«Ὅπως εἶδαν οἱ Προφῆτες, ὅπως δίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως δογμάτισαν οἱ Διδάσκαλοι... ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια… ἔτσι φρονοῦμε, ἔτσι λαλοῦμε, ἔτσι κηρύσσουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός μας... τιμᾶμε δέ τούς ἁγίους του μέ λόγια, μέ συγγράμματα, μέ τή θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας… καί τόν μέν Χριστό προσκυνοῦμε ὡς Θεό καί Δεσπότη, τούς δέ ἁγίους του τιμᾶμε καί ἀπονέμουμε σέ αὐτούς σχετική προσκύνηση», ὅπως διαβάζουμε στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου
Κυριακή Α΄ τῶν Νηστειῶν ἡ σημερινή, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, καί γνωρίζουμε ὅλοι καλά ἀπό τήν ἱστορία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων ὅτι ὑπῆρξε μία μακρά περίοδος πού ταλαιπώρησε καί ταλάνισε τήν ἑνότητα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἡ περί τῶν εἰκόνων συζήτηση. Ἀπό τή μία πλευρά οἱ ἀποκληθέντες «εἰκονομάχοι», ἄνθρωποι αἱρετικῶν πεποιθήσεων καί πιστευμάτων, οἱ ὁποῖοι ἀρνούμενοι κατ’ οὐσίαν τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ βρῆκαν χῶρο, τρόπο καί χρόνο γιά νά ἐκφράσουν τήν αἵρεσή τους, ἀρνούμενοι καί βλασφημοῦντες τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Μαζί μέ αὐτούς καί ἱκανός δυστυχῶς ἀριθμός ἀρχόντων, κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς περιόδου ἐκείνης. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἁγιώτατοι πατέρες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, διάκονοι καί μοναχοί, ἀλλά καί πλῆθος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ ἔμειναν ἑδραῖοι στήν ἀληθινή πίστη. Προεξάρχοντες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ἀναδείχθηκαν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Ἡ ἁγία ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἐκεῖνοι διακήρυξαν κατηγορηματικά ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν λειψάνων καί τῶν ἁγίων εἰκόνων εἶναι θεόσδοτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εὐλογημένη καί μεταδοτική τῆς χάριτος. Καθόλου δέν ἀντιβαίνει πρός τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία, ὅπως ὑποστήριζαν καί ὑποστηρίζουν μέ φαυλότητα οἱ εἰκονομάχοι κάθε ἐποχῆς.
Ἀκόμη, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔλαβε ὑλικό σῶμα γιά τή σωτηρία μας, καί διά τοῦτο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κηρύττει δογματίζοντας στούς αἰῶνες: «Δέν θά πάψω ποτέ νά σέβομαι τήν ὕλη μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε πραγματικότητα ἡ σωτηρία μου. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, πῆρε ὕλη, ψωμί καί κρασί, καί θεμελίωσε μέ αὐτά στό ὑπερῶο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τή θεία Εὐχαριστία. Ἡ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀπό ὅποια ὕλη καί ἄν εἶναι φτιαγμένες –ξύλο, μέταλλο, χρῶμα–, δέν ἀποτελεῖ λατρεία εἰδωλική, ἀλλά «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Προσκυνώντας ἑπομένως μέ πίστη μία ὡραία ἁγιογραφημένη εἰκόνα δέν προσκυνοῦμε τό ξύλο ἤ τήν αὐγοτέμπερα, ἀλλά τό ἱερό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου καί ὅλων τῶν ἁγίων.
Τά δῶρα τῆς πίστεως
Αὐτή λοιπόν ἡ πίστη τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτή ἡ πίστη ἡ ὁποία στήριξε τήν οἰκουμένη, προβάλλεται σήμερα ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς θείας Λειτουργίας. Θαυμάζουμε τήν πίστη τῶν δύο μαθητῶν τοῦ Κυρίου μας, τοῦ Φίλιππου καί τοῦ Ναθαναήλ, μία πίστη τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εὐλόγησε καί καλοδέχθηκε, μία πίστη ἡ ὁποία στεφανώνεται καί ἀποτελεῖ πρόοδο ἁγιοπνευματική γιά ἐκεῖνον πού τήν βιώνει. Μία πίστη πού εἶναι οὐρανόσταλτη γεύση ἀπό τοῦ νῦν αἰῶνος τῆς Βασιλείας καί τῶν ἀγαθῶν πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γιά αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν.
Χρειάζεται πάντοτε νά ἔχουμε κατά νοῦ ὅτι διαχρονικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας εἶναι ἡ προσήλωση στά δόγματα καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό ἀποτελεῖ κατεξοχήν ἔργο τοῦ Χριστιανοῦ, ἡ συνεχής καί μόνιμη προσπάθεια ὑπακοῆς στή διδασκαλία, στά κελεύσματα καί στίς προτροπές τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί πάλι μᾶς παιδαγωγεῖ διδάσκοντας ὅτι «πίστις ἄνευ ἔργων» –ἄεργος– καί «ἔργα ἄνευ πίστεως» –ἄπιστα– μέ τόν ἴδιο τρόπο θά ἀποδοκιμασθοῦν ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει χωρίς ἐνδοιασμούς ἤ προϋποθέσεις ζεῖ τήν ἐμπειρία τῆς ἐλευθερίας μέσα ἀπό τόν χρηστό δεσμό καί τό ἐλαφρύ φορτίο τοῦ Κυρίου, δέν ταλαντεύεται στήν πολυπραγμοσύνη καί τή διχογνωμία τῶν δοκησίσοφων τοῦ παρόντος καιροῦ, μιμούμενος τήν ἁπλότητα τῆς πίστης τοῦ Φίλιππου καί τοῦ Ναθαναήλ.
Ἀρχιμ. Ἄ. Ἀ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου