατος. Η λέξη ̈νομίζω ̈ στα αρχαία δεν σημαίνει απλά πιστεύω, αλλά και απονέμω τιμές προς τους θεούς.
Η κατηγορία της ασέβειας ήταν βαρύ παράπτωμα κατά τους αρχαίους, δεύτερη κατηγορία δηλ για την διαφθορά των νέων, είχε να κάνει με την περιφρόνηση προς το πολίτευμα δηλ την δημοκρατία, που ήταν και το ουσιαστικό πάτημα για την καταδίκη του. Όμως ο πραγματικός λόγος ήταν ότι επειδή ο Σωκράτης δεν τους επαινούσε αλλά τους έβγαζε στην επιφάνεια τα λάθη και τα ηθικά παραπτώματα που ήταν πολλά, αρχής γενομένης με τον Άνυτο, και στην συνέχεια με τους ίδιους τους δικαστές.
Η Ηλιαία ήταν το ανώτατο δικαστήριο των Αθηνών (Ηλιαία ή Αλία εκ του αλιάζεσθαι δηλ συναθροίζεσθαι), και οι δικαστές ονομάζονταν Ηλιαστές. Ήταν 6.000 άτομα τα οποία εξελέγοντο κάθε χρόνο με κλήρο. Έπρεπε να έχουν συμπληρώσει το 30στό έτος ηλικίας τους, να μην όφειλαν στο δημόσιο, να μην στερούντο πολιτικών δικαιωμάτων και να έκαναν την σχετική αίτηση. Η Ηλιαία δίκαζε κατά τμήματα απαρτιζόμενα από 501 δικαστές. Στα δικαστήρια που ονομάζοντο »τιμηταί» (όπως αυτό προς τον Σωκράτη, όπου ο κατήγορος πρότεινε την ποινή) και σε δικαστήρια που ο νόμος πρότεινε την ποινή που ονομαζόταν »ατίμητοι».
Η ψηφοφορία ήταν δυαδική, δηλ είτε διάτρητος (καταδικαστική) είτε άτρητος (αθωωτική). Αν το αποτέλεσμα ήταν καταδικαστικό, ακολουθούσε μια δεύτερη ψηφοφορία για τον προσδιορισμό της ποινής, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να προτείνει την ποινή του. Εάν κατά την πρώτη ψηφοφορία το 1/5 του συνόλου άτρητος (αθωωτική), ο μηνυτής ετιμωρείτο με 1000 δρχ. πρόστιμο και στέρηση μερικών δικαιωμάτων.
Σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών ο Σωκράτης για πρώτη φορά εκκλήθηκε να μιλήσει μπροστά σε δικαστές και σε τόσο μεγάλο κοινό. Αυτό όμως δεν τον πτόησε να είναι όπως στην καθημερινή του ζωή. Η Απολογία υπολογίζεται να κράτησε περίπου έξι ώρες, και μαζί με τις υπόλοιπες διαδικασίες η δίκη κράτησε όλη μέρα. Ο Ξενοφώντας μας πληροφορεί ότι δημιουργήθηκε στον αέρα θόρυβος μεταξύ των δικαστών που εξελίχθηκε σε φθόνο κατά του Σωκράτη λόγω ότι έλεγε πράγματα που δεν τους άρεσαν, πράγμα που σημαίνει ότι ο Σωκράτης χτύπαγε τον εγωισμό τους.
Με την γνωστή λογική του ο Σωκράτης αντικρούει όλα τα σαθρά επιχειρήματα που οι εχθροί προσπάθησαν να στηρίξουν κατηγορίες. Μια από όλες τις κατηγορίες ήταν ότι έπαιρνε χρήματα για να διδάξει, όμως ο Σωκράτης είπε ότι μεγαλύτερη απόδειξη ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει είναι η φτώχεια του, άλλωστε κανείς δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας να πει ότι πλήρωσε την Σωκράτη. Ο Σωκράτης λέει στο δικαστήριο ότι ο Χαιρεφών πήγε στους Δελφούς και ρώτησε την Πυθία ποιος είναι ο σοφότερος όλων, και η Πυθία είπε ̈ανδρών πάντων Σωκράτης σοφότερος, και προς επιβεβαίωση έφερε ως μάρτυρα τον αδερφό του Χαιρέφωνα, Χαιρεκράτη διότι ο Χαιρεφών είχε πεθάνει ήδη.
Ο χρησμός αυτός των Δελφών, δεν έπεισε τον Σωκράτη ότι ίσχυε, και αναζήτησε να βρει τους λόγους για τους οποίους ελέχθη, εφόσον ήξερε ότι έλειπαν αρκετές γνώσεις από την βιβλιοθήκη του μυαλού του για να ονομαστεί σοφός. Στην πορεία όμως, συζήτησε με πολλούς που έλεγαν ότι ήταν σοφοί, και με την γνωστή μέθοδο τους απεδείκνυε ότι δεν ήταν. Τότε αντιλήφτηκε τον λόγο για τον οποίο η Πυθία τον αποκάλεσε σοφότερο όλων, τον αποκάλεσε διότι είχε επίγνωση της αγνοίας του, δηλαδή το περίφημο »εν οίδα, ουδέν οίδα » οπότε είχε μια σωστή εκκίνηση για την εξέλιξη των γνώσεων του.
Γύρω από το όνομα του Σωκράτη είχε υπάρξει μια διαβαλλόμενη δυσφήμιση η οποία ήταν δύσκολο να αλλάξει μέσα σε 6 ώρες. Οι δικαστές δεν είχαν την ευκαιρία να δουν πίσω από τα λόγια αν οι πράξεις ήταν ανάλογες. Σε αυτή την δυσφήμιση ρόλο είχαν παίξει διάφοροι κωμικοί ποιητές όπως ο Αριστοφάνης, όπου στο έργο »Νεφέλες» πάνω στην διακωμώδηση είχε αναφερθεί ότι ο Σωκράτης »έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος ̈ και ότι ̈αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων» δηλαδή αυτά που επικαλέσθηκαν οι τρείς κατήγοροι στο δικαστήριο 30 χρόνια αργότερα από το θεατρικό έργο.
Στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να κάνει ερωτήσεις στους κατήγορους του, έτσι ο Μέλητος κατατροπώθηκε πολλές φορές και παρέμεινε σιωπηλός μην έχοντας κάτι να πει. Ο Σωκράτης στην συνέχεια προκαλεί τον θόρυβο των δικαστών λέγοντας τους ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τρόπο ζωής έστω και αν μέλλει να πεθάνει πολλές φορές, και στην συνέχεια τους λέει να μην θορυβούν και να τον ακούσουν με προσοχή διότι θα ωφεληθούν. Εκεί λέει και το ιστορικό ότι είναι σαν αλογόμυγα που προσπαθεί να ξυπνήσει το δυνατό αλλά νωθρό άλογο που είναι η Αθήνα, και ότι δεν θα βρουν άλλον σαν αυτόν.
Μετά τους λέει ότι για χάρη τους παραμέλησε την οικογένεια του και σαν πατέρας ή μεγάλος αδελφός προσπαθεί να πείσει τους αγαπητούς του Αθηναίους να φροντίσουν για την αρετή. Είπε επίσης ότι δεν ασχολήθηκε με την πολιτική διότι δεν τον άφησε το δαιμόνιο (θεότητα που τον συμβούλευε), και ορθώς, διότι αν μετείχε στα κοινά προ πολλού θα ήταν κατεστραμμένος ηθικά και δεν θα μπορούσε να ωφελήσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Οι δικαστές για μια ακόμη φορά οργίζονται. Ο Σωκράτης κρίνεται ένοχος με 281 κατά και 220 υπέρ, οπότε και ξεκινά το δεύτερο μέρος της διαδικασίας.
Καλείται λοιπόν ο Μέλητος για να δώσει εκ νέου την προτεινόμενη τιμωρία. Και πάλι χωρίς ίχνος ηθικού σθένους ενώ θα μπορούσε να προτείνει ελαφρότερη τιμωρία, προτείνει θάνατο. Τότε οι δικαστές ως όριζε ο νόμος, ζητούν από τον Σωκράτη να προτείνει την τιμωρία που ο ίδιος νομίζει ότι του αξίζει. Ο Σωκράτης τους λέει ότι σε έναν άνθρωπο που προσπαθούσε μια ζωή να κάνει τους Αθηναίους ηθικότερους, το μόνο που του αξίζει είναι να σιτίζεται δωρεάν από το Πρυτανείο, όπως οι φιλοξενούμενοι του κράτους, οι ευεργέτες, οι Ολυμπιονίκες, οι Στρατηγοί κτλ. Οι δικαστές εξεγείρονται για ακόμα μια φορά.
Οι μαθητές και φίλοι του Πλάτων, Κρίτων, Κριτόβουλος, Απολλόδωρος παρακαλούν τον Σωκράτη να ορίσει ένα οποιοδήποτε χρηματικό ποσό το οποίο θα διέθεταν εκείνοι αντ αυτού, τότε ο Σωκράτης ορίζει τις τριάκοντα μνες. Το δικαστήριο με διαφορά 80 ψήφων κατά, καταδικάζει τον Σωκράτη εις θάνατον. Η διαδικασία επερατώθη, ο Σωκράτης τους λέει ότι έτσι και αλλιώς ο φυσικός θάνατος δεν είναι μακριά οπότε θα μπορούσαν να περιμένουν. Τα αρμόδια όργανα παραλαμβάνουν τον Σωκράτη, απευθυνόμενος στους δικαστές λέει:
»Έφτασε λοιπόν η ώρα για να απέλθωμεν, εγώ μεν για να αποθάνω, εσείς δε για να ζήσετε. Ποιός όμως από τους δυο πηγαίνει σε καλλίτερο μέρος μόνον ο Θεός γνωρίζει».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Πολλοί είναι εκείνοι οι σύγχρονοι μελετητές που σκοπίμως δεν αναφέρονται λεπτομερειακώς στον τρόπο θανάτου του μεγάλου φιλοσόφου. Απλά λέγεται ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε και θανατώθηκε, ότι δηλαδή εκτελέστηκε η ποινή του. Το γεγονός όμως ότι ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεξε να πεθάνει αρκετές ώρες νωρίτερα από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή εκτέλεσης της ποινής του, σε τι σκέψεις μας οδηγεί; Το ότι είχε τη δυνατότητα διαφυγής και δεν το έπραξε;
Ας εξετάσουμε όμως τις τελευταίες υπερήφανες στιγμές του Σωκράτη, όπως διατυπώνονται αυθεντικά μέσα από τον πλατωνικό «Φαίδωνα»: »Και ο Κρίτων είπε: «Σωκράτη, ο ήλιος είναι ακόμα πάνω στα βουνά και δεν έχει δύσει. Εγώ πάλι γνωρίζω και άλλους που εκτελούν την ποινή αργά, όποτε τυχόν τους αναγγελθεί η εντολή, αφού δειπνήσουν και πιουν πολύ καλά και ικανοποιήσουν όποιες τυχόν επιθυμίες έχουν. Γι αυτό λοιπόν μη βιάζεσαι, υπάρχει ακόμα χρόνος.».
Και ο Σωκράτης απαντώντας είπε: «Κρίτων, εκείνοι βέβαια που λες εσύ πράττουν κατ αυτό τον τρόπο -διότι πιστεύουν ότι κερδίζουν με την καθυστέρηση-, αλλά εγώ τουλάχιστο είμαι πεπεισμένος ότι δε θα πράξω έτσι. Διότι δε νομίζω ότι θα κερδίσω τίποτα με το να πιω το δηλητήριο αργότερα, προσπαθώντας να σώσω μια ζωή που ήδη είναι χαμένη. Μόνο που θα ξεγελούσα τον εαυτό μου με αυτό. Εμπρός λοιπόν, άκουσέ με και μην πράξεις διαφορετικά.». Και ο Κρίτων, αφού άκουσε αυτά, έγνεψε στο παιδί που ήταν κοντά και εκείνο βγήκε από το κελί και παρέμεινε για μερική ώρα.
Ύστερα γύρισε φέρνοντας τον φύλακα που κουβαλούσε ένα ποτήριο δηλητήριο. Ο Σωκράτης, αφού είδε τον άνθρωπο, είπε: «Εσύ, καλέ μου φίλε, που κατέχεις αυτά τα ζητήματα, οδήγησέ με για το τι πρέπει να κάνω.». Τότε ο φύλακας απάντησε: «Τίποτα άλλο δεν πρέπει να κάνεις, παρά να περπατήσεις ωσότου βαρύνουν τα πόδια σου και μετά θα πέσεις κάτω και το δηλητήριο θα επενεργήσει.». Και αμέσως έδωσε το ποτήρι με το δηλητήριο στο Σωκράτη. Δεν αξίζει στον πρωτεργάτη της διαλεκτικής το μονόχνοτο σχήμα καταδίκη – θάνατος.
Είναι ίσως και αδόκιμο. Ο Σωκράτης δεν καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Αθηναίους δικαστές, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως η ιστορία και οι ιστορικοί μας δηλώνουν περίτρανα το πρώτο. Επειδή όμως δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που ανήκει αποκλειστικά στη δεδομένη ιστορική στιγμή, αλλά σε όλη τη διαχρονία της ανθρώπινης υπάρξεως, το μόνο που καταφέρνει η επιστήμη της ιστορίας -αλλά και η στείρα φιλολογία- είναι επιεικώς μια επικίνδυνη παρερμηνεία. Δεν εξαπατήθηκαν οι δικαστές από τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.
Η ζωή του Σωκράτη ποτέ δεν αποτέλεσε γι αυτόν αυτοσκοπό, όσο παράξενο κι αν αυτό ακούγεται σήμερα, για τους σύγχρονους ανθρώπους. Η ζωή η δική του ήταν η ζωή όλων. Η ύπαρξή του είχε αφιερωθεί πρόδηλα στον κόσμο. Ο ίδιος έλεγε πως δεν ήταν πολίτης της Αθήνας, αλλά πολίτης του κόσμου. Όταν είδε στα τελευταία του χρόνια ότι οι άνθρωποι τον απαρνούνται, ότι δηλαδή απαρνούνται τη διαλεκτική, την επαγωγή, την υψηλή σκέψη και την ίδια την αλήθεια, δεν υπήρχε λόγος περαιτέρω ύπαρξης. Ο θάνατος του Σωκράτη επήλθε από την ίδια την κατηγορία και όχι από την απόφαση του δικαστηρίου.
Και δεν έφταιξε γι αυτό η δικαιοσύνη, δεν έφταιξαν γι αυτό οι δικαστές. Καθώς ο Σωκράτης ήταν ο άνθρωπος του κόσμου, ενώπιόν του βρισκόταν το δικαστήριο του κόσμου και όχι το αρχαίο Αθηναϊκό δικαστήριο. Από τη μια πλευρά βρίσκονταν οι κοινοί άνθρωποι με τις γεμάτες τύψεις στενές ψυχές τους. Από την άλλη όμως βρισκόταν εκείνο το στοιχείο που τους θύμιζε την πραγματική ουσία του ανθρώπου, εκείνο που τους καταδείκνυε την άσχημη ζωή τους. Άλλοι το λένε συνείδηση, άλλοι το λένε αυτοέλεγχο, ο Σωκράτης το είπε αλογόμυγα, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.
Επρόκειτο λοιπόν για μια από τις πολλές φορές στην ιστορία, όπου οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να εξαγνιστούν, αλλά να σκοτώσουν τον εξαγνιστή, πράγμα φυσικά ευκολότερο και ανώδυνο: «Ο Σωκράτης ήταν ένα τραγικό πρόσωπο. Όχι γιατί ήπιε το κώνειο, αλλά γιατί ήξερε ότι στη φύση υπάρχει και το κώνειο. Όχι γιατί τον δικάσανε οι συμπολίτες του, αλλά γιατί ήξερε ότι η φύση δικάζει το λευκό γιασεμί στον κήπο να μαραίνεται το χειμώνα, και το λευκό χιόνι στο όρος να λειώνει το καλοκαίρι… Δεν εξαπατήθηκαν οι Αθηναίοι να τον δικάσουνε άδικα. Ο ίδιος εξαπάτησε τους Αθηναίους να τον δικάσουνε δίκαια. Ο φρόνιμος ένας μεταχειρίστηκε σαν εργαλείο τους άφρονες πολλούς…».
Σχετικά με τα τελευταία λόγια του Σωκράτη («Κρίτων, οφείλουμε μια ευχαριστήρια θυσία στον Ασκληπιό, έναν πετεινό. Κάντε το, και μην το ξεχάσετε.»). «Τι υπονοεί τούτη η παράξενη κουβέντα: Ολάκερη η ζωή μου εστάθηκε μια αρρώστια. Τώρα που φεύγω, εκείνο που στην ουσία φεύγει δεν είναι η ζωή αλλά η αρρώστια. Σε ποιον άλλο λοιπόν χρωστώ να ομολογήσω χάρη, παρά στο γιατρό που με γιάτρεψε; Στον Ασκληπιό, το θεό της υγείας. Μόνο που ο Σωκράτης εκείνη την ώρα δε μιλούσε για λογαριασμό του μόνο.
Μιλούσε για κείνους, που ενώ γεννιούνται ζώα όπως όλοι μας, καθώς τελειώνουν, φτάνουν να γίνουν άνθρωποι, όπως λίγοι από εμάς.». Τα τελευταία αυτά όμως λόγια αυτοσυνειδησίας του Σωκράτη θα προσέθετα ότι περιέχουν κυρίαρχο το αίσθημα της πικρίας. Η ζωή του ήταν η ζωή όλων. Εφόσον οι όλοι αποδείχθηκαν άρρωστοι, και η δική του ζωή αισθανόταν ότι καταδικάστηκε σε ασθένεια. Και ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο, μαζί του όμως πέθαινε και ολόκληρος ο κόσμος.
Για το δίκαιο των πραγμάτων όμως κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε και μια αντιπροσωπευτική άποψη εκείνων των διανοητών που δεν έδωσαν όμοια -με την προαναφερθείσα- ερμηνεία στα τελευταία του αυτά λόγια. Θα μας πει ο Frιedrich Nietzsche στη Φιλοσοφία του:
«Ο Σωκράτης δεν ήταν μονάχα ο σοφότερος φλύαρος, υπήρξε μεγάλος και στη σιωπή. Θα προτιμούσα να σώπαινε και στις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Αυτή η γελοία και τρομερή τελευταία λέξη σημαίνει, για όποιον μπορεί να την καταλάβει: Κρίτων η ζωή είναι μια αρρώστια. Είναι δυνατόν; Ένας άνθρωπος σαν αυτόν που είχε ζήσει χαρούμενος μέσα στον κόσμο, σα στρατιώτης, αυτός ο άνθρωπος πεσιμιστής. Ο Σωκράτης, ναι ο Σωκράτης υπόφερε από τη ζωή. Αλίμονο φίλοι. Πρέπει να ξεπεράσουμε ακόμα και τους Έλληνες».
Όχι λοιπόν, δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως μας τα εξηγεί ο Nietzsche. Δεν ήταν πεσιμισμός τα τελευταία λόγια του Σωκράτη, αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένα μείγμα αυτογνωσίας και πικρίας για τη ζωή των ανθρώπων που χάνεται στο σύνολό της. Αυτά ήταν γνήσια και σπάνια ανθρώπινα συναισθήματα. Αν είναι κάτι να ξεπεραστεί, πρόκειται για τη μικρότητα του πλήθους και όχι για τη μεγαλοσύνη του διαχρονικού και αληθινού ανθρώπου, του Σωκράτη.
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Δεν ξέρω, άνδρες Αθηναίοι, αν οι κατήγοροί μου σας επηρέασαν. Γιατί κι εμένα, λίγο ακόμα και θα με έκαναν να ξεχάσω ποιος είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσαν. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν είπαν τίποτα το αληθινό. Πιο μεγάλη εντύπωση όμως από όλα τα ψέματα που είπαν μου έκανε αυτό: που έλεγαν ότι πρέπει να με προσέχετε, για να μην σας εξαπατήσω επειδή είμαι τάχα δεινός ρήτορας.
Αυτό μου φάνηκε το πιο αδιάντροπο ψέμα, γιατί είναι βέβαιο ότι θα διαψευσθούν ευθύς αμέσως έμπρακτα, καθώς θα αποδειχθεί ότι δεν είμαι τρομερός στο να μιλάω, εκτός αν αυτοί λένε δεινό ρήτορα όποιον λέει την αλήθεια. Αν λοιπόν θέλουν να πουν αυτό θα συμφωνούσα πως είμαι ρήτορας, αλλά όχι με τον τρόπο το δικό τους. Έτσι λοιπόν σας λέω, αυτοί είπαν, ελάχιστα ή και καθόλου, την αλήθεια, εσείς όμως από εμένα θα την ακούσετε ολόκληρη. Όχι, μα το Δία, άνδρες Αθηναίοι με δημηγορίες σαν τις δικές τους, ούτε καλλωπισμένα λόγια με κομψές φράσεις και λέξεις.
Αλλά θα ακούσετε τα σωστά λόγια, όπως μου έρθουν στο μυαλό, γιατί πιστεύω ότι είναι δίκαια όσα λέγω. Και κανείς σας να μην περιμένει τίποτε άλλο. Γιατί δεν είναι σωστό, άνδρες, σε αυτήν την ηλικία που βρίσκομαι, να έρθω σε σας πλάθοντας όμορφα λόγια σαν να ήμουν νεαρός. Και πρέπει να σας ζητήσω, άνδρες Αθηναίοι, μια χάρη από εσάς. Αν με ακούσετε να μιλάω με τα ίδια λόγια που έχω συνηθίσει να μιλάω και στην αγορά και στα τραπέζια, να μην απορήσετε και να μην θορυβηθείτε.
Γιατί συμβαίνει αυτό: Αν και είμαι εβδομήντα χρονών για πρώτη φορά ανεβαίνω σε βήμα δικαστηρίου. Δεν ξέρω λοιπόν την τέχνη της γλώσσας που χρησιμοποιείτε εδώ. Έτσι λοιπόν, όπως εάν πραγματικά ήμουν ξένος θα μου συγχωρούσατε το ότι θα μίλαγα με τη γλώσσα και με τον τρόπο που θα είχα ανατραφεί, έτσι και τώρα αυτό ακριβώς σας ζητώ, γιατί αυτό είναι δίκαιο, να με αφήσετε να εκφραστώ με τον τρόπο που θέλω, ίσως ωραία, ίσως άσχημα, όμως εσείς τούτο να προσέχετε και να έχετε στο νου σας, αν μιλάω δίκαια ή όχι. Γιατί αυτή είναι του δικαστή η αρετή, του ρήτορα δε είναι να λέγει τα αληθινά. Πρώτα λοιπόν είναι σωστό να απολογηθώ, άνδρες Αθηναίοι, για τις παλιότερες κατηγορίες που είπαν για μένα άδικα οι πρώτοι μου κατήγοροι, και μετά για τις επόμενες και τους επόμενους κατηγόρους.
Γιατί πολλοί κατήγοροί μου ήρθαν σε σας και στα περασμένα χρόνια, χωρίς να λένε τίποτα το αληθινό, και τους οποίους εγώ φοβάμαι περισσότερο παρά αυτούς που βρίσκονται τώρα γύρω από τον Άνυτο, αν και αυτοί εδώ είναι αρκετά επικίνδυνοι με τον τρόπο τους. Αλλά εκείνοι, οι παλιοί, είναι φοβερότεροι, άνδρες, οι οποίοι αφού παρέλαβαν πολλούς από εσάς από παιδιά ακόμη, σας έπειθαν και με κατηγορούσαν χωρίς να λένε καμιά αλήθεια, ότι τάχα υπάρχει κάποιος Σωκράτης, σοφός άνδρας, που ασχολείται με τα ουράνια φαινόμενα και έχει ψάξει όλα όσα βρίσκονται κάτω από τη γη, και κάνει τα άδικα λόγια να φαίνονται δίκαια.
Αυτοί, άνδρες Αθηναίοι, που έχουν διαδώσει αυτή τη φήμη, αυτοί είναι οι πιο φοβεροί μου κατήγοροι. Γιατί όσοι τους ακούνε νομίζουν ότι αυτοί που αναζητούν αυτά τα πράγματα δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν θεοί. Έπειτα αυτοί οι κατήγοροι είναι πολλοί και με κατηγορούν επί πολλά χρόνια, και ακόμη αυτά τα έλεγαν σε σας όταν ήσασταν σε μια ηλικία που εύκολα τους πιστεύατε, επειδή πολλοί από εσάς ήσασταν παιδιά, και μάλιστα μερικοί μωρά. Και κατηγορούσαν έναν απόντα που δεν μπορούσε να απολογηθεί για καμιά κατηγορία. Το πιο παράλογο από όλα είναι ότι ούτε τα ονόματά τους δεν γνωρίζω να πω εκτός από κάποιον ποιητή κωμωδιών.
Όσοι δε με έχουν διαβάλλει από φθόνο και σας έπειθαν, και όσοι έχοντας οι ίδιοι πεισθεί μετά έπειθαν κι άλλους, αυτοί είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Γιατί δεν μπορώ ούτε να φέρω εδώ κανέναν από αυτούς ούτε να τον ελέγξω αλλά πρέπει να απολογούμαι σαν να παλεύω με σκιές και να κάνω ερωτήσεις χωρίς να παίρνω απάντηση. Θεωρήστε λοιπόν κι εσείς, σαν δεδομενο, αυτό που λέω κι εγώ, ότι οι κατήγοροί μου είναι δυο ειδών, αυτοί που με κατηγόρησαν τώρα τελευταία, κι εκείνοι που με κατηγορούν από παλιά, για τους οποίους σας μίλησα πριν λίγο.
Και να καταλάβετε ότι για εκείνους πρώτα πρέπει να απολογηθώ, γιατί κι εσείς εκείνους είχατε ακούσει πρώτα να με κατηγορούν, και μάλιστα για πολύ περισσότερο καιρό, απ’ ότι αυτοί εδώ οι πρόσφατοι. Ας είναι. Πρέπει λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να απολογηθώ και να επιχειρήσω να εξαφανίσω την ψεύτικη κατηγορία που τόσο πολύ χρόνο ακούγατε για μένα, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου.
Θα ήθελα λοιπόν να γίνει έτσι, αν το θεωρείτε σωστό και για σας και για μένα, και να απολογηθώ με επιτυχία. Ξέρω όμως ότι είναι δύσκολο και βλέπω αρκετά καλά γιατί. Ας γίνει όμως όπως θέλει ο θεός. Εγώ πρέπει να υπακούσω στο νόμο και να απολογηθώ. Ας εξετάσουμε λοιπόν από την αρχή ποια είναι η κατηγορία από την οποία ξεκίνησε η διαβολή εναντίον μου, στην οποία πιστεύοντας ο Μέλητος έκανε αυτή την καταγγελία. Ας δούμε τι έλεγαν οι κατήγοροί μου εκείνοι. Πρέπει λοιπόν, σαν να ήταν αληθινοί κατήγοροι, να σας διαβάσω το κατηγορητήριό τους.
«Ο Σωκράτης είναι ένοχος και ερευνά ψάχνοντας αυτά που βρίσκονται κάτω από τη γη και στον ουρανό, επίσης κάνει τον άδικο λόγο να φαίνεται δίκαιος, και αυτά τα διδάσκει και σε άλλους».
Κάπως έτσι είναι. Γιατί αυτά βλέπετε και σεις οι ίδιοι στην κωμωδία του Αριστοφάνη, δηλαδή κάποιον Σωκράτη να περιφέρεται εκεί, να συζητά, να αεροβατεί και να φλυαρεί, πράγματα για τα οποία εγώ δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Και δεν τα λέω αυτά για να υποτιμήσω την επιστήμη αυτή, αν κάποιος είναι σοφός σε τέτοια ζητήματα – ούτε βέβαια για να αποφύγω αυτές τις κατηγορίες του Μελήτου – αλλά επειδή εγώ, άνδρες Αθηναίοι, δεν έχω καμιά σχέση με αυτά.
Έχω για μάρτυρες τους περισσότερους από εσάς, και σας παρακαλώ να πληροφορήσετε ο ένας τον άλλον και να μιλήσουν όσοι με άκουσαν ποτέ να συζητάω. Και υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας τέτοιοι. Πείτε λοιπόν μεταξύ σας, αν κανείς από σας με άκουσε να συζητάω ποτέ, έστω και για λίγο, γι’ αυτά τα θέματα. Και απ’ αυτό θα καταλάβετε ότι τέτοιου είδους είναι και τα άλλα που λέει για μένα ο κόσμος. Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι αλήθεια ούτε και αυτό αν το ακούσατε είναι αληθινό, ότι δηλαδή εγώ εκπαιδεύω ανθρώπους και παίρνω χρήματα γι’ αυτή τη δουλειά.
Παρόλο που και αυτό μου φαίνεται ότι είναι καλό, αν δηλαδή κάποιος είναι ικανός να εκπαιδεύσει ανθρώπους, όπως ο Γοργίας, ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Γιατί ο καθένας από αυτούς άνδρες Αθηναίοι, μπορεί, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, να πείθει τους νέους – οι οποίοι έχουν την δυνατότητα, χωρίς να πληρώσουν τίποτα να συναναστρέφονται οποιονδήποτε θέλουν από τους συμπολίτες τους – να αφήνουν τις παρέες τους για να συναναστρέφονται αυτούς, πληρώνοντας χρήματα, και να τους χρωστούν από πάνω και ευγνωμοσύνη.
Επίσης υπάρχει κι ένας άλλος άνδρας σοφός εδώ, από την Πάρο καταγόμενος, που έμαθα ότι βρίσκεται στην πόλη μας. Έτυχε κάποτε να συναντήσω κάποιον άνθρωπο που έχει πληρώσει στους σοφιστές πολύ περισσότερα χρήματα από όσα όλοι οι άλλοι μαζί, τον Καλλία του Ιππονίκου. Τον ρώτησα λοιπόν – επειδή έχει και δυο γιους – : «Καλλία, αν αντί για τους δυο γιους σου είχες δυο πουλάρια ή δυο μοσχαράκια, δεν θα ήταν δύσκολο να βρούμε σε ποιον να τα εμπιστευτούμε και ποιον να μισθώσουμε για να μεγαλώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Θα ήταν κάποιος εκπαιδευτής αλόγων ή κάποιος κτηματίας. Τώρα όμως που πρόκειται για ανθρώπους, σε ποιον πρόκειται να τους εμπιστευτείς; Ποιος είναι γνώστης αυτής της αρετής, που ταιριάζει στον άνθρωπο και στον πολίτη; Φαντάζομαι ότι θα έχεις σκεφτεί, αφού έχεις παιδιά. Υπάρχει κάποιος κατάλληλος ή όχι;
- Και βέβαια, μου είπε.
- Ποιος είναι, του είπα. Από πού κατάγεται; Και με πόσα χρήματα διδάσκει;
- Ο Εύηνος, απάντησε, Σωκράτη, από την Πάρο, με πέντε μνες.
Κι εγώ μακάρισα τον Εύηνο, αν όντως κατέχει αυτήν την τέχνη και διδάσκει τόσο καλά. Εγώ ο ίδιος θα υπερηφανευόμουν πολύ αν είχα δεξιότητες και γνώσεις τέτοιου είδους. Αλλά δεν έχω, άνδρες Αθηναίοι. Θα με ρωτούσε ίσως κάποιος από σας: «Μα Σωκράτη, εσύ με τι ασχολείσαι; Πως γεννήθηκαν αυτές οι κατηγορίες εναντίον σου; Γιατί βέβαια αν δεν σε απασχολούσαν πράγματα που δεν απασχολούν άλλους δεν θα δημιουργούσες τόση φήμη, ούτε θα γινόταν τόσος λόγος για σένα, αν δεν έκανες πράγματα που οι πολλοί δεν τα κάνουν. Πες μας λοιπόν τι είναι αυτό, για να μην υποθέτουμε εμείς διάφορα πράγματα για σένα».
Μου φαίνεται ότι σωστά θα μιλούσε όποιος έλεγε αυτά, και θα προσπαθήσω κι εγώ να βρω τι είναι αυτό που δημιούργησε τη φήμη μου και τις εναντίον μου κατηγορίες. Ακούτε λοιπόν προσεκτικά. Ίσως φανεί σε μερικούς από εσάς ότι αστειεύομαι. Να ξέρετε καλά όμως ότι θα σας πω όλη την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, απέκτησα αυτό το όνομα απ’ τη σοφία μου και μόνο. Και ποια είναι αυτή η σοφία; Αυτή που είναι, νομίζω, η ανθρώπινη σοφία. Πράγματι ίσως να την κατέχω αυτή τη σοφία. Ενώ αυτοί, για τους οποίους μιλούσα πριν λίγο, είναι σοφοί με μια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη, αλλιώς δεν ξέρω τι να πω.
Γιατί εγώ δεν τη γνωρίζω αυτή τη σοφία, τη δική τους, και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο λέει ψέματα και το κάνει για να με διαβάλει. Και μην διαμαρτυρηθείτε με φωνές, άνδρες Αθηναίοι, αν σας φανεί ότι σας λέω κάτι υπερβολικό. Γιατί δεν είναι δικά μου τα λόγια που θα πω αλλά κάποιου πολύ αξιόπιστου. Γιατί της δικής μου σοφίας, αν έχω κάποια σοφία, όποια κι αν είναι, θα παρουσιάσω για μάρτυρα τον θεό των Δελφών. Γνωρίζετε βέβαια τον Χαιρεφώντα.
Αυτός ήταν παιδικός μου φίλος και ήταν και δικός σας φίλος, του λαού, και είχε εξοριστεί τότε μαζί σας, και ξαναγύρισε μαζί σας εδώ. Και ξέρετε βέβαια τι χαρακτήρα είχε ο Χαιρεφώντας, πόσο υπερβολικός ήταν σε ό,τι έκανε. Κάποτε λοιπόν που πήγε στους Δελφούς, τόλμησε να ρωτήσει το μαντείο το εξής: – γι’ αυτό που θα πω μην βάλετε τις φωνές, άνδρες – ρώτησε λοιπόν αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από μένα. Απάντησε τότε η Πυθία ότι κανένας δεν είναι σοφότερος. Και γι’ αυτά τα πράγματα είναι μάρτυρας αυτός εδώ, ο αδελφός του, γιατί εκείνος έχει πεθάνει.
Προσέξτε τώρα γιατί σας τα λέω αυτά. Γιατί πρόκειται να σας εξηγήσω πως γεννήθηκε η ψεύτικη κατηγορία εναντίον μου. Όταν τα άκουσα λοιπόν αυτά, σκέφτηκα έτσι: «Τι είναι αυτά που λέει ο Θεός και τι να εννοεί; Γιατί εγώ ξέρω πως δεν είμαι καθόλου σοφός. Τι λέει λοιπόν πως είμαι πιο σοφός απ’ όλους; Δεν μπορεί βέβαια να λέει ψέματα. Δεν είναι δυνατόν αυτό». Και για πολύν καιρό απορούσα τι ήθελε να πει. Πολύ αργότερα άρχισα να εξετάζω το ζήτημα με τον τρόπο που θα σας πω.
Πήγα σε κάποιον απ’ αυτούς που θεωρούνται σοφοί, γιατί ίσως εκεί θα μπορούσα να ελέγξω το μαντείο και να πω στον χρησμό: «Αυτός εδώ είναι σοφότερος από μένα, ενώ εσύ είπες ότι εγώ είμαι». Εξετάζοντάς τον λοιπόν σε βάθος αυτόν – δεν χρειάζεται να πω το όνομά του, – ήταν κάποιος από τους πολιτικούς – εξετάζοντάς τον λοιπόν και συζητώντας μαζί του, έπαθα το εξής, άνδρες Αθηναίοι: μου φάνηκε ότι αυτός ο άνδρας φαινόταν σοφός και σε πολλούς άλλους ανθρώπους και προπαντός στον εαυτό του, ενώ δεν ήταν. Και έπειτα προσπαθούσα να του αποδείξω ότι νόμιζε πως ήταν σοφός, ενώ δεν ήταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως με αντιπάθησε και αυτός και πολλοί από τους παρόντες.
Εγώ λοιπόν καθώς έφευγα σκεφτόμουν ότι: «Απ’ αυτόν τον άνθρωπο εγώ είμαι σοφότερος. Γιατί, όπως φαίνεται, κανένας από τους δύο μας δεν γνωρίζει τίποτα σπουδαίο. Όμως αυτός νομίζει ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει. Ενώ εγώ δεν γνωρίζω βέβαια τίποτα, αλλά ούτε και νομίζω ότι γνωρίζω. Φαίνεται ότι από εκείνον, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είμαι λίγο σοφότερος, γιατί εκείνα που δεν γνωρίζω δεν νομίζω ότι τα γνωρίζω. Μετά πήγα σε κάποιον άλλον, από εκείνους που θεωρούνται σοφότεροι απ’ αυτόν, και κατάλαβα ότι συμβαίνει και μ’ αυτόν ακριβώς το ίδιο. Έτσι με αντιπάθησε κι εκείνος και πολλοί άλλοι.
Μετά απ’ αυτά συνέχισα να πηγαίνω και σε άλλους, παρ’ όλο που ένιωθα – και λυπόμουν και φοβόμουν – πως γινόμουν μισητός, ωστόσο μου φαινόταν ότι ήταν αναγκαίο να προτιμήσω να ερευνήσω τα λόγια του θεού. Έπρεπε λοιπόν να πάω, εξετάζοντας τι θέλει να πει ο χρησμός, σε όλους που θεωρούνταν ότι γνωρίζουν κάτι.
Και μα τον Κύνα, άνδρες Αθηναίοι, – γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια – να τι μου συνέβη: Οι πιο φημισμένοι μου φάνηκαν να ξέρουν σχεδόν τα λιγότερα, όταν τους εξέταζα σύμφωνα με τα λόγια του θεού, ενώ άλλοι, που φαίνονταν κατώτεροι, ήταν πιο συνετοί άνδρες. Πρέπει λοιπόν αυτή την περιπλάνησή μου να σας τη διηγηθώ, σαν άθλους που κατόρθωσα να πραγματοποιήσω, για να μην αφήσω ανεπιβεβαίωτο το χρησμό. Μετά λοιπόν από τους πολιτικούς, πήγα στους ποιητές, κι εκείνους των τραγωδιών κι εκείνους των διθυράμβων και τους άλλους, με σκοπό να πιάσω εδώ τον εαυτό μου να είμαι αμαθέστερος απ’ αυτούς.
Φέρνοντας λοιπόν μαζί μου εκείνα από τα ποιήματά τους που μου φαινόταν ότι τα έχουν δουλέψει περισσότερο, τους ζητούσα να μου εξηγήσουν τι λένε, για να μάθω ταυτόχρονα και κάτι απ’ αυτούς. Ντρέπομαι λοιπόν να σας πω, άνδρες, την αλήθεια. Πρέπει όμως να σας την πω.
Με λίγα λόγια, σχεδόν όλοι όσοι είναι παρόντες θα μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα για τα έργα τους απ’ αυτούς τους ίδιους. Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών. Γιατί πράγματι αυτοί λένε πολλά και καλά, αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτά που λένε. Αυτό μου φαίνεται ότι έχουν πάθει και οι ποιητές. Και ταυτόχρονα κατάλαβα ότι εξαιτίας του ποιητικού τους ταλέντου νομίζουν ότι και στα άλλα είναι οι πιο σοφοί από τους ανθρώπους, ενώ δεν είναι. Έφυγα λοιπόν και από εκεί με τη σκέψη ότι έχω το ίδιο πλεονέκτημα απέναντί τους, όπως και με τους πολιτικούς.
Στο τέλος πήγα στους χειροτέχνες. Γιατί ήξερα ότι εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, ήξερα όμως ότι αυτούς θα τους εύρισκα να γνωρίζουν πολλά και καλά. Και σ’ αυτό δεν διαψεύστηκα, γιατί γνώριζαν αυτά που εγώ δεν γνώριζα και ως προς αυτά ήταν σοφότεροι από εμένα. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, μου φάνηκαν να έχουν το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές και οι καλοί καλλιτέχνες. Επειδή ασκούσε καλά την τέχνη του ο καθένας απ’ αυτούς, νόμιζε ότι και στα άλλα είναι πάρα πολύ σοφός, και αυτό το σφάλμα τους σκίαζε κι εκείνη τη σοφία που πράγματι κατείχαν.
Έτσι λοιπόν κατέληξα να αναρωτιέμαι – για να δικαιώσω το χρησμό – τι από τα δύο θα προτιμούσα, να είμαι όπως είμαι, δηλαδή να μην είμαι ούτε σοφός με τη δικιά τους σοφία αλλά ούτε και αμαθής με τη δικιά τους αμάθεια, ή να είμαι και σοφός και αμαθής όπως εκείνοι. Απαντούσα λοιπόν και στον εαυτό μου και στον χρησμό ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι. Από αυτήν τη συνήθεια, άνδρες Αθηναίοι, γεννήθηκαν πολλές έχθρες εναντίον μου και μάλιστα τόσο δυσάρεστες και βαριές, ώστε να γεννηθούν απ’ αυτές πολλές συκοφαντίες και να μου βγει η φήμη ότι είμαι σοφός.
Γιατί κάθε φορά που αποδεικνύω την άγνοια κάποιου, νομίζουν οι παρόντες ότι είμαι σοφός σ’ αυτά που εκείνος δεν γνωρίζει. Όπως φαίνεται όμως, άνδρες, ο θεός μόνο είναι πράγματι σοφός και μ’ αυτόν το χρησμό αυτό λέει, ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία, ίσως και καμία. Και πιθανόν να υποδεικνύει τον Σωκράτη, και να χρησιμοποιεί το όνομά μου φέροντάς με για παράδειγμα, σα να ήθελε να πει: «Εκείνος από σας είναι, άνθρωποι, ο σοφότερος που, σαν το Σωκράτη, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διόλου σοφός».
Όλα αυτά λοιπόν εγώ ακόμα και τώρα τα στριφογυρίζω στο μυαλό μου, τα εξετάζω και τα ερευνώ, ακολουθώντας τα λόγια του θεού, κάθε φορά που νομίσω ότι κάποιος είναι σοφός, είτε συμπολίτης μας είτε ξένος. Και όταν έχω την αίσθηση ότι δεν είναι σοφός, βοηθώ τον θεό αποδεικνύοντάς το. Έτσι, όντας απασχολημένος μ’ αυτό το έργο δεν ευκαιρώ ούτε για την πόλη να κάνω τίποτα αξιόλογο ούτε για την οικογένειά μου, αλλά βρίσκομαι σε φοβερή φτώχεια υπηρετώντας το θεό.
Εκτός από αυτά όμως οι νέοι που με ακολουθούν με τη θέλησή τους – και είναι εκείνοι που έχουν τον περισσότερο χρόνο διαθέσιμο, οι πιο πλούσιοι – ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω τους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί. Προσπαθούν έπειτα, να εξετάσουν και οι ίδιοι, άλλους. Και βρίσκουν, όπως φαίνεται, μεγάλη αφθονία από ανθρώπους που νομίζουν ότι γνωρίζουν κάτι, ενώ λίγα πράγματα μόνο γνωρίζουν ή ακόμα και τίποτα. Τότε όσοι εξετάζονται εξοργίζονται με εμένα αλλά όχι μ’ εκείνους. Λένε μάλιστα ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους.
Και όταν τους ρωτάει κανείς τι κάνει και τι διδάσκει για να πετυχαίνει κάτι τέτοιο, δεν έχουν τι να απαντήσουν γιατί δεν το ξέρουν. Για να μη φανεί όμως ότι δεν έχουν τι να πουν, λένε ό,τι έχουν πρόχειρο εναντίον των φιλοσόφων γενικώς, «πως ερευνά ό,τι συμβαίνει στον ουρανό και κάτω από τη γη», «ότι δεν πιστεύει στους θεούς» και «ότι κάνει αυτό που είναι λάθος να φαίνεται για σωστό». Γιατί την αλήθεια νομίζω, δεν θα ήθελαν να πουν, ότι δηλαδή προσποιούνται ότι γνωρίζουν, ενώ τίποτα δεν γνωρίζουν. Καθώς είναι λοιπόν φιλόδοξοι και φανατικοί και πολλοί, και μιλάνε όλοι μαζί και πειστικά για μένα, έχουν γεμίσει τα αυτιά σας και από παλιά και τώρα συκοφαντώντας με άγρια.
Απ’ αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν, ο Μέλητος οργιζόμενος για λογαριασμό των ποιητών, ο Άνυτος υπερασπιζόμενος τους πολιτικούς και ο Λύκων τους ρήτορες. Ώστε, όπως έλεγα στην αρχή, θα απορούσα αν κατόρθωνα να βγάλω από το μυαλό σας σε τόσο λίγο χρόνο αυτές τις συκοφαντίες που έχουν συσσωρευτεί. Αυτή είναι, άνδρες Αθηναίοι, η αλήθεια, και σας τη λέω χωρίς να σας κρύψω τίποτα απολύτως και χωρίς να παραποιήσω τίποτα. Παρ’ όλο που ξέρω ότι για τον ίδιο λόγο σας γίνομαι μισητός. Αυτό άλλωστε είναι απόδειξη ότι λέω την αλήθεια και ότι από εδώ ξεκινούν οι συκοφαντίες και ότι αυτές είναι οι αιτίες τους.
Και είτε τώρα είτε άλλοτε να εξετάσετε αυτά, θα βρείτε ότι έτσι είναι. Για όσα λοιπόν με κατηγορούσαν οι πρώτοι μου κατήγοροι, αρκεί για σας αυτή μου η απολογία. Στον Μέλητο τώρα, τον καλό και αφοσιωμένο στην πόλη, όπως λένε, και στους πρόσφατους κατηγόρους μου, θα προσπαθήσω να απολογηθώ. Πάλι λοιπόν, επειδή πρόκειται για διαφορετικούς κατηγόρους, ας ακούσουμε το κατηγορητήριό τους. Λέει λοιπόν περίπου τα εξής: Λένε ότι ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, αλλά σε άλλες καινούργιες θεότητες.
Αυτή λοιπόν είναι η κατηγορία. Ας την εξετάσουμε λεπτομερώς. Λέει λοιπόν ότι είμαι ένοχος επειδή διαφθείρω τους νέους. Εγώ όμως, λέω, άνδρες Αθηναίοι, ότι είναι ένοχος ο Μέλητος, επειδή αστειεύεται σοβαρά, σέρνοντας με μεγάλη επιπολαιότητα ανθρώπους στα δικαστήρια, προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα για τα οποία ποτέ δε νοιάστηκε. Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω ότι πράγματι έτσι είναι. Έλα λοιπόν, Μέλητε, και πες μας: Υπάρχει τίποτα άλλο που να σε ενδιαφέρει πιο πολύ από τη βελτίωση των νέων;
- Όχι βέβαια. Έλα λοιπόν, πες σ’ αυτούς εδώ, ποιος τους κάνει καλύτερους; Γιατί είναι φανερό ότι το ξέρεις, αφού ενδιαφέρεσαι. Έχοντας βρει εκείνον που τους διαφθείρει, όπως λες, με φέρνεις εδώ ενώπιον των δικαστών και με κατηγορείς. Έλα, πες μας τώρα, ποιος τους κάνει καλύτερους. Φανέρωσέ τον σ’ όσους μας ακούν.
Βλέπεις, Μέλητε, ότι σιωπάς, ότι δεν έχεις τι να πεις; Δεν νομίζεις ότι η σιωπή σου είναι ντροπή, ότι αποτελεί αρκετή απόδειξη για τον ισχυρισμό μου, ότι δε νοιάζεσαι καθόλου γι’ αυτό το ζήτημα; Αλλά πες μας, φίλε μου, ποιος κάνει τους νέους καλύτερους;
- Οι νόμοι.
- Μα δεν ρωτάω αυτό, αγαπητέ μου, αλλά ποιος άνθρωπος, ο οποίος βέβαια θα έχει πρώτα μάθει και τους νόμους.
- Αυτοί, Σωκράτη, οι δικαστές.
- Τι λες, Μέλητε; Αυτοί εδώ είναι ικανοί να μορφώνουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους;
- Ασφαλώς.
- Όλοι γενικά ή μόνο μερικοί απ’ αυτούς;
- Όλοι γενικά.
- Καλά τα λες, μα την Ήρα. Μεγάλη έχουμε αφθονία από ωφέλιμους ανθρώπους. Και αυτοί εδώ οι ακροατές τους κάνουν καλύτερους ή όχι;
- Και αυτοί.
- Και οι βουλευτές;
- Και οι βουλευτές.
- Μήπως τότε, Μέλητε, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές, διαφθείρουν τους νεότερους; Ή κι εκείνοι, όλοι γενικά, τους κάνουν καλύτερους;
- Κι εκείνοι.
- Όλοι λοιπόν, όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι τους κάνουν καλούς και άξιους εκτός από μένα, και μόνον εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες;
- Έτσι ακριβώς.
- Πόσο δυστυχισμένο με θεωρείς! Απάντησέ μου όμως: νομίζεις ότι και με τα άλογα συμβαίνει το ίδιο ; Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, και μόνο ένας είναι που τα χαλάει; Ή συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, και μόνο ένας μπορεί να τα κάνει καλύτερα, ή πολύ λίγοι μόνο, οι ιπποκόμοι; Ενώ οι άλλοι, οι πολλοί, όταν ασχολούνται με άλογα και τα χρησιμοποιούν, τα χαλάνε; Δεν ισχύει αυτό, Μέλητε, και για τα άλογα και για όλα τα άλλα ζώα; Ισχύει, είτε το παραδεχτείτε εσύ κι ο Άνυτος είτε όχι. Θα ήταν λοιπόν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν ένας μόνο τους διέφθειρε και όλοι οι άλλοι τους ωφελούσαν.
Αλλά όμως, Μέλητε, είναι ολοφάνερο πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και απέδειξες καθαρά την αμέλειά σου, ότι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για τα πράγματα για τα οποία με κατηγορείς. Πες μας ακόμα, στο όνομα του Δία, Μέλητε, τι είναι καλύτερο, να ζεις ανάμεσα σε καλούς πολίτες ή σε κακούς; Έλα φίλε μου, απάντησε. Δεν σε ρωτάω τίποτα δύσκολο. Οι κακοί δεν βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους, και οι καλοί δεν τους ωφελούν;
- Ασφαλώς.
- Υπάρχει λοιπόν κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται από τους δικούς του, και όχι να ωφελείται; Απάντησε, αγαπητέ μου. Ο νόμος προστάζει να απαντήσεις. Υπάρχει κανένας που θα ήθελε να βλάπτεται;
- Όχι βέβαια.
- Έλα λοιπόν, πες μας, με κατηγορείς εδώ ότι διαφθείρω τους νέους και τους κάνω κακούς; Γίνεται αυτό με τη θέλησή μου ή χωρίς τη θέλησή μου;
- Με τη θέλησή σου βέβαια.
- Τι είναι αυτά που λες, Μέλητε; Είσαι τόσο σοφότερος εσύ από μένα, παρ’ όλο που είσαι τόσο νεότερός μου, ώστε ενώ ξέρεις ότι οι κακοί βλάπτουν πάντοτε εκείνους που βρίσκονται κοντά τους και οι καλοί τους ωφελούν, λες ότι εγώ έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο αμάθειας που με το να μην με ενδιαφέρει αν κάνω κάποιον από τους γύρω μου να γίνει κακός, μπαίνω κι εγώ ο ίδιος στον κίνδυνο να μου κάνει κάτι κακό; Και αυτό το τόσο μεγάλο κακό το κάνω, όπως λες, με τη θέλησή μου; Δεν με πείθεις γι’ αυτό, Μέλητε, και θαρρώ πως κανέναν άλλον δεν πείθεις. Αλλά ή δεν τους διαφθείρω, ή, αν τους διαφθείρω, το κάνω χωρίς να το θέλω. Πάντως εσύ και στις δύο περιπτώσεις λες ψέματα.
Αν όμως τους διαφθείρω χωρίς τη θέλησή μου, για τέτοια αθέλητα σφάλματα ο νόμος δεν ορίζει να με φέρεις στο δικαστήριο, αλλά να με πάρεις ιδιαιτέρως, και να με συμβουλεύσεις και να με νουθετήσεις. Γιατί είναι φανερό ότι, αφού το καταλάβω, θα πάψω να κάνω ό,τι έκανα ακούσια.
Εσύ όμως απέφυγες να το κάνεις αυτό και δεν θέλησες να έρθεις να με βρεις και να με νουθετήσεις. Και με φέρνεις σ’ αυτό το δικαστήριο, όπου ο νόμος ορίζει να φέρνουν εκείνους που χρειάζονται τιμωρία και όχι εκείνους που χρειάζονται νουθεσία. Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, είναι πια φανερό εκείνο που ήδη έλεγα, ότι δηλαδή ο Μέλητος δε νοιάστηκε ποτέ στο ελάχιστο γι’ αυτά. Όμως πες μας: Με ποιον τρόπο Μέλητε, λες ότι διαφθείρω τους νεότερους; Όπως φαίνεται και από την καταγγελία σου, διδάσκοντάς τους να μην πιστεύουν στους Θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά σε άλλους καινούργιους δαίμονες; Δεν λες ότι διδάσκοντας αυτά τους διαφθείρω;
- Ακριβώς αυτά λέω.
- Στο όνομα λοιπόν αυτών των Θεών για τους οποίους γίνεται τώρα λόγος, Μέλητε, εξήγησέ μας με μεγαλύτερη σαφήνεια και σε μένα και σ’ αυτούς εδώ τους άνδρες, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις να πεις. Λες ότι διδάσκω να πιστεύουν ότι υπάρχουν μερικοί Θεοί – άρα και εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν Θεοί και δεν είμαι εντελώς άθεος και δεν μπορώ να κατηγορηθώ γι’ αυτό -αλλά ότι δεν είναι αυτοί της πόλης, αλλά άλλοι, και γι’ αυτό ακριβώς με κατηγορείς, επειδή είναι άλλοι; Ή ισχυρίζεσαι ότι δεν έχω πίστη στους Θεούς, πράγμα που διδάσκω και στους άλλους;
- Ακριβώς, λέω ότι δεν πιστεύεις καθόλου στους Θεούς.
- Καλέ μου Μέλητε, πως τα λες αυτά;
Δεν πιστεύω λοιπόν ούτε για τον ήλιο ούτε για τη σελήνη ότι είναι θεοί, όπως οι άλλοι άνθρωποι;
- Μα τον Δία, άνδρες δικαστές, για τον ήλιο λεει ότι είναι πέτρα και για τη σελήνη ότι είναι γη.
- Τον Αναξαγόρα νομίζεις ότι κατηγορείς, αγαπητέ μου Μέλητε. Και τόσο μικρή ιδέα έχεις γι’ αυτούς εδώ, τους θεωρείς τόσο αγράμματους, ώστε να μη γνωρίζουν ότι τα βιβλία του
Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα από τέτοια λόγια; Από εμένα θα τα μάθαιναν αυτά οι νέοι, ενώ θα μπορούσαν, όποτε ήθελαν, να αγοράσουν τα βιβλία αυτά από την ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή, και να κοροϊδεύουν το Σωκράτη, αν υποστηρίζει ότι είναι δικά του, πράγματα μάλιστα τόσο περίεργα. Αλλά, στο όνομα του Δία, έτσι σου φαίνομαι; Ότι δεν πιστεύω σε κανένα Θεό;
- Όχι, μα το Δία, σε κανέναν απολύτως.
- Ούτε τον εαυτό σου, Μέλητε, μου φαίνεται ότι δεν πιστεύεις πια. Αυτός εδώ μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι σας περιφρονεί πολύ και ότι είναι τελείως αναίσχυντος, και ότι έκανε αυτή την καταγγελία από αλαζονεία και αναισχυντία και νεανική επιπολαιότητα. Φαίνεται σα να έχει φτιάξει ένα γρίφο για να με δοκιμάσει:
«Θα καταλάβει άραγε ο Σωκράτης ο σοφός ότι αστειεύομαι και ότι αντιφάσκω ή θα τον εξαπατήσω και αυτόν και τους άλλους που με ακούνε;» Γιατί νομίζω πως είναι φανερό ότι ίδιος αντιφάσκει στην καταγγελία του και είναι σαν να έλεγε: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους Θεούς, πιστεύοντας όμως στους Θεούς». Μα είναι αστείο. Εξετάστε κι εσείς μαζί μου, άνδρες, πως αντιλαμβάνομαι αυτά που λέει. Κι εσύ απάντησέ μας, Μέλητε. Όσο για σας, θυμηθείτε αυτό που σας ζήτησα από την αρχή, και μη διαμαρτύρεσθε όταν μιλάω με το συνηθισμένο μου τρόπο.
Είναι κανένας, Μέλητε, από τους ανθρώπους που να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; Ας μου απαντήσει, άνδρες, και ας μη διαμαρτύρεται λέγοντας άλλα αντί άλλων. Είναι κανένας που να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άλογα, αλλά να πιστεύει ότι υπάρχει ιππασία; Ή που ενώ δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αυλητές, πιστεύει ότι υπάρχει αυλητική τέχνη; Δεν είναι δυνατόν αυτό, φίλε μου. Κι αν εσύ δεν θέλεις να απαντήσεις, στο λέω εγώ, και σ’ εσένα και σ’ αυτούς εδώ. Απάντησέ μου όμως τουλάχιστον σ’ αυτό που σε ρωτάω τώρα: είναι κανείς που να πιστεύει στη δύναμη των θεοτήτων και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν θεότητες;
- Δεν είναι δυνατόν αυτό.
Με βοηθάς απαντώντας έτσι, έστω και με το ζόρι, επειδή αναγκάζεσαι απ’ αυτούς εδώ να το κάνεις. Λες λοιπόν ότι και πιστεύω στη δύναμη των Θεοτήτων, και διδάσκω ότι υπάρχουν, είτε πρόκειται για καινούργιες είτε για παλιές, αλλά πάντως πιστεύω στη δύναμη των Θεοτήτων, σύμφωνα με τα λόγια σου, και μάλιστα αυτό το αναφέρεις και στην ένορκη καταγγελία σου.
Αλλά αν πιστεύω στη δύναμή τους, είναι απολύτως αναγκαίο να πιστεύω ότι υπάρχουν Θεότητες.
Δεν είναι έτσι; Ασφαλώς. Σε βάζω να συμφωνείς μαζί μου, επειδή δεν απαντάς. Τις Θεότητες λοιπόν δεν τις θεωρούμε είτε Θεούς είτε παιδιά των Θεών; Συμφωνείς ή όχι;
- Βέβαια.
- Αν λοιπόν πιστεύω στις Θεότητες, όπως λες εσύ, αν μεν είναι κάποιοι Θεοί οι δαίμονες, τότε δεν ισχύει ο ισχυρισμός μου, ότι μιλάς με γρίφους και μας κοροϊδεύεις; Γιατί λες ότι εγώ δεν πιστεύω στους Θεούς αλλά ταυτόχρονα και ότι πιστεύω, εφόσον πιστεύω στις Θεότητες. Αν πάλι οι Θεότητες είναι παιδιά θεών, είτε νόθα είτε από νύμφες είτε από άλλες μητέρες, όπως λένε, ποιος από τους ανθρώπους θα πίστευε ότι ενώ υπάρχουν παιδιά των Θεών, δεν υπάρχουν Θεοί;
Το ίδιο παράλογο θα ήταν να πίστευε κανείς ότι υπάρχουν παιδιά των αλόγων και των γαϊδουριών, τα μουλάρια, αλλά να μην πίστευε ότι υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια. Όχι, Μέλητε, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψες αυτά στην καταγγελία σου για άλλο λόγο παρά μόνο γιατί δεν έβρισκες κανένα αληθινό αδίκημα για να με κατηγορήσεις. Αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πείσεις κάποιον άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει ελάχιστη νοημοσύνη, ότι μπορεί κάποιος που πιστεύει στη δύναμη των Θεοτήτων να μην πιστεύει στη δύναμη των θεών, ή το αντίθετο, ότι μπορεί κάποιος που δεν πιστεύει σε Θεότητες να πιστεύει είτε στους Θεούς είτε στους ήρωες.
Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω με περισσότερα επιχειρήματα ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία του Μέλητου. Αρκούν αυτά που είπα. Εκείνο όμως που έλεγα προηγουμένως, ότι προκάλεσα τη μεγάλη εχθρότητα πολλών ανθρώπων, είναι απολύτως αληθινό. Και αυτό είναι που θα με καταστρέψει, αν με καταστρέψει: δεν θα είναι ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος, αλλά οι συκοφαντίες και ο φθόνος των πολλών. Αυτά στ’ αλήθεια κατέστρεψαν και νομίζω θα καταστρέψουν στο μέλλον πολλούς άλλους δίκαιους ανθρώπους.
Γιατί δεν πιστεύω ότι θα σταματήσει σ’ εμένα το κακό.
Θα μπορούσε όμως να πει κανείς: «Δεν ντρέπεσαι, Σωκράτη, που έχεις κάνει τέτοια πράγματα ώστε τώρα να κινδυνεύεις να πεθάνεις;» Κι εγώ τότε θα του έδινα τη σωστή απάντηση, λέγοντας ότι: «Κάνεις λάθος, άνθρωπε, αν νομίζεις πως ένας άνδρας που θέλει να ωφελήσει έστω και λίγο τους άλλους πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Ενώ το μόνο που πρέπει να σκέφτεται, όταν ενεργεί, είναι αν ενεργεί δίκαια ή άδικα και αν η συμπεριφορά του είναι καλού ή κακού ανθρώπου.
Γιατί τότε θα ήταν ανάξιοι, σύμφωνα με τα λεγόμενά σου, όσοι από τους ημίθεους σκοτώθηκαν στην Τροία, και όλοι οι άλλοι, και ο γιος της Θέτιδας. Αυτός τόσο πολύ περιφρονούσε τον κίνδυνο, μπροστά στο ενδεχόμενο να ντροπιαστεί, ώστε, όταν του είπε η μητέρα του, που ήταν Θεά, τότε που ήθελε να σκοτώσει τον Έκτορα, τα εξής παρακάτω – αν θυμάμαι καλά – λόγια:
«Παιδί μου, αν εκδικηθείς το φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα, θα πεθάνεις κι εσύ. Γιατί αμέσως μετά τον Έκτορα θα έρθει και το δικό σου τέλος», εκείνος – ενώ τα άκουσε αυτά – αδιαφόρησε για τον θάνατο και τον κίνδυνο, και πιο πολύ φοβήθηκε να ζήσει σαν δειλός που εκδίκηση δεν παίρνει για τους φίλους του.
«Ας πεθάνω αμέσως, είπε, φτάνει να τιμωρήσω εκείνον που έφταιξε και να μη μένω πια εδώ ντροπιασμένος, κοντά στα καμπυλόπρυμνα καράβια, βάρος της γης». Νομίζεις ότι νοιάστηκε αυτός για τον θάνατο και τον κίνδυνο; Και πράγματι, άνδρες Αθηναίοι, έτσι είναι. Εκεί που θα ταχθεί κανείς, είτε από μόνος του, επειδή πιστεύει ότι πράττει το καλύτερο, είτε από κάποιον άρχοντα, εκεί οφείλει, θαρρώ, να παραμείνει, διακινδυνεύοντας και χωρίς να λογαριάζει ούτε θάνατο ούτε τίποτα άλλο, μπροστά στην ατίμωση.
Θα είχα λοιπόν κάνει πολύ άσχημα, άνδρες Αθηναίοι, αν όταν με διέταξαν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε, να πολεμήσω στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη, στο Δήλιο, έμενα τότε στο καθήκον που μου όριζαν, όπως και οι άλλοι, και έβαζα σε κίνδυνο τη ζωή μου, και όταν μου όριζε ο Θεός – κατά τη δική μου πάντα αντίληψη -ότι πρέπει να ζω φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, να φοβόμουν είτε το θάνατο είτε οτιδήποτε άλλο, και να εγκατέλειπα τη θέση μου.
Θα ήταν φοβερό, και πράγματι τότε θα ήταν δίκαιο να με φέρει κανείς στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι δεν πιστεύω στους Θεούς και ότι δεν υπακούω στον χρησμό, και ότι φοβάμαι τον θάνατο και ότι νομίζω πως είμαι σοφός ενώ δεν είμαι. Γιατί το να φοβάται κανείς τον θάνατο, άνδρες, δεν είναι τίποτα άλλο από το να νομίζει κανείς ότι είναι σοφός χωρίς να είναι. Να νομίζει ότι γνωρίζει αυτά που δε γνωρίζει. Γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε αν συμβαίνει να είναι το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, κι όμως τον φοβούνται σα να ξέρουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό.
Και δεν είναι αμάθεια αυτό επονείδιστη, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει;
Εγώ όμως, άνδρες, σ’ αυτό ακριβώς διαφέρω ίσως από τους περισσότερους και αν λέω ότι είμαι σε κάτι σοφότερος από κάποιον άλλον είναι σ’ αυτό το σημείο, ότι μη γνωρίζοντας αρκετά για τον Άδη, παραδέχομαι την άγνοιά μου. Γνωρίζω όμως ότι είναι κακό και ντροπή να βλάπτει κανείς έναν καλύτερο και να μην υπακούει σ’ αυτόν, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος Έτσι λοιπόν ποτέ δεν θα φοβηθώ και δεν θα αποφύγω να κάνω κάτι, διαπράττοντας κακές πράξεις που γνωρίζω ότι είναι κακές, για να επιτύχω άλλες που δεν γνωρίζω αν είναι πράγματι καλές.
Ώστε ακόμα κι αν με αφήνατε τώρα ελεύθερο, μη πιστεύοντας στον Άνυτο, ο οποίος σας είπε ότι είτε από την αρχή δεν έπρεπε καθόλου να δικαστώ, ή, αφού δικάζομαι, δεν είναι δυνατόν να μη με καταδικάσετε σε θάνατο. Γιατί, πρόσθεσε, αν γλιτώσει, οι γιοι σας, που ήδη κάνουν ό,τι τους διδάσκει ο Σωκράτης, θα καταστραφούν όλοι εντελώς. Αν λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, μου λέγατε: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστέψουμε τον Άνυτο και θα σε αφήσουμε ελεύθερο, με τον εξής όμως όρο, ότι δεν θα περνάς πια την ώρα σου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας.
Κι αν πιαστείς να το κάνεις αυτό το πράγμα, θα πεθάνεις». Αν λοιπόν, όπως είπα, μ’ αυτόν τον όρο μ’ αφήνατε ελεύθερο, θα σας έλεγα ότι: «Εγώ, άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον Θεό κι όχι σε σας, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε από σας τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι: «Πως εσύ, αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πως θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην ενδιαφέρεσαι ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;»
Και αν κάποιος από σας αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως ούτε θα φύγω, αλλά θα του υποβάλλω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρ’ όλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα. Αυτά θα τα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, είτε είναι νεότερος είτε μεγαλύτερος, είτε ξένος είτε συμπολίτης μας, και κυρίως στους συμπολίτες μας, που είναι πιο δικοί μου. Γιατί αυτά με προστάζει ο θεός καταλάβετέ το καλά.
Και εγώ πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για σας και για την πόλη από αυτήν την υπηρεσία μου που προσφέρω στον Θεό. Γιατί περιφέρομαι μη κάνοντας τίποτα άλλο από το να πείθω τους νεότερους και τους πιο ηλικιωμένους ανάμεσά σας να μην φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τα χρήματά τους με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή τους, πως θα γίνει καλύτερη, λέγοντας τους ότι η αρετή δεν γίνεται από τα χρήματα, αλλά τα χρήματα και όλα τα άλλα ανθρώπινα αγαθά, και τα ιδιωτικά και τα δημόσια, από την αρετή.
Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά. Κι αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ άλλα λέω και όχι ό,τι σας είπα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, άνδρες Αθηναίοι, ή να ακούσετε τον Άνυτο ή να μην τον ακούσετε, και ή να μ’ αφήσετε ελεύθερο ή να μη μ’ αφήσετε, γιατί εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω σε ό,τι κάνω, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές.
Μη διαμαρτύρεσθε, άνδρες Αθηναίοι, κάντε ό,τι σας παρακάλεσα. Μην διαμαρτύρεσθε για ό,τι λέω, αλλά ακούτε. Γιατί πιστεύω ότι ακούγοντάς με θα ωφεληθείτε. Γι’ αυτά τα άλλα που πρόκειται να σας πω θα βάλετε ίσως τις φωνές, αλλά να μην το κάνετε. Να ξέρετε καλά όμως, ότι αν με θανατώσετε, και είμαι πράγματι αυτός που λέω εγώ, δεν θα βλάψετε τόσο εμένα όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Γιατί εμένα σε τίποτε δεν μπορούν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος. Δεν θα είχαν τη δυνατότητα, γιατί πιστεύω ότι δεν γίνεται ο χειρότερος άνθρωπος να βλάψει έναν καλύτερο.
Θα μπορούσε βέβαια να με σκοτώσει ίσως ή να με εξορίσει ή και να μου στερήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα. Αυτά τα πράγματα ίσως αυτός ή κάποιος άλλος να τα θεωρεί μεγάλο κακό. Όχι όμως εγώ. Θεωρώ πολύ χειρότερο να κάνει κανείς ό,τι κάνει αυτός τώρα, προσπαθώντας να σκοτώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν απολογούμαι καθόλου για χάρη του εαυτού μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για χάρη σας, για να μην αμαρτήσετε προς τον θεό, καταδικάζοντάς με, περιφρονώντας αυτό που σας έδωσε.
Γιατί αν με σκοτώσετε, άλλον σαν κι εμένα δεν θα βρείτε – για να το πω απλά αλλά κι αστεία -που να τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη, η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει νωθρό μεγάλο άλογο ράτσας και χρειάζεται αλογόμυγα να την ξυπνάει. Νομίζω ότι σαν τέτοια με έχει βάλει στην πόλη ο θεός, να μη σταματώ όλη τη μέρα να σας ξυπνώ, να σας πείθω και τον καθένα χωριστά να επικρίνω τριγυρίζοντας παντού.
Δεν θα βρεθεί λοιπόν εύκολα άλλος τέτοιος για σας, άνδρες, και αν με πιστεύετε, πρέπει να με αθωώσετε. Ίσως όμως να βαρεθείτε γρήγορα, όπως όσοι ξυπνάνε νυσταγμένοι, και, έχοντας πειστεί από τον Άνυτο, με ένα χτύπημα να με σκοτώσετε εύκολα. Και έπειτα θα περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας κοιμώμενοι, αν δεν σας φροντίσει ο θεός και δεν σας στείλει κάποιον άλλον.
Το ότι πράγματι εγώ είμαι εκείνος που έδωσε ο Θεός στην πόλη γι’ αυτόν τον σκοπό, μπορείτε να το καταλάβετε εύκολα: γιατί δεν φαίνεται ανθρώπινο να έχω παραμελήσει όλες τις υποθέσεις μου και να ανέχομαι να είναι τόσα χρόνια παραμελημένοι οι δικοί μου, για να φροντίζω εσάς, πλησιάζοντας τον καθένα χωριστά, σαν να ήμουν πατέρας σας ή μεγαλύτερος αδελφός σας, για να σας πείθω να ασχοληθείτε με την αρετή. Αν βέβαια είχα κάποιο όφελος απ’ αυτό και σας παρακινούσα να το κάνετε παίρνοντας αμοιβή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω. Τώρα όμως, βλέπετε οι ίδιοι, ότι οι κατήγοροι, ενώ για όλα τα άλλα τόσο αναίσχυντα με κατηγορούν, γι’ αυτό δεν τόλμησαν να με κατηγορήσουν και να βρουν κάποιον μάρτυρα, πως εγώ είτε πήρα ποτέ αμοιβή είτε ζήτησα.
Κι αυτό γιατί, όπως νομίζω, διαθέτω έναν αρκετά αξιόπιστο μάρτυρα, την φτώχεια μου. Ίσως λοιπόν να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ τριγυρνώντας ανάμεσά σας σας συμβουλεύω ιδιαιτέρως και μιλώ για πολλά πράγματα, δημόσια δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο πλήθος να συμβουλεύσω την πόλη. Αιτία αυτού του πράγματος είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή, αυτό το έγραψε και στην καταγγελία του διακωμωδώντας το ο Μέλητος.
Σε μένα λοιπόν αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουνα παιδί, είναι μια φωνή που ακούω, η οποία, όποτε την ακούω, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή είναι που με εμποδίζει να ασχοληθώ με την πολιτική. Και μου φαίνεται ότι κάνει πάρα πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να το ξέρετε καλά, άνδρες Αθηναίοι. Αν εγώ από παλιά είχα επιχειρήσει να ασχοληθώ με την πολιτική, από παλιά θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει σε τίποτα ούτε τον εαυτό μου.
Και μη μου θυμώνετε που λέω την αλήθεια. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να διασωθεί, είτε από σας είτε από οποιοδήποτε άλλο πλήθος, όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια και εμποδίζει να γίνονται στην πόλη πολλά άδικα πράγματα και παράνομα. Αλλά είναι αναγκαίο εκείνος που πράγματι μάχεται για το δίκαιο, αν πρέπει να διασωθεί για λίγο χρονικό διάστημα, να παραμείνει ιδιώτης και να μην συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Και θα σας δώσω μεγάλες αποδείξεις γι’ αυτό, όχι λόγια, αλλά εκείνα που εσείς εκτιμάτε περισσότερο, έργα.
Ακούστε λοιπόν αυτά που μου συνέβησαν, για να δείτε ότι δεν υποχωρώ σε τίποτα που να είναι αντίθετο στο δίκαιο από το φόβο του θανάτου, ακόμα κι αν μη υποχωρώντας θα πέθαινα. Θα σας μιλήσω και με λόγια κοινά και με τη γλώσσα των δικαστηρίων, αλλά θα σας πω την αλήθεια. Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν κατέλαβα ποτέ κανένα άλλο αξίωμα στην πόλη, διετέλεσα όμως κάποτε βουλευτής και έτυχε να πρυτανεύει η δική μας η φυλή, η Αντιοχίς, τότε που εσείς, τους δέκα στρατηγούς που δεν μάζεψαν τους ναυαγούς μετά τη ναυμαχία, θέλατε να τους δικάσετε όλους μαζί, παράνομα, όπως αργότερα το καταλάβατε όλοι σας.
Τότε, μόνος από όλους τους πρυτάνεις σας εναντιώθηκα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να κάνετε τίποτα αντίθετο προς τους νόμους, και ψήφισα ενάντια στη θέλησή σας. Και ενώ ήταν έτοιμοι οι ρήτορες να με καταγγείλουν και να στείλουν να με συλλάβουν, και εσείς τους παροτρύνατε με φωνές, έκρινα ότι είναι προτιμότερο να διακινδυνεύσω όντας με την πλευρά του νόμου και του δικαίου, παρά να είμαι με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεφτόσαστε δίκαια, από φόβο μήπως φυλακισθώ ή θανατωθώ.
Και αυτά συνέβαιναν ενώ ακόμα υπήρχε δημοκρατία στην πόλη. Αλλά και όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα πάλι, αφού με κάλεσαν μαζί με τους άλλους τέσσερις στη Θόλο, μας διέταξαν να πάμε να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον σκοτώσουν. Τέτοιες διαταγές έδιναν συχνά και σε πολλούς άλλους, επειδή ήθελαν να εμπλέξουν στα εγκλήματά τους όσο το δυνατόν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ, όχι με τα λόγια, αλλά έμπρακτα, απέδειξα πάλι ότι εμένα – για να μιλήσω πιο καθαρά – δεν με ενδιαφέρει διόλου ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω κάτι άδικο κι ανόσιο.
Γιατί εμένα εκείνο το καθεστώς, παρά την ισχύ του, δεν με φόβισε τόσο ώστε να αναγκαστώ να κάνω κάτι άδικο. Αλλά αφού βγήκαμε από τη Θόλο, ενώ οι τέσσερις πήγαν στη Σαλαμίνα και έφεραν τον Λέοντα, εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και ίσως να είχα πεθάνει γι’ αυτή μου την πράξη, αν δεν είχε καταλυθεί σύντομα η εξουσία τους. Γι’ αυτά μπορούν να σας μιλήσουν πολλοί μάρτυρες.
Νομίζετε λοιπόν ότι θα είχα φτάσει σ’ αυτήν την ηλικία, αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική και αν πράττοντας ως τίμιος άνθρωπος υποστήριζα το δίκαιο και αν, όπως πρέπει, φρόντιζα γι’ αυτό περισσότερο απ’ όλα; Κάθε άλλο, άνδρες Αθηναίοι. Ούτε και κανένας άλλος άνθρωπος.
Αλλά εγώ σε όλη μου τη ζωή, και όταν έπραξα κάτι δημόσια τέτοιος αποδείχτηκα, και το ίδιο και στην ιδιωτική μου ζωή : ποτέ δεν έκανα καμιά υποχώρηση σε κανέναν μπροστά στο δίκαιο, ούτε σε κάποιον άλλον ούτε και σε κανέναν απ’ αυτούς που εκείνοι που με κατηγορούν λένε ότι είναι μαθητές μου. Άλλωστε εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός. Κι αν κάποιος όταν μιλάω και όταν λέω τα δικά μου επιθυμούσε να με ακούει, είτε νεότερος είναι είτε μεγαλύτερος, δεν το αρνήθηκα ποτέ σε κανέναν.
Ούτε μιλάω μονάχα όταν παίρνω χρήματα, και όταν δεν παίρνω δεν μιλάω, αλλά προσφέρομαι το ίδιο και σε πλούσιους και σε φτωχούς, να με ρωτάνε, ή αν θέλει κανείς απαντώντας μου να ακούει αυτά που λέω. Και γι’ αυτούς εγώ, είτε κάποιος τους γίνει καλός είτε όχι, είναι άδικο να κατηγορούμαι, γιατί ποτέ δεν υποσχέθηκα σε κανέναν τίποτα, ούτε δίδαξα κανένα μάθημα. Και αν κάποιος ισχυρίζεται ότι από εμένα ποτέ είτε έμαθε είτε άκουσε κάτι ιδιαιτέρως, που δεν το άκουσαν και όλοι οι άλλοι, να ξέρετε καλά ότι δεν λέει την αλήθεια.
Αλλά γιατί τότε μερικοί ευχαριστιούνται να περνούν πολύ χρόνο μαζί μου;Το ακούσατε, άνδρες Αθηναίοι. Σας είπα όλη την αλήθεια, ότι ευχαριστιούνται να με ακούνε να εξετάζω εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί, ενώ δεν είναι. Δεν είναι κι άσχημο αυτό. Εμένα λοιπόν αυτό, σας το βεβαιώνω, μου το έχει ορίσει ο θεός να το κάνω και με χρησμούς και με όνειρα και με κάθε τρόπο, με τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να πράττουν. Αυτά, άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και εύκολα να ελεγχθούν.
Αν όμως εγώ άλλους από τους νέους διαφθείρω και άλλους τους έχω ήδη διαφθείρει, πρέπει βέβαια μερικοί απ’ αυτούς, αφού μεγάλωσαν και κατάλαβαν ότι όταν ήταν νέοι τους είχα δώσει εγώ κάποτε κακές συμβουλές, να ανεβούν τώρα στο βήμα και να με κατηγορήσουν και να με τιμωρήσουν. Και αν δεν το ήθελαν οι ίδιοι, όποιος θέλει από τους δικούς τους, είτε πατέρες είτε αδερφοί είτε και άλλοι συγγενείς, αν έπαθαν οι δικοί τους κάποιο κακό από μένα, να το θυμηθούν τώρα και να με τιμωρήσουν.
Πάντως είναι παρόντες εδώ πολλοί απ’ αυτούς, τους οποίους εγώ τώρα βλέπω, πρώτον απ’ όλους αυτόν εδώ τον Κρίτωνα, που είναι συνομήλικός μου και συνδημότης μου και πατέρας του Κριτόβουλου, που κι αυτός είναι παρών.
Έπειτα κι ο Λυσανίας ο Σφήττιος, ο πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη. Ακόμα και αυτός εδώ ο Αντιφώντας από την Κηφισιά, ο πατέρας του Επιγένη. Και άλλοι είναι εδώ που οι αδερφοί τους σύχναζαν κοντά μου, ο Νικόστρατος του Θεοζοτίδου, ο αδερφός του Θεοδότου – ο Θεόδοτος έχει πεθάνει, κι έτσι δεν μπορεί να τον εμποδίσει με τα παρακάλια του – κι ο Πάραλος του Δημοδόκου, που ήταν αδερφός του ο Θεάνης. Να και ο Αδείμαντος του Αρίστωνος, που αδελφός του είναι αυτός ο Πλάτων, και ο Αιαντόδωρος, που αδερφός του είναι ο Απολλόδωρος.
Και άλλους πολλούς μπορώ να σας αναφέρω, και κάποιον απ’ αυτούς έπρεπε να ορίσει ο Μέλητος για μάρτυρα στην κατηγορία του. Κι αν το ξέχασε τότε, ας τον ορίσει τώρα, εγώ το αφήνω, και ας μας το πει αν έχει κανέναν. Αλλά θα τους βρείτε όλους τελείως αντίθετους, άνδρες, όλοι τους είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν εμένα που διαφθείρω τους δικούς τους και τους βλάπτω, όπως λένε ο Μέλητος και ο Άνυτος.
Και εκείνοι που έχουν διαφθαρεί ίσως θα είχαν κάποιον λόγο να με βοηθήσουν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν διαφθαρεί, και που είναι ήδη ώριμοι άνδρες, οι συγγενείς τους, ποιον άλλον λόγο έχουν να με βοηθούν, εκτός από το να υποστηρίζουν το σωστό και το δίκαιο, επειδή ξέρουν ότι ο Μέλητος λέει ψέματα, ενώ εγώ την αλήθεια. Αρκετά, άνδρες Αθηναίοι. Είπα ό,τι είχα να πω για ν’ απολογηθώ, ίσως θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παρόμοια.
Δεν αποκλείεται όμως να αγανακτήσει κανείς από σας αν σκεφτεί τον εαυτό του, που και σε μικρότερης σημασίας δίκη απ’ αυτήν εδώ θα παρακαλούσε και θα ικέτευε τους δικαστές με πολλά δάκρυα, φέρνοντας στο βήμα και τα παιδιά του, για να τον λυπηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, και άλλους πολλούς συγγενείς και φίλους, ενώ εγώ δεν θα κάνω τίποτα απ’ όλα αυτά, παρ’ όλο που διατρέχω, όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ίσως λοιπόν κανείς, αν αναλογιστεί αυτά τα πράγματα, να γίνει πιο σκληρός απέναντί μου και να οργιστεί γι’ αυτά και να δώσει με οργή την ψήφο του.
Αν λοιπόν κάποιος από σας αισθάνεται έτσι – πράγμα που δεν θέλω να το πιστέψω – αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα μπορούσα νομίζω να του πω ότι: «Κι εγώ, αγαπητέ μου, έχω κάποιους συγγενείς. Γιατί ισχύει και για μένα εκείνο που είπε ο Όμηρος, «δεν γεννήθηκα ούτε από καμιά βελανιδιά ούτε από καμιά πέτρα», αλλά από ανθρώπους, ώστε να έχω και συγγενείς, και γιους, άνδρες Αθηναίοι, τρεις, ο ένας είναι ήδη έφηβος, οι άλλοι δύο παιδιά. Αλλά όμως κανέναν απ’ αυτούς δεν ανέβασα στο βήμα για να σας παρακαλέσω να με αθωώσετε. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτα απ’ αυτά;
Όχι από υπεροψία, άνδρες Αθηναίοι, ούτε για να σας ντροπιάσω. Αν αντιμετωπίζω τον θάνατο θαρραλέα, είναι άλλη υπόθεση. Για τη φήμη όμως, και τη δική μου και τη δική σας κι ολόκληρης της πόλης, δεν νομίζω ότι είναι πρέπον να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είναι πρέπον στην ηλικία μου αλλά και στο όνομα που έχω αποκτήσει, αληθινό ή ψεύτικο. Γιατί, υπάρχει η γνώμη ότι ο Σωκράτης σε κάτι διαφέρει από το πλήθος των ανθρώπων.
Θα είναι ντροπή να αποδειχθούν κατώτεροι της φήμης τους όσοι από σας θεωρείται πως διαφέρουν στη σοφία, την ανδρεία ή οποιαδήποτε άλλη αρετή. Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους, που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν σπουδαίοι, κάνουν πράγματα ανάρμοστα, σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό αν πεθάνουν, ως εάν επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν δεν τους σκοτώνατε εσείς.
Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη, γιατί θα μπορούσαν να κάνουν έναν ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους, και εκλέγονται από τους συμπολίτες τους για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις, σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γυναίκες. Άνδρες Αθηναίοι, εμείς που έχουμε κάποιο όνομα δεν πρέπει να κάνουμε τέτοια πράγματα αλλά κι αν τα κάνουμε, εσείς δεν πρέπει να το επιτρέπετε. Αντίθετα πρέπει να δείξετε ότι είστε αποφασισμένοι να καταψηφίσετε όποιον παίζει αυτά τα ελεεινά δράματα μπροστά σας γελοιοποιώντας την πόλη αλλά όχι όποιον φέρεται με αξιοπρέπεια.
Αλλά και εκτός από το θέμα της φήμης, άνδρες, δεν μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά εξηγώντας του και πείθοντάς τον. Γιατί δεν βρίσκεται για το σκοπό αυτό σ’ αυτή τη θέση ο δικαστής, για να απονέμει τη δικαιοσύνη κάνοντας χάρες, αλλά για να κρίνει. Και έχει ορκιστεί να μην κάνει χάρες σ’ όποιον του αρέσει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν, ούτε εμείς να σας εθίζουμε στην επιορκία ούτε κι εσείς να τη συνηθίζετε.
Γιατί τότε κανένας μας δεν θα έπραττε σύμφωνα με τη θέληση των Θεών. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση, άνδρες Αθηναίοι, να συμπεριφέρομαι απέναντί σας με τρόπο που ούτε εγώ θεωρώ ότι είναι σωστός ή δίκαιος ή αρεστός στους θεούς, και μάλιστα, μα τον Δία, τη στιγμή που κατηγορούμαι απ’ αυτόν εδώ τον Μέλητο για ασέβεια προς τους Θεούς. Γιατί είναι φανερό ότι, αν σας έπειθα παρακαλώντας σας, θα σας έκανα να παραβείτε τον όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν Θεοί. Και απολογούμενος μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν σαν να κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους Θεούς.
Αλλά κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Γιατί πιστεύω, άνδρες Αθηναίοι, όσο κανείς από τους κατηγόρους μου, και επαφίεμαι σ’ εσάς και στον θεό για να αποφασίσετε αυτό που είναι το καλύτερο και για μένα και για σας.
(Η Απόφαση ο Σωκράτης Κρίνεται Ένοχος)
Ο Σωκράτης κάνει προτάσεις για την ποινή που μπορεί να του επιβληθεί
Το ότι δεν αγανακτώ, άνδρες Αθηναίοι, για το γεγονός ότι με κρίνατε ένοχο, οφείλεται σε πολλούς λόγους και στο ότι είναι κάτι που το περίμενα. Εκείνο όμως που με κάνει να απορώ είναι ο αριθμός των ψήφων και από τις δυο μεριές. Γιατί δεν πίστευα ότι θα καταδικαζόμουν με τόσο μικρή πλειοψηφία, αλλά με πολύ μεγαλύτερη. Τώρα όμως, όπως φαίνεται, αν τριάντα μόνο ψήφοι είχαν πέσει αλλιώς, θα είχα αθωωθεί Όσον αφορά την κατηγορία του Μέλητου, νομίζω ότι έχει ήδη αποδειχθεί η αθωότητά μου. Και όχι μόνο έχει αποδειχθεί η αθωότητά μου, αλλά είναι σ’ όλους φανερό ότι, αν δεν είχαν παρουσιαστεί για να με κατηγορήσουν ο Άνυτος και ο Λύκων, θα χρώσταγε και χίλιες δραχμές πρόστιμο, επειδή δεν θα έπαιρνε ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων.
Προτείνει λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να με καταδικάσετε σε θάνατο. Ας είναι. Κι εγώ τι θα σας αντιπροτείνω, άνδρες Αθηναίοι; Προφανώς αυτό που μου αξίζει. Τι είναι λοιπόν αυτό; Τι πρέπει να πάθω, ποια ποινή πρέπει να μου επιβληθεί, επειδή έκρινα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ήσυχη ζωή και να παραμελήσω όλα εκείνα για τα οποία φροντίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα, οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, και όλα τα άλλα αξιώματα και τις πολιτικές συμμαχίες και φατρίες;
Επειδή πιστεύοντας ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο από το να εξασφαλιστώ ασχολούμενος με τέτοια πράγματα, δεν ασχολήθηκα μ’ αυτά -που άμα το έκανα ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα καθόλου αλλά πηγαίνοντας σε κάθε ένα χωριστά του χάριζα τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ευεργεσία; Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για καμιά άλλη υπόθεσή του πριν φροντίσει τον εαυτό του, πως θα γίνει δηλαδή καλύτερος και συνετότερος, ούτε για τις υποθέσεις της πόλης. Αλλά για την ίδια την πόλη, και για όλα τα άλλα να φροντίζει με αυτόν τον τρόπο.
Τι μου αξίζει λοιπόν για αυτό που είμαι; Κάτι καλό, άνδρες Αθηναίοι, αν πρέπει στ’ αλήθεια να τιμηθώ σύμφωνα με την αξία μου. Και να είναι βέβαια καλό που να μου ταιριάζει. Τι ταιριάζει σ’ ένα φτωχό άνθρωπο που σας έχει ευεργετήσει και χρειάζεται να έχει χρόνο ελεύθερο για να σας παροτρύνει; Τίποτα άλλο, άνδρες Αθηναίοι, από τη δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο, και μάλιστα σε τέτοιον άνδρα αυτό αρμόζει πιο πολύ παρά σε κάποιον από εσάς που νίκησε στην Ολυμπία σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες με δυο ή με τέσσερα άλογα. Γιατί αυτός σας κάνει να φαίνεστε ευτυχείς, ενώ εγώ σας κάνω ευτυχείς. Άλλωστε εκείνος δεν έχει ανάγκη να τον τρέφουν, ενώ εγώ έχω.
Εφόσον λοιπόν, πρέπει με δικαιοσύνη να μου αποδώσετε ό,τι μου αξίζει, σας προτείνω τη σίτισή μου στο Πρυτανείο. Ίσως να νομίσετε ότι αυτά, και τα άλλα περί οίκτου και ικεσιών, τα λέω από αλαζονεία. Όμως δεν είναι αυτό, άνδρες Αθηναίοι, αλλά το εξής: είμαι βέβαιος ότι κανέναν άνθρωπο δεν έχω αδικήσει με τη θέλησή μου, ωστόσο δεν μπορώ να σας πείσω γι’ αυτό. Ο λόγος είναι ότι μου δόθηκε λίγος χρόνος να σας μιλήσω. Αν ο νόμος όριζε, όπως σε άλλες πόλεις, σε περίπτωση θανάτου, να μην κρατάει η κρίση μόνο μια μέρα αλλά πολλές, νομίζω ότι θα είχατε πειστεί.
Τώρα όμως δεν είναι εύκολο σε λίγο χρόνο να διαλύσει κανείς μεγάλες συκοφαντίες. Όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω και τον εαυτό μου. Δεν πρόκειται να μιλήσω εναντίον του και να πω ότι μου αξίζει να πάθω κάτι κακό προτείνοντας μάλιστα κάποια ποινή. Τι έχω να φοβηθώ; Μην πάθω εκείνο που προτείνει ο Μέλητος και που δεν ξέρω καλά καλά, όπως είπα, αν είναι καλό ή κακό; Αντ’ αυτού να προτιμήσω πράγματα τα οποία ξέρω ότι είναι κακά και να τα προτείνω; Μήπως τη φυλακή;
Και τι θα με ωφελούσε να ζω μέσα στη φυλακή όντας δούλος εκείνων που θα ορίζονταν κάθε φορά να με φυλάνε, των Έντεκα; Μήπως χρηματική ποινή, και να βρίσκομαι στη φυλακή μέχρι να τα πληρώσω όλα; Αλλά και πάλι καταλήγουμε στα ίδια που σας έλεγα πριν από λίγο. Δεν έχω χρήματα για να πληρώσω. Μήπως τότε να προτείνω εξορία;
Ίσως να δεχόσαστε να με καταδικάσετε σε εξορία. Θα έπρεπε να αγαπάω πάρα πολύ τη ζωή μου, για να είμαι τόσο ασυλλόγιστος ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ ότι ενώ εσείς που είσαστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε τον τρόπο ζωής μου και τα λόγια μου, και δυσανασχετήσατε και οργισθήκατε ώστε να ζητάτε τώρα να απαλλαγείτε από αυτά, θα υπήρχαν άλλοι που θα που θα μπορούσαν να τα ανεχτούν ευχαρίστως. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, άνδρες Αθηναίοι. Τι ωραία, αλήθεια, θα ήταν η ζωή μου, αν άνθρωπος σ’ αυτήν την ηλικία έφευγα από εδώ και ζούσα πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, διωγμένος από παντού!
Γιατί ξέρω καλά ότι, όπου κι αν πάω, άμα μιλάω θα με ακούνε οι νέοι όπως και εδώ. Κι αν προσπαθήσω να τους απομακρύνω, αυτοί οι ίδιοι θα με διώξουν πείθοντας τους πιο ηλικιωμένους. Κι αν δεν τους απομακρύνω, θα το κάνουν γι’ αυτούς οι πατέρες τους και οι συγγενείς τους. Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς: «Δεν μπορείς, Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και να ζήσεις ήσυχα σωπαίνοντας;» Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω σε μερικούς από σας. Γιατί αν σας πω ότι αυτό είναι σα να παρακούω τον θεό και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε νομίζοντας ότι σας ειρωνεύομαι.
Αν πάλι σας πω ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό για τον άνθρωπο το να μιλάει κάθε μέρα για την αρετή και για τα άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητάω εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, και ότι η ζωή χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμα λιγότερο. Ωστόσο έτσι είναι, όπως σας τα λέω, άνδρες, και να σας πείσω δεν είναι εύκολο. Εγώ πάντως δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου άξιο για οποιαδήποτε ποινή.
Αν είχα βέβαια χρήματα, θα πρότεινα να δώσω ένα χρηματικό ποσό που θα μπορούσα να το πληρώσω. Αυτό δεν θα με έβλαπτε καθόλου. Τώρα όμως δεν έχω. Αν πάντως θέλετε να μου ορίσετε ένα πρόστιμο που θα μπορούσα να το πληρώσω, θα μπορούσα ίσως να σας πληρώσω μια ασημένια μνα. Τόσο λοιπόν προτείνω. Αυτός εδώ ο Πλάτων, άνδρες Αθηναίοι, και ο Κρίτων και ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος με προτρέπουν να προτείνω τριάντα μνες, και θα εγγυηθούν αυτοί. Προτείνω λοιπόν αυτό το ποσό. Και εγγυητές για τα χρήματα θα είναι αυτοί οι αξιόπιστοι άνθρωποι.
(Το Δικαστήριο Επιβάλλει την Ποινή του Θανάτου στον Σωκράτη)
Ο Σωκράτης σχολιάζει την ποινή του Επειδή δεν κάνατε λίγο καιρό ακόμα υπομονή, άνδρες Αθηναίοι, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και τη μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την πόλη πως θανάτωσε τον Σωκράτη, άνδρα σοφό. Γιατί θα πουν ότι είμαι σοφός, ακόμα κι αν δεν είμαι, εκείνοι που θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε όμως λίγο καιρό, από μόνο του θα είχε γίνει αυτό. Γιατί βλέπετε την ηλικία μου, ότι βρίσκομαι ήδη μακριά από τη ζωή και κοντά στο θάνατο. Δεν απευθύνομαι σε όλους σας, αλλά σ’ εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο.
Στους ίδιους έχω να πω και το εξής: θα νομίζατε ίσως, άνδρες, ότι καταδικάστηκα επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, εφόσον πίστευα ότι πρέπει να πω και να κάνω τα πάντα για να αποφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Καταδικάστηκα όχι επειδή δεν μπόρεσα να σας πω τα κατάλληλα λόγια, αλλά επειδή δεν μπόρεσα να φανώ θρασύς και αναιδής, και επειδή δεν θέλησα να σας πω πράγματα που θα τα ακούγατε πολύ ευχαρίστως, να κλαίω και να οδύρομαι, να πράττω και να λέω πολλά άλλα, κατά τη γνώμη μου ανάξιά μου, σαν αυτά που έχετε συνηθίσει να ακούτε από άλλους.
Αλλά ούτε τότε πίστεψα ότι έπρεπε λόγω του κινδύνου να πράξω κάτι ανάρμοστο, για ελεύθερο άνθρωπο, ούτε και τώρα μετανιώνω, για τον τρόπο που απολογήθηκα. Προτιμώ να πεθάνω, έχοντας απολογηθεί όπως το έκανα, παρά να ζω αλλιώς. Γιατί ούτε σε δίκη ούτε σε πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει εγώ ή άλλος κανένας να μηχανεύεται πως, με κάθε μέσο, θα αποφύγει το θάνατο.
Γιατί και στις μάχες, πολλές φορές γίνεται φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει το θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τους εχθρούς. Υπάρχουν σ’ όλες τις επικίνδυνες καταστάσεις, πολλοί άλλοι τρόποι, για να ξεφύγει κανείς από το θάνατο, αν έχει το θράσος να πει και να πράξει οτιδήποτε. Δεν είναι λοιπόν κάτι το δύσκολο, άνδρες, το να αποφύγει κανείς το θάνατο, είναι όμως πολύ δυσκολότερο να αποφύγει το κακό. Γιατί το κακό τρέχει γρηγορότερα από το θάνατο.
Εμένα τώρα, αργό και γέροντα, με έχει προφτάσει το πιο αργό απ’ τα δύο. Τους κατηγόρους μου όμως, που είναι φοβεροί και γρήγοροι, το χειρότερο, η κακία. Εγώ λοιπόν φεύγω έχοντας καταδικαστεί από σας σε θάνατο, αλλά εκείνοι από την αλήθεια, σε μοχθηρία και αδικία. Φυσικά, εγώ θα υπομείνω την ποινή μου, το ίδιο κι εκείνοι. Ίσως έτσι να έπρεπε να γίνει και νομίζω ότι καλώς έγινε ό,τι έγινε.
Θέλω όμως σε σας που με καταψηφίσατε, να δώσω κι έναν χρησμό για το μέλλον. Γιατί ήδη βρίσκομαι στο σημείο που οι άνθρωποι – σαν πρόκειται να πεθάνουν – αποκτούν τη δυνατότητα να προλέγουν καλύτερα. Λέω λοιπόν, σε όσους από σας, άνδρες, με σκοτώσατε, ότι αμέσως μετά το θάνατό μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, μα τον Δία, απ’ όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντάς με. Γιατί τώρα με την πράξη σας αυτή νομίζετε ότι θα απαλλαγείτε από το να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Αλλά ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί, όπως εγώ σας τα λέω.
Γιατί, πλέον, θα αυξηθούν εκείνοι που θα σας ελέγχουν, τους οποίους εγώ μέχρι τώρα, χωρίς να το καταλαβαίνετε, εμπόδιζα. Και όσο πιο νέοι είναι τόσο πιο ενοχλητικοί θα σας γίνονται, κι εσείς πιο πολύ θα αγανακτήσετε. Γιατί αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας ανθρώπους θα γλιτώσετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας, δεν σκέφτεστε σωστά. Η μέθοδος αυτή απαλλαγής δεν είναι ούτε πολύ αποτελεσματική ούτε καλή. Εκείνη που είναι καλύτερη και ευκολότερη είναι να μην εμποδίζετε τους άλλους να σας επικρίνουν, αλλά να προετοιμάζετε τον εαυτό σας ώστε να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος. Προλέγοντας αυτά για όσους από σας με καταδικάσατε, σας χαιρετώ.
Όσο γι’ αυτούς που με αθώωσαν, ευχαρίστως θα μιλούσα μαζί τους για ό,τι συνέβη, ενώ οι άρχοντες θα είναι απασχολημένοι και μέχρι να πάω στον τόπο όπου πρέπει να πεθάνω. Γι’ αυτό, άνδρες, μείνετε λίγο χρόνο ακόμα μαζί μου. Γιατί τίποτα δεν μας εμποδίζει, όσο είναι δυνατόν, να μιλάμε μεταξύ μας. Θέλω λοιπόν σε σας, που είσαστε φίλοι μου, να εξηγήσω τι σημαίνει αυτό που μου συνέβη.
Σ’ εμένα λοιπόν, άνδρες δικαστές – και ονομάζοντάς σας δικαστές πολύ σωστά σας ονομάζω έτσι – συνέβη κάτι θαυμαστό. Η συνηθισμένη μου μαντική ικανότητα, του δαιμονίου, άλλοτε εμφανιζόταν πολύ συχνά, και ακόμα και για μικρά πράγματα με εμπόδιζε, αν επρόκειτο να πράξω κάτι που δεν ήταν σωστό. Τώρα όμως μου συνέβη αυτό εδώ που βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι, που θα το νόμιζε κανείς το χειρότερο από τα κακά, και τέτοιο θεωρείται.
Εμένα όμως ούτε το πρωί που έφυγα από το σπίτι μου δεν με εμπόδισε το σημείο του θεού, ούτε όταν ερχόμουν εδώ στο δικαστήριο, ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που επρόκειτο να πω. Ενώ σε άλλες ομιλίες μου πολλές στιγμές με σταμάτησε καθώς μιλούσα. Τώρα όμως, σ’ αυτήν την υπόθεση, πουθενά δεν με εμπόδισε, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Που το αποδίδω αυτό; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς.
Και έχω την καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό: Γιατί δεν είναι δυνατόν να μη με είχε εμποδίσει το οικείο αυτό θείο σημείο, αν επρόκειτο να κάνω κάτι που δεν είναι καλό. Ας κατανοήσουμε λοιπόν ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα ό,τι έγινε να είναι καλό. Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος: ή δεν είναι τίποτα και όποιος πεθαίνει δεν έχει καμία συναίσθηση, ή, όπως λένε, συμβαίνει κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλον. Και είτε δεν υπάρχει καμιά αίσθηση, αλλά είναι σαν ύπνος, κι αν είναι σαν να κοιμάται κανείς χωρίς να βλέπει ούτε όνειρο, τι θαυμάσιο όφελος που θα ήταν ο θάνατος.
Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια νύχτα που κοιμήθηκε χωρίς να δει ούτε ένα όνειρο, και τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του, αν έπρεπε να τις αντιπαραβάλλει με τη νύχτα εκείνη και να σκεφτεί και να πει πόσα καλύτερα και πιο ευχάριστα μερόνυχτα έχει ζήσει στη ζωή του απ’ αυτή τη νύχτα, νομίζω ότι όχι μόνο ο τυχαίος ιδιώτης αλλά κι ο μεγαλύτερος βασιλιάς θα τα έβρισκε πολύ λίγα σε σχέση με τη νύχτα εκείνη.
Αν κάτι τέτοιο είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι όφελος. Γιατί έτσι η αιωνιότητα όλη δεν φαίνεται παρά σαν μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι αναχώρηση από εδώ για έναν άλλον τόπο κι είναι αλήθεια τα λεγόμενα ότι εκεί βρίσκονται όλοι όσοι έχουν πεθάνει, τι μεγαλύτερο καλό θα υπήρχε από αυτό, άνδρες δικαστές;
Αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί απ’ αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λένε ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα και τον Ραδάμανθο, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους από τους ημίθεους που υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους; Θα ήταν μήπως άσχημη αυτή η αναχώρηση; Ή πάλι, και ποιος από σας δεν θα έδινε οτιδήποτε για να βρεθεί με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο;
Εγώ πάντως πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω αν όλα αυτά αληθεύουν, γιατί σ’ εμένα τουλάχιστον, φαίνεται θαυμαστή η παραμονή σε μέρος που θα μπορούσα να συναντήσω τον Παλαμήδη, τον Αίαντα του Τελαμώνα κι όσους άλλους από τους παλιούς πέθαναν από άδικη κρίση, και να συγκρίνω τα παθήματά μου με τα δικά τους. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά δυσάρεστα θα μου ήταν όλα αυτά. Και μάλιστα, το σπουδαιότερο, να εξετάζω και να ερευνώ, όπως κάνω και για τους εδώ, ποιος απ’ αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι αλλά δεν είναι.
Και πόσα δεν θα έδινε κανείς, άνδρες δικαστές, για να μπορέσει να εξετάσει εκείνον που ηγήθηκε της μεγάλης στρατιάς της Τροίας ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσσυφο – ή και χιλιάδες άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες – να μιλάει μ’ αυτούς και να βρίσκεται μαζί τους και να τους εξετάζει; Δεν θα ήταν όλα αυτά ανείπωτη ευτυχία; Πάντως, για τέτοιες αιτίες, όσοι βρίσκονται εκεί δεν θανατώνουν. Εκείνοι, είναι και για πολλά άλλα πιο ευτυχισμένοι απ’ τους εδώ, για το λόγο ακόμα ότι τον υπόλοιπο χρόνο μένουν αθάνατοι, αν φυσικά όσα λέγονται είναι αλήθεια. Αλλά κι εσείς πρέπει, άνδρες δικαστές, να σκέφτεστε με ελπίδα τον θάνατο και να καταλάβετε ότι η αλήθεια είναι μόνο μία:
Ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι δεν αμελούν οι Θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις του. Και ούτε τα δικά μου τώρα συνέβησαν από μόνα τους, αλλά μου είναι φανερό ότι για μένα πια το να πεθάνω και το να απαλλαγώ από τα πράγματα αυτά είναι το καλύτερο. Γι’ αυτό και το σημείο του θεού δεν με απέτρεψε καθόλου, και εγώ σ’ εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου δεν κρατάω καμία κακία. Παρ’ όλο που δεν με καταδίκασαν και δεν με κατηγόρησαν μ’ αυτήν τη σκέψη, αλλά επειδή πίστευαν ότι έτσι θα με έβλαπταν. Για το λόγο αυτό είναι αξιοκατάκριτοι.
Απ’ εκείνους ένα μόνο ζητώ: τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στεναχωρώντας τους μ’ εκείνα που σας στεναχώρησα κι εγώ, αν σας φανούν ότι νοιάζονται πιο πολύ για τα χρήματα ή για κάποιο άλλο πράγμα απ’ ό,τι για την αρετή. Και αν νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνετε, όπως κι εγώ εσάς, που δεν φροντίζουν για εκείνα που πρέπει και που νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν αξίζουν. Έτσι να πράξετε, κι ότι πάθω εγώ και οι γιοι μου από εσάς θα το έχω πάθει δίκαια.
Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιο από τα δύο είναι το καλύτερο, είναι άγνωστο σε μας. Μόνο ο Θεός το γνωρίζει.
http://lithosfotos.blogspot.gr/2014/12/470-399.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed:+blogspot/KYkne+(%CE%9B%CE%AF%CE%B8%CE%BF%CF%82+%CE%A6%CF%89%CF%84%CF%8C%CF%82)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου