«Ἡ περί παίδων ἀγωγή» κατά τόν Πλούταρχο καί τόν Ἰωάννη τό
Χρυσόστομο
τῆς Εἰρήνης Ἀρτέμη
MPhil Θεολογίας – πτ.
Θεολογίας - Φιλολογίας,
Ὑποψηφίας διδάκτορος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Βασικός παράγοντας τῆς διαδικασίας συνεχίσεως τῆς κοινωνίας
εἶναι τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, ὡς φορέας τῆς παραδόσεως καί συνεχιστής της. Τά
παιδιά εἶναι ὁ φυσικός συνδετικός κρίκος κάθε κοινωνίας καί τό μέλλον της. Ἡ
ὕπαρξη καί ἡ διασφάλιση τοῦ μέλλοντος τῶν παιδιῶν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ζωτικῆς
μέριμνας, καθώς καί εὔλογη πηγή ἀνησυχίας καί προβληματισμῶν ἀπό τήν ἀρχαιότητα
ἕως τίς ἡμέρες μας. Ἐκτός, λοιπόν, ἀπό τή βιολογική τους ὑπόσταση, τά παιδιά
ἀποτελοῦν μία περίπλοκη πολιτιστική συνισταμένη κάθε ὀργανωμένης κοινότητας.
Γιά τό λόγο αὐτό τό θέμα τῆς ἀνατροφῆς τους ἀπασχόλησε πολλούς φιλοσόφους ἀλλά
καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στή συγκεκριμένη ἐργασία θά ἀναφερθοῦμε στήν παιδαγωγική σκέψη
δύο σπουδαίων ἀνδρῶν, τοῦ Χαιρωνέως φιλοσόφου Πλουτάρχου καί τοῦ ἱεροῦ πατρός
Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ἔζησαν σέ διαφορετικές ἐποχές, λάτρευσαν καί πίστεψαν
διαφορετικούς θεούς, ὅμως οἱ ἀπόψεις τους περί παιδαγωγικῆς καί γενικότερα περί
ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν συγκλίνουν σέ μεγάλο βαθμό. Ἄλλωστε οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας προσλαμβάνουν τίς φιλοσοφικές ἀναζητήσεις τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ
πνεύματος σχετικά μέ τήν κονωνία, τήν παιδεία, τή δικαιοσύνη καί μέ ὅλους
γενικά τούς τομεῖς τῆς κοινωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ καί τίς μετουσιώνουν μέσα
ἀπό διδασκαλία τῆς ἐν Χριστῶ θείας ἀποκάλυψης. Ἔτσι, πραγματοποιεῖται ἡ σύζευξη
Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, πού λαμβάνει πιά οἰκουμενικές διαστάσεις χάρη στίς
φωτισμένες αὐτές μορφές τῶν ἱερῶν Πατέρων.
Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ
ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Ἡ παιδαγωγική σκέψη τοῦ Πλουτάρχου καί οἱ θέσεις του σέ διάφορα
θέματα προσομοιάζουν μέ ἐκεῖνες πολλῶν Πατέρων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἄν καί γιά
τόν τελευταῖο πάντως οὐδαμοῦ ἀναφέρει. Χαρακτηριστικά τόν 11ο αἰῶνα
ὁ ἐπίσκοπος Εὐχαϊτῶν Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους γράφει: «Εἴπερ τινάς βούλοιο τῶν
ἀλλοτρίων τῆς σῆς ἀπειλῆς, Χριστέ μου, Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι· ἄμφω
γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες· εἰ δ᾽
ἠγνόησαν ὡς θεός σύ τῶν ὅλων ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον δ᾽ ἥν
ἅπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις»[1].
Προσεκτική μελέτη στό σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου «Περί παίδων
ἀγωγῆς» θά διαπιστώσουμε ὅτι, ἄν καί ἔχουν περάσει αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ
ἕλληνα φιλοσόφου καί διαπρεποῦς συγγραφέως, ὁ παιδαγωγικός ρόλος τῶν γονέων,
τῶν δασκάλων καί τοῦ σχολείου δέν ἔχει διαφοροποιηθεῖ πολύ ἀπό ἐκεῖνον πού
πραγματεύεται στό ἔργο του ὁ ἕλληνας φιλόσοφος.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνήκει στούς
μεγαλύτερους παιδαγωγούς ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὑπογραμμίζει: «οὐ γάρ τό ζῇν
κακόν, ἀλλά τό εἰκῆ καί ἁπλῶς ζῆν»[2]. Θεωροῦσε πολύ
σημαντικό κάποιος ἀπό μικρός νά λάβει τήν κατάλληλη ἀγωγή, γιά νά μπορέσει νά
ἔχει μία καλή ζωή. Οἱ μητέρες θά πετύχαιναν στό ἔργο τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν
τους καί θά κέρδιζαν ἐπαίνους μόνο ἐάν «ἀθλητὰς ἔθρεψαν τῷ Χριστῷ»[3], ἀλλά καί οἱ
πατέρες εἶχαν ὑποχρέωση νά γαλουχήσουν τά παιδιά τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ
Κυρίου»[4]. Στό ἔργο του
«Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφει τά τέκνα»[5], ἀναπτύσσει τίς
ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τή διαπαιδαγώγηση τῶν νέων σύμφωνα μέ τή
χριστιανική διδασκαλία.
Ὁ Χρυσόστομος ἐκτός ἀπό τίς σπουδές του στή σχολή τοῦ Λιβανίου
καί ἀργότερα τίς θεολογικές του σπουδές στή Μεγάλη Σχολή τῆς Ἀντιόχειας δίπλα
στόν Καρτέριο καί στό Διόδωρο Ταρσοῦ, σπούδασε καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Γιά τό
λόγο αὐτό καί στήν παιδαγωγική του ἔχει δεχθεῖ ἐρεθίσματα ἀπό ἕλληνες
φιλοσόφους καί παιδαγωγούς. Ὁ ἴδιος ἔδωσε μία ἄλλη διάσταση στίς ἀντιλήψεις τῶν
Ἑλλήνων περί ἠθικῆς καί ἀγωγῆς, ὄχι τόσο φιλοσοφική, ἀλλά μία διάσταση ἡ ὁποία
κατά κύριο λόγο ἐμπνεόταν ἀπό τή χριστιανική διδασκαλία καί εἶχε κυρίως
θεολογική κατεύθυνση. Ἐπέπληττε δέ τούς Χριστιανούς πού ἀπέρριπταν ἐξ ὁλοκλήρου
τή θύραθεν παιδεία[6]. Ἄλλωστε μέσα
ἀπό τό ἔργο του φαίνεται νά θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀρχαιοελληνική παιδεία κάποιες φορές
προσάγει τούς διδασκομένους αὐτήν σέ βλάστηση τῶν σπόρων τῆς ἀρετῆς.
Ὁ Πλούταρχος, ἀρχικά, τονίζει ὅτι οἱ ἄνδρες θά πρέπει νά
νυμφεύονται γυναῖκες μέ καλή καταγωγή, ἠθικές, ὥστε τά παιδιά τους νά ἔχουν
γερά θεμέλια γιά τό χτίσιμο μίας σωστῆς ἀνατροφῆς[7] καί ὄχι νά
συζοῦν μέ ἑταίραις καί παλλακίδες. Τό τελευταῖο θά ἀπέβαινε ὁλέθριο σέ ἀνύποπτο
χρόνο γιά τά τέκνα τους. Ἐξάλλου ὁ γάμος εἶναι τό ἀσφαλέστερο χαλινάρι τῆς
νεότητας, «δεσμός γάρ οὗτος τῆς νεότητος ἀσφαλέστατος»[8]. Ὁ Χρυσόστομος
ἀπό τήν ἄλλη σημειώνει ὅτι οἱ νέοι κατά κανόνα ρέπουν στά σαρκικά ἁμαρτήματα,
γιά τό λόγο αὐτό ὁ γάμος σέ νεαρή ἡλικία γίνεται τροχοπέδη στήν πορνεία:
«ταχέως αὐτοῖς γυναῖκας ἄγωμεν, ὥστε καθαρά αὐτῶν καί ἀνέπαφα τά σώματα
δέχεσθαι τήν νύμφην· οὗτοι οἱ ἔρωτες θερμότεροι. Ὁ πρό τοῦ γάμου σωφρονῶν,
πόλλῳ μᾶλλον μετά τόν γάμον· ὁ δέ μαθών πορνεύειν πρό τοῦ γάμου, καί μετά τόν
γάμον ποιήσει»[9]. Πρέπει νά
προφυλαχθεῖ ἡ ψυχή τοῦ νέου ἀπό ἄτοπους ἔρωτες πού τόν ὁδηγοῦν σέ ἀλλοτροίωση
τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου.
Ὁ Ἕλληνας φιλόσοφος ὑποστηρίζει ὅτι ὅσο πιό μικρός εἶναι κάποιος
τόσο πιό τρυφερή καί μαλακή εἶναι ἡ ψυχή του προκειμένου νά δεχθεῖ καί νά
ἀφομοιώσει τά περί τῆς ἀγωγῆς μαθήματα. Ἀποφαίνεται, λοιπόν, ὅτι: «εὔπλαστον
καί ὑγρόν ἡ νεότης καί ταῖς τούτων ψυχαῖς «ἁπαλαῖς ἔτι τά μαθήματα ἐντήκεται»[10], γιατί ἔτσι τά
μαθήματα ἐντυπώνονται στή νεανική ψυχή εὔκολα. Ὁ φιλόσοφος παραλληλίζει τόν
ἐσωτερικό κόσμο τῶν παιδιῶν μέ μαλακό κερί, στό ὁποῖο οἱ σφραγῖδες ἀφήνουν
εὔκολα τό ἀποτύπωμά τους. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνα μεγαλώσουν, ἡ σκέψη καί τά συναισθήματά
τους παγιώνονται καί μοιάζουν μέ τό σκληρό κερί πού δύσκολα δουλεύεται[11]. Μέ τήν ἄποψη
αὐτή συγκλίνει καί ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ καί ἐκεῖνος τό παράδειγμα
μέ τό κερί, γιά νά δείξει πόσο εὔπλαστη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή στά διδάγματα,
ὅταν βρίσκεται τό ἄτομο σέ μικρή ἡλικία. Ὁ Χρυσόστομος διδάσκει, λοιπόν, ὅτι τό
μαλακό, εὔπλαστο πράγμα παίρνει ὁποιοδήποτε σχῆμα, γιατί δέν ἔχει ἀποκτήσει
ἀκόμη σταθερή δική του μορφή. Λέει ὅτι οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν μοιάζουν μέ πίνακες
ζωγραφικῆς ἤ μέ ἀγάλματα. Χρειάζεται πολλή προσοχή ἐκ μέρους τῶν ζωγράφων γιά
νά φιλοτεχνήσουν ἕναν ὡραῖο πίνακα. Οἱ γλύπτες πάλι πολύ ὑπομονετικά ἀφαιροῦν
καθετί περιττό καί προσθέτουν ὅ,τι πρέπει, γιά νά παρουσιάσουν τό ἔργο πού
ἐπιθυμοῦν[12]. Οἱ γονεῖς ὡς
σπουδαῖοι γλύπτες μποροῦν νά φιλοτεχνήσουν ἀριστουργήματα στίς παιδικές ψυχές
καί νά κάνουν τά παιδιά τους ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ἀγάλματα πού εἶναι
ἔμπλεα τῆς θείας χάριτος[13]. Ἐάν τό παιδί
μεγαλώσει, ἡ ἀποσκληρούμενη καρδιά του γίνεται αἰτία, ὥστε ἡ διαπαιδαγώγησή του
νά εἶναι δύσκολη ἔως ἀκατόρθωτη: «ἐξ ἀρχῆς ἔδει ταῦτα (τά ἐλαττώματα) προορώντας,
ὅτε εὐήνιος ἦν καί κομιδή νέος χαλινοῦν μετ᾽ ἀκριβείας, ἐθίζειν τά δέοντα,
ρυθμίζειν κολάζειν αὐτοῦ τά νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ὅτε εὐκολωτέρα ἡ ἐργασία, τότε
τάς ἀκάνθας ἐκτέμνειν ἔδει, ὅτε ἁπαλωτέρας οὔσης τῆς ἡλικίας εὐκολώτερον
ἀνεσπῶντο, καί οὐκ ἀμελούμενα τά πάθη καί αὐξανόμενα δυσκατέργαστα γέγονε. Διά
τοῦτο, φησί, κάμψον ἐκ νεότητος τόν τράχηλον αὐτοῦ» ὅτι εὐκολωτέρα γένοιτ᾽ ἄν ἡ
παιδαγωγία»[14]. Σημαντικό εἶναι
τά παιδιά νά συνηθίσουν ἀπό μικρή ἡλικία κάθε καλή συνήθεια, ὥστε νά τούς γίνει
δεύτερη φύση τους.
Ὁ Χρυσόστομος πρωταρχικά θεωρεῖ ὅτι ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ δέν
εἶναι οὔτε ἕνα ἀκόμη ἔργο τῆς φύσεως, οὔτε ἀποτέλεσμα μόνο τῆς συνουσίας ἀνδρός
καί γυναικός, ἀλλά εἶναι ἔργο τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ[15]. Θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀγωγή
ἑνός παιδιοῦ δέν ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή τῆς γεννήσεώς του ἀλλά ἀκόμη καί πρίν
ἀπό τή σύλλήψή του και φυσικά κατά τή διάρκεια αὐτῆς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
γιά τόν Ἰωάννη ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τῆς γεννήσεως τοῦ προφήτη Σαμουήλ. Οἱ
γονεῖς του, ὁ Ἐλκανᾶ καί ἡ Ἄννα, προσευχήθηκαν, νήστευσαν καί στή συνέχεια
συνερεύθηκαν ἐρωτικά. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ
ἀρχή τοῦ Σαμουήλ ἦταν οἱ συνεχεῖς προσευχές τῆς μητρός του, πού ἦταν πράγματι ἡ
νοερά προσευχή, Τά δάκρυά της ἀλλά καί ἡ ἀκλόνητη πίστη της στό Θεό καί ὄχι,
ὅπως στούς ἄλλους, «ὕπνοι καί σύνοδοι τῶν γεννησάντων μόνον». Τό ἀποτέλεσμα
μίας τέτοιας εὐλογημένης ἑνώσεως ἦταν ἡ γέννηση ἑνός Προφήτη, ἀφοῦ «σεμνοτέρας
τῶν ἄλλων ἔσχε τάς γονάς»[16].
Σήμερα οἱ ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τήν προγεννητική
ἀγωγή ὑποστηρίζουν ὅτι τό ἔμβρυο ἔχει μνήμη ἀπό τή στιγμή τῆς συλλήψεώς του καί
καταγράφονται στό μνημονικό του ὅλα τά συναισθήματα καί οἱ σκέψεις τῆς μητέρας
του. Πρέπει, λοιπόν, μία γυναῖκα πού μένει ἔγκυος νά ἔχει μία ἰσορροπημένη
ψυχολογική κατάσταση, νά προσπαθεῖ νά εἶναι ἤρεμη, εὐτυχισμένη, γεμάτη χαρά καί
ἀγάπη, γιατί ἔτσι τό παρασυμπαθητικό καί συμπαθητικό σύστημα τοῦ ἐμβρύου καί
γενικότερα τό ὅλο νευρικό του σύστημα θά διαπλαστοῦν ἁρμονικά καί τό παιδί θά
εἶναι σωματικά καί ψυχικά ὑγιέστατο καί ψυχικά εὐπροσάρμοστο.
Ὁ Πλούταρχος ὑποστηρίζει ὅτι τά παιδιά πρέπει νά ἀνατρέφονται ἀπό
τίς ἴδιες τίς μητέρες τους, γιατί ἔτσι οἱ τελευταῖες θά γίνουν «εὐνούστεραι
τοῖς τέκνοις γίγνοιντ̉ ἄν αί φιληκώτεραι»[17] πρός αὐτἀ. Ἄν
πάλι συντρέχει κάποιος λόγος καί πρέπει νά βροῦν παραμάνα, ὀφείλουν νά εἶναι
πολύ προσεκτικές στήν ἀναζήτηση τοῦ κατάλληλου ἀτόμου στό ὁποῖο θά ἀναθέσουν τή
φροντίδα τοῦ παιδιοῦ τους. Ἡ τροφός ἑνός παιδιοῦ πρέπει νά ἔχει καλό χαρακτήρα,
μόρφωση καί στά ἤθη νά εἶναι Ἑλληνίδα, γιά νά σμιλευτεῖ σωστά ἀπό τήν ἀρχή ὁ
ἐσωτερικός κόσμος ἑνός παιδιοῦ καί νά ἀποκτήσει ἐνάρετα ἤθη καί ἀρχές.[18] Θεωρεῖ δέ ὅτι
καί ὁ πατέρας φέρει μεγάλη εὐθύνη στήν ἀνατροφή καί διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν.
Ἐκεῖνος εἶναι πού πρέπει νά ἐρευνήσει γιά τό ποιόν τοῦ παιδαγωγοῦ τῶν παιδιῶν
του. Ὁ Πλούταρχος ἐπικαλεῖται μία ρητορική φράση ἀπό τή διδασκαλία τοῦ σοφοῦ
Σωκράτη, ὁ ὁποῖος ἔθετε πρό τῶν εὐθυνῶν τους τούς πατέρες τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων,
ἀναφέρει, λοιπόν: «ὦ ἄνθρωποι, ποῖ φέρεσθε, οἵτινες χρημάτων μέν κτήσεως πέρι
πᾶσαν ποιεῖσθε σπουδήν, τῶν δ᾽ υἱέων, οἷς ταῦτα καταλείψετε, μικρά φροντίζετε;»[19] Ἐπικρίνει
αὐστηρά ὁ Πλούταρχος τούς πατέρες ἐκείνους πού βάζουν πάνω ἀπό τή μόρφωση τῶν
παιδιῶν τους τήν ἀγάπη τους γιά τό χρῆμα. Ἐξαιτίας τῆς ἀκόρεστης πείνας τους
γιά τό χρῆμα προτιμοῦν «ἀνθρώπους τοῦ μηδενός τιμίους αἱροῦνται τοῖς τέκνοις
παιδευτάς, εὔωνον ἀμάθιαν διώκοντες»[20]. Αὐτό, ὅμως,
προοικονομεῖ δυσοίωνο μέλλον. Οἱ νέοι αὐτοί, ὅταν ἀνδρωθοῦν, θά διάγουν ἔκλυτο
βίο καί θά ἀποτελοῦν ντροπή γιά τούς πατέρες τους.
Ὁ παιδαγωγός τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰωάννης σημειώνει καί ἐκεῖνος μέ
τή σειρά του ὅτι ἡ γυναῖκα «τό τῆς παιδοτροφίας κεχάρισται»[21]. Ἔργο της,
λοιπόν, εἶναι νά μεγαλώσει τά παιδιά της μέ ἀγάπη, μέ σωφροσύνη καί κοσμιότητα,
ὥστε νά ἀναθρέψει ἀθλητές ἐν Χριστῷ. Οἱ γυναῖκες πού θέτουν γερά θεμέλια στήν
ἀνατροφή τῶν τέκνων θά λάβουν μεγάλο μισθό ἀπό τό Θεό, ἀλλιῶς θά τιμωρηθοῦν
αὐστηρά. Ἡ χριστιανή μητέρα ἔχει νά δώσει λόγο στό Θεό σχετικά μέ τό πώς θά
μεγαλώσει τά παιδιά της, γιατί ἔχει ἐπιφορτισθεῖ ἀπό τό Δημιουργό μέ αὐτό τό
σοβαρό καί ἐπίπονο καθῆκον. Παράλληλα ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση ὅτι καί οἱ δύο
γονεῖς εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν. Ἡ ἠθική ζωή τῶν πρώτων
γίνεται παράδειγμα γιά τή σωστή διαπαιδαγώγηση τῶν τέκνων τους, ἡ ὁποία θά
ἀποφέρει σπουδαίους καρπούς στό μέλλον, ἀφοῦ «ἡ ἠθικὴ παίδευσις͵ μισθὸς ἀρετῶν»[22]· Τόσο, ὅταν
εἶναι μικρά τά παιδιά τους ὅσο καί ὅταν γίνουν ἔφηβοι, οἱ γονεῖς πρέπει νά τά
σέβονται καί νά μή ζητᾶνε ἀπό ἐκεῖνα νά ἐφαρμόζουν κάτι, τό ὁποῖο ἐκεῖνοι
πρῶτοι δέν τηροῦν. Ὁ ἀλληλοσεβασμός καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν μελῶν μίας
οἰκογένειας ἀποτελεῖ τόν κύριο γνώμονα γιά τήν οἰκοδόμηση μίας σωστῆς σχέσης
μεταξύ γονέων καί τέκνων πού θα ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν καλή ἀνατροφή τῶν
τελευταίων[23]. Βασική μέριμνα
τῶν γονέων εἶναι νά ἀποκτήσουν τά παιδιά τους καλλιέργεια ἤθους καί μόρφωση
ψυχῆς καί ὄχι πώς νά πλουτίσουν σέ χρήματα καί σέ ὑλικές ἀπολαβές[24]. Ἡ μόρφωση δέν
πρέπει νά ἔχει σκοπό τήν ἀπόκτηση πλούτου, γιατί τότε γεννάει στή νεανική ψυχή
τόν ἔρωτα γιά τά χρήματα καί τόν πλοῦτο ἀλλά καί τό διακαή πόθο γιά να γευθεῖ
τήν κοσμική δόξα, πού εἶναι κάτι τό ἐφήμερο καί μάταιο: «Ὅταν οὖν ἐξ ἀρχῆς
αὐτοῖς ταῦτα ἐπᾴδητε͵ οὐδὲν ἕτερον ἀλλ᾽ ἢ τὴν ὑπόθεσιν αὐτοὺς πάντων διδάσκετε
τῶν κακῶν͵ δύο τοὺς τυραννικωτάτους ἐντιθέντες ἔρωτας͵ τὸν τῶν χρημάτων λέγω,
καὶ τὸν τούτου παρανομώτερον, τὸν τῆς δόξης τῆς κενῆς καὶ ματαίας. Τούτων δὲ
ἕκαστος καὶ καθ᾽ ἑαυτὸν μὲν πάντα ἀνατρέψαι ἱκανός· ὅταν δὲ καὶ ὁμοῦ
συνελθόντες εἰς τὴν τοῦ νέου ψυχὴν ἁπαλὴν οὖσαν ἐμπέσωσι͵ καθάπερ τινὲς
χείμαῤῥοι συναφθέντες, ἅπαντα διαφθείρουσι τὰ καλὰ͵ τοσαύτας ἀκάνθας͵ τοσαύτην
ἄμμον, τοσοῦτον ἐπισυνάγοντες τὸν φορυτὸν, ὡς ἄκαρπόν τε καὶ ἄγονον τῶν ἀγαθῶν πάν
των ἐκείνων ἐργάσασθαι τὴν ψυχήν»[25]. Ἀκόμη πρέπει νά
ἐλέγχουν τίς παρέες τῶν παιδιῶν τους ἀλλά καί τό πότε φεύγουν ἀπό τό σπίτι καί
τό πότε ἔρχονται.
Τά παιδιά ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος δέν πρέπει νά ἀκοῦνε τίς
διηγήσεις φαύλων μύθων, «ἵνα μή τάς τούτων ψυχάς ἐξ ἀρχῆς ἀνοίας καί διαφθορᾶς
ἀναπίμπλασαι συμβαίνῃ»[26]. Μέ τήν ἄποψη
αὐτή συγκλίνει καί ὁ Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπιμένει ὅτι οἱ γονεῖς ὀφείλουν
νά φροντίζουν μέ πολλή ἐπιμέλεια γιά τό τί πρέπει νά ἀκούει καί νά βλέπει τό
παιδί τους. Δέν πρέπει τυχαῖοι ἄνθρωποι νά οἰκοδομοῦν τόν ψυχικό κόσμο ἑνός
παιδιοῦ, λέγοντας ἱστορίες φλύαρες καί ἀνώφελες, ἀλλά νά ἐπιλέγουν διηγήσεις
ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἔτσι θά ἐντυπωθοῦν τά καλά διδάγματα στήν παιδική ψυχή ἀπό
τήν ἁπαλή ἡλικία καί κανείς δέ θα μπορέσει νά τά ἐξαλείψει ὅσο μεγαλώνουν,
γιατί «Ἂν εἰς ἁπαλὴν οὖσαν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐντυπωθῇ τὰ καλὰ διδάγματα͵ οὐδεὶς
αὐτὰ ἐξελεῖν δυνήσεται, ὅταν σκληρὰ γένηται ὡς τύπος͵ ὥσπερ καὶ κηρός»[27]. Ἄλλωστε τό
κέρδος θά εἶναι μεγάλο πρῶτα, πρῶτα γιά τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν τέτοια
παιδιά[28]. Ὀρθό εἶναι οἱ
διηγήσεις ἀπό τή Γραφή νά ἐπιλέγονται μέ βάση τήν ἡλικία τῶν παιδιῶν. Ἔτσι ἀπό
τήν ἱστορία τοῦ Ἄβελ καί τοῦ Κάιν[29], μέ τήν ὁποία τό
παιδί μαθαίνει νά σέβεται, νά ἐκτιμᾶ καί νά ἀγαπᾶ τόν ἀδερφό του πρέπει
προχωρώντας ἡ ἡλικία του νά συνηθίζει καί στό νά ἀκούει «φοβερώτερα διηγήματα»[30]. Χαρακτηριστικά
ὁ ἱερός Πατήρ διδάσκει: «Ἁπαλῇ μὲν γὰρ οὔσῃ τῇ διανοίᾳ μὴ τοσοῦτον ἐπιτίθει
βάρος, ἵνα μὴ καταπλήξῃς. Ὅταν δὲ ἐτῶν πέντε καί δέκα ἢ καὶ πλειόνων γένηται,
ἀκουέτω τὰ περὶ τῆς γεέννης· μᾶλλον δέ, ὅταν ἐτῶν δέκα καὶ ὀκτὼ καὶ ἐλαττόνων,
ἀκουέτω τὰ περὶ τοῦ κατακλυσμοῦ, τὰ περὶ τῶν Σοδόμων, τὰ κατ᾽ Αἴγυπτον, πάντα
ὅσα κολάσεως γέμει, μετὰ πολλῆς τῆς πλατύτητος. Ἐπὶ πλέον δὲ αὐξηθεὶς ἀκουέτω
καὶ τὰ τῆς καινῆς, τὰ τῆς χάριτος, τὰ τῆς γεέννης. Τούτοις περίφραττε αὐτοῦ τὴν
ἀκοὴν τοῖς διηγήμασι καὶ μυρίοις ἑτέροις καὶ οἴκοθεν παρεχόμενος τὰ
παραδείγματα»[31]. Ὁ Χρυσόστομος,
ἄν καί ἔζησε αἰῶνες πρίν τήν ἐποχή μας, διδάσκει πράγματα, τά ὁποῖα σήμερα
ὑποστηρίζει ἡ ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας καί τῶν Παιδαγωγικῶν ἔπειτα ἀπό πολλά
πειράματα καί ἐπιστημονικές μελέτες.
Ὁ Πλούταρχος ἐπανέρχεται στό θέμα τοῦ παιδαγωγοῦ καί ἐξηγεῖ ὅτι
οἱ γονεῖς ὀφείλουν νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικοί στήν ἐπιλογή παιδαγωγοῦ γιά
τό τέκνο τους. Δέν πρέπει νά ἐμπιστευθοῦν τήν παιδαγωγία τους σέ δούλους
φαύλους ἤ ἀμόρφωτους, γιατί τά παιδιά εἶναι περισσότερο πολύτιμα ἀπό τήν
ὑπόλοιπη περιουσία τους. Πρέπει νά ἀναζητοῦν παιδαγωγούς, «οἵ καί τοῖς βίοις
ἀδιάβλητοι καί τοῖς τρόποις ἀνεπίληπτοι καί ταῖς ἐμπειρίαις ἄριστοι»[32], ὥστε νά
καλλιεργοῦν σωστά τήν ψυχή καί τήν καρδιά τῶν νέων γιά νά καρποφορήσουν χρηστά
ἤθη. Δέν πρέπει, ὅμως, νά ἐπαναπαύονται στήν καλή διάθεση ἑνός μισθωτοῦ
δασκάλου, ἀλλά οἱ ἴδιοι «δεῖ δοκιμασίαν λαμβάνειν τῶν παίδων», ὥστε νά ἔχουν
ἰδία ἄποψη γιά τη μάθηση τῶν παιδιῶν τους[33]. Πάνω στό θέμα
αὐτό ὁ Χρυσόστομος θά τονίσει τήν ἀναγκαιότητα πρόσληψης ἑνός ἐνάρετου ἔμμισθου
παιδαγωγοῦ προκειμένου νά συμβάλλει ἱκανοποιητικά στήν ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ,
«παιδαγωγοῦ χρεία ἀκριβοῦς, ὥστε ρυθμίζειν τον παῖδα»[34]. Συγχρόνως
ἐξηγεῖ τό πόσο σημαντική καί ἀποτελεσματική εἶναι ἡ ἀγωγή στή νηπιακή ἡλικία.
Ἔτσι πετυχαίνεται ἡ ἐγγραφή τῶν ἀγαθῶν ἔξεων στήν ψυχή, «ἄν τοίνυν ἄνωθεν καί
ἐκ τῆς πρώτης ἡλικίας αὐτή πήξωμεν καλούς, οὐ δεησόμεθα πολλῶν μετά ταῦτα
πόνων, ἀλλ᾽ ἡ συνήθεια νόμος αὐτοῖς ἔσται λοιπόν»[35]. Γιά τό λόγο
αὐτό ὁ χρησορρήμων ἱεράρχης συμβουλεύει τούς γονεῖς νά φροντίσουν οἱ ἴδιοι νά
ἔχουν προσωπική ἄποψη καί ἐκτίμηση γιά ἐκεῖνον πού ἐπωμίζεται τήν ἀγωγή τῶν
παιδιῶν τους γιά αὐτό ρωτάει «τῶν οἰκείων ἀμελοῦμεν παίδων τῶν μέν σωμάτων
ἐπιμελούμεθα τῆς δέ ψυχῆς αὐτῶν καταφρονοῦμεν;»[36].
Ἡ παιδεία σκοπό ἔχει νά δώσει στό παιδί ἐφόδια παντοτινά, τά
ὁποῖα οὔτε ὁ χρόνος τά φθείρει οὔτε ἡ ἀρρώστια καί τά γηρατειά μποροῦν νά τά
καταστρέψουν, τονίζει ὁ Πλούταρχος. Ἄλλωστε «μόνος γάρ ὁ νοῦς παλαιούμενος
ἀνηβᾷ, καί ὁ χρόνος τἄλλα πάντ᾽ ἀφαιρῶν τῷ γήρᾳ προστίθησι τήν ἐπιστήμην»[37].
Ὁ Ἰωάννης ἀπό τήν πλευρά του ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ παιδαγωγός
πρέπει νά εἶναι ἐπιστημονικά κατηρτισμένος καί ἠθικά ἀκέραιος ὄχι μόνο, γιά νά
προσφέρει πλούσιες γνώσεις στό μαθητευόμενό του ἀλλά γιά νά κάνει τό νέο εἰκόνα
Θεοῦ. Σημασία μεγάλη ἔχει γιά τόν ἱερό πατέρα οἱ ἰδιότητες πού ἀποδίδονται στόν
Τριαδικό Θεό ὅπως ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀμνησικακία, ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ
εὐεργεσία καί ἡ μακροθυμία νά γίνουν κτῆμα τῶν νέων. Μόνο τότε ὁ
παιδαγωγούμενος θά διαπλασθεῖ εἰς τέλειον χριστιανόν καί θά γίνει ἄξιος
κληρονόμος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, «τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐργασώμεθα· ἐκ πρώτης
ἡλικίας αὐτοὺς εἰς τὴν πολιτείαν εἰσάγωμεν τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[38]. Παρατηροῦμε ὅτι
ἐνῶ γιά τόν Πλούταρχο ὁ σκοπός τῆς παιδείας εἶναι οἱ γνώσεις πού ἀποκτάει ὁ
μαθητευόμενος, γιά τό Χρυσόστομο τό ἔπαθλο τῆς καλῆς παιδείας εἶναι ἡ μετάληψη
τῆς ἁγιότητος καί ἡ ἀπόκτηση τῆς θεογνωσίας πού ὁδηγεῖ στήν ἕνωσή μας μέ τόν
ἀῒδιο καί ἄχρονο Τριαδικό Θεό[39].
Ὁ ἀρχαῖος ἕλληνας φιλόσοφος ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παιδεία σμιλεύει τό
χαρακτήρα τοῦ μαθητευόμενου, ὥστε οὔτε θρασύς νά εἶναι οὔτε ἄτολμος καί γεμάτος
φοβίες, γιατί «τό μέν γάρ ἀσφαλές ἐπαινεῖται μόνον, τό δ᾽ ἐπικίνδυνον καί
θαυμάζεται»[40]. Τό μαθαίνει νά
συγκρατεῖ τή γλῶσσα του, γιατί ἡ ἀκράτεια τῆς γλῶσσας ὁδηγεῖ σέ συμφορές[41]. Συγχρόνως
θεωρεῖ σημαντική ὅτι μαζί μέ τήν πνευματική τροφή τῆς σωστῆς ἐκπαιδεύσεως πού
γεύεται ἕνα παιδί, πρέπει συγχρόνως νά ἀθλεῖται, χωρίς ὅμως νά ἐξουθενώνεται ἀπό
τήν κούραση. Ἡ τελευταία δέν εἶναι καλός βοηθός στή μελέτη τῶν πνευματικῶν
ἐπιστημῶν[42]. Ὁ Χρυσόστομος
συνιστᾶ νά μή δίνουμε μεγάλη προσοχή στά σώματα τῶν παιδιῶν ἀλλά κυρίως στή
διάπλαση ἑνός ἐνάρετου καί ἠθικοῦ ἐν Χριστῷ χαρακτήρα. Ἀντίθετα πρέπει να
ἐνδιαφερόμαστε γιά τή γνωριμία καί τή συναναστροφή τῶν παιδιῶν μας μέ θεοφόρους
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τό μέσο γνωριμίας τῶν νέων μέ τήν ἐν θεῷ ζωή.
Ὁ Πλούταρχος ὑπογραμμίζει ὅτι τά παιδιά ὀφείλουν νά
ἐκπαιδεύονται μέ ὑποδείγματα καί συμβουλές καί ὄχι μέ ξυλοδαρμούς καί
κακοποιήσεις, γιατί ἡ σωματική κακοποίηση ἀποθαρρύνει τά παιδιά. Ἀντίθετα
«ἔπαινοι δέ καί ψόγοι πάσης εἰσίν αἰκίας ὠφελιμώτεροι τοῖς ἐλευθέροις, οἱ μέν
ἐπί τά καλά παρορμῶντες οἱ δ᾽ ἀπό τῶν αἰσχρῶν ἀνείργοντες»[43]. Ὅλα ὅμως πρέπει
να δίδονται μέ μέτρο στά παιδιά, γιατί «χαυνοῦνται γάρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν
ἐπαίνων καί θρύπτονται».[44] Ἕνα ἄλλο βασικό
στήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν εἶναι νά τό μάθουμε νά λέει τήν ἀλήθεια, γιατί τό ψεῦδος
εἶναι κατακριτέο πάντα.
Ὁ ἱερός Πατήρ ἀπό τήν πλευρά του πρεσβεύει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ
παιδαγωγοῦ πρός τούς μαθητές του εἶναι ὁ πρωταρχικός καί ὁ βασικός παράγοντας
γιά τήν ἐκπαίδευση τους. Θεωρεῖ ὅτι ἕνας δάσκαλος πρέπει νά κατέχει πολύ καλά
τό ἀντικείμενο τῆς διδασκαλίας του καί νά εἶναι ἀπολύτως βέβαιος γιά τήν
ὀρθότητα τῶν ὅσων λέει. Δικαιολογημένα ὁ Πατήρ ἀναρωτιέται, «ὅταν οὖν ἑαυτούς
μή πείθωμεν, πώς ἑτέρους πείσωμεν». Ὅμως οἱ γνώσεις δέν εἶναι τό μοναδικό
ἐφόδιο πού πρέπει νά ἔχει ἕνας καλός παιδαγωγός. Ὀφείλει νά μεταχειρίζεται
ἐπιτυχῶς τήν αὐστηρότητα καί τήν ἄκρατη πειθαρχία τῶν μαθητῶν μέ τή χαλαρότητα
στό μάθημα καί τή δημιουργία εὐχάριστης ἀτμόσφαιρας κατά τή διδασκαλία του.
Μόνο τότε θά πετύχει τήν παράδοση ἑνός ἐνδιαφέροντος μαθήματος. Σημαντικό
ἐπίσης εἶναι νά θέτει διακριτά ὅρια ἀνάμεσα στήν ἀνάγκη γιά συμβουλή καί στήν
περίσταση γιά διαταγή. Ὅλα αὐτά εἶναι δύσκολο νά τά κατορθώσει μόνος του,
βασιζόμενος ἀποκλειστικά καί μόνος στίς δικές του ἱκανότητες. Ἡ προσευχή του
πρός τό Θεό εἶναι ὁ βασικός συνοδοιπόρος του γιά νά πετύχει νά ἐκπαιδεύσει καί
νά ποδηγετήσει ἐπιμελῶς τούς μαθητές του. Ἐπιπλέον ὁ δάσκαλος πρέπει νά σέβεται
τήν προσωπικότητα τοῦ μαθητῆ καί νά ἀσχολεῖται μαζί του μέ προσοχή, τρυφερότητα
καί μέ ἀγάπη ὅπως ἕνας κιθαρωδός μαθαίνει κάποιον μαθητευόμενο κιθάρα.
Ἡ σταχυολόγηση τῶν λίγων αὐτῶν στοιχείων ἀπό τήν παιδαγωγική
πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου ἀλλά καί τοῦ Χρυσοστόμου, μᾶς δείχνει τήν εὐαισθησία
τῶν δύο αὐτῶν σπουδαίων προσώπων στά θέματα τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, τά ὁποῖα
ἀποτελοῦν τό μέλλον τῆς κοινωνίας. Πολλές ἀπό τίς ἀπόψεις τους τίς ἀσπάστηκαν,
ὕστερα ἀπό χρόνιες μελέτες πολλοί σύγχρονοι παιδαγωγοί. Πάντως πολλές ἀπό τίς
σκέψεις τους συγκλίνουν, φυσικά ὑπάρχουν καί οἱ διαφορές· ἀφοῦ ἔζησαν σέ
διαφορετικές ἐποχές καί εἶχαν ἀνατραφεῖ μέσα σέ διαφορετικά κοινωνικά καί
θεολογικά περιβάλλοντα. Καταλυτικό ρόλο στή μελέτη τῆς παιδαγωγικῆς σκέψεως τῶν
δύο αὐτῶν ἀνδρῶν ἔχει καί ἡ διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ὅτι, δηλαδή,
ὁ χριστιανισμός δέν παραβλέπει στήν ἀγωγή τίς σωματοϋλικές ἀνάγκες τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ παιδαγωγός ἐν Χριστῷ πάντα ἔχει κατά νοῦ, «οὐκ ἔχομεν ὧδε
μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσα ἐπιζητοῦμεν»[45].
Ἐν κατακλείδι, καί οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες συγκλίνουν στήν ἄποψη ὅτι
ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν ἀποτελεῖ πολύ κόπο, ἄπειρη ἀγάπη ἀπό τούς γονεῖς καί
τούς παιδαγωγούς, καί ἀπεριόριστο χρόνο γιά νά ἀσχοληθεῖ κάποιος μαζί τους. Ἡ
σωστή ἀνατροφή τους ἀπαιτεῖ πολλές θυσίες ἀπό τήν οἰκογένεια. Δυστυχῶς σήμερα ὁ
θεσμός τῆς οἰκογένειας κλονίζεται, ἔτσι πολλά παιδιά ἀφήνονται ἕρμαια, κακῶν
καί ἀνήθικων ἐπιδράσεων. Στόχος μας εἶναι νά παιδαγωγήσουμε κατά τό καλύτερο
δυνατό τά παιδιά μας. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή μας, θά πετύχουμε
τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα. Ἄλλωστε αὐτά εἶναι οἱ πολυτιμότεροι θησαυροί πού
μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός.
Ἡ συγγραφή τῶν συγκεκριμένων παιδαγωγικῶν ἔργων τοῦ Ἰωάννη
Χρυσοστόμου ἀλλά και τοῦ Πλουτάρχου ἀποκαλύπτει τό μεγάλο πλοῦτο γνώσεως πού
κατεῖχαν σχετικά μέ τήν παιδική ψυχολογία. Οἱ ψυχολογικές καί παιδαγωγικές
παρατηρήσεις τους συμφωνοῦν μέ τό σημερινό πρότυπο τῶν διδακτικῶν καί
παιδαγωγικῶν μεθόδων.
ΠΗΓΕΣ
·
Ἰωάννου Εὐχαἱτῶν, Ὑπόμνημα διά στίχων ἰαμβικῶν, ΜΒ, PG 120,
1151-1200.
·
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός πιστόν
πατέρα, PG 47, 349-387.
·
Τοῦ ἰδίου, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἑν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον ἀρχιεπίσκοπον
Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης, PG 50, 597-603.
·
Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό «Χήρα
καταλεγέσθω μή ἐλάττων ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα»· καί περί παίδων ἀνατροφῆς, καί
περί ἐλεημοσύνης, PG 51, 321-337.
·
Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός
Τιμόθεον Α, ὁμιλίας ΙΗ PG 62, 501-600.
·
Τοῦ ἰδίου, Περί κενοδοξίας καί
ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα. Malingrey, A- M, Sur la vaine gloire et l' education des enfants,
SC
·
Τοῦ ἰδίου, Περί Ἄννης λόγοι
Ε, PG 54, 631-676.
·
Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τάς
παροιμίας τοῦ Σολομῶντος,PG 64, 660-740.
·
Πλουτάρχου, Περί παίδων ἀγωγή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
·Δανασσῆ -
Ἀφεντάκη, Ἀ., Θεματική τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, Ἀθήνα 1975.
·
·Ἐξάρχου, Β., «Ἡ
γνησιότης τῆς πραγματείας Ἰωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς
τῶν τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 153-170, 340-355, 559-567.
·
·Ζήση, Θ. Ν., Ἡ
ἀνατροφή τῶν παιδιῶν κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1998.
·
·Κρουσταλλάκη, Γ., Διαπαιδαγώγηση, Ἀθήνα
1994.
·
·Μπαλάνου, Δ., Οἱ
Πατέρες καί Συγγραφείς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1961.
·
·Μωραῒτης, Δ., «Ἡ
γνησιότης τῆς πραγματείας Ἰωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς
τῶν τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 718-733.
·
·Παπαβασιλείου,
Ἀ., Ἡ ἀνατροφή τῶν κατά τόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, Λευκωσία 1994.
·
·Παπαδάκης, Κ., Θέματα
ἀγωγῆς τοῦ παιδιοῦ κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ραδάμανθυς, Ρέθυμνο 1993.
·
·Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομοςὡς
ρήτωρ καί διδάσκαλος, Τεργέστη 1898.
[1]Ἰωάννου Εὐχαϊτῶν, Ὑπόμνημα διά στίχων
ἰαμβικῶν, ΜΒ΄, PG 120, 1156BC.
[2]Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἑν ἁγίοις
πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον ἀρχιεπίσκοπον Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης, PG 50, 600Α.
[3] Ἰωάννου, Ὑπόμνημα
εἰς τήν πρός Τιμόθεον Α, Θ, PG 62, 5463-6.
[4] Αὐτόθι, PG 62, 54631.
[5] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας
ἀνατρέφει τά τέκνα, A.-M, Malingrey, Jean Chrysostome. Sur la vaine
gloire et l᾿ éducation des enfants, SC 188, pub. Cerf, Paris 1972 pag 64-196.
[6] Ὁ Ἰωάννης
ἀντιμετωπίζει κριτικά τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Ἀπορρίπτει κάθε ἄποψη τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων πού δέ συνάδει μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ σκέψεις τους
περί Θεοῦ, γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί μερικές φορές
καί κάποιες ἰδέες τους περί ἠθικῆς. Ἐπαινεῖ τό Σωκράτη, τό Θηβαῖο Κράτη καί τό
Διογένη γιά τή συμπεριφορά τους σέ θέματα ἠθικῆς ἤ γιά τήν περιφρόνηση πού
δείχνουν στά ὑλικά ἀγαθά ἀλλά ποτέ γιά τίς μεταφυσικές ἀντιλήψεις τους καί
θεωρίες τους. Δέ διδστάζει νά ἀντικρούσει τίς ἀριστοτελικές σκέψεις περί
προσιτότητος πρός τό Θεό, ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης δίδασκε πάντα τό ἀπρόσιτο καί
ἀκατάληπτο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Συγχρόνως ἐναντιώνεται στήν ὑπέρμετρη ἀγάπη
τοῦ Πλάτωνα γιά τήν ὕλη. Στό τέλος ὅμως τῆς ζωῆς του ὁ Χρυσόστομος συγγράφει τό
«Ὅτι ἑαυτό μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται», PG 52, 459-480, στηριζόμενος στήν πλατωνική καί στωική ἄποψη περί
ἠθικῆς ὅτι ὁ καλός καί ὁ δίκαιος δέν μπορεῖ νά ὑποστεῖ καμία βλάβη ἀπό τόν
ὁποιοδήποτε, γιατί τίς ἀδικίες τίς χρησιμοποιεῖ ὡς μέσο γιά νά φθάσει στήν
τελείωση.
[7] Πλουτάρχου, Περί
παίδων ἀγωγῆς, 2b.
[8] Αὐτόθι
[9] Ἰωάννου, Εἰς
τήν πρός Τιμόθεον Α, Θ΄, PG 62, 546CD..
[10] Πλουτ., μν.
ἔργο, 5e
[11] Αὐτόθι.
[12] Ἰωάννου, Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν
τά τέκνα. Malingrey, A- M, Sur la vaine gloire et l' education des enfants, SC 188, 378306-319: «Ἕκαστος τοίνυν ὑμῶν τῶν πατέρων
καὶ τῶν μητέρων, καθάπερ τοὺς ζωγράφους ὁρῶμεν τὰς εἰκόνας καὶ τὰ ἀγάλματα μετὰ
πολλῆς τῆς ἀκριβείας ἐξασκοῦντας, οὕτω τῶν θαυμαστῶν τούτων ἀγαλμάτων
ἐπιμελώμεθα. Προθέντες γὰρ οἱ ζωγράφοι τὸν πίνακα καθ̉ ἑκάστην ἡμέραν αὐτὸν
ἐπιχρίουσι πρὸς τὸ δέον. Οἱ δὲ λιθοξόοι τῶν λίθων καὶ αὐτοὶ τὸ αὐτὸ πράττουσιν,
τὸ μὲν περιττὸν περιαιροῦντες, τὸ δὲ ἐνδέον προστιθέντες. Οὕτω δὴ καὶ ὑμεῖς·
καθάπερ ἀγαλμάτων τινῶν κατασκευασταί, πρὸς τοῦτο τὴν σχολὴν ἅπασαν ἔχετε τὰ
θαυμαστὰ ἀγάλματα τῷ Θεῷ κατασκευάζοντες· καὶ τὸ μὲν περιττὸν ἐξαιρεῖτε, τὸ δὲ
ἐνδέον προστίθετε· καὶ καθ̉ ἑκάστην αὐτὰ περισκοπεῖτε τὴν ἡμέραν, ποῖον ἀπὸ
φύσεως ἔχει πλεονέκτημα, ὥστε αὐτὸ αὔξειν, ποῖον ἀπὸ φύσεως ἐλάττωμα, ὥστε αὐτὸ
περιαιρεῖν».
[13] Αὐτόθι 378320.
[14] Τοῦ ἰδίου, Εἰς
τό «Χήρα καταλεγέσθω μή ἐλάττων ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα»· καί περί παίδων
ἀνατροφῆς, καί περί ἐλεημοσύνης, PG 51, 32750-59.
[15] Ἰωάννου, PG 54, 639.
[16] PG 54, 643.
[17] Πλουτάρχου, μν.
ἔργο, 6d.
[18] Αὐτόθι, 5e καί «… ἵνα μή συναναχρωννύμενοι βάρβαροις καί τό ἦθος μοχθηροῖς
ἀποφέρωνταί τις τῆς ἐκείνων φαυλότητος», Αὐτόθι 6α.
[19] Αὐτόθι 7e.
[20] Αὐτόθι
[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς
τήν πρός Τιμόθεον Α, PG 62,
[22] Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τάς παροιμίας τοῦ Σολομῶντος,PG 64, 71324-25
[23] Αὐτόθι.
[24] Τοῦ ἰδίου, Πρός πιστόν πατέρα, PG 47, 35719-32: «Οὐδὲ γὰρ
ἄλλο τι τῶν πατέρων ἔστιν ἀκοῦσαι διαλεγομένων πρὸς τοὺς παῖδας, ὅταν αὐτοὺς
παρακαλῶσιν ὑπὲρ τῆς τῶν λόγων σπουδῆς, ἀλλ΄ ἢ ταυτὶ τὰ ῥήματα· Ὁ δεῖνα, φησὶ,
ταπεινὸς καὶ ἐκ ταπεινῶν τὴν ἀπὸ τῶν λόγων κτησάμενος δύναμιν, ἦρξε μεγίστας
ἀρχὰς, πλοῦτον ἐκτήσατο πολὺν, γυναῖκα ἔλαβεν εὔπορον, οἰκίαν ᾠκοδόμησε
λαμπρὰν, φοβερός ἐστιν ἅπασι καὶ ἐπίδοξος. Πάλιν ἔτερο, ὁ δεῖνα, φησί, τὴν
Ἰταλῶν γλῶσσαν ἐκπαιδευθεὶς, ἐν τοῖς βασιλείοις ἐστὶ λαμπρὸς, καὶ πάντα ἄγει
καὶ φέρει τὰ ἔνδον. Καὶ ἕτερος ἕτερον δείκνυσι πάλιν, πάντες δὲ τοὺς ἐπὶ γῆς
εὐδοκίμους· τῶν δὲ ἐν τοῖς οὐρανοῖς οὐδὲ ἅπαξ τις μέμνηται, ἀλλὰ κἂν μνησθῆναι
ἕτερος ἐπιχειρήσῃ, ὡς πάντα ἀνατρέπων ἐλαύνεται».
[25] Αὐτόθι, PG 47, 35733-44.
[26] Πλουτ., μν.
ἔργο,
[27] Ἰωάννου, Περί
κενοδοξίας ... Malingrey, SC 188, 378288-290.
[28] Αὐτόθι, SC 188, 378292-294.
[29] Αὐτόθι, SC 188, 378625-634
[30] Αὐτόθι, SC 188, 378695.
[31] Αὐτόθι, SC 188, 378696-705
[32] Πλουτ., μν.
ἔργο, 7b
[33] Αὐτόθι, 12d.
[34] Ἰωάννου, Περί κενοδοξίας ... Malingrey, SC 188, 378245-246.
Βλ. Β. Χαρώνη, Παιδαγωγική ἀνθρωπολογία τοῦ Ἰω. Χρυσοστόμου, τ. 1ος,
Ἀθήνα 1993, σσ. 363, 364.
[35] Τοῦ ἰδίου, Πρός Τιμόθεον Α, Θ, PG 62, 546.37-.
[36] Τοῦ ἰδίου, Εἰς
τό «Χήρα καταλεγέσθω μή ἐλάττων ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα»· καί περί παίδων
ἀνατροφῆς, καί περί ἐλεημοσύνης, PG 51, 32721-24.
[37] Πλουτ., μν. ἔργο,
[38] Ἰωάννου, Περί Ἄννης, Γ, PG 54, 65856-58.
[39] Αὐτόθι, PG 54, 65858 κ.ἑ.
[40] Πλουτ., μν.
ἔργο, 9b.
[41] Αὐτόθι, 15α.
[42] Αὐτόθι, 11cd.
[43] Αὐτόθι, 12α.
[44] Αὐτόθι.
[45] Ἑβρ. 13,4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου