Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, υιός του Φιλίππου και της Ολυμπιάδος, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα φαινόμενα της παγκόσμιας ιστορίας. Η αυτοκρατορία του σηματοδότησε το πέρασμα στον μεγάλο ελληνιστικό κόσμο, ο οποίος συντήρησε την ελληνική κυριαρχία και διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τα βάθη της Ινδίας. Οι δομές αυτού του κόσμου έμειναν κληρονομιά στην αρχαία Ρώμη, το Βυζάντιο, την ανακάμπτουσα Περσία, το Ισλάμ, τους λαούς της κεντρικής Ασίας.
Μάριος Νοβακόπουλος – 29/11/2024 – SLPRESS
Πάνω από όλα η φωτεινή και ευγενής φυσιογνωμία του ίδιου του Αλεξάνδρου συγκίνησε τους λαούς που τον συνάντησαν. Η πρωτοφανής αυτή εκτίμηση και θαυμασμός για τον κατακτητή έγινε διάθεση οικειοποίησης αλλά και μυθοποίησης. Δίπλα από τον ιστορικό Μέγα Αλέξανδρο δημιουργήθηκε ένας μυθολογικός, ένα ον θείο, ένας ήρωας θαυμαστών, ευτράπελων και υπερφυσικών περιπετειών.
Όσο οι σοφοί και πεπαιδευμένοι μελετούσαν τις ιστορικές μαρτυρίες του Αρριανού και του Πλουτάρχου, οι απλοί άνθρωποι της Ελλάδος, της Αιγύπτου και της Περσίας έπλαθαν κάθε λογής ιστορίες, οι οποίες, με διάφορους τρόπους και στο πέρασμα του χρόνου, έφθασαν από την βόρεια Ευρώπη μέχρι τη νοτιοανατολική Ασία. Πιο διάσημη από αυτές ήταν “ο Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος”, ο οποίος κυκλοφόρησε για αιώνες σε δεκάδες γλώσσες και παραλλαγές.
Ο Αλέξανδρος ήταν φυσικά το πρότυπο των ελληνιστικών βασιλέων (Πτολεμαίων, Σελευκιδών κλπ), και έπειτα των Ρωμαίων. Η σύγκλιση των πολιτισμών και των πολιτικών ιδεολογιών (θείος ηγεμόνας, κοσμοκρατορική βασιλεία, ελληνική γλώσσα, ρωμαϊκό δομή) στο πρόσωπο του Βυζαντίου υπήρξε απόλυτη και θεαματική. Τη συναρπαστική αυτή συνάντηση ιστορεί, με μεγάλη λεπτομέρεια και επιστημονική τεκμηρίωση, το πρόσφατο έργο του Δημήτρη Κουγιουμτζόγλου, “Ο Βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος”, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Πρόγονος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων
Ως το επιζήσαν ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο έφερε τα διάσημα της οικουμενικής μοναρχίας και συνέχιζε τον πανάρχαιο αγώνα κατά των Περσών. Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και η αδιάκοπη συνέχιση των κλασσικών σπουδών εμπέδωσε το πρότυπο του Αλεξάνδρου ως ιδανικού βασιλέα, άξιου προς μίμηση.
Η ανακτορική ρητορική, η χρονογραφία και η ιστοριογραφία, είναι γεμάτες από πολυάριθμα έργα που επικαλούνται τον Μέγα Αλέξανδρο και καλούν τον εκάστοτε αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης να τον ακολουθήσει στην ανδρεία, την γενναιοδωρία, την εγκράτεια και την φιλανθρωπία. Συγκεκριμένοι αυτοκράτορες, όπως ο Ηράκλειος και οι τρεις μείζονες Κομνηνοί (Αλέξιος, Ιωάννης, Μανουήλ) υμνήθηκαν ιδιαίτερα ως συνεχιστές του Αλεξάνδρου.
Η θέση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου ως προδρόμου της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής, διευκόλυνε πολύ την ιδεολογική συσχέτιση του θρόνου του Βυζαντίου με εκείνου της Πέλλας. Σε απόκρυφα κείμενα μάλιστα, ο οικιστής του αρχαίου Βυζαντίου, ο Βύζας από τα Μέγαρα, παρουσιάζεται ως στρατηγός του Αλεξάνδρου. Οι Βυζαντινοί τροποποίησαν ακόμη το αλεξανδρινό μυθιστόρημα ώστε ο Αλέξανδρος να κατακτά την Ρώμη, και όχι η Ρώμη την Ελλάδα!
Η χριστιανική Εκκλησία τήρησε επαμφοτερίζουσα στάση προς τον Μακεδόνα κοσμοκράτορα. Την εποχή εξάπλωσης του Χριστιανισμού, από πολλούς εθνικούς ο Αλέξανδρος τιμάτο ως θεός, και οι ιεράρχες έπρεπε να πείσουν το ποίμνιο για την ανθρώπινη και φθαρτή φύση του. Από την άλλη όμως, οι μεγάλες του αρετές και η ιστορική του σημασία επέτρεψαν μία παράδοξη, αλλά πολύ γόνιμη “βάπτισή” του.
Με πρώτο βήμα την αρχαία ιουδαϊκή παράδοση, πως διερχόμενος από την ανατολή προσκύνησε στον ναό των Ιεροσολύμων, η βυζαντινή λογοτεχνία παρουσίασε έναν Αλέξανδρο “χριστιανό πριν τον Χριστό”, μονοθεϊστή, ο οποίος προχωρά στις κατακτήσεις του με την ευλογία και τη συνδρομή της θείας πρόνοιας. Τούτον τον “εκχριστιανισμένο” Αλέξανδρο οικειοποιήθηκε αργότερα και το Ισλάμ, και τον ονόμασε προφήτη.
Στο δημώδες μυθιστόρημα με τις φανταστικές περιπέτειες του Αλεξάνδρου, προστέθηκαν οι αποκαλυπτικές προφητείες της εποχής. Στα όρια του κόσμου των ανθρώπων, πέρα στα βάθη της Ασίας, ο Μέγας Αλέξανδρος αντιμετώπισε τερατώδεις φυλές θηρίων και ανθρωποφάγων βαρβάρων, τα οποία απέκλεισε πίσω από μαγικές πύλες. Αυτοί οι λαοί, ταυτισμένοι με τα βιβλικά σατανικά γένη Γωγ και Μαγώγ, θα ελευθερωθούν από την φυλακή τους στις έσχατες ημέρες, ως ο στρατός του Αντιχρίστου, και θα καταστρέψουν την οικουμένη.
Εδώ ο Αλέξανδρος ταυτίζεται έμμεσα με το “Κατέχον”, την δύναμη η οποία σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο εμποδίζει και καθυστερεί την κυριαρχία των δυνάμεων της ανομίας πάνω στον κόσμο, μέχρι να έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι θεολόγοι των μέσων χρόνων απέδιδαν αυτήν την εσχατολογική αποστολή στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία – για αυτό όταν έπεσε η Πόλη το 1453, ή όταν καταλύθηκε η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους το 1806, πολλοί άνθρωποι φοβήθηκαν πως ήλθε το τέλος του κόσμου. Στον εσχατολογικό του ρόλο ο Αλέξανδρος γίνεται η προτύπωση του προφητευόμενου “Τελευταίου Αυτοκράτορα” του Βυζαντίου, τον οποίο μετά την άλωση διαδέχθηκε ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς”.
Ο Αλέξανδρος και το ιπτάμενο άρμα
Ένα μεγάλο μέρος του έργου του Δ. Κουγιουμτζόγλου αφιερώνεται στην επίδραση του Αλεξάνδρου στην βυζαντινή τέχνη. Το βιβλίο συνοδεύεται από πλούσια εικονογράφηση και πολυάριθμα σχέδια του ίδιου του συγγραφέα, που αποδίδουν κοσμήματα, στέμματα, σφραγίδες και άλλα αντικείμενα με παραστάσεις του Μακεδόνα βασιλιά. Η πιο αγαπητή απεικόνιση ήταν το αποκορύφωμα του φανταστικού μυθιστορήματος, η ανάληψη του Αλεξάνδρου στον ουρανό, σε ένα άρμα το οποίο έσυραν γρύπες, αρχαία μυθικά πλάσματα με σώμα λιονταριού και φτερά και κεφάλι αετού.
Η πτήση του Αλεξάνδρου, από την μία πλευρά τον κηρύσσει κυρίαρχο των αιθέρων, του πνευματικού κόσμου, και συμβολίζει την ηθική του άνοδο προς την αρετή και τον παράδεισο. Από την άλλη όμως, αποτελεί υπενθύμιση μέτρου και ταπεινότητας, καθώς ο στρατηλάτης εγκαταλείπει την πτήση του, ύστερα από ουράνια προειδοποίηση να μην υπερβεί τα όρια της ύβρεως.
Ο μυθικός, βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος, πέρασε στην συνείδηση του ελληνικού λαού τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ως υπενθύμιση ενός παρελθόντος δόξας και ισχύος, όταν οι “Ρωμαίοι” (οι Έλληνες αρχαίοι και νέοι) νίκησαν και τους “Ρωμάνους” (αρχαίοι Ρωμαίοι και μεσαιωνικοί Λατίνοι) και τους “Πέρσες” (Τούρκους). Το μυθιστόρημα, γνωστό ως “Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου”, έμεινε αγαπημένο λαϊκό ανάγνωσμα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ προφητείες στο όνομα του Αλεξάνδρου κυκλοφορούσαν τον καιρό του Μακεδονικού αγώνα, υποσχόμενες την προσεχή απελευθέρωση της πατρίδας του Έλληνα κατακτητή.
Σαν νεαρός ναύτης, ο Κανάρης έκλαιγε διαβάζοντας την Φυλλάδα, ενώ ο Ιωάννης Πρίγκος (1725-1789), έμπορος και συλλέκτης βιβλίων στο Άμστερνταμ, έκανε τα “παράπονά” του στον Θεό: «Διότι ούλοι να έχουν τα βασίλειά τους και οι Ρωμαίοι να είναι σκλάβοι του Τούρκου;… Μεγάλο κακό έπαθαν οι Ρωμαίοι ορθόδοξοι χριστιανοί!… Ασήκωσε, Θεέ μου, έναν άλλον Αλέξανδρον, ως πότε εκείνος τους Πέρσας έδιωξε από την Ελλάδα, έτζι και αυτόν τον τύραννο να τον διώξει, να λάμψει πάλε η χριστιανοσύνη στους τόπους της Ελλάδος καθώς και πρώτα».
Από αυτήν την μακραίωνη λαϊκή παράδοση δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. Μόνο η αδελφή του Αλεξάνδρου, η γοργόνα Θεσσαλονίκη, να ρωτά τα καράβια: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», και η πάλη με το καταραμένο φίδι στην γνωστή παράσταση του Καραγκιόζη, όπου ο ήρωάς μας κράζει μέσα στην μάχη: «Βόηθα Χριστέ και Παναγιά, κι εσύ Αγία Ειρήνη, για να σκοτώσω το θεριό, να φέρω την ειρήνη» – προς μεγάλη έκπληξη του σύγχρονου κοινού.
Το βιβλίο του Δημήτρη Κουγιουμτζόγλου, πέρα από την επιστημονική γνώση για μία σημαντική πτυχή της βυζαντινής τέχνης και ιδεολογίας, ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα μισοσβησμένο, μα πολύτιμο μονοπάτι της λαϊκής μας παράδοσης και της διαχρονικής εθνικής αυτογνωσίας.
Όσο και εάν δεν ήξεραν την ακριβή ιστορία του πραγματικού Αλεξάνδρου, οι Έλληνες ζούσαν και αγωνίζονταν κάτω από την βαριά, προστατευτική του σκιά. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Βεστιάρης Σταυρινός, ακόλουθος στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ του Γενναίου, περιγράφει μία (μυθοποιημένη) μάχη μεταξύ 300 Ελλήνων πολεμιστών (προσοχή στον αριθμό!) και μίας αναρίθμητης στρατιάς Τατάρων. Μπροστά στον εχθρό, οι μαχητές θυμούνται από ποια γενιά κρατάνε:
«Αλέξανδρος ο βασιλεύς, όλη την οικουμένη,
με τους Ρωμαίους ώρισεν, διατ’ ήσαν ανδρειωμένοι
κι ημείς να γένωμεν δειλοί οπίσω να στραφούμεν;
Αν Μακεδόνες ήμεσθεν σήμερον ας φανούμεν
σήμερον ας τιμήσωμεν και γένος και πατρίδα
ή σήμερ’ ας παιθάνομεν χωρίς άλλην ελπίδα» [1]
Δημήτρης Κ. Κουγιουμτζόγλου, Ο Βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος
Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2024. Σελίδες 584.
[1] Νικόλαος Δημητριάδης, “Ιστορικές αφηγήσεις για τον ηγεμόνα Μιχαήλ τον Γενναίο”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 22, Άνοιξη 2021, σελ. 166-179.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου