Εκπαίδευση: Μαθητές δεν κατανοούν τι διαβάζουν
Ενα σημαντικό ποσοστό μαθητών, που ξεπερνά το 20% κατά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κατανόηση του σχολικού γραπτού λόγου και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στην παραγωγή γραπτού λόγου, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) για το 2024.
Ενα σημαντικό ποσοστό μαθητών, που ξεπερνά το 20% κατά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κατανόηση του σχολικού γραπτού λόγου και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στην παραγωγή γραπτού λόγου. Αντίστοιχες διαπιστώσεις καταγράφονται και για τα Μαθηματικά, με τις δυσκολίες να μην είναι αμιγώς μαθηματικές, αλλά και γλωσσικές. Ουσιαστικά, ένα στα πέντε παιδιά κινδυνεύει να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο λειτουργικά αναλφάβητο. Τι σημαίνει αυτό; Δεν θα μπορεί να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια τη σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη, να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων, όπως ορίζει η UNESCO τον λειτουργικό αναλφαβητισμό.
Αυτό επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) για το 2024. Πρόκειται για επισήμανση που προέκυψε από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των διαγνωστικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν στην ΣΤ΄ Τάξη Δημοτικού και στην Γ΄ Τάξη Γυμνασίου τα τελευταία έτη στα γνωστικά αντικείμενα της Γλώσσας και των Μαθηματικών. Η έκθεση μάλιστα προτείνει να επανεξετασθεί το ηλικιακό όριο εγγραφής στην Α΄ Τάξη Δημοτικού στη χώρα.
Ειδικότερα, οι αναφορές στην «Κ» του προέδρου της Αρχής Ηλία Ματσαγγούρα (πρόσωπο με μεγάλη πείρα και εγνωσμένο έργο καθώς είναι ομότιμος καθηγητής διδακτικής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής των ετήσιων διαγνωστικών εξετάσεων για το επίπεδο των μαθητών στο τέλος του Δημοτικού και του Γυμνασίου) αποτυπώνουν το πρόβλημα. «Υπάρχει ένα ποσοστό μαθητών Δημοτικού και Γυμνασίου που αδυνατεί να ανταποκριθεί σε ερωτήσεις πρώτου επιπέδου δυσκολίας και πολύ περισσότερο να ανταποκριθεί σε ερωτήσεις δευτέρου και τρίτου βαθμού δυσκολίας. Η κατηγορία των εν λόγω μαθητών πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης εκπαιδευτικής προσέγγισης και να ληφθούν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης». Και αυτό διότι σε αντίθετη περίπτωση ένα ποσοστό μαθητών που αγγίζει το 20% του μαθητικού πληθυσμού κινδυνεύουν να αποφοιτήσουν από το Γυμνάσιο, όπου ολοκληρώνεται η υποχρεωτική εκπαίδευση, ως λειτουργικά αναλφάβητοι σε σημαντικούς τομείς της Γλώσσας και των Μαθηματικών. «Συναφές είναι το θέμα του τρόπου βαθμολόγησης των μαθητών, που έχει καθιερωθεί στη χώρα μας», παρατηρεί ο κ. Ματσαγγούρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ιδιαίτερα προβληματίζουν οι δυσκολίες που εντοπίζονται στις ανοικτές ερωτήσεις της Γλώσσας και των Μαθηματικών της ΣΤ΄ Δημοτικού και της Γ΄ Γυμνασίου, προβλήματα βεβαίως που δεν ανακύπτουν αιφνιδίως σε αυτές τις τάξεις, αλλά έχουν τις ρίζες τους σε πρακτικές του εκπαιδευτικού συστήματος και στη μη έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των μαθητικών δυσκολιών κατά την εμφάνισή τους στην Α΄ Δημοτικού. Αποτέλεσμα αυτού είναι να εδραιώνονται και να οξύνονται οι εν λόγω δυσκολίες στις επόμενες τάξεις, επειδή δεν ελήφθησαν μέτρα έγκαιρης πρόληψης και αντιμετώπισής τους».
Η έκθεση παρατηρεί πως «τόσο τα προβλήματα που διαπιστώνονται στις επιδόσεις των μαθητών, μέσω των διαγνωστικών εξετάσεων, στην ΣΤ΄ Τάξη Δημοτικού και αργότερα οξυμμένα στην Γ΄ Τάξη Γυμνασίου όσο και οι λύσεις τους έχουν τις αρχές τους στο Νηπιαγωγείο και στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Η έγκαιρη παρέμβαση δεν εξαλείφει βέβαια όλα τα προβλήματα αλλά τα καθιστά διαχειρίσιμα και συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου αποτελεσματικότερης διαχείρισής τους στις επόμενες τάξεις. Επομένως, πρέπει προγραμματισμένα και εστιασμένα να εμπλέκονται στις διαδικασίες πρόληψης και εκπαιδευτικής διαχείρισης νηπιαγωγοί, δάσκαλοι και καθηγητές, με τον συντονισμό από την ιεραρχία των στελεχών της εκπαίδευσης, που ευθύνεται για τον σχεδιασμό δράσεων πρόληψης και διαχείρισης των εκπαιδευτικών καταστάσεων. Η συστηματική και στοχευμένη εμπλοκή του εκπαιδευτικού προσωπικού όλων των βαθμίδων –νηπιαγωγών, δασκάλων και καθηγητών– καθίσταται επιτακτική, υπό τον συντονισμό της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, η οποία φέρει την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προληπτικών και διαχειριστικών εκπαιδευτικών παρεμβάσεων». Οπως τόνισε στην «Κ» ο κ. Ματσαγγούρας, σε αυτή τη συγκυρία είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα απέκτησε Περιφερειακούς Επόπτες Ποιότητας, που θα βοηθήσουν στη διάγνωση και αντιμετώπιση του προβλήματος.
Για την πρόληψη του φάσματος του λειτουργικού αναλφαβητισμού, ο κ. Ματσαγγούρας αναφέρει ότι μεταξύ άλλων το εκπαιδευτικό μας σύστημα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι εγγραφόμενοι μαθητές στην Α΄ Δημοτικού έχουν ήδη κατακτήσει τον αναγκαίο βαθμό μαθησιακής, γλωσσικής, γνωστικής (ή νοητικής) και κοινωνικοσυναισθηματικής ετοιμότητας, προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της πρώτης γραφής και ανάγνωσης, καθώς και του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης και της εκτέλεσης μαθηματικών πράξεων.
Εισηγήσεις
Εχουν ήδη γίνει σχετικές εισηγήσεις προς το υπουργείο Παιδείας, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η πρόταση για εγγραφή μαθητών στην Α΄ Δημοτικού μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των έξι ετών, η οποία είναι η μικρότερη ηλικία που συναντάται στις χώρες της Ε.Ε. Πρέπει λοιπόν να επανεξετασθεί το ηλικιακό όριο εγγραφής στην Α΄ Δημοτικού στη χώρα. Σήμερα οι μαθητές μπορούν να εγγραφούν στην Α΄ Δημοτικού όταν έχουν συμπληρώσει την ηλικία των πέντε ετών και οκτώ μηνών. Τότε θεωρείται ότι έχουν αποκτήσει σχολική ετοιμότητα. Ο κ. Ματσαγγούρας προτείνει το όριο να ανέβει στα έξι χρόνια – απόφαση που δεν έχει δημοσιονομικό κόστος. Οι νηπιαγωγοί σε συνεργασία με τους σχολικούς ψυχολόγους εάν κρίνουν ότι ένα παιδί δεν έχει την απαραίτητη σχολική ετοιμότητα για το Δημοτικό να το επισημαίνουν σε τριμελή επιτροπή (αποτελούμενη από έναν επόπτη ποιότητας, έναν σχολικό σύμβουλο και ένα μέλος του αρμόδιου ΚΕΔΑΣΥ), που θα αποφαίνεται εάν το παιδί θα παρακολουθεί ένα ενδιάμεσο πρόγραμμα στα σημεία που υστερεί – πιθανότατα παράλληλα με τις κανονικές ώρες του νηπιαγωγείου.
Σε δεύτερη φάση, κρίνεται αναγκαία η παρακολούθηση της πορείας των μαθητών Α΄ και Β΄ Δημοτικού. Μάλιστα, ο πανεπιστημιακός προτείνει η αντιμετώπισή τους να γίνει οργανωμένα με τη στήριξη του Περιφερειακού Συμβουλίου Εποπτών Ποιότητας, το οποίο να οργανώσει ένα Τμήμα Αλφαβητισμού και Λειτουργικού Εγγραμματισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μαθητές Α΄ και Β΄ Δημοτικού που παρουσιάζουν δυσκολίες στους εν λόγω τομείς πρέπει να στηριχθούν, μέσω εναλλακτικών διδακτικών προσεγγίσεων, ενισχυτικής διδασκαλίας και διαφοροποιημένης μάθησης.
Προβλήματα στην κατανόηση κειμένου παρά τις παρεμβάσεις
Προβληματισμό προκαλεί ότι, παρά τις αλλαγές των τελευταίων ετών, οι παθογένειες παραμένουν. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η έκθεση της ΑΔΙΠΠΔΕ, «τόσο στα υπό αντικατάσταση προγράμματα σπουδών του 2003 και τα συνοδευτικά σχολικά εγχειρίδια (2006), όσο στα νέα προγράμματα σπουδών (2022) και τα αντίστοιχα Βιβλία Εκπαιδευτικού (2022) και τις συνακόλουθες επιμορφώσεις που στηρίζουν την εφαρμογή των προγραμμάτων, υιοθετήθηκε η κειμενοκεντρική προσέγγιση του γραπτού λόγου. Η εν λόγω προσέγγιση θέτει ως κεντρικό της στόχο την κατάκτηση της σχολικής γλώσσας από τους μαθητές μέσω της οποίας διασφαλίζεται η κατανόηση της διδασκόμενης γνώσης και συνεπακόλουθα την ανάπτυξη της κριτικής και της δημιουργικής σκέψης». Ωστόσο, τα προβλήματα στην κατανόηση κειμένου παραμένουν, με επιπτώσεις και στα υπόλοιπα μαθήματα αφού «η κατανόηση του γραπτού λόγου, στη σχολική του εκδοχή, αποτελεί προϋπόθεση για όλα τα γνωστικά αντικείμενα», όπως λέει η έκθεση.
Η ΑΔΙΠΠΔΕ παρατηρεί ότι, «όπως διαπιστώνεται από σειρά σχετικών ερευνών, η κειμενοκεντρική προσέγγιση στη διδακτική πράξη αξιοποιήθηκε σε μικρό βαθμό και μάλλον επιφανειακά, σύμφωνα και με πρόσφατη δημοσίευση του καθηγητή Γλωσσολογίας Δ. Κουτσογιάννη και συνεργατών του. Η περιορισμένη αυτή εφαρμογή μπορεί να αποδοθεί κυρίως στην απουσία συστηματικών επιμορφωτικών δράσεων εργαστηριακού χαρακτήρα και στην έλλειψη επαρκούς ανατροφοδότησης των υπηρετούντων τότε εκπαιδευτικών και κυρίως των μετέπειτα διορισθέντων. Επιπλέον, δεν διαμορφώθηκε κατάλληλο και αποτελεσματικό υποστηρικτικό εκπαιδευτικό υλικό της κειμενοκεντρικής προσέγγισης για τους τρόπους εφαρμογής στη σχολική τάξη. Συγκεκριμένα, απουσίαζε επαρκές υλικό εστιασμένο σε αυθεντικά κείμενα των σχολικών εγχειριδίων, το οποίο θα συνέβαλλε στην αποσαφήνιση και λειτουργική κατανόηση των πέντε θεμελιωδών αρχών της κειμενοκεντρικής προσέγγισης.
Οι πολυποίκιλες ελλείψεις στην ουσιαστική υποστήριξη των εκπαιδευτικών, που έχουν ανάγκη από εργαστηριακής μορφής επιμορφώσεις, εικάζεται βάσιμα ότι είναι ένας βασικός λόγος για τα προαναφερθέντα μαθησιακά αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων του 2022 και του 2023, και μάλιστα στην κατανόηση του κειμένου της Γλώσσας.
Η έκθεση επισημαίνει ότι «κειμενοκεντρικές προσεγγίσεις, παρόμοιας με της χώρας μας μορφής, αξιοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στα εκπαιδευτικά συστήματα αρκετών χωρών όλων των ηπείρων, συνήθως όμως μετά από εκτενή και συνεχή επιμόρφωση και ανάλογη διδακτική εφαρμογή, με ικανοποιητικά κατά κανόνα αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι συχνά εφαρμόστηκαν σε σχολεία πολυπολιτισμικής σύνθεσης. Είναι ενθαρρυντικό ότι προβλήματα στα μαθησιακά αποτελέσματα με αυτά που εντοπίζονται στη χώρα μας παρατηρούνται και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης; «Αυτό δεν μετριάζει ποσώς τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις του προβλήματος. Αντιθέτως, καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης παρέμβασης για την ελαχιστοποίηση του εν λόγω εκπαιδευτικού προβλήματος, που έχει μάλιστα κοινωνικο-πολιτισμικό πρόσημο, με τεράστιες επιπτώσεις σε μαθητές και στην κοινωνία», τονίζει η ΑΔΙΠΠΔΕ.
Η Αρχή κάνει σειρά προτάσεων για την κατανόηση και την ορθή εφαρμογή σε συνθήκες τάξης εκπαιδευτικών, διδακτικών και μαθησιακών πρακτικών που σχετίζονται με την ανάπτυξη του σχολικού εγγραμματισμού, καθώς και της κριτικής και δημιουργικής σκέψης στο σχολείο. Είναι εξειδικευμένες, μια και αφορούν τις διδακτικές μεθόδους και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Ομως, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που επισημαίνεται το πρόβλημα –όχι μόνον από τους έγκριτους επιστήμονες της ΑΔΙΠΠΔΕ–, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους που οι προτεινόμενες λύσεις αποδεικνύονται αναποτελεσματικές;