Κάθε φορά, πού φτάνει ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα, παρατηροῦμε τό ἑξῆς φαινόμενο: Οἱ συνειδητοί Χριστιανοί ζοῦν μέ συγκλονιστικό τρόπο τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μετέχοντας στήν ἑορτή μέ πλήρη ἐπίγνωση. Κάποιοι ἄλλοι, ἀντίθετα, δυστυχῶς οἱ περισσότεροι, μετέχουν ἐντελῶς τυπικά καί ἐπιφανειακά. «Ἐκκλησιάζονται» ἐκείνη τήν ἡμέρα κατά παράδοσιν, ἤ ἀπό συνήθεια, καί μέχρι νά εἰπωθεῖ τό «Χριστός ἀνέστη», γιά νά διασκορπισθοῦν στή συνέχεια σέ κάθε κατεύθυνση. Αὐτοί, συνήθως, δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογηθοῦν καί νά κοινωνήσουν, τό ἴδιο δέ γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τούς εἶναι μᾶλλον ἀδιάφορο ἤ δέν γίνεται κἄν πιστευτό. Στίς συναναστροφές τους ἔχουν λησμονηθεῖ οἱ ἀναστάσιμοι χαιρετισμοί «Χριστός ἀνέστη» – «Ἀληθῶς ἀνέστη» καί ἀντικαθίστανται ἀπό ἄλλους χαιρετισμούς, πού δέν ἐκφράζουν τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Στό «Χριστός ἀνέστη» ἀπαντοῦν, συνήθως, λέγοντας «Χρόνια πολλά»!
Αὐτό συμβαίνει, ἐπειδή ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν πιστεύει πραγματικά στήν Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ σκάνδαλο γιά τόν σύγχρονο κόσμο, ὅπως ἦταν σκάνδαλο σέ κάθε ἐποχή, μεταξύ ὅσων ἐνεργοῦσαν ἀποκλειστικά μέ τή λογική καί μέ ἔλλειψη πίστης. Στήν ἐποχή μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει παραμεριστεῖ ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή. Τό φαινόμενο, κατά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐκτοπίσει ἀπό τή ζωή του τόν Θεό καί ζεῖ σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός ἀποκαλεῖται «ἐκκοσμίκευση». «Ἐκκοσμίκευση» σημαίνει πρακτική ἀθεΐα, «θάνατος τοῦ Θεοῦ»! Τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας ἐξέφρασε χαρακτηριστικά ἕνας γερμανός φιλόσοφος, ὁ Friedrich Nietzsche (1844-1900), ὁ ὁποῖος, πρίν ἕνα αἰῶνα περίπου, «διακήρυξε» πρῶτος τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ»! Γράφει σέ κείμενό του: «Ὁ Θεός εἶναι νεκρός! Ὁ Θεός μένει νεκρός!» «Ἐμεῖς τόν σκοτώσαμε – ἐσεῖς κι ἐγώ!» (Die frohliche Wissenschaft, III, 125, Der tolle Mensch, τ. II, σ. 126-128). Ἀπό τότε ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ πραγματικότητα, τουλάχιστον γιά τόν δυτικοευρωπαῖο, τόν φορέα τοῦ λεγόμενου «δυτικοῦ πολιτισμοῦ».
Πῶς, ὅμως, ὁ σύγχρονος κόσμος ἔφτασε στήν ἄρνηση καί στόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ»; Ἕνας ἀπό τούς λόγους εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀργότερα ὁ χαρακτῆρας της ὑποτιμήθηκε καί ἀλλοιώθηκε ἐντός τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ καί προτεσταντικοῦ χριστιανισμοῦ. Ἄλλα στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (ἡ Γέννηση, τό Πάθος) προβλήθηκαν εἰς βάρος της (εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί σήμερα ὁ δυτικός χριστιανισμός ἑορτάζει ἐπισημότερα τά Χριστούγεννα ἀπ’ ὅ,τι τό Πάσχα) καί, τελικά, ἡ πίστη στό ζωντανό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν πίστη σέ μιά ἀφηρημένη ἔννοια τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν καταδικασμένη ἀπό τή φύση της νά ξεπεραστεῖ, νά πεθάνει. Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» ἦταν ἀναγκαία συνέπεια τῆς ἐκφιλοσόφησης τῆς πίστης στή Δύση καί τῆς ὑποτίμησης ἐμπειρικῶν γεγονότων, ὅπως ἡ Ἀνάσταση.
Οἱ πρῶτες ἀμφισβητήσεις τῆς Ἀναστάσεως
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ποτέ δέν ἦταν εὔκολα πιστευτό γεγονός. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δυσκολεύτηκαν νά τήν πιστέψουν. Στήν ἀρχή, ἀμφισβήτησαν τή μαρτυρία τῶν Μυροφόρων γυναικῶν (Λουκ. 24,11) καί ὁ Θωμᾶς ζήτησε νά θέσει τό χέρι του «ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων» καί νά ψηλαφήσει τήν πλευρά τοῦ Κυρίου γιά νά πιστέψει (Ἰω. 20,25). Ὁ Ἰησοῦς σέ κάποια περίπτωση ὀνείδησε τήν «ἀπιστίαν» καί «σκληροκαρδίαν» τῶν Μαθητῶν Του, ἐπειδή δέν πίστεψαν ἀμέσως σέ ὅσους Τόν εἶδαν ἀναστημένο (Μαρκ. 16,14). Μόνο μετά τή ζωντανή ἐμπειρία τῆς συναναστροφῆς μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν διαπρύσιοι κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως.
Στή συνέχεια, «Ἰουδαῖοι συκοφαντοῦσι Χριστοῦ τήν Ἀνάστασιν», κατά τά ὑμνολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μόνο δέν πίστεψαν, ἀλλά καί δωροδόκησαν τούς στρατιῶτες τῆς «κουστωδίας», γιά νά ποῦν ὅτι κλάπηκε τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν αὐτοί κοιμήθηκαν (Ματθ. 28, 11-15). Ἡ «κουστωδία» ἦταν σῶμα, ὄχι δύο, ὅπως βλέπουμε σέ κάποιες δυτικές εἰκόνες, ἀλλά δεκαέξι ἔμπειρων στρατιωτῶν! Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν οἱ πρῶτοι διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν τόν πρῶτο Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ ἅγιο Στέφανο (Πραξ. 7, 54-60). Ἀνάλογη στάση τήρησαν καί οἱ Ἕλληνες, οἱ φορεῖς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ Ἀθηναῖοι ἀντέδρασαν ἔντονα καί χλεύασαν τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅταν ἐκεῖνος ἀναφέρθηκε στήν Ἀνάσταση: «ἀκούσαντες δέ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πραξ. 17,32). Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἦταν σκάνδαλο γιά τήν ἑλληνική σκέψη καί ἀνέτρεπε τά θεμέλια τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος, γενικά, ὑποτιμοῦσε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντας το φυλακή ἤ «σῆμα» (τάφο) τῆς ψυχῆς.
Ὡστόσο, τίποτε δέν μπόρεσε νά ἀναχαιτίσει τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί τήν ἐξάπλωση τῆς πίστης στόν Χριστό, ἡ ὁποία ἀντλοῦσε τή δύναμή της ἀκριβῶς ἀπό τό γεγονός αὐτό. Ἡ Ἀνάσταση ἦταν ἡ βάση καί τό θεμέλιο τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε τό κήρυγμά μας εἶναι κενό (χωρίς νόημα) καί ἡ πίστη σας εἶναι ἐπίσης κενή … ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, δέν ἔχει καμία ἀξία ἡ πίστη» (Α΄ Κορ. 15, 14-17).
Οἱ ἀμφισβητήσεις τῆς Ἀναστάσεως συνεχίστηκαν καί ἐντός τοῦ Χριστιανισμοῦ τῶν πρώτων αἰώνων. Κάποιοι ἀρχαῖοι αἱρετικοί δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός σταυρώθηκε καί ἀπέθανε πάνω στόν Σταυρό γιά τή σωτηρία μας. Ὑποστήριζαν, λοιπόν, ὅτι αὐτά ἔγιναν «κατά δόκησιν», δηλαδή φαινομενικά, γι’ αὐτό καί ὀνομάστηκαν «Δοκῆτες». Δέν πίστευαν ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε πραγματικά, ἀλλά, ὅτι ἐμεῖς νομίσαμε ὅτι σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε. Κάποιοι ὑποστήριζαν ὅτι στή θέση τοῦ Ἰησοῦ σταυρώθηκε καί πέθανε κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Στήν ἀντίληψη αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἀντέδρασε ἔντονα μέ τή διδασκαλία τῶν πρώτων Πατέρων καί Θεολόγων της, ἀλλά καί μέ τόν «εὐχαριστιακό ρεαλισμό» της, δηλαδή τονίζοντας, μέσω τῶν ἀρχαίων λειτουργικῶν κειμένων, ὅτι τό Σῶμα πού κοινωνοῦμε στή Θεία Εὐχαριστία εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο πραγματικά ἔπαθε, πραγματικά ἀπέθανε καί πραγματικά ἀναστήθηκε.
Ἡ Ἀνάσταση στή ρωμαιοκαθολική σκέψη
Ὅταν ἀργότερα ὁ δυτικός Χριστιανισμός ἄρχισε νά ἀπομακρύνεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, διέστρεψε πολλά στοιχεῖα τῆς πίστεως, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὅσα ἀναφέρονται στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, στό Πάθος Του, στή σχέση θείας Χάρης καί ἀνθρώπινης ἐλευθερίας κ.ἄ. Ἦταν φυσικό, στό κλῖμα αὐτό νά ἀλλοιωθεῖ καί νά ὑποτιμηθεῖ ὁ χαρακτῆρας τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Ἄς δοῦμε τρεῖς χαρακτηριστικές περιπτώσεις ἀπό τόν ρωμαιοκαθολικό χῶρο.
α) Γιά νά ἑρμηνεύσουν τή Βιβλική καί Πατερική ἀντίληψη γιά τήν καταπάτηση τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου μέ τόν Θανάτο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, οἱ ἱερός Αὐγουστῖνος (354-430) καί Βερνάρδος ἐκ Claivaux (1090-1153), διατύπωσαν τήν «περί καταχρήσεως τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ» θεωρία. Σύμφωνα μέ αὐτή, ὁ σατανᾶς εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό τήν ἐξουσία πάνω στούς νεκρούς, ὅμως ξεπέρασε τά ὅριά του καί παραβίασε τήν τάξη τῆς ἐξουσίας του, ὅταν ἀποπειράθηκε νά συλλάβει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν φέρει στόν χῶρο τῆς δικαιοδοσίας του, μεταξύ τῶν νεκρῶν, δηλαδή νά Τόν θανατώσει. Ἔτσι, ὁ διάβολος ἔγινε ἔνοχος ἄδικης ἀποπείρας ἐναντίον ἑνός Δικαίου (τοῦ Χριστοῦ) καί γι’ αὐτό ὁ Θεός, τιμωρώντας τον, τοῦ ἀφαίρεσε τούς νεκρούς ἀπό τήν ἐξουσία του.
β) Ἔναντι τῆς παραπάνω διδασκαλίας, ὁ Πέτρος Ἀβελάρδος (1079-1142) διετύπωσε τήν «ἠθικιστική» θεωρία γιά τή σωτηρία. Ὁ Ἀβελάρδος ρωτᾶ: Γιατί ὁ Θεός δέν μπορεῖ μόνο μέ τήν ἁπλή βούλησή Του νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας καί νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τόν σατανᾶ; Ἦταν ἀναγκαῖο τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας; Ἀπαντώντας, καταφεύγει στήν ἠθικιστική καί συναισθηματική ἑρμηνεία τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Σκοπός τῆς ἐλεύσεώς Του στόν κόσμο ἦταν ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ διέγερση τῆς ἀντίστοιχης ἀγάπης πρός τόν Θεό στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου εἶχε σωτηριολογικό σκοπό μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά δώσει τό καλό παράδειγμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς, μέ τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί σώζεται. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές ἀπογυμνώνουν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπό κάθε σωτηριώδη χαρακτῆρα καί ταυτίζονται σχεδόν μέ αὐτές τοῦ ἀρχαίου αἱρετικοῦ Πελαγίου (+420).
γ) Οἱ Ἄνσελμος Καντουαρίας (1033-1109) καί Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-1274) διατύπωσαν τήν «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» θεωρία, κατά τήν ὁποία ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο συνιστᾶ ἄπειρη προσβολή τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τότε ἡ προσβληθεῖσα θεία δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε «ἱκανοποίηση» («satisfactio»), καί μάλιστα ἄπειρη, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, ὡς πεπερασμένος, δέν μποροῦσε νά προσφέρει. Ἡ μόνη δυνατότητα ἦταν νά τήν προσφέρει, ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν Ἑαυτό Του, ὅπως ἔγινε μέ τό Πάθος καί τόν Θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τιμωρηθεῖ καί ἔτσι νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη. Ἐδῶ ὁ Θεός ἐκλαμβάνεται ὡς τιμωρός, ζητώντας ἱκανοποίηση (ἐκδίκηση) γιά τήν προσβολή πού ὑπέστη, δηλαδή ἐμφανίζεται μέ ἀνθρώπινα πάθη, ἀδυναμίες καί κακίες. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου ἐμφανίζεται ὡς ἀνάγκη τῆς θείας φύσης. Θεωρεῖται ἀναγκαῖος ὅρος γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μόνο μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ Θεός ἀπαίτησε ἄπειρη ἱκανοποίηση γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά εἶναι καί Θεός, ἐπειδή μόνο ὡς Θεάνθρωπος θά μποροῦσε νά προσφέρει τέτοια ἱκανοποίηση. Ἡ θεωρία αὐτή ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν ὑποτίμηση τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ ὡς κατ’ ἐξοχήν γεγονός τῆς σωτηρίας δέν ἐκλαμβάνεται ἡ συντριβή τοῦ θανάτου και τοῦ διαβόλου μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά τό Πάθος καί ἡ Σταύρωση, μέ τά ὁποῖα προσφέρθηκε, ὑποτίθεται, ἄπειρη ἱκανοποίηση στήν προσβληθεῖσα θεία δικαιοσύνη.
Ἡ Ἀνάσταση στίς προτεσταντικές αἱρέσεις
Ὅταν ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί ἑξῆς ὁ Προτεσταντισμός ἀποσχίστηκε ἀπό τό σῶμα τοῦ Παπισμοῦ, κληρονόμησε σέ γενικές γραμμές τίς ρωμαιοκαθολικές θέσεις γιά τήν Ἀνάσταση. Ἐπιπλέον, τόνισε περισσότερο τούς ὑποκειμενικούς ὅρους τῆς σωτηρίας καί, εἰδικότερα, τή σωτηρία διά «μόνης τῆς πίστεως» στόν Χριστό. Στά πλαίσια αὐτά ἡ Ἀνάσταση, ἄν καί ὑποτιμημένη, δέν εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ὡς ἱστορικό γεγονός, στίς περισσότερες τουλάχιστον προτεσταντικές ὁμάδες.
Αὐτό ἔγινε στά μέσα τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰῶνα, ὅταν ἐμφανίστηκαν ριζοσπαστικές θεωρίες γιά τήν κατανόηση καί ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, σέ συνδυασμό μέ ἀντιλήψεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ὑπαρξισμοῦ καί μέ τίς γνωστές διακηρύξεις γιά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ». Εἰδικότερα, ἡ ἱστορικότητα τῆς Ἀναστάσεως ἀμφισβητήθηκε ἀπό τότε, πού ὁ διάσημος γερμανός θεολόγος Rudolf Bultmann (1884-1976) διατύπωσε τήν ἐπανασταστική θεωρία γιά τήν «ἀπομύθευση» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σύμφωνα μέ αὐτή, ἡ Καινή Διαθήκη ἐκφράζεται μέ τό κοσμοείδωλο μιᾶς πεπερασμένης ἐποχῆς. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Καινή Διαθήκη περιέχει μύθους ἤ ἐκφράζεται μέ μύθους, γιατί ἔτσι ἐκφραζόταν τό πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο γεννήθηκε. Μύθος εἶναι τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, μύθος εἶναι καί κάθε ὑπερφυσικό στοιχεῖο πού συναντᾶμε σ’ αὐτήν. Ὡστόσο, ἡ Καινή Διαθήκη κάτι θέλει νά πεῖ, καί αὐτό πού θέλει νά πεῖ, δηλαδή ἡ ἀλήθειά της, βρίσκεται πέρα ἤ πίσω ἀπό τόν μύθο. Γιά νά τήν ἀνακαλύψουμε, πρέπει νά παραμερίσουμε τόν μύθο ἤ μᾶλλον νά τόν ἑρμηνεύσουμε στά δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ διαδικασία αὐτή, ὁ τρόπος αὐτός ἑρμηνείας, ὁ ὁποῖος καλεῖται «ἀπομύθευση», δίχασε τόν προτεσταντικό καί, γενικότερα, τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀπέκτησε σφοδρούς πολέμιους, ἀλλά καί θερμούς ὑποστηρικτές, ἄν καί σήμερα εἶναι λιγότερο ἀποδεκτός ἀπ’ ὅ,τι παλαιότερα. Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ «ἀπομύθευση» δέν ἀπογύμνωσε ἁπλῶς τήν Καινή Διαθήκη ἀπό κάθε ὑπερφυσικό στοιχεῖο, ἀλλά ἔθιξε καί τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού εἶναι τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Κατά τούς ὁπαδούς της, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἱστορικό γεγονός, ἀλλά ἕνας μύθος τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού χρήζει σύγχρονης ἑρμηνείας.
Στήν ἴδια γραμμή περισσότερο ἀκραῖοι θεολόγοι τοῦ προτεσταντικοῦ χώρου, ὑποστήριξαν ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι, μιά ἁπλή πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, μιά φανταστική ἐπινόηση, μιά ἱστορική πλάνη, πάνω στήν ὁποία στηρίχθηκε ὁ χριστιανισμός. Ἄλλοι, ἀκόμη πιό ἀκραῖοι, ἀκολουθώντας τή γραμμή τῶν διακηρύξεων γιά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ὑποστήριξαν ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι μιά μυθική εἰκόνα τοῦ παρελθόντος, πού πρέπει νά ξεπεραστεῖ, καί διατύπωσαν μιά «θεολογία μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ», δηλαδή μιά «θεολογία», ἡ ὁποία δέν προϋποθέτει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, μιά «θεολογία» χωρίς Θεό!
Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ ἀκραῖες αὐτές ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες καταλύουν τόν χριστιανισμό στό σύνολό του, ἀποτελοῦν αὐθαίρετες ὑποθέσεις καί στεροῦνται κάθε ἐπιστημονικῆς καί βιβλικῆς βάσης. Ὡστόσο, προβάλλονται, συνήθως, ἀπό ἐχθρούς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὡς ἐπιστημονικά καί ἱστορικά δεδομένα, προερχόμενα μάλιστα ἀπό θεολόγους τοῦ χριστιανισμοῦ!
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Ἀναστάσεως
Κάθε Ὀρθόδοξος Θεολόγος θά μποροῦσε νά συμφωνήσει ἄνετα μέ τίς διακηρύξεις τοῦ Nietzsche ὅτι «ὁ Θεός πέθανε» ἤ «ὅτι ὁ Θεός εἶναι νεκρός», ὄχι ὅμως καί μέ τή διακήρυξη ὅτι «ὁ Θεός μένει νεκρός». Γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Θεός «ἐγένετο νεκρός καί ἔζησεν» (Ἀποκ. 2,8), δηλαδή ὑπῆρξε νεκρός, ἀλλά ἀναστήθηκε! Ὁ Θεός αὐτός δέν εἶναι ἕνα θεωρητικό κατασκεύασμα τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἤ φαντασίας, ἀλλά τό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο, ὡς φαίνεται, ἀγνοεῖ ὁ Nietzsche καί οἱ μαθητές του. Ἡ Ἐκκλησία ἐξ ἀρχῆς τόνισε ἔντονα τήν ἱστορικότητα τῆς Ἀναστάσεως, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη ἡ μετέπειτα πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ. Μάρτυρες τοῦ γεγονότος δέν ἦσαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι, πού εἶδαν τόν Ἰησοῦ μετά τήν Ἀνάσταση. Κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ Ἰησοῦς σέ κάποια περίπτωση ἐμφανίστηκε σέ περισσότερους ἀπό πεντακοσίους «ἀδελφούς», πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ζοῦσαν στήν ἐποχή του, ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν πεθάνει (Α΄ Κορ. 15,6).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς αὐθεντική συνέχεια τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ζεῖ συνεχῶς στό κλῖμα τῆς Ἀναστάσεως, τήν ὁποία ἑορτάζει, ὄχι μόνο τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, ἀλλά κάθε Κυριακή καί κάθε φορά πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία: «Ὁσάκις ὁ Χριστός θύεται, Πάσχα γίνεται»! Ἡ παρουσία της καί μόνο μεταδίδει συνεχῶς στόν σύγχρονο κόσμο τό μήνυμα, α) ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί β) ὅτι ὁ «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν»!
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν, οὔτε θαῦμα, οὔτε ὑπερφυσικό γεγονός. Ἦταν ἀπόλυτα φυσικό γεγονός γιά τόν Χριστό. Μόνο σέ μᾶς φαίνεται ὑπερφυσικό γεγονός. Ἀντίθετα, ὑπερφυσικά γεγονότα γιά τόν Χριστό ἦταν τό Πάθος, ἡ Σταύρωση καί ὁ Θάνατος. Γι’ αὐτό ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι «τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος κατεπλάγη», ὄχι βλέποντας τήν Ἀνάσταση, ἀλλά βλέποντας τόν Χριστό «ἐν νεκροῖς λογισθέντα». Ὁ Ἀρχηγός τῆς Ζωῆς δέν ἦταν δυνατό νά «κρατεῖται» συνεχῶς στήν ἐξουσία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Τό Πάθος καί ὁ Θάνατός Του ἦταν στιγμές τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ Ἀνάσταση συνδέεται μέ τή γενικότερη θεώρηση τῆς πτώσεως καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τήν Βιβλική καί Πατερική Παράδοση, ἡ πτώση στόν Παράδεισο εἶχε ὡς συνέπειες τή γενική ἐπικράτηση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί τήν δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι «ὁ ἔχων τό κράτος τοῦ θανάτου». Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14). Ἡ Ἀνάσταση δίνει νόημα στόν Σταυρό καί στόν Θάνατο τοῦ Κυρίου, καθιστώντας τα γεγονότα σωτηριώδη, ἀφοῦ χωρίς αὐτήν, θά ἦταν πράξεις χωρίς καμία συνέπεια. Ἡ Ἐκκλησία τονίζει ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶχε σωστικές συνέπειες γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ὡς «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. 15,19), δηλαδή ὡς πρῶτος, γιά νά ἀκολουθήσει καί ἡ δική μας ἀνάσταση. Πῶς γίνεται, ὅμως, αὐτό; Πῶς καταργεῖται ὁ θάνατος μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Ὅπως ὁ θάνατος εἶναι διπλός, ὅπως ὑπάρχει «πρῶτος θάνατος» (ὁ πνευματικός, ὁ χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό) καί «δεύτερος θάνατος» (ὁ φυσικός, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα), ἔτσι ὑπάρχει «πρώτη ἀνάσταση» (πνευματική) καί «δεύτερη ἀνάσταση» (σωματική). Ὅπως, ἐπίσης, στήν ἀνθρώπινη πτώση πρῶτα συνέβη ὁ πνευματικός θάνατος καί ἀργότερα ὁ φυσικός, ἔτσι καί μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετέχουμε ἤδη στήν «πρώτη Ἀνάσταση», στήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό, καί ἀργότερα, στή Δευτέρα Παρουσία, θά μετέχουμε καί στή «δεύτερη ἀνάσταση», στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τά ὁποῖα θά ἀναστηθοῦν, ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκε καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ἀνάσταση ἐκφράζεται μέ τόν αὐθεντικότερο τρόπο στήν Ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκεῖ ὁ Χριστός εἰκονίζεται νά βγαίνει ἀπό ἕναν σκοτεινό χῶρο, τόν Ἅδη, στόν ὁποῖο ἐκρατοῦντο σέ κατάσταση αἰχμαλωσίας ἀκόμη καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πατᾶ πάνω στίς σπασμένες «πύλες τοῦ Ἅδου», ἐνῶ γύρω εἶναι διασκορπισμένα τά «κλεῖθρα» (κλειδιά) τοῦ Ἅδου. Στό κάτω μέρος εἰκονίζεται δεμένος καλά «ὁ ἰσχυρός» (ὁ διάβολος). Μέ τό χέρι Του τραβᾶ τόν Ἀδάμ ἀπό τόν τάφο, ὄχι ἀτομικά, ἀλλά «παγγενῆ», δηλαδή τόν Ἀδάμ πού εἰκονίζει ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἔκτοτε, οἱ «πύλες τοῦ Ἅδου» εἶναι πλέον ὁριστικά ἀνοικτές. Ὅποιος θέλει μπορεῖ εἴτε νά παραμείνει στή σκοτεινή φυλακή, στό κράτος τοῦ θανάτου καί στή δουλεία τοῦ διαβόλου, εἴτε νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό στήν ἐλευθερία, στό φῶς, στή ζωή καί στήν ἀνάσταση.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου