Ὁ Ἡρόδοτος, ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Κῦρος νίκησε τὸν Κροῖσο, προσέλαβε κάποιον νὰ μεταφέρει τὸ χρυσάφι στὴν πρωτεύουσα τῶν Περσῶν. Ἐκεῖνος ὅμως, θέλοντας νὰ τὸ οἰκειοποιηθεῖ, προσέλαβε μισθοφόρους γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν Κῦρο. Πρὶν τὴν μάχη ὅμως, καταλαβαίνοντας ὅτι θὰ ἔχανε ἔφυγε καὶ ζήτησε καταφύγιο σὲ μία ἑλληνικὴ πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴν Κύμη. Στὴν ἀρχαιότητα, ὁποιοσδήποτε καταδιωκόταν καὶ κινδύνευε ἡ ζωή του, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, καὶ ζητοῦσε καταφύγιο, ἦταν ἱερὸ πρόσωπο καὶ ἦταν ὑποχρεωμένη ἡ πόλη νὰ τὸν δεχτεῖ, εἰδάλλως θὰ ἐπέφερε τὴν μῆνη τῶν θεῶν. Ὅμως, οἱ Κυμαίοι, ἐπειδὴ καὶ τὴν ὀργὴ τῶν θεῶν φοβόντουσαν καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ Κύρου, ἐῤῥιξαν τὸ μπαλάκι στὸ κοντινὸ μαντεῖο, τὸ ὁποῖο, πρωτοφανές, εἶπε νὰ τὸν παραδώσουν στὸν Κῦρο. Ὁ Κυμαῖος Ἀριστόδικος, ἔκπληκτος ποὺ τὸ ἴδιο τὸ μαντεῖο εἶπε νὰ παραβοῦν τοὺς θεϊκοὺς νόμους, τοὺς ἔπεισε νὰ ξαναζητήσουν χρησμό, ποὺ ὅμως ἦταν ὁ ἴδιος. Τότε, ὁ Ἀριστόδικος, ἄρχιζε νὰ διώχνει τὰ πουλιὰ ποὺ εἶχαν βρεῖ καταφύγιο στὸ ὑπόστεγο τοῦ ναοῦ καὶ στὴν δριμύτατη παρατήρηση τοῦ θεοῦ τοῦ μαντείου εἶπε: «Ὅπως ἐσὺ διώχνεις αὐτὸν ποὺ ζήτησε καταφύγιο σὲ ἐμᾶς, διώχνω καὶ ἐγὼ τὰ πουλιὰ ποὺ ζήτησαν καταφύγιο σὲ ἐσένα». Γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ πληρωμένη ἀπάντηση τοῦ θεοῦ σὲ ἐλεύθερη μετάφραση: «Καὶ τὸ εἶπα καὶ θὰ τὸ ξαναπώ, γιὰ νὰ καταστραφεῖτε, γιατί, ΔΕΝ εἶναι δυνατόν, γιὰ τὸ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ καὶ τὸ ΣΩΣΤΟ, νὰ ζητᾶτε τὴν γνώμη τοῦ θεοῦ». («Ναὶ κελεύω, ἵνα γε ἀσεβήσαντες θᾶσσον ἀπόλησθε, ὡς μὴ τὸ λοιπὸν περὶ ἱκετέων ἐκδόσιος ἔλθητε ἐπὶ τὸ χρηστήριον.»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου