Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών «Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά των εχθρών τα σχέδια» Θουκιδίδου Ιστορίαι Α 144, Επιτάφιος Περικλέους «Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το Έθνος μας, δεν είχε τέτοια σημασία, όπως αυτή η έξοδος του Ελληνισμού από ολόκληρη την Ανατολή. Ένα φοβερό πράμα…». Διδώ Σωτηρίου Το παρόν άρθρο είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής και αφιερώνεται στην μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών και προσφύγων που σκοτώθηκαν κατά την μικρασιατική εποποιία, αφήνοντας τα κόκκαλά τους στην ιερά αιματοβαμμένη Ιωνική γη. Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ανείπωτη μικρασιατική καταστροφή που συγκλόνισε ολόκληρο τον Ελληνισμό, σημαδεύοντας ανεξίτηλα για πολλές δεκαετίες την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας και πληγώνει μέχρι σήμερα τις καρδιές όλων των Ελλήνων. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 συνιστά αναντίρρητα την μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην Ιστορία του νεότερου Ελληνικού Κράτους. Ο απόηχος του σπαραγμού για την τραγική απώλεια της Ιωνικής γης που φθάνει έως σήμερα, κρατά ζωντανή την Ιστορική Μνήμη για τις θλίψεις, τα δεινά και τα βάσανα που υπέστη ο μαρτυρικός Μικρασιατικός Ελληνισμός από την τουρκική θηριωδία. Ο βίαιος ξεριζωμός του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που σημειώθηκε υπό τις δραματικές συνθήκες των σφαγών, πυρπολήσεων και λεηλασιών αποτελεί κορυφαίο ιστορικό γεγονός στην εθνική ζωή των Ελλήνων, γιατί όχι μόνο θέτει οριστικά ταφόπλακα στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας», αλλά κυρίως επειδή τερματίζει άδοξα την μακραίωνη παρουσία μας στα Μικρασιατικά παράλια. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές η παρουσία του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία καταγράφεται τουλάχιστον από την 2η χιλιετηρίδα π.Χ., καθώς ειδικά στα μικρασιατικά παράλια εγκαταστάθηκαν από πολύ νωρίς διάφορα ελληνικά φύλα (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς), ιδρύοντας σημαντικότατες αποικίες που αποτέλεσαν στο διάβα των αιώνων μεγάλα διοικητικά, οικονομικά, εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου. Σπουδαιότερες από αυτές τις αποικίες υπήρξαν η Σμύρνη, η Μίλητος, η Έφεσος, η Φώκαια και άλλες. Στην Διάσκεψη των Νικητών στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1919, κατατέθηκε από την Ελληνική Αντιπροσωπεία υπόμνημα που απευθυνόταν προς στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, με το οποίο επιδιωκόταν η αναγνώριση των εθνικών μας αξιώσεων στα μικρασιατικά εδάφη που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού, καθόσον σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής πλευράς στην Μικρά Ασία διαβιούσαν 1.694.000 Έλληνες, ενώ στην περιοχή της Θράκης και της Κωνσταντινούπολής διαβιούσαν επιπλέον περίπου 731.000. Στο πλαίσιο της παραπαίουσας φεουδαρχικής Αυτοκρατορίας οι ελληνικές κοινότητες διακρίνονταν για το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο και για την οικονομική τους ευμάρεια, αποτελώντας την μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη του Οθωμανικού Κράτους και προξενώντας παράλληλα τον φθόνο των Νεότουρκων¹. Ο Ελληνισμός της Ανατολίας κυριαρχούσε εμπορικά, οικονομικά και πολιτισμικά, διατηρώντας ακέραιη την ορθόδοξη και εθνική του συνείδηση μέσα σε ένα συχνά εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον.
Τα βιβλία που περιγράφουν το δράμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχουν γραφεί από διακεκριμένους Έλληνες και ξένους ιστορικούς αλλά και από πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα που υπήρξαν πρωταγωνιστές των συγκλονιστικών γεγονότων της κατάρρευσης του Μετώπου, τα οποία διαφωτίζουν (στο μέτρο που υπηρετείται η αμερόληπτη ιστορική αλήθεια) τα πολιτικοοικονομικά και στρατιωτικά αίτια της ταπεινωτικής ήττας ενός περήφανου και αξιόμαχου (αλλά πολιτικά προδομένου) ελληνικού στρατού που οδήγησε στην εξαφάνιση της μακραίωνης παρουσίας του Ελληνισμού από την Μικρασιατική γη. Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αναδείξει μια άγνωστη στο ευρύ κοινό και μικρή σε τοπική έκταση αλλά μεγαλειώδη σε σημασία νίκη των Ελλήνων Ευζώνων, που επιτεύχθηκε υπό την εμπνευσμένη και ηρωική καθοδήγηση του συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα³ και υπήρξε καθοριστική για την σωτηρία ολοκλήρου του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Στις 13 Αυγούστου (παλαιό ημερολόγιο) του 1922 στην πόλη του Αφιόν Καραχισάρ εκδηλώθηκε η καλά προετοιμασμένη και σχεδιασμένη επίθεση του τουρκικού στρατού, υπό την διοίκηση και εποπτεία του Κεμάλ Ατατούρκ, εναντίον ενός ηθικά παρηκμασμένου ελληνικού στρατού που βρισκόταν –μετά την καταστροφική και εθνικά εγκληματική προέλαση προς τον Σαγγάριο– σε κατάσταση απειθαρχίας, αποσυντονισμού και ημιδιάλυσης, περιμένοντας μοιρολατρικά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου. Το Σαλιχλή ήταν κωμόπολη που απείχε 96 χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης και αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και σιδηροδρομικό κόμβο που συνδεόταν σιδηροδρομικώς με το λιμάνι της Σμύρνης. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος της πόλης είτε από τις ελληνικές είτε από τις τουρκικές δυνάμεις αποκτούσε μεγάλη στρατηγική σημασία για την εξέλιξη του μικρασιατικού πολέμου. Οι τουρκικές δυνάμεις διατάχθηκαν να προελάσουν προς το Σαλιχλή, με σκοπό να καταλάβουν το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και να αποκόψουν την υποχώρηση του διαλυμένου στο Αφιόν Καραχισάρ ελληνικού στρατού. Η Διοίκηση της Στρατιάς Σμύρνης εκδίδει κατεπείγουσα διαταγή, σύμφωνα με την οποία ελληνικά στρατιωτικά τμήματα πρέπει να προωθηθούν εγκαίρως προς το Σαλιχλή, κρατώντας ανοιχτή την σιδηροδρομική γραμμή, ώστε να διευκολυνθεί η υποχώρηση των αποδιοργανωμένων μεραρχιών, καθώς και η φυγή των προσφύγων της Φιλαδέλφειας που συνέρρεαν στην πόλη σε ατελείωτα καραβάνια. Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων με μερικές άλλες στρατιωτικές μονάδες συναπάρτιζαν το Απόσπασμα Πλαστήρα, το οποίο στάθμευε λίγο έξω από την Φιλαδέλφεια και ήταν το μόνο αξιόμαχο και συντεταγμένο τμήμα του Ελληνικού Στρατού που θα μπορούσε να φέρει σε αίσιο πέρας την κρίσιμη αποστολή, προκειμένου το Σαλιχλή να παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση και κατοχή. Πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης ήταν να παραμείνει ελεύθερος ο σιδηροδρομικός δίαυλος επικοινωνίας που συνέδεε το Σαλιχλή με την Σμύρνη, ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μεταφορά των υποχωρούντων ελληνικών τμημάτων και των προσφυγικών πληθυσμών, πριν προλάβουν οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού να τον καταλάβουν. Την νύχτα όμως της 23ης Αυγούστου 1922 δύο μεραρχίες του τουρκικού ιππικού, εκμεταλλευόμενες την αδράνεια της ελληνικής ταξιαρχίας ιππικού, βρήκαν την ευκαιρία να διεισδύσουν στην πόλη από βορρά προς τον νότο, καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Ενώπιον αυτής της τραγικής κατάστασης, ο Πλαστήρας αποφασίζει να αμυνθεί με κάθε δυνατό μέσο, επιχειρώντας να αναχαιτίσει την τουρκική προέλαση.
Ο συγγραφέας και ιστορικός Σέφης Αναστασάκος στο τρίτομο έργο του «Ο Πλαστήρας και η εποχή του», περιγράφει την επική μάχη του Σαλιχλή ως εξής:
Μετά από επικό ηρωικό αγώνα και το πνεύμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης που επέδειξαν οι τσολιάδες του Αποσπάσματος Πλαστήρα, η Νίκη στεφάνωσε τα ελληνικά όπλα. Ο ελληνικός στρατός μετά από σκληρή αναμέτρηση κατόρθωσε να επιβληθεί των υπέρτερων τουρκικών δυνάμεων, διατηρώντας ανοικτή την σιδηροδρομική γραμμή Σαλιχλή-Σμύρνης. Υπό τα δεδομένα αυτά, αν οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να ελέγξουν μέχρι τέλους το σιδηροδρομικό σταθμό του Σαλιχλή, θα ματαίωναν την ασφαλή υποχώρηση των ελληνικών μεραρχιών, γεγονός που θα οδηγούσε στην αιχμαλωσία ολόκληρης της Στρατιάς, καθώς είχε προηγηθεί νωρίτερα η παράδοση των κύριων τμημάτων του Α΄ και Β΄ Σώματος Στρατού. Παράλληλα, θα καθίστατο ανέφικτη η φυγή και η σωτηρία χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων που εγκατέλειπαν μαζικά τις πατρογονικές τους εστίες, προκειμένου να λυτρωθούν από τις μαζικές σφαγές, τις βιαιοπραγίες και τους εξανδραποδισμούς των Τσετών, του τακτικού τουρκικού στρατού και των φανατικών μωαμεθανών πολιτών.
Δεν διέλαθε όμως της προσοχής του μεγάλου σφαγέα του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος αναγνωρίζοντας την ηρωική και ανεκτίμητη προσφορά του Πλαστήρα καθ’ όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας δήλωσε τα εξής:
Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται σήμερα, ειδικά μεταξύ των νέων ανθρώπων, άμβλυνση της εθνικής τους συνείδησης, γεγονός που, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα οδηγήσει στην ιστορική λήθη της Μικρασιατικής Καταστροφής που συνετάραξε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Οι εκδηλώσεις μνήμης περιορίζονται σε θεατρικά και μουσικοχορευτικά δρώμενα που αποσιωπούν τον πόνο της προσφυγιάς, τον θρήνο και την οδύνη για τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την πατρογονική του εστία, καλλιεργώντας μια ανάλαφρη, επιδερμική και επιφανειακή ιστορική σχέση με τα δραματικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Όμως, η μακραίωνη και αδιάλειπτη παρουσία των Ελλήνων στην γη της Ιωνίας για σχεδόν 3000 χρόνια δεν είναι δυνατόν να ξεριζωθεί, αφού έχει γαλουχήσει με θύμησες, τραγούδια, αφηγήσεις παλαιοτέρων, σμυρναίικες συνταγές μαγειρικής και τοπωνύμια την «ματωμένη ψυχή» του Μικρασιατικού Ελληνισμού, που μεταλαμπαδεύτηκε στην «Παλαιά Ελλάδα», σφραγίζοντας ανεξάλειπτα την Ιστορική Μνήμη του Έθνους. Ολόκληρη η Ανατολία των Αγίων και των Ηρώων λαχταρά να ακούσει ξανά τον ήχο της καμπάνας, να μυρίσει την ευωδία του θυμιάματος, να περιφέρει στα χωριά και στις κωμοπόλεις τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, ενώ η Αγία Φωτεινή και ο Άγιος Βουκόλος⁵ (Πολιούχος πρώτος Επίσκοπος Σμύρνης) περιμένουν καρτερικά την ώρα που θα λάβουν ξανά την περίοπτη θέση την οποία κατείχαν στις ψυχές των ευλαβών Μικρασιατών.
Εξάλλου, ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιδιώκουμε το αδύνατο! (*) Η μάχη του Στάλινγκραντ (από 17 Ιουλίου 1942 μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1943) υπήρξε η φονικότερη και η κρισιμότερη (για το Ανατολικό Μέτωπο) στρατιωτική αναμέτρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των Ρώσων και των Γερμανών που έληξε με την επικράτηση των πρώτων. Προκάλεσε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο υλικό και στις δύο πλευρές των εμπολέμων. Υπολογίζονται σε πάνω από 1.500.000 οι νεκροί και οι αγνοούμενοι του πολέμου. Το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης του Στάλινγκραντ ήταν ότι εξελίχθηκε σε ανηλεείς οδομαχίες εντός του αστικού ιστού της πόλης, από δρόμο σε δρόμο και από σπίτι σε σπίτι. Έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζεται «ως μάχη του Στάλινγκραντ» κάθε πολεμική σύγκρουση που λαμβάνει χώρα εντός κατοικημένης περιοχής. 1 Με τον όρο «Νεότουρκοι» εννοείται το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» που ιδρύθηκε το 1904 και κατά άλλους το 1908, είχε δε ως ηγετική φυσιογνωμία τον Ισμαήλ Εμβέρ Πασά. Από τους κύριους συντελεστές του κινήματος υπήρξε και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ). Βασικός σκοπός ήταν η μετατροπή της θεοκρατικής φεουδαρχικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε συνταγματικό αστικό κράτος. Σύντομα όμως στους κόλπους του κινήματος θα επικρατήσουν οι ακραίες εθνικιστικές θέσεις και θα εγκαταλειφθεί ο όρος «Οθωμανισμός» που θα αντικατασταθεί από τον όρο «παντουρκισμό». Στο συνέδριο του Κόμματος που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε η πλήρης εξόντωση όλων των μη τουρκικών εθνικών μειονοτήτων, η οποία υλοποιήθηκε τα μεταγενέστερα χρόνια με αποκορύφωμα την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ολοσχερή εξάλειψη του ελληνοορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού. 2 Ο Εθνομάρτυρας και Ιερομάρτυρας Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης διετέλεσε αρχικά Μητροπολίτης Δράμας μέχρι το 1910, αναπτύσσοντας έντονη εθνική δράση και αντιμετωπίζοντας επιτυχώς την τρομοκρατική δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Το 1910 οι τουρκικές αρχές θορυβημένες από την απήχηση του Ιεράρχη στους πληθυσμούς της Μακεδονίας πετυχαίνουν την απομάκρυνσή του στην Σμύρνη. Καθ’ όλη την διάρκεια της ελληνικής διοικήσεως της Σμύρνης (1919-1922) ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αναδεικνύεται σε μια φλογερή προσωπικότητα που υποστήριζε με θέρμη την ικανοποίηση των εθνικών πόθων λειτουργώντας αδιαμφισβήτητα ως φυσικός ηγέτης και εθνάρχης του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η τουρκική εισβολή στην Σμύρνη και οι αγριότητες που ακολούθησαν συνέτριψαν το εθνικό του όραμα. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, απορρίπτοντας τις προτάσεις των Προξένων της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας που ήθελαν να τον φυγαδεύσουν και προτίμησε να παραδοθεί στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Ο Γάλλος δημοσιογράφος και ιστορικός Ρενέ Πυώ (Rene Puaux) που είχε επισκεφθεί την Σμύρνη, ως απεσταλμένος της γαλλικής εφημερίδας «Le temps» περιγράφει στο βιβλίο του «Ο θάνατος της Σμύρνης» τον μαρτυρικό θάνατο του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου ως εξής:
3 Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Έγινε γνωστός για τη δράση του κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου απέκτησε το προσωνύμιο Μαύρος Καβαλάρης) και τη Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ πολλές φορές συμμετείχε σε στρατιωτικά κινήματα. Κυβέρνησε ως Πρωθυπουργός την Ελλάδα τρεις φορές, την πρώτη το 1945 και άλλες δύο κατά τα έτη 1950-1952. 4 Σέφης Αναστασάκος, Ο Πλαστήρας και η εποχή του, τόμος Β΄ (1922-1933), εκδόσεις Επικαιρότητα 2009, σελ. 99-100. 5 Ο Ιερός Ναός του Αγίου Βουκόλου ήταν ο μοναδικός Ελληνικός Ορθόδοξος Ναός στο κέντρο της πόλης (περιοχή Μπασμανέ) που διασώθηκε από την καταστροφή και την πυρπόληση της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό. Η μνήμη του Αγίου εορτάζεται στις 6 Φεβρουαρίου. Στις 17 Αυγούστου του 2014 και ύστερα από την σχετική άδεια, παραχωρήθηκε στους Ορθοδόξους Ρωμιούς της Σμύρνης το δικαίωμα της τέλεσης της πρώτης Θείας Λειτουργίας, μετά από 92 ολόκληρα χρόνια. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου