Ἡ Θεία Κοινωνία. +Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, θὰ μᾶς δώσῃ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς.
Στὸν Ἰσραὴλ βασίλευαν ὁ Ἀχαὰβ καὶ ἡ Ἰεζάβελ. Αὐτοὶ πέταξαν ἔξω τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ εἰσήγαγαν τὴ φυσιολατρία. Ποιός νὰ τοὺς ἐλέγξῃ; Μόνο ὁ Ἠλίας.
Τοὺς ἤλεγξε λοιπόν. Ἀλλὰ μετὰ τὸν ἔλεγχο οἱ βασιλεῖς τὸν κατεδίωξαν. Ἔφυγε στὴν ἔρημο. Κάθεται στὴν πλαγιὰ ἑνὸς βουνοῦ μὲ παράπονο. Ἀδημονεῖ. Βλέπει τὴν πατρίδα του, ἄρχοντες καὶ λαό, μέσα στὴν ἁμαρτία. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπ᾿ τὸ στόμα του βγαίνουν λόγια ἀπελπισίας· «Θέλω νὰ πεθάνω, Κύριε». Κουρασμένος πλάγιασε. Μὰ μέσ᾿ στὸν ὕπνο του ἀκούει θρόϊσμα. Τί νά ᾿νε ἆραγε; Ἦταν ἄγγελος Κυρίου, καὶ τοῦ εἶπε· «Ξύπνα καὶ φάγε». Ξυπνάει καὶ στὸ προσκέφαλό του βρίσκει ψωμὶ καὶ νερό. Δὲν ἔφαγε πολύ. Πάλι ὁ εὐεργετικὸς ὕπνος τοῦ σφάλισε τὰ βλέφαρα. Μὰ πάλι τὸ θρόϊσμα, πάλι ὁ ἄγγελος· «Ξύπνα καὶ φάγε, γιατὶ ἔχεις πολὺ δρόμο ἀκόμη». Ἔφαγε, καὶ μὲ τὴν τροφὴ ἐκείνη βάδισε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες, ὥσπου ἔφτασε στὸ ὄρος Χωρὴβ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ σὲ μιὰ σπηλιά (βλ. Γ΄ Βασ. 19,4-9).
Αὐτὴ εἶνε ἡ διήγησις. Ἂς τὴν δοῦμε τώρα μὲ τὸ πρῖσμα τῆς συγχρόνου ἐποχῆς μας.
Ὁ Ἠλίας ἔζησε τὸν 9ο π.Χ. αἰῶνα στὴν Παλαιστίνη. Ἂν ζοῦσε ὅμως σήμερα καὶ ἔβλεπε ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος πρόσωπα παραμορφωμένα ἀπὸ τὴν ὀδύνη τοῦ πόνου, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ἄλλους νὰ διασκεδάζουν, θὰ ἦταν πάλι πικραμένος. Θὰ λυπόταν γιὰ μᾶς, καθὼς θά ᾿βλεπε τὸν ἀγαπημένο λαὸ τοῦ Κυρίου νὰ τείνῃ πρὸς αὐτοκαταστροφή (ὅπως δείχνουν καὶ μόνο οἱ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας), καὶ θὰ φώναζε· Ἄνθρωπε ἀπελπισμένε, πλησίασε κι ἄκουσε μὲ τὴν ἕκτη σου αἴσθησι, τὴν πίστι, ἄκουσε θρόϊσμα καὶ φωνή· «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26).
Τί εἶδε, ἀδελφοί μου, ὁ Ἠλίας; Ψωμὶ ζυμωμένο ἀπὸ χέρια ἀγγελικὰ καὶ ψημένο μὲ θεῖο σπινθῆρα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τί φωνάζει; «Λάβετε φάγετε…». Ἀκοῦς λοιπὸν κ᾿ ἐσύ; Ἂν ἀκοῦς, «λάβε» καὶ «φάγε». Ἄγγελος εἶπε στὸν Ἠλία «φάγε», δι᾿ ἀγγέλου της προσκαλεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ποιός εἶνε ὁ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας; Κατὰ τοὺς πατέρας εἶνε ὁ ἱερεύς. Ὅ,τι εἶπε ὁ ἄγγελος στὸν Ἠλία, αὐτὸ φωνάζει ὁ ἱερεὺς στοὺς πιστούς· Ἐλᾶτε στὴ θεία κοινωνία.
***
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκούγονται ἀντιρρήσεις καὶ ἀπορίες, ποὺ ζητοῦν ἀπάντησι.
* Ἐγὼ βλέπω ψωμὶ καὶ κρασί· πῶς ἐσεῖς λέτε ὅτι εἶνε σάρκα καὶ αἷμα;
Αὐτὸς ποὺ λέει αὐτὰ ζητάει νὰ ἐξηγήσῃ τὸ μέγα μυστήριο· δὲν βλέπει ὅμως καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσῃ ἄλλα μικρότερα μυστήρια. Στὸν κάμπο λ.χ. τὰ πρόβατα βόσκουν χορταράκι· ἀλλὰ πῶς τὸ χορταράκι αὐτὸ γίνεται σάρκα, αἷμα, γάλα, λίπος, τρίχες; Πᾶμε καὶ στὸ ἀμπέλι. Πέφτει βροχή, οἱ ῥίζες παίρνουν τὸ νερό, τὸ κάνουν χυμό, καὶ μετὰ ὁ χυμὸς γίνεται κρασί· πῶς τὸ ἁπλὸ νεράκι γίνεται κρασί; καὶ πῶς ἀλλοῦ τὸ ἴδιο νερὸ γίνεται λάδι, χυμὸς λεμονιοῦ, πορτοκαλιοῦ κ.τ.λ.; Ἡ ἐπιστήμη αὐτὰ ἁπλῶς τὰ περιγράφει, δὲν τὰ ἐξηγεῖ. Ἂς ἔλθουμε καὶ στὸ διαμάντι. Τὸ διαμάντι, ἂν ῥωτήσῃς τὸν ἐπιστήμονα, θὰ σοῦ πῇ ὅτι προηγουμένως ἦταν κάρβουνο. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸ νερὸ κρασί, χυμὸ λεμονιοῦ, λάδι· αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ χορτάρι σάρκα καὶ αἷμα· αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ κάρβουνο διαμάντι, αὐτὸς μεταβάλλει σὲ σῶμα του τὸν ἄρτο τῆς θείας κοινωνίας. Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Ἡ μάνα, ποὺ κρατάει βρέφος στὴν ἀγκάλη, δίνει τοὺς μαστούς της γιὰ νὰ θηλάσῃ. Τὸ γάλα βέβαια εἶνε ἄσπρο. Ἐὰν ὅμως ῥωτήσῃς ἕναν εἰδικό, θὰ σοῦ πῇ, ὅτι τὸ γάλα εἶνε αἷμα, τὸ ἁγνότερο αἷμα τῆς μάνας, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν καρδιά της. Πῶς λοιπὸν τὸ κάτασπρο γάλα ἐμφανίζεται κόκκινο; Καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἀδέρφια μου, ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη, «ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευρὰν» αὐτοῦ (ὅπως ἀκοῦμε στὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου τὴ Μεγάλη Παρασκευή), μᾶς δίνει τὸ αἷμα του.
Ὁ Χριστὸς ὑπάρχει σὲ κάθε ἐλάχιστο ψιχουλάκι τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας φέρουν τὸ ἑξῆς παράδειγμα. Σ᾿ ἕνα καθρέφτη βλέπουμε τὸν ἥλιο. Ἂν μ᾿ ἕνα σφυρὶ σπάσουμε τὸν καθρέφτη, τότε σὲ κάθε κομμάτι, ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶνε, λάμπει ὅλος ὁ ἥλιος. Ἔτσι καὶ στὴ θεία κοινωνία, καὶ στὸ ἐλάχιστο ψιχουλάκι εἶνε ὅλος ὁ Χριστός.
* Ἄλλος ἐφράζει τὴν ἀπορία· Ὅλοι νὰ κοινωνοῦμε; καὶ πότε;
Αὐτὸ ὁ Κύριος τὸ ἄφησε στὴ διάθεσί μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» (Α΄ Κορ. 11,28). Δυστυχῶς ἐμεῖς δὲν κάνουμε αὐτὴ τὴ διάκρισι. Τὶς ἅγιες μέρες πολλοὶ ἑτοιμάζονται νὰ κοινωνήσουν, πόσοι ὅμως «δοκιμάζουν ἑαυτούς»; Στάσου, ἄνθρωπέ μου, ποῦ πᾷς; βουτηγμένος στὴν ἀκαθαρσία πλησιάζεις τὸν Ἀκηλίδωτο; Πολλὰ δυστυχήματα καὶ ἀσθένειες αἰτία ἔχουν τὴν ἀναξιότητα. Ὁ ἀπόστολος προειδοποιεῖ· «Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου· διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί» (ἔ.ἀ. στ. 29-30).
Τὴ διάκρισι αὐτὴ πρέπει νὰ κάνουν καὶ οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἔχουν ἐντολὴ «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί…» (Ματθ. 7,6). Ὁ τσοπᾶνος, ὅταν βρῇ νερὸ καθαρό, δὲν ἀφήνει κανένα νὰ τὸ θολώσῃ. Κ᾿ ἐσύ, παπᾶ μου, πρόσεχε νὰ μὴ θολώσῃ κανεὶς τὴν ἁγία κοινωνία. Ὁ Χρυσόστομος λέει· Ἂν φοβᾶσαι τὸν προσερχόμενο διότι εἶνε μέγας καὶ τρανός, φώναξε ἐμένα νὰ τὸν ἐμποδίσω· προτιμῶ νὰ χάσω καὶ τὴ ζωή μου, παρὰ ν᾿ ἀφήσω νὰ βεβηλωθοῦν τὰ ἅγια. Νὰ χάσῃς, παπᾶ μου, καὶ τὴ θέσι σου, παρὰ νὰ κοινωνήσῃς κυρίες περιωπῆς, ποὺ χθὲς ὅλη νύχτα ἁμάρταναν καὶ σήμερα ἔρχονται νὰ λάβουν σῶμα Χριστοῦ. Καλύτερα νὰ χάσῃς καὶ τὴ ζωή σου, παρὰ νὰ κοινωνήσῃς ἀρχηγοὺς τοῦ κράτους ποὺ θὰ γνωρίζῃς πὼς εἶνε μασόνοι.
***
Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, προσέξτε νὰ ἔχετε τὴν προετοιμασία ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ πλησιάσετε τὰ φρικτὰ δῶρα· δηλαδὴ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» (θ. Λειτ.).
√ Μὲ φόβο Θεοῦ πρὸ τοῦ μυστηρίου. Φόβο ὅπως ὁ Ἰακὼβ ὅταν εἶδε τὴν κλίμακα ποὺ ἔφτανε στὸν οὐρανό (βλ. Γέν. 28,17), ὅπως ὁ Μωυσῆς ὅταν ἀντίκρυσε τὴν φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη βάτο (βλ. Ἔξ. 3,6), ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ὁ φόβος αὐτὸς νὰ ὑπάρχῃ ὄχι μόνο πρὸ τοῦ μυστηρίου ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ μυστήριο· διότι μέσα σου ἦλθε καὶ κατοίκησε ὁ Ἀχώρητος. Ἐσύ, τὸ σκουλήκι τῆς γῆς, χωρεῖς μέσα σου αὐτὸν ποὺ δὲν τὸν χωρεῖ τὸ σύμπαν.
√ Μὲ πίστι. Ὄχι πιθανότητα 99% ἀλλὰ βεβαιότητα 100%. Νὰ πιστεύῃς, ὅτι ὁ Χριστὸς «ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15)· ὅτι ἐκεῖνος σὲ ἔπλασε καὶ σ᾿ ἔκανε βασιλιᾶ, κ᾿ ἐσὺ τοῦ ᾿δωσες ψευδοπορφύρα καὶ ἀγκάνθινο στεφάνι· ἐκεῖνος σ᾿ ἔβαλε στὸν παράδεισο, κ᾿ ἐσὺ τοῦ ᾿δωσες γιὰ βρεφικὸ κρεβάτι μιὰ φάτνη καὶ γιὰ ἐπιθανάτια κλίνη ἕνα σταυρό· ἐκεῖνος σοῦ ᾿δωσε δροσερὸ νεράκι, κ᾿ ἐσὺ τὸν πότισες ὄξος καὶ χολή. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἄνοιξε τὴν ἀγκάλη του στὸ σταυρὸ νὰ σὲ δεχθῇ. Τί σοῦ ζητᾷ; Νὰ τὸν κοινωνῇς μὲ φόβο, μὲ πίστι, καὶ τέλος
√ Μὲ ἀγάπη. Ἀγάπη διπλῆ. Ἡ μία φλόγα της νὰ στρέφεται στὸν οὐρανό, πρὸς τὸν Κύριο, τὸν ἐράσμιο τῶν ἐρασμίων, τὸν ἀγαπητὸ τῶν ἀγαπητῶν, ποὺ πρῶτος αὐτὸς μᾶς ἀγάπησε. Καὶ ἡ ἄλλη φλόγα νὰ στρέφεται στὴ γῆ, πρὸς τὸν πλησίον, ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν ἐχθρό μας, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ λέμε κ᾿ ἐμεῖς «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
***
Τὸ θέμα αὐτό, ἀδελφοί μου, δὲν ἐξαντλεῖται. Ἂς τελειώσω μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας – ποὺ ἔχουν καὶ δυσκολία στὴν ἑρμηνεία· «Ὅπου εἶνε τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί» (Ματθ. 24,28). Τὸ πτῶμα εἶνε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ οἱ ἀετοὶ εἶνε οἱ πιστοί. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νά ᾿νε ἀετοί, ὄχι σαῦρες. Ἀετοὶ μὲ πτήσεις στοὺς αἰθέρες, ποὺ κάποια στιγμὴ ὅμως χαμηλώνουν γιὰ νὰ λάβουν τροφή. Κ᾿ ἐμεῖς, γιὰ νὰ λάβουμε τὴ θεία κοινωνία, νὰ χαμηλώνουμε. Νὰ συγκαταβαίνῃ ἡ κυρία μὲ τὴν ὑπηρέτρια, ὁ πλούσιος μὲ τὸ φτωχό, ὁ στρατηγὸς μὲ τὸ στρατιώτη. Νὰ κατεβαίνουν χαμηλά, γιὰ νὰ μετέχουν στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήριο. Διότι δὲν ὑπάρχουν πολλὰ δισκοπότηρα, ἄλλο γιὰ τοὺς φτωχοὺς κι ἄλλο γιὰ τοὺς πλουσίους.
Πολλὰ δεῖπνα δίδονται, ἀλλὰ ὅλα λησμονοῦνται. Ἕνα τραπέζι ἀξίζει· ἡ ἁγία τράπεζα, ὅπου προσφέρεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ψυχή, ποὺ μετέχει σ᾿ αὐτό, θὰ λάμψῃ σὰν ἀστέρι.
Ὁ Χριστός μας κάνει τὸ πάσχα καὶ σὲ καλεῖ σὲ δεῖπνο. Ἔλα λοιπόν, Χριστιανέ, πλησίασε. Κλεῖσε στὴν καρδιά σου τὸ Χριστό, «καὶ θὰ αἰσθανθῇς κάθε εἴδους μεγαλεῖο».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου