Ἔρχεται μέ σεμνότητα
ἀλλά καί μέ σθένος
νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία
δέν εἶναι θεωρία καί ἰδεολογία,
ἀλλά τρόπος ζωῆς,
πού δίνει δύναμη καί φῶς στή ζωή,
νοηματοδοτώντας
τήν κάθε στιγμή της.
Του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀγωνίστηκε γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη εἶναι καί ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός. Ὁ χαρακτηρισμός του καταρχάς ὡς ἀντιστασιακοῦ καί προασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι κἄν δικός μας. Συνοδική ἀπόφαση τοῦ ἔτους 1734 ὑπό τόν Πατριάρχη Σεραφείμ ὅριζε: «Ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἀνατολική Ἐκκλησία τόν ἱερόν τοῦτον Μᾶρκον Ἐφέσου τόν Εὐγενικόν καί οἶδε καί τιμᾶ καί ἀποδέχεται ἅγιον ἄνδρα καί θεοφόρον καί ὅσιον καί ζηλωτήν τῆς εὐσεβείας διάπυρον, καί τῶν καθ’ ἡμᾶς ἱερῶν δογμάτων καί τοῦ ὀρθοῦ λόγου τῆς εὐσεβείας πρόμαχον καί προασπιστήν γενναιότατον, καί τῶν προηγησαμένων ἐν τοῖς ἀρχαίοις χρόνοις ἱερῶν θεολόγων καί κοσμητόρων τῆς Ἐκκλησίας μιμητήν καί ἐφάμιλλον». Παρομοίως ὁ βιογράφος του ρήτορας Μανουήλ σημείωσε: «μόνος αὐτός ἴσως ἔργοις καί λόγοις στύλος ἀνεδείχθη ὀρθοδοξίας»!
Ποιά στοιχεῖα ὅμως ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγ. Μάρκου ἐπιβεβαιώνουν τούς ἐξαιρετικούς αὐτούς χαρακτηρισμούς; Μήπως πρόκειται ἁπλῶς περί ἐγκωμίων χωρίς ἀντίκρυσμα; Ἡ ἀπάντηση βεβαίως εἶναι σαφεστάτη: ὄχι μόνον ἡ ζωή καί τό ἔργο του ἐπιβεβαιώνει τούς χαρακτηρισμούς, ἀλλά θά λέγαμε ὅτι θά μποροῦσαν νά εἰπωθοῦν ὡς ἔπαινοι καί ἄλλα!
Καί κατά πρῶτον: Ὁ ἅγιος Μάρκος ἔδειξε μέ τή ζωή του ὅτι ἀκριβῶς γι’ αὐτόν ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά ἰδεολογία, ἀλλά συνιστᾶ ταυτοχρόνως Ὀρθοπραξία: τό κατά Χριστόν ζῆν ἦταν πάντοτε τό διαρκές μέλημά του. Ὁ ἴδιος, παρόλο τό λαμπρό στάδιο πού ἀνοιγόταν μπροστά του γιά μιά ἰδιαιτέρως ἐπιτυχημένη ἀπό πλευρᾶς κοσμικῆς καριέρα, λόγω καί τῆς μεγάλης θέσεως πού εἶχε στήν Αὐτοκρατορία ὁ πατέρας του καί λόγω καί τῶν δικῶν του σπουδῶν καί προσόντων, προτίμησε «τόν μοναχικόν καί ἥσυχον βίον» καί ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ ἁγ. Γεωργίου Μαγγάνων, ὁπότε καί μετονομάστηκε ἀπό Μανουήλ σέ Μάρκο.
Δεύτερον: Δέν ἀρεσκόταν καθόλου στίς θέσεις καί τίς τιμές, κάτι πού φάνηκε ἰδιαιτέρως καί ἀπό τό γεγονός ὅτι καθ’ ὑπακοήν δέχτηκε νά γίνει ἐπίσκοπος Ἐφέσου, προκειμένου νά λάβει μέρος στή σύνοδο τῆς Φερράρας/Φλωρεντίας (1438/1439), καί ἀπό τήν ἄρνησή του - μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τή σύνοδο, ὅπου ὁ λαός τοῦ ἐπεφύλαξε θριαμβευτική ὑποδοχή γιά τήν ἐμμονή του στήν ὀρθόδοξη πίστη - νά δεχτεῖ τήν προσφερομένη σέ αὐτόν ἀπό τόν αὐτοκράτορα θέση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Τρίτον: Δέν δίστασε, παρόλο ὅτι ἔμπαινε σέ κίνδυνο ἡ ζωή του, νά μείνει σταθερός στήν πίστη του: καί στήν ἴδια τή σύνοδο τῆς Φερράρας, ὅταν ὁ Πάπας μετά τήν ἄρνηση τοῦ ἁγίου Μάρκου νά ὑπογράψει τό ἑνωτικό ἔγγραφο τόν ἀπείλησε ὅτι θά κηρυχτεῖ αἱρετικός καί ἄρα θά ἐξοριστεῖ, ἀλλά καί ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τόν κυνήγησε, λόγω τῆς ἄρνησής του καί πάλι νά δεχτεῖ σέ κοινωνία τόν λατινόφρονα νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Μητροφάνη τόν ἀπό Κυζίκου. Τελικῶς, γιά τήν ἐμμονή του αὐτή, συνελήφθη στή Λῆμνο, καθώς προσπαθοῦσε νά καταφύγει στό Ἅγιον Ὄρος, ὁπότε καί ἔμεινε ἐκεῖ ὑπό περιορισμό, γιά μιά διετία.
Στόν ἅγιο Μάρκο ὅμως βλέπουμε νά ἐνσαρκώνο-νται συγκεκριμένα καί ὅλα τά ἐπιμέρους γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μυστηριακή. Μά ἀκριβῶς ὁ ἅγιός μας ἀνέπνεε μέ τά μυστήρια, καί μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἄρνησή του, ὅπως εἴπαμε, νά συλλειτουργήσει μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη, ἦταν ἡ φυσική συνέπεια τῆς διαρκοῦς κοινωνίας του μέ τόν Κύριο: μυστηριακά καί πνευματικά. Θεωροῦσε ὅτι θά πρόδιδε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνούμενος μέ τούς «χριστεμπόρους» καί τούς «χριστοκαπήλους», ὅπως ὀνόμαζε τούς τότε ἑνωτικούς. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική μάλιστα ἡ φράση του: «Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάχου Μητροφάνους) καί τῶν τοιούτων (τῶν ὀπαδῶν του) ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ».
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀσκητική. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Μάρκου σ’ αὐτό ἀπέβλεπε: στήν δι’ ἀσκήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ κάθαρση τῆς ψυχῆς του πρός φωτισμό του ἀπό τόν Θεό. Μόνον ἕνας πιστός ἄλλωστε πού ἔχει μιά τέτοια προοπτική στή ζωή του, τή διακράτηση τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ μέσα του μέ τόν ἀγώνα τόν ἀσκητικό κατά τῶν ψεκτῶν παθῶν του, μπορεῖ νά φτάνει σ’ αὐτό τό σημεῖο: τῆς ὑπερβάσεως τῶν ἀπειλῶν γιά τήν ἴδια τή ζωή του. Γιατί ἔχει μεταθέσει τό κέντρο τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τή βιολογική του ὕπαρξη: στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Μάρκος μέ τήν καθημερινή ἄσκησή του μποροῦσε νά λέει ὅ,τι καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός!» (Γαλ. 2,20). Μέ ἄλλα λόγια ἔμπρακτα φανέρωνε αὐτό πού ὁ Κύριος ἔχει ὑποσχεθεῖ στούς μαθητές Του ὅλων τῶν αἰώνων: ὅτι εἶναι τά κλήματα στήν ἄμπελο πού εἶναι ὁ Ἴδιος. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15,5 ). Μιά πραγματικότητα πού γίνεται αἰσθητή μόνον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει θέσει σέ ἐνέργεια τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ μέσα του.
Καί βεβαίως φαίνεται πολύ καθαρά ἔτσι καί πῶς συμπλεκόταν στόν ἅγιο Μάρκο ἡ παραδοσιακότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἐσχατολογική της προοπτική. Ὁ ἅγιος ἦταν βαθύτατα παραδοσιακός, μέ τήν πραγματική ἔννοια τοῦ ὅρου, γιατί εἶχε τή δύναμη μέσα του τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού τόν ἔκανε νά ζεῖ ὡς ὁ Χριστός ἐν τῷ κόσμῳ. Τήν ὁδό γιά τή ζωή αὐτή εἶχαν ὑποδείξει οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἤξερε ὁ ἱερός αὐτός ἄνδρας ὅτι ὁ αὐτοσχεδιασμός εἶναι ἐκτροπή σέ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς. Μόνον ὅ,τι θεμελιώνεται στήν πατερική παράδοση διατηρεῖ τήν αὐθεντικότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους. Γι’ αὐτό καί τόν βλέπουμε νά ἐμμένει καί νά ἐπιμένει παραδοσιακά. Σ’ ἕνα μάλιστα ἀπό τούς ὅρους πού ἔθεσε ἀπαρχῆς στή σύνοδο, γιά νά λειτουργήσει σωστά καί νομότυπα αὐτή, σημείωνε: «Νά ἀναγνωστοῦν οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ὡς ἄν φανῶμεν καί ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καί ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος».
Τήν ἐμμονή του αὐτή τήν αἰσθάνονταν ὅλοι. Πρῶτον οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι τόν ἔστειλαν ὡς ἐκπρόσωπό τους – μή ξεχνᾶμε ὅτι ἦταν ὁ «ἔξαρχος τῆς συνόδου», ἀφοῦ ἐκπροσωποῦσε τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά καί τῆς Ἀντιοχείας καί τῶν Ἱεροσολύμων -, ἔπειτα ἀκόμη καί οἱ Παπικοί Ρωμαιοκαθολικοί. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ δική του ἄρνηση ὑπογραφῆς τοῦ ἑνωτικοῦ κειμένου – κάτι πού συνιστᾶ ἀπό πλευρᾶς ὀρθόδοξης τήν κορυφαία στιγμή τῆς συνόδου - βύθισε στήν ἀπελπισία τόν Πάπα Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος προσδοκοῦσε μέ τήν ἕνωση αὐτή νά κυριαρχήσει ἐκκλησιαστικά καί στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία. Ἔχει μείνει στήν ἱστορία μάλιστα ἡ φράση πού εἶπε , ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ μόνος πού δέν ὑπέγραψε ἦταν ὁ Ἐφέσου Μάρκος ὁ Εὐγενικός: «ἐποιήσαμεν λοιπόν οὐδέν»!
Κι αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τελικά τῆς ὀρθῆς παραδοσιακότητος ὡς ἐμμονῆς στήν ἀλήθεια τῆς παραδεδεγμένης πίστης: κρατᾶ κανείς ἀνοικτή τή σχέση μέ τό ζωντανό καί ἀληθινό Θεό, ἐνῶ γκρεμίζει τά ὄνειρα ὅλων τῶν ἐπιδόξων πού ζητοῦν μέ τίς κάθε εἴδους παρεκτροπές τους νά στήσουν τό δικό τους βασίλειο πάνω στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Κρατώντας ὅμως ἀνοικτή τή σχέση μέ τόν Θεό προσδοκᾶ καί τήν ὥρα τῆς συνάντησής του μέ Αὐτόν. Κι αὐτό ἔκανε καί ὁ ἅγιος Μάρκος. Ζώντας τόν Χριστό πού παρέλαβε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀναγάλλιαζε μέ τήν προοπτική τῆς πλήρους ἑνώσεώς του μέ Αὐτόν τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος θά τόν καλοῦσε. Γι’ αὐτό εἴπαμε ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος δέν τόν τρόμαζε. Ἄνθρωπος πού ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἤδη νικήσει τό θάνατο καί – γιατί ὄχι; - τόν περιμένει μέ λαχτάρα, σάν τόν ‘Aπόστολο πού διεκήρυσσε: «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι!» (Φιλ. 1,23)
Δέν θά θέλαμε ὅμως νά τελειώσουμε χωρίς νά διευκρινήσουμε κάτι πού πλανᾶται πολλές φορές στή σκέψη τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀκοῦνε γιά τήν ἐπιμονή στήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἀντίδραση τοῦ Ἁγίου Μάρκου γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. «Μά δέν πρέπει νά ἑνωθοῦμε; Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι τό μεῖζον σέ σχέση μέ τά δόγματα καί τίς ἀρχές πίστεως, πού ἴσως μᾶς θέτουν ἐμπόδια στήν προσέγγιση τῶν καρδιῶν;»
Μολονότι μέ ὅσα εἴπαμε παραπάνω ἡ ἀπάντηση ἔχει δοθεῖ, ἄς ἐπιτραπεῖ δι’ ὀλίγων καί πάλι νά ἀπαντήσουμε.
Καταρχάς εἶναι πλάνη καί ἱστορικό σφάλμα νά ἰσχυρίζεται κανείς ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος, ὡς ἡγέτης τῶν ἀνθετικῶν, δέν ἤθελε τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Διακαής πόθος του καί διάπυρο αἴτημά του πρός τόν Θεό ἦταν ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν καί ἡ προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ἐπῆγε στή σύνοδο τῆς Φερράρας. Εἶναι μάλιστα συγκλονιστική ἡ ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα κατά τήν ἔναρξη τῆς συνόδου: «Μέχρι πότε ὅλοι ἐμεῖς πού ἔχουμε τόν ἴδιο Χριστό και τήν ἴδια πίστη, θά χτυπιόμαστε καί θά κομματιαζόμαστε μεταξύ μας; Μέχρι πότε ἐμεῖς πού προσκυνοῦμε τήν ἁγία Τριάδα θά δαγκώνουμε καί θά τρῶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέχρι νά ἀλληλοεξοντωθοῦμε καί νά μᾶς ἐξαφανίσουν οἱ ἐξωτερικοί ἐχθροί μας; Ἄς μή συμβεῖ αὐτό, Χριστέ βασιλιά μας, κι ἄς μή νικήσει τή δική σου καλοσύνη τό πλῆθος τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν...Ἕνωσέ μας καί μεταξύ μας καί μέ Σένα τόν ἴδιο...».
Ἔβλεπε ὅμως ὁ ἅγιος ὅτι οἱ πλάνες τῆς παπικῆς ἐκκλησίας ἀπομάκρυναν τούς χριστιανούς ἀπό τόν Χριστό καί δημιουργοῦσαν συνθῆκες ἔντασης καί διαμάχης μεταξύ τους. Γι’ αὐτό ἤδη τό πρῶτο πού θέτει στούς παπικούς ὁ ἅγιος, κατά τούς ἱστορικούς, ἦταν νά ἀποβάλουν «τό τραχύ καί ἀνένδοτον», διότι «ἐστίν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη ἥν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστός καί ἡ ἀγάπη. Καί αὐτήν τήν ἀγάπη τήν παρέβλεψε ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία καί διελύθη καί ἡ εἰρήνη». Γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ: «ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην, ἐάν μή λυθῇ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον»!
Ἤθελε λοιπόν μέ πάθος τήν ἕνωση καί τήν ἀγάπη ὁ ἅγιος Μάρκος, ἀλλά πάνω στό ἔδαφος τῆς ἀληθείας, δηλ. πάνω στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Διότι μιά ἀγάπη χωρίς τήν ἀλήθεια δέν εἶναι ἀληθινή. Εἶναι ἕνας ἁπλός συναισθηματισμός πού ἔχει πολύ σύντομη τήν ἡμερομηνία λήξεώς της. Κι αὐτή εἶναι καί ἡ ἀπάντηση καί στήν ἄλλη ἔνσταση, ὅτι τά δόγματα μᾶς ἀπομακρύνουν καί δέν μᾶς ἑνώνουν. Τά δόγματα, δηλ. οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως, δέν εἶναι ἁπλές ἀρχές σάν ἰδεολογικά μανιφέστα. Εἶναι δεῖκτες πορείας γιά νά συναντήσουμε τόν ἀληθινό Θεό καί νά ζήσουμε συνεπῶς τήν ἀγάπη Του. Ἔξω ἀπό τά δόγματα πού διαφυλάσσουν τήν ὀρθή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί Χριστοῦ μας ἀνοίγεται ἡ θύρα γιά νά εἰσέλθουν δικές μας ἀντιλήψεις καί δικές μας εἰκόνες περί Θεοῦ, συνεπῶς νά διαστρεβλωθεῖ καί ἡ ἀληθινή ἔννοια τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ «ὁ Θεός, κατά τήν πίστη μας, ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῃ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. 4, 16).
Περισσότερο ἀπό ποτέ σήμερα ὁ ἅγιος Μάρκος εἶναι ἐπίκαιρος. Γιατί ὡς ὀρθόδοξοι, καθώς εἴπαμε, περνᾶμε κρίση στήν Ὀρθοδοξία μας. Τήν ἐκλαμβάνουμε οἱ πολλοί κυρίως ἰδεολογικά, δηλ. θεωρητικά, χάνοντας γι’ αὐτό τή δύναμη πού προσφέρει στή ζωή μας. Ἄν ἕνα μεγάλο μέρος τῶν Χριστιανῶν ἔχει χάσει τό νόημα τῆς ζωῆς του καί ζεῖ ὡς ἄθεο, ἄν πολλοί πέφτουμε στήν ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς, τό ἄγχος καί τή συνακόλουθη θλίψη καί μελαγχολία, εἶναι γιατί δέν ἐνεργοποιοῦμε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης στή ζωή μας.
Κι ἐδῶ πιά προβάλλει μεταξύ ἄλλων ἡ μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἔρχεται μέ σεμνότητα ἀλλά καί μέ σθένος νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θεωρία καί ἰδεολογία, ἀλλά τρόπος ζωῆς, πού δίνει δύναμη καί φῶς στή ζωή, νοηματοδοτώντας τήν κάθε στιγμή της. Ἀλλά καί νά μᾶς τονίσει ὅτι δέν ἐπιτρέπονται ἐκπτώσεις στήν πίστη, γιατί ἐξηγήσαμε ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη πού διακρατεῖ τήν ἀγάπη, κατά τό «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4,15) τοῦ ἀποστόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου