Το ελληνόπουλο που έγινε μεγάλος βεζύρης (πρωθυπουργός) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.

Ο Ιμπραήμ γεννήθηκε το 1494 στην Πάργα, εξού και το όνομα Παργκαλί (Παργινός), που υιοθέτησε αργότερα για να τον διακρίνει από την πληθώρα των Οθωμανών αξιωματούχων, που έφεραν το όνομα Ιμπραήμ. Η γενέτειρά του εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βενετίας.

Σε ηλικία έξι ετών έπεσε στα χέρια κουρσάρων (ο πατέρας του ήταν ψαράς) και πουλήθηκε ως σκλάβος στο Παλάτι της Μαγνησίας, όπου κατοικούσαν και εκπαιδεύονταν οι γιοι του σουλτάνου. Εκεί γνωρίστηκε με τον συνομήλικό του Σουλεϊμάν κι έγιναν φίλοι. Ο Ιμπραήμ, αφού πρώτα εξισλαμίστηκε, έλαβε σπουδαία μόρφωση στη σουλτανική αυλή. Ήταν πολύγλωσσος κι έπαιζε ένα έγχορδο όργανο σαν το βιολί. Τον αποκαλούσαν «Φρενκ» («Ευρωπαίος») για την ευρυμάθεια και τους λεπτούς τρόπους του.

Με την άνοδο του Σουλεϊμάν στην εξουσία (1520), άρχισε και η μετεωρική άνοδος του Ιμπραήμ στη δημόσια διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο νέος σουλτάνος του εμπιστεύτηκε διάφορες διπλωματικές και στρατιωτικές αποστολές, τις οποίες έφερε σε πέρας με επιτυχία και στις 27 Ιουνίου 1523, σε ηλικία μόλις 29 ετών, τον έχρισε μεγάλο βεζύρη.

Ο ίδιος δεν ήθελε να αναρριχηθεί τόσο γρήγορα προς την κορυφή, για να μην προκαλέσει την οθωμανική γραφειοκρατία και τους άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Ο Σουλτάνος τον καθησύχασε και τον διαβεβαίωσε ότι όσο αυτός θα βρίσκεται στην εξουσία δεν θα διατάξει την εκτέλεσή του (ήταν κανόνας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο αξιωματούχος που έπεφτε σε δυσμένεια να του παίρνουν το κεφάλι).

Ο Σουλεϊμάν για να εκφράσει την ευαρέσκειά του προς τον εκλεκτό φίλο του, όχι μόνο τον έχρισε σερασκέρη (επικεφαλής του στρατού), αλλά του έδωσε το χέρι της αδελφής του Χαντιτσέ. Ο Ιμπραήμ και ως γαμπρός του σουλτάνου (νταμάτ) συγκέντρωσε τεράστια εξουσία και λογοδοτούσε μόνο στον Σουλεϊμάν.

Ο Ιμπραήμ ως μεγάλος βεζύρης διακρίθηκε κυρίως για τις διπλωματικές του ικανότητες και τον χειρισμό των σχέσεων του σουλτάνου με τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης. Οι ενετοί διπλωμάτες τον αποκαλούσαν «Ιμπραήμ ο Μεγαλοπρεπής», τίτλος που αποδιδόταν μόνο στον Σουλεϊμάν. Αποκορύφωμα των διπλωματικών του χειρισμών ήταν η συμμαχία που συνήψε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Γαλλία το 1835 και η οποία στρεφόταν κατά της αυτοκρατορίας των Αψβούργων.

Με την πάροδο του χρόνου, ο Ιμπραήμ έπεσε θύμα της επιτυχίας του και των μηχανορραφιών της γυναίκας του Σουλτάνου Χουρέμ, η οποία ήθελε να προωθήσει τον γιο της ως διάδοχο του θρόνου. Ο Υπουργός Οικονομικών Εσκαντέρ Σαλαμπί, που εποφθαλμιούσε τη θέση του, διέδωσε ότι ο Ιμπραήμ εξυφαίνει συνωμοσία εναντίον του Σουλτάνου. Η ουκρανικής καταγωγής Χουρέμ ή Ροξελάνα έπεισε τον Σουλεϊμάν ότι η ζωή του κινδυνεύει και ότι πρέπει να βγάλει από τη μέση τον Ιμπραήμ.

Όμως, ο Σουλεϊμάν είχε δώσει όρκο στον Ιμπραήμ ότι δεν θα τον σκοτώσει, όσο ο ίδιος βρισκόταν στη ζωή. Η θρησκευτική λύση που δόθηκε ήταν η έκδοση ενός φετφά, που ανέφερε ότι μπορεί να πάρει πίσω τον όρκο του, αρκεί να αναγείρει ένα τζαμί στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την εκτέλεση του Ιμπραήμ. Στις 15 Μαρτίου 1536 ο Σουλτάνος τον κάλεσε σε ακρόαση στο παλάτι του Τοπ Καπί. Στους πολυδαίδαλους διαδρόμους του παλατιού ένας χεροδύναμος ευνούχος άρπαξε τον Ιμπραήμ και τον στραγγάλισε.

Φαίνεται ότι αργότερα ο Σουλεϊμάν μετάνιωσε για την εκτέλεση του Ιμπραήμ. Αυτό αντανακλάται σε κάποια από τα ποιήματα που άφησε και τα οποία μιλούν για την εμπιστοσύνη και τη φιλία ανάμεσα σε φίλους.