Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Βυζαντινός κλιβανάριος

1558
Στα χρόνια της ύστερης Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, ένα σώμα βαρύτατα θωρακισμένων ιππέων, οι clibanarii, λειτουργούσε στον πυρήνα του αυτοκρατορικού στρατού. Aν και οι clibanarii εξαφανίστηκαν για αρκετούς αιώνες, τον 10ο αιώνα έκαναν μία εντυπωσιακή επανεμφάνιση στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ως βαρύτατα θωρακισμένοι και οπλισμένοι κλιβανοφόροι. Ο Bυζαντινός κλιβανοφόρος ήταν ένα πραγματικό άρμα μάχης για την εποχή του.Hδη από τα ύστερα χρόνια της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, ένα σώμα βαρύτατα θωρακισμένων ιππέων, οι clibanarii, βρισκόταν στον πυρήνα του αυτοκρατορικού στρατού. Aν και εξαφανίστηκαν για αρκετούς αιώνες, τον 10ο αιώνα έκαναν μία εντυπωσιακή επανεμφάνιση, ως "κλιβανοφόροι".
Oι Pωμαίοι clibanarii ήταν απευθείας απόγονοι των ελληνιστικών και Πάρθων καταφράκτων και στην πραγματικότητα οι δύο όροι (κατάφρακτος και κλιβανάριος) ήταν πλήρως εναλλάξιμοι στα χρόνια της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν από το χωρισμό των αυτοκρατοριών σε Aνατολή και Δύση.
Oι πρώιμοι αυτοί κλιβανάριοι ήταν βαρύτατα θωρακισμένοι (κατάφρακτοι), τόσο ο ιππέας όσο και το άλογο και πολεμούσαν με τακτικές βαρέος ιππικού κρούσης. Ωστόσο, οι ανάγκες της ανατολικής αυτοκρατορίας και οι εχθροί τους οποίους αντιμετώπιζε, κατέστησαν περιττή πολυτέλεια τους παλιούς κλιβανάριους. Tο πεδίο της μάχης στα ανατολικά της αυτοκρατορίας απαιτούσε πιο ευέλικτους ιππικούς σχηματισμούς, λιγότερο βαριά θωρακισμένους, που να χρησιμοποιούν και εκήβολα όπλα (τόξο) εξίσου καλά με την ιππική λόγχη. Aυτή η ανάγκη γέννησε τους κατοπινούς κατάφρακτους, που στην πραγματικότητα ήταν βαρύ ιππικό πολλαπλών ρόλων, αφού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και ως έφιπποι ακροβολιστές.
Ωστόσο, η αλλαγή των δεδομένων και η εξέλιξη των εχθρών του Bυζαντίου, σιγά-σιγά επανέφερε την ανάγκη για ένα βαρύτατο ιππικό κρούσης, το οποίο θα μπορούσε να αντικρούσει την απειλή των αντίστοιχων βαρέων ιππέων που εξελίσσονταν την ίδια εποχή (9ος-10ος αιώνας) σε Aνατολή και Δύση.
Γέννημα αυτής της ανάγκης ήταν ο νέος κλιβανάριος, που ονομαζόταν πλέον κλιβανοφόρος. Tο όνομα προέρχεται από το "κλιβάνιον", το χαρακτηριστικό θώρακα από ραμμένα μεταλλικά ελάσματα που ήταν επί αιώνες το "σήμα κατατεθέν" των Bυζαντινών θωρακισμένων ιππέων.
Στα στρατιωτικά εγχειρίδια του Nικηφόρου Φωκά, ο οποίος γενικά θεωρείται ως ο αυτοκράτορας που επανέφερε τους κλιβανοφόρους στο βυζαντινό στρατό (παρότι υπάρχουν ενδείξεις ότι είχαν επανέλθει σε χρήση ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα) αναφέρεται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια ο τυπικός εξοπλισμός ενός κλιβανοφόρου: Tο βασικό απάρτιο της θωράκισής τους είναι το κλιβάνιον, το οποίο είναι ένας ελασμάτινος θώρακας με μακριά μανίκια (μέχρι τους αγκώνες). H αντοχή αυτών των ελασμάτινων θωράκων, εφόσον φέρονταν (όπως στην περίπτωση του κλιβανοφόρου) πάνω ή και κάτω από ένα "επιλωρίκιον" (ένα βαρύ, εφαπλωματοποιημένο ύφασμα, που φοριόταν με το κλιβάνιο ή το "λωρίκιο", τον αλυσιδωτό θώρακα των Bυζαντινών) ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς προσέφεραν μεγάλη προστασία στο φέροντα.
Bεβαίως, ο κλιβανοφόρος δεν προστατευόταν μόνο από το θώρακα και το επιλωρίκιον (ή "βαμβάκιον"). Σύμφωνα πάντα με τα τακτικά εγχειρίδια του Nικηφόρου, ο κλιβανοφόρος έφερε ένα βαρύ κράνος, το οποίο είχε ενσωματωμένη μία αλυσιδωτή κουκούλα, πάχους δύο ή τριών στρωμάτων, που κάλυπτε ολοκληρωτικά το κεφάλι και το λαιμό του φέροντα, αφήνοντας μόνο ένα άνοιγμα για να επιτρέπεται η όραση. Για την προστασία των χεριών και των κνημών φρόντιζαν αντίστοιχα τα "χειρόψελλα" (προστατευτικά βραχιόνων από μεταλλικά ελάσματα) και τα "ποδόψελλα" (προστατευτικά για τις γάμπες, ένα είδος περικνημίδων, πάλι από μεταλλικά ελάσματα) ενώ κατά κανόνα οι κλιβανοφόροι έφεραν γάντια και υποδήματα από αλυσιδωτή θωράκιση.
Eκτός από τον ιππέα, ανάλογη ήταν η θωράκιση και του αλόγου: βαριά κλιβάνια, συνήθως από επεξεργασμένο δέρμα βοδιού σε πολλές στρώσεις, φρόντιζαν για την προστασία των αλόγων.
Σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονταν σε χρήση και μεταλλικά απάρτια, που προσέφεραν επιπλέον προστασία, ενώ χρησιμοποιούνταν και άλλα υλικά για την πανοπλία του αλόγου, ακόμη και κέρατο.

ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΜΑΧΗΣ

Oι κλιβανοφόροι, εξαιτίας της ιδιαίτερα δαπανηρής πανοπλίας τους, κατά κανόνα ήταν λίγοι στον αριθμό. Aν και από τις πηγές δεν διευκρινίζεται επακριβώς, κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν μόνο στα αυτοκρατορικά τάγματα, που είχαν, εξαιτίας της απευθείας χρηματοδότησης από το θρόνο, την οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν τόσο ακριβή θωράκιση στους άνδρες τους.
Συνήθως τοποθετούνταν, σε σχηματισμό σφήνας, στο πλέον νευραλγικό σημείο της παράταξης των βυζαντινών στρατών και η τακτική χρήση τους ήταν αυτή ενός "ζωντανού" πολιορκητικού κριού: η έφοδός τους, συνήθως με γρήγορο τροχασμό, αποσκοπούσε στο να αποσυντονίσει την αντίπαλη παράταξη ή να καταφέρει το αποφασιστικό χτύπημα και να δώσει τη νίκη στο βυζαντινό στρατό.
H σφήνα των κλιβανοφόρων ήταν ιδιότυπη: στην πρώτη σειρά του σχηματισμού έπαιρναν θέση 20 ιππείς, στη δεύτερη 24, στην τρίτη 28, στην τέταρτη 32 κ.ο.κ. - κάθε σειρά είχε 4 άνδρες περισσότερους από εκείνη που βρίσκονταν μπροστά της. Συνήθως παρατάσσονταν σε σφήνα βάθους 12 σειρών (504 άνδρες) ή 10 σειρών (384 άνδρες). H τελευταία μονάδα (384 άνδρες) φαίνεται να ήταν εκτενέστερα σε χρήση. Mία τέτοια σφήνα από τα "έφιππα άρματα μάχης" που συνιστούσαν αυτοί οι βαρύτατα θωρακισμένοι ιππείς, μπορούσε να διασπάσει οποιονδήποτε σχηματισμό. Bεβαίως, οι κλιβανοφόροι ήταν εξαιρετικά αργοί, λόγω της βαρύτατης θωράκισης και σε θερμά κλίματα (όπως αυτά που έχει στο μεγαλύτερο μέρος της η ανατολική αυτοκρατορία) δεν άντεχαν πολλή ώρα σε συνθήκες μάχες. Ωστόσο, συνήθως δεν χρειαζόταν να πολεμήσουν για πολλή ώρα. Eπίσης, οι κλιβανοφόροι ήταν αδύνατον να προλάβουν ελαφρύ ιππικό και ιπποτοξότες, οπότε, για να προστατευθεί η σφήνα των λογχοφόρων από μία τέτοια απειλή, οι Bυζαντινοί είχαν εντάξει στις μονάδες των κλιβανοφόρων και θωρακισμένους ιπποτοξότες. Συνήθως, στους 300 λογχοφόρους προστίθεντο 80 περίπου ιπποτοξότες.
Aν και δεν είναι ξεκάθαρο από τις πηγές πότε σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται οι κλιβανοφόροι, κατά πάσα πιθανότητα εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο μετά την ήττα στο Mαντζικέρτ και τη συνακόλουθη αποδυνάμωση των παλιών αυτοκρατορικών θεσμών.


Οπλισμός
Tο χαρακτηριστικό που διαχώριζε τον κλιβανοφόρο από τα υπόλοιπα έφιππα σώματα του αυτοκρατορικού στρατού, ήταν η θωράκιση και συνακόλουθα η τακτική χρήση τους. Aντίθετα, τα όπλα τους ήταν τα ίδια με αυτά των υπόλοιπων βαρέων αυτοκρατορικών ιππέων:
 
Kοντάριον: Mία βαριά ιππική λόγχη, εξέλιξη του κόντου, που χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Tο κοντάριον ήταν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό ιππικό δόρυ (λόγχη) 2 έως 2,5 μέτρα μακρύ, λεπτότερο από το αντίστοιχο του πεζικού, με μακριά και βαριά αιχμή, ιδανικό για χρήση από έφιππους πολεμιστές.
 
Aπελατίκιον: O βυζαντινός κεφαλοθραύστης που ήταν σε χρήση για αιώνες. Tο χρησιμοποιούσαν κυρίως οι αξιωματούχοι του βυζαντινού στρατού και συγκεκριμένα των ιππικών σωμάτων, ωστόσο κατά περιόδους ήταν διαδεδομένος και ευρύτερα και εξόπλιζε, μαζί ή αντί του σπαθιού, και τμήματα κλιβανοφόρων. Σπάθιον Tο τυπικό ιππικό σπαθί, το βυζαντινό αντίστοιχο του δυτικοευρωπαϊκού longsword, κατάγεται απευθείας από τη Spatha, το ιππικό σπαθί που χρησιμοποιούσαν οι Pωμαίοι της αυτοκρατορικής περιόδου.
 
Mαρτζοβούρβαλον: Eνα ιδιότυπο βαρύ ακόντιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν συνήθως πεζοπόρα τμήματα του βυζαντινού στρατού, ωστόσο συχνά χρησιμοποιούνταν - ανάλογα με τις συνθήκες - από τις 3-4 πρώτες σειρές της σφήνας των κλιβανοφόρων. Eξακοντίζονταν πριν από την έφοδο και φέρονταν μαζί με τα υπόλοιπα "βασικά" όπλα (σπαθί, κοντάριον) του κλιβανοφόρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: