Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό, το οποίο ορίζεται σε τεράστιο βαθμό από την αλληλεπίδραση και επικοινωνία του με τους ομοίους του περιβάλλοντος του. Η ταυτότητα, οι τρόποι και οι σκέψεις του καθενός διαμορφώνονται από τι ακούει και διαβάζει από όσα λένε, γράφουν και αποτυπώνουν σε εικόνα οι γύρω του, και βέβαια από ό,τι βλέπει με τα ίδια του τα μάτια. Το περιεχόμενο του χαρακτήρα μας, οι εμπειρίες και τα βιώματα μας υπάρχουν μέσα στο μυαλό μας, άλλοτε πιο σαφή και άλλοτε συγκεχυμένα, και η εξωτερίκευση τους απαιτεί μία συγκεκριμένη διαδικασία.
Η ρητορεία, η ευγλωττία, το καλλιτεχνικό και συγγραφικό τάλαντο, η εμφάνιση, παρουσία και κίνηση στο χώρο καθορίζουν το πως θα μας προσλάβουν οι γύρω μας, αν θα μας εκτιμήσουν, καταλάβουν, αντιπαθήσουν ή αν περάσουμε απαρατήρητοι. Η ανθρώπινη ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υγιή και καθαρή επικοινωνία σκέψεων και συναισθημάτων, όπως και την ευφυή πρόσληψη των έξωθεν ερχομένων. Ακόμη περισσότερο εάν κάποιος θέλει να αφήσει ένα αποτύπωμα στο δημόσιο χώρο η καλή έκφραση είναι το παν. Τέτοια είναι η σημασία της, που βλέπουμε διαρκώς (από την πολιτική και το χώρο του θεάματος μέχρι τις συναναστροφές μας) επικοινωνιακώς αρτίους φελλούς να «επιπλέουν», ενώ πρόσωπα με ποιότητα, ήθος και καλές ιδέες να μην πετυχαίνουν, με την αμηχανία και την εσωστρέφεια να καταδικάζουν εκείνους μεν σε μειονεκτική ή και μοναχική θέση, το δε έργο τους στην αφάνεια.
Ο Ρώσος διπλωμάτης, λογοτέχνης και «ιστοριόσοφος»Κωνσταντίνος Λεόντιεφ (1831-1891), στο δοκίμιο του «Ο Βυζαντινισμός και οι Σλάβοι» (Το Βυζάντιο στη Ρωσία, εκδόσεις Καστανιώτης, σελ. 70-75), επισημαίνει μεταξύ πολλών άλλων την ανάγκη ενός πολιτισμού να αναπαράγει και να διαλαλεί αποτελεσματικά τα ιδεώδη του ώστε να μην αφήνει την εικόνα του να ετεροκαθορίζεται, όπως συμφέρει τους γείτονες και ανταγωνιστές του. Στην ανάλυση του αυτή ο λόγος έρχεται στη Γαλλίδα μυθιστοριογράφο Γεωργία Σάνδη ( ψευδώνυμο της Amantine Lucile Aurore Dupin, 1804-1876). Αναφερόμενη σε έναν ιστορικό της εποχής της ο οποίος είχε άψογο έργο αλλά παρά τις ορθότερες θέσεις του δεν μπορούσε να επιβληθεί στον αντίπαλο συνομιλητή του, Σάνδη συνέθεσε τον όρο les grandes muets, οι μεγάλοι βουβοί. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που, όπως το μεταφέρει ο Λεόντιεφ, «είναι μεστοί νου και ψυχής αλλά δεν είναι προικισμένοι με τη δυνατότητα να εκφράσουν τον εσωτερικό βίο τους». Ενώ η διανόηση τους, ο χαρακτήρας τους, η ψυχολογία τους είναι πλήρως ανεπτυγμένα, συναντούν μεγάλη δυσκολία στο να τα αποτυπώσουν με σαφήνεια, καλλιέπεια και ελκυστικότητα. Έτσι είναι καταδικασμένοι να παραμερίζονται από λιγότερο αξίους, οι οποίοι όμως έχουν μεγαλύτερες επικοινωνιακές ικανότητες. Σε προσωπικό επίπεδο είναι μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Όταν όμως από αυτό το πρόβλημα πάσχει μία κοινωνία ή ένας πολιτισμός, τότε μιλάμε για τραγωδία.
Θυμάται ο Λεόντιεφ, έχοντας διαμορφώσει μεγάλη συμπάθεια για τους αρχαίους Έλληνες μέσα από τη σχολική διδασκαλία, πόση εντύπωση του έκανε ένα περιστατικό από τους Μηδικούς πολέμους. Όταν το πλοίο όπου επέβαινε ο Ξέρξης απειλείτο να βυθιστεί, οι ακόλουθοι του άρχισαν να πέφτουν στη θάλασσα για να μειώσουν το βάρος. Σε μία κίνηση αγέρωχη, στωική και συνάμα μεγάλης αφοσίωσης στον ηγεμόνα τους, οι Πέρσες, ένας-ένας και σε τάξη, παρουσιάζονταν στον Ξέρξη, έκαναν μια βαθιά υπόκλιση και ύστερα πηδούσαν στη θάλασσα. Ο Ρώσος σοσιαλιστής ιστορικός Αλέξανδρος Χέρτσεν (1812-1870), από τον οποίο ο Λεόντιεφ διαβάζει την ιστορία, αποκάλεσε την πράξη αυτή «περσικές Θερμοπύλες». Ποιός όμως ξέρει αυτήν την πράξη ανδρείας; Οι πραγματικές Θερμοπύλες και ο ηρωισμός των εκεί μαρτυρησάντων Λακεδαιμονίων και Θεσπιέων είναι εδώ και 2.500 χρόνια καύχημα του Ελληνισμού και πανανθρώπινο αντικείμενο θαυμασμού. Οι Έλληνες άφησαν πίσω τους ένα τεράστιο γραμματειακό έργο όπου οι αξίες τους, ο πολιτισμός τους και η δική τους οπτική των γεγονότων σκιαγραφήθηκαν με εκπληκτική δεξιοτεχνία. Ποιος όμως μίλησε για την Περσία; Οι εχθροί της, που τη χρωμάτισαν όπως ήθελαν και όπως καταλάβαιναν.
Από τον 5ο προ Χριστού αιώνα ο Λεόντιεφ κάνει αναγωγή στο παρόν του, το 1875. Η πατρίδα του Ρωσία δεχόταν ισχυρές πολιτισμικές πιέσεις από τη Δύση, με τη μορφή του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού, της αθεΐας κ.α. Ο παραδοσιακός, ορθόδοξος διανοητής με θλίψη γράφει ότι οι Ρώσοι δεν κατόρθωσαν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό με τον οποίο θα μπορούσαν, να επικοινωνήσουν τη συλλογική ψυχή του πολιτισμού τους, την ιστορία και τις αξίες τους προς τα έξω. Αυτό καθιστούσε ασθενείς τις άμυνες τους στην αλλοτρίωση αλλά και αδύνατη την εξαγωγή της σκέψης τους σε άλλους λαούς. Αντιθέτως, συμπληρώνει, «η Γαλλία του 19ου αιώνα μιλάει για τον εαυτό της ακατάπαυστα». Προφανώς οι διαφορές στην πολιτιστική δημιουργία κάθε χώρας εξαρτώνται από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, την εκπαίδευση, τα τεχνικά μέσα, την ευτυχή συγκυρία ανάδειξης και συνεργασίας ευφυών δημιουργών κ.α. Όμως όπως και στο ατομικό επίπεδο, έτσι και στο συλλογικό η «αφωνία» προκύπτει εν μέρει από έλλειψη αυτοπεποίθησης και ανεξάρτητης ψυχολογίας, κάτι που οδηγεί σε μειωμένη επικοινωνία και παθητική πρόσληψη των έξωθεν επιρροών, κάτι που με τη σειρά του οδηγεί σε διανοητικό αποικισμό, κατάσταση που αποθαρρύνει περεταίρω την πηγαία, αυθεντική έκφραση και αρκείται στην εισαγωγή και αντιγραφή όσων προσφέρουν οι άλλοι.
Μεγάλο βουβό αποκαλεί ο Λεόντιεφ και το Βυζάντιο, πνευματικό και θρησκευτικό πρόγονο της Ρωσίας. Εδώ βεβαίως υπάρχει η διαφορά πως το Βυζάντιο δεν υπήρξε πραγματικά βουβό. Κρίνοντας από τη διαχρονική παραγωγή του σε φιλοσόφους, θεολόγους, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και ιστορικούς, βλέπουμε έναν πολιτισμό ζωηρό και λαλίστατο. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα ήταν πως το Βυζάντιο βουβάθηκε δια της βίας. Ύστερα από αιώνες αντιπαλότητος, οι δυτικοί και ασιάτες εχθροί του μπόρεσαν να το υποτάξουν. Μετά την άλωση του 1453 δε βρέθηκε πολιτική δύναμη να προωθήσει και να προστατεύσει αυτόν τον πολιτισμό. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατέκτησαν τους Έλληνες, και γοητευμένοι από το πνεύμα τους το συντήρησαν και το διαιώνισαν, με τη σκυτάλη να παίρνουν στη συνέχεια οι μεσαιωνικοί δυτικοευρωπαίοι και οι Βυζαντινοί. Όμως ούτε οι Οθωμανοί ούτε οι Λατίνοι είχαν διάθεση να εκτιμήσουν το βυζαντινό πολιτισμό-οι δεύτεροι δε έτι περισσότερο αφού είχαν οικοδομήσει την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητα τους σε αντίθεση με αυτόν. Τον ύστερο μεσαίωνα, όταν η Δύση αναπτυσσόταν σε κάθε τομέα, η Ρωσία βρισκόταν υπό το βαρύ ζυγό τον Μογγόλων. Όταν εν τέλει τον αποτίναξε ήταν απομονωμένη και αδύναμη, στο στόχαστρο δυνάμεων όπως η Πολωνία και ύστερα η Σουηδία. Η είσοδος της Ρωσίας στη σύγχρονη εποχή έγινε με τις σαρωτικές μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου στις αρχές του 18ου αιώνος. Ο εκσυγχρονισμός αυτός έφερε και έναν πνευματικό διχασμό, παραμερίζοντας την παλαιά, βυζαντινή Αγία Ρωσία της Μόσχας με τη νεωτερίζουσα, γαλλόφωνη αυλή της Αγίας Πετρούπολης. Το βαθύτερο (βυζαντινό, μυστικιστικό, σλαβικό) υπόστρωμα του Ρωσικού πολιτισμού κατεστάλη, αποθαρρύνθηκε και σιώπησε. Όπως το παιδί που έχει υποστεί εκφοβισμό, μετά θα μένει δειλό και αμίλητο και σε περιστάσεις που δεν υπάρχει καμία απειλή, ένας «τραμπουκισμένος» λαός στην πορεία θα αφήσει από μόνος του το πνεύμα του να μαραζώσει.
Με τη Ρωσία σε αυτήν την κατάσταση και τα άλλα ορθόδοξα έθνη υπό ξένη κατοχή (Οθωμανοί, Αψβούργοι) και τις ίδιες πολιτισμικές πιέσεις, δε βρέθηκαν δομές και ισχυρά ρεύματα από τα οποία θα αναδεικνυόταν και θα διαφημιζόταν η βυζαντινή εμπειρία. Αφημένο στην κριτική του πνεύματος «contra errores graecorum» από τους καθολικούς και στην αντιχριστιανική και αντιμεσαιωνική μήνι των διαφωτιστών, το Βυζάντιο είτε ξεχάστηκε είτε απαξιώθηκε. Ο Λεόντιεφ αναφέρει ενδεικτικά την ονομασία της Ρωμανίας ως Bas Empire, κάτω, κατώτερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (σε αντίθεση με την ανώτερη αρχαία-λατινική). Ο συγγραφέας με ελπίδα βλέπει τις πρώτες προσπάθειες δίκαιης απεικόνισης του Βυζαντίου από ιστορικούς της εποχής του (τα τέλη του 19ου αιώνος είδαν τη γέννηση της βυζαντινολογίας όπως την ξέρουμε σήμερα), αλλά τόνισε πως η κατάσταση αυτή για να αλλάξει απαιτεί ανθρώπους του (μετα)βυζαντινού χώρου, Ρώσους εν προκειμένω, με ταλέντο και γνώση για να δώσουν στον ανατολικό πολιτισμό φωνή.
Παρ’ ότι σήμερα, ιδίως λόγω της διάχυσης και αποκέντρωσης της γνώσης και της πληροφορίας από το διαδίκτυο, είναι ευκολότερο από ποτέ να αναπτυχθούν και να εξαπλωθούν εναλλακτικές απόψεις και κοσμοθεωρίες, η πολιτισμική ηγεμονία των ισχυρών συνεχίζεται. Πιο πολύμορφη και διεισδυτική πλέον, εξακολουθεί να ασκεί την ομογενοποιητική, αλλοτριωτική επιρροή της σε κάθε πτυχή της ζωής και κάθε πεδίο διανόησης. Από την άλλη η κρίση, η υποχώρηση του δυτικοκεντρισμού και του μεταψυχροπολεμικού αφηγήματος της παγκοσμιοποίησης δίνει περισσότερα περιθώρια αμφισβήτησης και ανάδειξης λιγότερο προβεβλημένων ιδεών, πολιτισμών κ.α. Αλίμονο σε όσους είναι βουβούς τούτην την εποχή. Και δυστυχώς αυτό ισχύει πάρα πολύ για την Ελλάδα. Η ήδη παραμελημένη, ταλαιπωρημένη και κάποτε αντιφατική και προβληματική κληρονομιά και ταυτότητα μας, ενώ η συγκυρία έχει ευνοϊκά στοιχεία, συνεχίζει στο δρόμο της απαξίωσης και της αφάνειας.
Αιώνες τώρα μείναμε μάλλον όχι τόσο βουβοί, όσο με ξένη λαλιά. Από την πρώτη στιγμή το κράτος μας «καπελώθηκε» από ξένα πρότυπα και αφηγήματα. Δεν κάνουμε εδώ άλλη μία ιερεμιάδα για το διαχρονικό μας εκδυτικισμό, από τους Βαυαρούς μέχρι τους σύγχρονους εκσυγχρονιστές, το «θάψιμο» της κοινοτικής παράδοσης, της βυζαντινορθοδόξου κληρονομιάς, το στείρο μιμητισμό που ενοχλείται από την ελάχιστη ιδιαιτερότητα και παρέκκλιση από τα ξένα πρότυπα. Όλα έχουν εκτεθεί συστηματικά και γλαφυρά από τόσες μορφές του ανθισταμένου Ρωμαίικου, από τον Μακρυγιάννη και τον Παπαδιαμάντη ως τον Κόντογλου. Θα αναφέφω μόνο πως ακόμη και η αντίληψη μας για την αρχαία Ελλάδα, στην οποία ρίξαμε όλη μας την αγάπη για να αντλήσουμε συνείδηση και πρόσωπο, είναι ξένη: προέρχεται από τις αντιλήψεις των δυτικών, και δη Γερμανών, σχετικά με την Αθήνα και τη Σπάρτη και πως οι ιστορίες αυτών των πόλεων ενέπνευσαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες πολιτικά, φιλοσοφικά και αισθητικά. Εξ ου και η περιφρόνηση του Αδαμαντίου Κοραή (πρυτάνεως και πατριάρχου του δυτικίζοντος εθνικισμού) για τους αρχαίους Μακεδόνες. Κάποτε η Εσπερία ήταν ερωτευμένη με την αρχαία Ελλάδα και έτσι και εμείς λανσάραμε «κολώνα και χλαμύδα». Τώρα η κλασσική παιδεία θεωρείται από παρωχημένη ως αντιδραστική (για αρκετούς προοδευτικούς ακαδημαϊκούς των ΗΠΑ αποτελεί… συντήρηση του λευκού ρατσισμού) και οι εδώ ιερείς του μοντερνισμού κάνουν ό,τι μπορούν για να την υπονομεύσουν.
Στην προσπάθεια για συντήρηση της ελληνικής ταυτότητος στον μετανεωτερικό κυκεώνα έχουν γίνει-και γίνονται ακόμη-πολλές φιλότιμες προσπάθειες στους τομείς της θρησκείας, της ιστορίας, της λαογραφίας και αλλού. Όμως ένα πολύ μεγάλο μέρος της δράσεως αναλώνεται σε χιλιοειπωμένες συζητήσεις, ετήσιες επετειακές αψιμαχίες για το τάδε ή το δείνα θέμα και μια αντιπαραγωγική αντιδραστικότητα, που αφήνει την πρωτοβουλία των ιδεών και του λόγου στους αρνητές του πολιτισμού μας. Χρειάζεται περισσότερος πρωτότυπος λόγος, αλλά συχνά αρκούμαστε στην απλή αναμετάδοση της σοφίας των προπατόρων. Ενώ χρειάζεται λεπτομερής παρατήρηση των τρεχόντων εξελίξεων και μια ευρεία αντίληψη για τον κόσμο, από τη προδιάθεση άμυνας που μας έχει αφήσει η διαρκής αντιπαράθεση οι ορίζοντες μας στενεύουν και η παράδοση δεν ανανεώνεται. Σε επίπεδο νέων ιδεών, προτάσεων και σκέψεων υπάρχει ξηρασία.
Βέβαια, από αυτό πάσχει και η επικρατούσα κουλτούρα. Η Δύση, μέσα στην πνευματική κρίση όπου έχει περιέλθει, χάνει ολοένα και περισσότερο τη δημιουργικότητα και βυθίζεται σε τάσεις μηδενιστικές και αυτοαναιρούμενες. Σε έναν κόσμο που οι μεγάλες, ενοποιητικές ιδέες χάνονται, μύριες άλλες φωνές διεκδικούν μια θέση στις καρδιές των ανθρώπων και λίγη επιρροή στη διαμόρφωση πολιτικών απόψεων. Ένα μικρό έθνος σαν το ελληνικό, μπορεί να αξιοποιήσει το ρεύμα, τη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό και τις νέες τεχνολογίες για να διατυπώσει τις εμπειρίες του καθαρά, με νέα μορφή και προπαντός με αυτοπεποίθηση, όχι μόνο αναζωογονώντας το ημέτερο φρόνημα και συμβάλλοντας στην επιμόρφωση μας, αλλά δείχνοντας στους υπολοίπους πως αυτή η κληρονομιά μπορεί να ωφελήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σε αυτή τη διαδικασία οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι α) να αλλάξουμε νοοτροπία, από αυτή της αντίδρασης στην δημιουργία, και από την απλή συντήρηση στο πρωτοποριακό έργο (χρειάζεται και η γενιά μας Παπαδιαμάντηδες και Δραγούμηδες και Κόντογλου) και β) να μπορέσουμε να προσλάβουμε τις νεώτερες γνώσεις και εξελίξεις της ξένης παιδείας αλλά και των παγκοσμίων πολιτικών εξελίξεων-ειδικά της μεταψυχροπολεμικής εποχής-και να εμπλουτίσουμε τη δική μας παράδοση, γεννώντας σώματα γνώσης συναφή με το παρόν και με οικουμενική χρησιμότητα.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
Cognosco Team
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου