Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΝΟΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ



            Στην θεραπεία τού δούλου ενός Ρωμαίου ταπεινού εκατόνταρχου από τον Χριστό στήν Καπερναούμ αναφέρεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.

            Στήν αρχή ο εκατόνταρχος παρακαλεί και ικετεύει τον Χριστό να γιατρέψει τον δούλο του, ο οποίος είναι κατάκοιτος στό σπίτι και βασανίζεται σκληρά. Ενώ ο Χριστός τού αποκρίνεται ότι θα μεταβεί στό σπίτι του για  να θεραπεύσει τον ασθενή, ο εκατόνταρχος αντιστέκεται, επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να τον επισκεφθεί ο Κύριος. Τού φτάνει και ένας λόγος τού Χριστού από μακριά και είναι σίγουρος πως ο άρρωστος θα γίνει καλά. Παραβάλλει μάλιστα τήν θεραπευτική δράση τών λόγων τού Χριστού με τίς διαταγές που ο ίδιος δίνει στούς υφισταμένους του στρατιωτικούς. Ο Χριστός θαυμάζει τήν πίστη τού εκατόνταρχου και τήν διαφημίζει με τήν έννοια ότι λέει πως υπερβαίνει τήν πίστη και αυτών τών Ισραηλιτών, τού εκλεκτού λαού τού Θεού. Κατόπιν αναφέρεται στήν μέλλουσα βασιλεία στήν οποία τελικά θα παρακαθήσουν ως συνδαιτημόνες Του άνθρωποι απ’  όλη τήν οικουμένη, ενώ οι υποτιθέμενοι υιοί θα εκδιωχθούν από αυτήν στό πύρ τό εξώτερον – σαφής υπαινιγμός για τήν Κόλαση. Αμέσως μετά, απευθύνεται στόν εκατόνταρχο λέγοντάς του πως ο δούλος του έγινε καλά, και μπορεί ο ίδιος να επιστρέψει στό σπίτι του.

 

            Η προσευχή τού εκατόνταρχου είναι τελικά τό πρώτο που μπορεί να προσέξει κανείς. Απευθύνεται στόν Χριστό ο Οποίος βρίσκεται μπροστά του για να βρεί λύση στό πρόβλημά του, το οποίο και εκθέτει σύντομα. Η προσευχή του έχει τήν μορφή παράκλησης, ικεσίας, ώστε να εισακουσθεί. Πόσοι από εμάς με τέτοιο θερμό τρόπο απευθυνόμαστε στόν Κύριο; Πόσοι έχουμε τήν αίσθηση τής εγγύτητάς του; Πόσοι σκεπτόμαστε μόνο τα λόγια που απευθύνουμε σ’  Εκείνον, χωρίς το μυαλό μας να τρέχει στα ανούσια;

            Χρειάζεται πολύς κόπος πράγματι, αλλά και επισκίαση και αμέριστη συμπαράσταση τής θείας Χάρης, ώστε να είναι συγκεντρωμένος ο νούς στα λόγια τής προσευχής, είτε αυτά με το στόμα εκφωνούνται, είτε με τον νού ενηχούνται, προς τον Χριστό, ο Οποίος στέκει αοράτως παρών, έτοιμος να ακούσει οποιοδήποτε πρόβλημά μας και να δώσει τήν σωστή για μας λύση.

 

            Η ταπείνωση είναι το δεύτερο στο οποίο στεκόμαστε. Δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο να τον επισκεφθεί ο Ιησούς στήν οικία του, όπως κάποτε ο Πέτρος που, βλέποντας το θαύμα τής άγρας πολλών ιχθύων, ύστερα από κόπους πολλούς νυκτερινούς, παρακαλεί τον Χριστό να βγεί από το πλοίο του γιατί θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό.

            Ξαγρυπνώντας ο χριστιανός πολλές φορές πάνω από τήν νοερά  θάλασσα τής καρδιάς του και προσευχόμενος όλη τήν νύκτα, ανακαλύπτει τον Χριστό ως βρώσιμον ιχθύν εκπάγλου κάλλους και τό μόνο που μπορεί να ομολογήσει είναι ότι αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο για μια τέτοια δωρεά τής θείας Χάρης. Με τον τρόπο αυτό ταπεινώνεται, αλλά και ανοίγεται μπροστά του και μέσα του ο κόσμος τής προσευχής, τής αδιάλειπτης προσευχής στό θείο όνομα.

            Αν δεν τοποθετήσουμε τον Χριστό σαν κέντρο στην ζωή μας για να συναρμολογηθεί αυτή γύρω από Εκείνον, πάντοτε θα κινούμαστε κεντρομόλα, γύρω από τον εαυτό μας με όλα τα δεινά που μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Η φιλαυτία τού σύγχρονου ανθρώπου – και τού χριστιανού φυσικά – είναι οδηγήτρια στόν πνευματικό θάνατο, το μηδέν και τήν Κόλαση. Είναι τό αποτέλεσμα ενός πολιτισμού που διαμόρφωσε μια κοινωνία θυμάτων, που ζει από τώρα κιόλας τήν κόλασή της.

 

            Ο κλαυθμός και ο βρυγμός τών οδόντων για τούς οποίους κάνει λόγο ο Χριστός είναι καταστάσεις ενός τρόπου ύπαρξης μακριά Του. Ο τρόπος ύπαρξης αυτός ξεκινάει από τούτη κιόλας τήν ζωή, με το να μην θέλει ο άνθρωπος να ζήσει με τον Χριστό. Ο χώρος και ο χρόνος χωρίς τον Χριστό, γίνονται ένα αβάσταχτο δίδυμο, ένας θλιβερός ζυγός, δύο τέρατα. Προϊόντος τού χρόνου και παραμένοντας αμετανόητος, κάνει τήν επιλογή του υπογράφοντας ο ίδιος, εντελώς ελεύθερα, τήν μελλοντική κατοίκηση εν τόπω και σκιά θανάτου, εκεί όπου δεν θα μπορεί να βλέπει και να ζεί τον Χριστό.

            Είναι φοβερό και μόνο να τό σκεφθεί κανείς, να βρίσκεται μέσα στό Φώς, στήν Αγάπη τού Χριστού και αντί να ευφραίνεται από τήν δόξα Του, να καλλύνεται, να λαμπρύνεται, να ομορφαίνει ολοένα και περισσότερο, εκείνος να οδυνάται εις τούς αιώνας. Γι αυτό, όσο ζούμε, οι Χριστιανοί πρέπει να αγωνιζόμαστε πνευματικά, κάνοντας χώρο στήν καρδιά μας, ώστε να έρθει μέσα της ο Χριστός και να τήν ζωογονήσει, θεραπεύοντας τήν παραλυσία και τον πυρετό της. Αυτός που έτσι ζει, δεν κρίνεται, αλλά μεταβέβηκε εκ τού θανάτου στήν ζωή, από τούτη κιόλας τήν ζωή.

Αρχιμ. Ε.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: