Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα, πρώτη μετά τήν κλητή καί ἁγία ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τή βασιλίδα τῶν ἑορτῶν καί τῶν ἡμερῶν ὁλοκλήρου τοῦ ἔτους, καί ἐπιτελοῦμε τά ἐγκαίνια τοῦ κατά ἑβδομάδα ἀνακυκλούμενου ἑορτασμοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό κέντρο τῆς πίστης καί τοῦ βίου μας, ἀλλά καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, λειτουργικά, πνευματικά καί ὀντολογικά, εἶναι ἀναμφισβήτητα τό μέγα γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Σέ παλαιότερη ἐποχή ἡ σημερινή Κυριακή ὀνομαζόταν «καινή», ἀλλά καί Κυριακή «ἐν λευκοῖς», διότι κατ’ αὐτήν οἱ νεοφώτιστοι, οἱ ὁποῖοι κατηχήθηκαν κατά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ἔλαβαν τό βάπτισμα κατά τό Μεγάλο Σάββατο, ὁπότε ἐτελεῖτο λαμπρά καί πανηγυρικά βαπτισματική θεία Λειτουργία, φορώντας συμβολικά λευκούς χιτῶνες καί ἐνδύματα, ἀπεκδύονταν τά λευκά αὐτά ἱμάτια ὀκτώ ἡμέρες μετά, εἰσερχόμενοι πλέον ὡς νέα μέλη στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μιά μόνιμη παρανόηση
Αὐτή ἡ ἡμέρα ἐπίσης εἶναι σέ ὅλους μας γνωστή ὡς Κυριακή τοῦ Θωμᾶ· εἶναι δηλαδή ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό ὄνομα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἀποστόλου καί μαθητοῦ τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος, ὅπως εὐαγγελικῶς πληροφορούμαστε, δέν ἦταν παρών ὅταν ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε ἀμέσως μετά τήν Ἀνάστασή του στούς λοιπούς Ἀποστόλους. Γιά τόν λόγο αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος διατηροῦσε ἀμφιβολία γιά τό γεγονός. Ἐπιθυμώντας μετά τή σχετική ἐνημέρωση ἀπό τούς Ἀποστόλους μέ σφοδρή ἐπιθυμία νά συναντήσει τόν Κύριό του, πονοῦσε, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι, γιά τόν χωρισμό καί ἡ καρδιά του σκιρτοῦσε ἀπό τόν πόθο νά δεῖ τόν Διδάσκαλο, νά ψηλαφήσει τίς πληγές ἀπό τό Πάθος του στίς ἄχραντες παλάμες καί τήν ἁγία του πλευρά.
Νά, λοιπόν, πού ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν Ἀνάστασή του, ἐμφανίζεται καί πάλι στόν χορό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπό τόν ὁποῖο αὐτή τή φορά δέν ἔλειπε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, καί τόν προσκαλεῖ νά πλησιάσει καί νά δεῖ, ἀλλά καί νά ψηλαφήσει τά σημάδια τῶν πληγῶν στό πανάγιο σῶμα του. Πραγματικά, σέ αὐτή τήν εὐλογημένη κοινωνία ὁ Θωμᾶς ἀναγνώρισε τόν Διδάσκαλο ὁμολογώντας τον μέ τή συγκλονιστική πρός αὐτόν φράση: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἡ ἄρση τῆς παρεξήγησης
Ἄς δοῦμε ὅμως γιά λίγο καί ἄς προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε τή φράση πού ὡς πρῶτο ἀναστάσιμο χαιρετισμό, φωτοφόρο καί φωτιστικό, ἐπιλέγει ὁ Δεσπότης Χριστός νά ἀπευθύνει στόν ἀπόστολο Θωμᾶ, στούς λοιπούς Ἀποστόλους καί σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, τήν τότε καί τήν ἐπέκεινα, λέγοντας τό «Εἰρήνη ὑμῖν». Μεταδίδει τήν εἰρήνη στόν Θωμᾶ ὁ Χριστός, διότι αὐτή ὡς «δώρημα τέλειον», ἀλλά καί ὡς ἐσωτερική κατάσταση, ἀπό τόν Θεό πάντοτε δωρίζεται γιά νά τόν γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή φωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ὥστε νά δεῖ «καθώς ἐστι τόν Κύριον».
Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία πληροφόρησε τόν Θωμᾶ καί μετέβαλε ἐντός του τήν καλή δυσπιστία σέ σωτήρια ὁμολογία τόσο κατά τή στιγμή ἐκείνη, ὅσο καί καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ὑπόλοιπης ζωῆς του. Ἔτσι, ἀξιώθηκε νά πολιτευθεῖ ὄχι βεβαίως ὡς ἄπιστος –προσωνύμιο τό ὁποῖο ἀδίκως κουβαλᾶ– ἀλλά ὡς γνήσιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου του στά πέρατα τοῦ τότε κόσμου καί γενναιότατος ἀθλητής καί μάρτυρας τοῦ ὀνόματός του.
Μεταδίδει τήν εἰρήνη ὅμως ὁ Χριστός πλεγμένη περίτεχνα μέ τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως καί στούς ἁγίους Ἀποστόλους, γιατί αὐτή καί μόνο μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀρραγές θεμέλιο γιά τή μετέπειτα πορεία τους πρός τήν Ἁγία Πεντηκοστή, ἀλλά καί ἱερά παρακαταθήκη γιά τή συνέχεια τοῦ ἔργου του «πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει». Ἀποδέκτες τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε, ἄν τό ἐπιθυμοῦμε, νά θυμηθοῦμε ὅτι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ὅλοι ὅσοι ζοῦμε δύο χιλιάδες χρόνια μετά τήν ἐπί γῆς ἱστορική παρουσία του, ἔχουμε ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἀνάγκη τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦμε τραγικά τήν ἑκούσια ἀπώλειά της ἀπό τή ζωή μας πλανώμενοι στά ἀδιέξοδα τῶν ἀλλότριων ἐπιλογῶν μας. Ἄς μεταλάβουμε, ἀδελφοί μου, ἀπό τόν Χριστό τό μεγάλο δῶρο τῆς εἰρήνης, ζώντας πραγματικά καί ἑορτάζοντας θεάρεστα τήν ἁγία Ἀνάστασή του.
Ἀρχιμ. Ἄ. Ἀ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου