Περπάταγα στη Θεσσαλονίκη με μοναχό από το πρώτο μέχρι το βράδυ. Εκεί δα στην Αριστοτέλους αργά το απόγευμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια παραδοσιακή γυναίκα. Στάθηκα, σταυροσημειώθηκα και είπα: «Δόξα τω Θεό, σήμερα είδα γυναίκα». Μου λέγει ο μοναχός:
– Καλά, όλη μέρα, Γέροντα, δεν έβλεπες γυναίκες;
– Όχι, παιδί μου, κούσελα έβλεπα. Πόνο μου δημιουργούσαν στην ψυχή μου. Πως αυτή η κόρη μπορεί να είναι η αυριανή μητέρα; Πως η γυναίκα αυτή μ᾽ αυτήν την ξεφτίλα στην παρουσία καιστους τρόπους μπορεί μεθαύριο να γίνη οικοδέσποινα; Πως αυτή η ξεγαρισμένη πρωτοφούρνη θα μπορέσει να κρατήσει αναμμένο το καντήλι της πίστης και του Γένους; Ποιος θα την δη να προσευχεται γονατιστή; Ποιος θα την αντικρύσει με το λιβανωτό στο χέρι; Ποιος θα την νανουρίσει το παιδί της, όχι με μπουζούκια, αλλά με τραγούδια που δεν διαφέρουν από χερουβικό ύμνο; Ποιος θα δυσκολευτεί να ταξιδέψει, για να μην σηκωθεί το φόρεμά της και ο αστράγαλός της;
Η ωραιότερη εικόνα πάνω στην γη είναι η μάννα που βαστά το παιδί στην αγκαλιά της. Αυτήν την εικόνα μας την δίνει κάθε εκκλησιά που πηγαίνουμε να προσκυνήσουμε. Είναι η Παναγία με τον Χριστό, που είναι η αληθινή, η ζεστή αγκάλη, που την ζητάμε όλοι. Αχ, ως μας την έδινε και η γυναίκα που νομίζει πως βασιλεύει σήμερα στον κόσμο, αλλά δεν κατακυριεύει.
Και ο άνδρας που πηγαίνει κοντά της, αφού αμάρτηση, αφού ικανοποιηθεί, αυτή που πρότερα έπνιγε στα φιλιά, η ψυχολογία του λέγει: «Δος της μια κλωτσιά να της χύσης τα έντερα της».
Γυναίκα, ο Χριστός σε τίμησε. Γυναίκα, η πίστη στον Χριστό σε ανέβασε. Γυναίκα, μεγάλη τιμή αξιώθηκε από την Εκκλησία· γιορτή σού έφτιαξε σήμερα. Αγάπηκε τον αναστάντα Χριστό και ζήσε μέσα στην Εκκλησία σαν μυροφόρα, σαν οικοδέσποινα, σαν μάννα, για να είσαι πάντοτε η πολυτραγουδισμένη, η σεβαστή, η πανώρια μέσα σ᾽ αυτόν τον παράδεισο που ζούμε. Να παραμείνης η φιλόκαλη και φιλόστοργη και σύντροφος του Αδάμ και οικίστρια του παραδείσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου